Μία μπαλάντα για τον Μπάμπη Αργυρίου
Διασχίζω την Μιχαήλ Ιωάννου και διασχίζω μια ανοιχτή, εφηβική πληγή που αναβλύζει χρώματα και ήχους από το μακρινό 1999.
Στον κινηματογράφο Βακούρα παίζει την Έκτη Αίσθηση.
Στο Carpe Diem, το βράδυ, εμφανίζεται ο Εβραίος Eddie Vedder. Η σερβιτόρα του μαγαζιού θα είναι γειτόνισσα μου είκοσι χρόνια μετά, όταν θα μένω πια στην Άνω Πόλη και θα έχω δύο αγόρια να τους ζαλίζω το κεφάλι.
Ο δεκαεννιάχρονος εαυτός μου φτάνει στη βιτρίνα του Rollin’ Under. Βλέπω το καινούργιο του Beck, των Mogwai. Μία φιγούρα αντανακλάται στο τζάμι. «Αυτός με το περίεργο μωρό στο εξώφυλλο είναι δισκάρα. Δεν έχεις ξανακούσει κάτι τέτοιο». Είναι ο Πάνος Π. Πατάει το τσιγάρο του και με παίρνει από το χέρι για να μπούμε στο μαγαζί. «Agaetis Byrjun λέγεται. Ισλανδικά. Ξέρεις τι σημαίνει;». Τον κοιτάζω με απορία. «Μια καλή αρχή. Αλλά είναι ο δεύτερος τους δίσκος. Γαμάτο». Χαμογελάει.
Στο εσωτερικό μυρίζει βινύλιο, το μελάνι των καινούργιων fanzine και τα αρώματα των θαμώνων. Ο πρώην και ο νυν ντράμερ των Ροδάμα τα λένε μπροστά από μια ντάνα ελληνικά βινύλια: Τρύπες, Γκρόβερ, Ολέθριο Χάσμα. Ο Κώστας Π. φεύγει από την παρέα τους για να μας υποδεχθεί. «Καλώς τη νεολαία του μαγαζιού».
Ένα αγόρι φέρνει τον πρώτο των Στέρεο Νόβα στο ταμείο. «Πανέμορφη δουλειά», ακούω την ήρεμη φωνή του Μπάμπη. Φειδωλός στις κουβέντες. Αφήνει τα μάτια να κάνουν όλη τη δουλειά. Αστράφτουν όταν βλέπουν τους ανθρώπους που έχουν κάνει στέκι το μαγαζί του. Τους κοιτάει από τον ταπεινό του θρόνο, μία πολυθρόνα για τον ιερέα, τον αποκαμωμένο πολέμαρχο των ‘80s. Θα περνούσαν χρόνια για να μάθω από πού ήρθε ο Μπάμπης (και τι ήταν το Rollin’ Under πριν γίνει δισκάδικο) και χρόνια για να μάθω που πηγαίνει.
Ο Μιχάλης Β. ακουμπάει το βιολί του σε μία καρέκλα. Έχει σε κασέτα την πρώτη δουλειά του συγκροτήματος του. Θέλει να δει αν υπάρχει πιθανότητα η Lazy Dog να την κυκλοφορήσει. Η ψηλή μορφή του Ντίνου Σ. προβάλει στην είσοδο. Δεν το ξέρω ακόμα, αλλά όλα εκείνα τα πρόσωπα τέμνονται με μία γραμμή που στην πορεία του χρόνου θα τους ενώσει και θα τους χωρίσει, δημιουργικά, πολλές φορές.
Στα ηχεία παίζει κάτι δυνατό. Κάτι βίαιο. «Ποιοι είναι αυτοί;», ρωτάει με την αφέλεια σκίουρου. «Οι Ziggy Was που παίζουν μπάλα σε μεγάλο γήπεδο», απαντάει ο Μπάμπης. Σε άλλο χρόνο, ο Πάνος θα μου εξηγήσει πως αυτή η ατάκα είχε να κάνει με την μετακόμιση του συγκροτήματος στη Virgin. «Αγγλόφωνο ροκ, πόσο μακριά μπορεί να πάει αυτό», συμπληρώνω. Ο τριαντάρης εαυτός μου, από μία σκουληκότρυπα στο χρόνο, με μουντζώνει μεγαλοπρεπέστατα.
Γνώρισα ένα κομμάτι του Μπάμπη. Από τα πολλά που είχε δημιουργήσει για να συναρμολογήσουν το ανήσυχο πνεύμα του. Οι πόροι του ανάβλυζαν μουσική, στις ρωγμές των δαχτύλων του ακουμπούσαν λέξεις. Υπήρξε, για πολλά χρόνια, ένας πλανήτης που έκανε κομήτες να γυρνάνε στην τροχιά του πριν, η δική τους ορμή, τους οδηγήσει σε άλλα μέρη, μακρινά.
Για μένα ήταν ένας φιλικός γίγαντας στο τέλος της μαγικής φασολιάς. Ένας ήρεμος άρχοντας που με δέχθηκε στο ανάκτορο του. Μπήκα ρακένδυτος και βρήκα μία πανοπλία. Μία πανοπλία για την εφηβεία μου, για τον υπόλοιπο καιρό που μου μένει.
Μπάμπη. Ευχαριστώ που μου πρόσφερες καταφύγιο ακόμη κι αν δεν το κατάλαβες ποτέ. Ακόμη κι αν δεν σου το είπα ποτέ.
Ευχαριστώ ρε.