18 συντάκτες του MiC διαλέγουν...
As I went Out One Morning (John Wesley Harding, 1967)
Διαλέγω απ’ τα δευτερεύουσας δημοφιλίας τραγούδια του “John Wesley Harding”. Αλλά κι απ’ τα αποκαλυπτικά του Dylan ως προς το πώς δύναται να χρησιμεύσει συνδηλωτικά στις παύσεις του λόγου η φυσαρμόνικα. Στους στίχους βρίσκεται κάποιος με ονοματεπώνυμο Tom Paine, κι αυτομάτως προκύπτουν συνδέσεις με το βραβείο που απονεμήθηκε στον Bob Dylan το ’63, μισόν αιώνα πριν το Nobel. Από ερευνητική σκοπιά, ο δημιουργός του υπερασπίστηκε τούτο το παιδί του ζωντανά μόλις μία φορά. Έκτοτε, όμως, υπήρξαν αρκετοί διασκευαστές αυτού - Stan Ridgway, Thea Gilmore, Why?, Dirty Projectors, Wovenhand κ.ά., έστω κι αν λίγοι μπόρεσαν να ανταποκριθούν πετυχημένα στη συμπύκνωση του πρωτότυπου τρίλεπτου…
Πάνος Πανότας
Hurricane (Desire, 1976)
Αναπόφευκτα, μιας που είναι το πρώτο κομμάτι του που άκουσα και μου εντυπώθηκε βαθιά στο υποσυνείδητο. Ή τουλάχιστον έτσι θυμάμαι, και για τις δύο αυτές παραδοχές. Ο αδερφός μου είχε φέρει το δίσκο δανεικό στο σπίτι και μου είπε ότι οι στίχοι αφηγούνται μια πραγματική ιστορία για έναν πυγμάχο που κατηγορήθηκε για τη δολοφονία κάποιων ανθρώπων, και μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι ένα τραγούδι μπορεί να αποτελέσει μια καταγραφή ενός αληθινού περιστατικού και να ασκήσει κριτική επάνω σε μία δικαστική ετυμηγορία (κατά τα άλλα, πίστευα ότι τα τραγούδια υπάρχουν για να λένε «σ’ αγαπώ» ο ένας / ο καλλιτέχνης, στον άλλο / το αντικείμενο του πόθου του). Είχα αργότερα πολλά χρόνια μπροστά μου για να ψάξω το πόσα περισσότερα ήταν ικανός να μεταφέρει μέσα από το έργο του ένας μουσικός όπως ο Bob Dylan, χωρίς αυτό να μεταφράζεται ότι έγινα ποτέ φανατικός οπαδός κι ακροατής του.
Μάνος Μπούρας
Blind Willie McTell (The Bootleg Series, 1991)
Γράφτηκε τέλη του 1982, όταν ο Dylan άφηνε πίσω του την τριετή εκείνη “χριστιανική περίοδο”, και προφανώς το απόσταγμα αυτής της εμπειρίας έπρεπε να είναι ένας λόγος προφητικός. Ο τυφλός μπλουζίστας γίνεται, για τον Dylan, ο προφήτης της Αμερικής, αυτός που δεν προλέγει τα επερχόμενα (δεν είναι αυτό ο προφήτης), αλλά, έχοντας αναγνώσει την πορεία της Ίστορίας, κάνει τον θλιβερό απολογισμό της. Ό,τι στοιχειώνει αυτήν τη χώρα ανά τους αιώνες, βρίσκεται μέσα σε αυτό το τραγούδι. Και ο Willie McTell, ο τυφλός προφήτης, με το εσωτερικό του φως τραγουδάει για το δουλεμπόριο και τα πλοία-φαντάσματα από την Αφρική, για τους μαύρους μάρτυρες στα χέρια της Κου Κλουξ Κλαν, για τα gypsy camps και τους minstrels που γυρόφερναν αυτήν την καταραμένη χώρα, τα chain gangs και τους επαναστάτες. Ένας τυφλός μπλουζίστας τραγουδάει, καλύτερα απ’ τον καθένα, για όλα αυτά που ποτέ δεν είδε!
Κατά την προσφιλή του συνήθεια, ο Dylan αντλεί από το “περιθώριο της ιστορίας” και μέσα σε πέντε στροφές αγώνων και κόπων, αδικιών και βασάνων, αποδομεί το Αμερικανικό Όνειρο οριστικά: οι αποκλεισμένοι της ιστορίας θα παραμείνουν αποκλεισμένοι και αυτή η χώρα θα είναι καταραμένη.
Το κομμάτι ανήκει στον σκληρό πυρήνα των καλύτερών του, αλλά δεν βρήκε θέση σε άλμπουμ, καθότι απορρίφθηκε από τον ίδιο τον δημιουργό του.
Δημήτρης Κοργιαλάς
Don't think twice-it's alright (The Freewheelin' Bob Dylan, 1963)
Θα ήθελα πολύ να μάθω αν ο Ντίλαν έχει ένα γενικό μότο στη ζωή του και αν το Don't think twice-it's alright είναι αυτό το μότο.
Γιώργος Τσαντίκος
My Back Pages (Another side of Bob Dylan, 1964)
Το 1992 δόθηκε μια πανηγυρική συναυλία στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης για τα 30 χρόνια καριέρας του Bob Dylan. Ανάμεσα στα τραγούδια που ακούστηκαν ήταν το My Back Pages, ένα από τα πρώτα του τραγούδια, σε νοσταλγικό ύφος, γραμμένο πάνω σε πέντε από τα πιο βασικά ακόρντα. Το name dropping δεν συνιστάται πάντα, αλλά όταν τα ονόματα είναι τόσο βαριά είναι από μόνα τους είδηση και η αναφορά τους και μόνο περνάει το μήνυμα. Η σύνθεση που το έπαιξε λοιπόν ήταν η εξής: Μουσικός διευθυντής της μπάντας ήταν ο κιθαρίστας του εκείνη την εποχή, ο G. E. Smith, όχι πολύ γνωστός στο ευρύ κοινό αλλά η Fender έχει βγάλει ειδική σειρά Telecaster με την υπογραφή του. Πρώτος τραγούδησε ο Roger Mc Guinn, δικαιωματικά, μια που το τραγούδι το έκαναν γνωστό οι Byrds. Ακολούθησε ο Tom Petty, μετά ο Neil Young και σόλο κιθάρας και τραγούδι από τον Eric Clapton. Στη συνέχεια είπε μια στροφή ο ίδιος ο Dylan και τον διαδέχτηκε στο μικρόφωνο ο George Harrison, σόλο στην Old Black από τον Neil Young και φινάλε. Στη σκηνή ήταν ακόμη τα ¾ των Booker T and the MGs, ο ίδιος ο Booker T στο Hammond, ο κιθαρίστας Steve Cropper και ο μπασίστας Donald “Duck” Dunn, μέλη επίσης της μπάντας των Blues Brothers στη θρυλική ταινία οι δύο τελευταίοι, και οι τεράστιοι session ντράμερ Jim Keltner και Anton Fig. Με την εξαίρεση ίσως του Live Aid λίγα χρόνια πριν, ποτέ δεν είχαν μαζευτεί τόσο πολλοί ροκ σταρς αυτού του διαμετρήματος σε μια σκηνή ταυτόχρονα, και σίγουρα ποτέ δεν μαζεύτηκαν τόσοι για να τιμήσουν άλλον εν ζωή μουσικό, και αυτό λέει πολλά για το πόσο μεγάλος είναι πραγματικά ο Bob Dylan. Δυο χρόνια πριν, ο Neil Young είχε ξεσηκώσει νότα προς νότα το My Back Pages και το έβαλε στο Ragged Glory με διαφορετικούς στίχους (με το ίδιο όμως περίπου νόημα) και τίτλο Days that Used to Be. Κανένας δεν ενοχλήθηκε, και πολύ περισσότερο «η Μπομπότητά του» (his Bobness, κατά το his highness, όπως τον αποκαλούν οι φανατικοί του). Είναι γνωστή η ιστορία που ταξίδεψε μόνος στο Winnipeg του Καναδά και κάθισε για ώρες απέναντι στο σπίτι που μεγάλωσε ο Young προσπαθώντας να καταλάβει από πού ήρθαν όλα αυτά τα τραγούδια.
Δημήτρης Κάζης
One more cup of coffee (Desire, 1975)
Κάποιοι τίτλοι τραγουδιών γίνονται ατάκες σε διάφορες στιγμές της ζωής μας. Για παράδειγμα η φράση: “One more cup of coffee for the road” την οποία έχω πει αρκετές φορές. Συνήθως βέβαια, για διαλύματα που περιέχουν αιθανόλη και όχι καφεΐνη… Το τραγούδι περιγράφει τη ζωή μιας τσιγγάνας και ο Dylan το έγραψε στη γωνία ενός τραπεζιού στο club “Other End” του Greenwich Village στο Μανχάταν. Δεν ξέρουμε πως θα ήταν το τραγούδι χωρίς τα φωνητικά της Emmylou Harris, σίγουρα όμως θα ήταν εντελώς διαφορετικό αν κατά τύχη ο Dylan, την περίοδο που ηχογραφούσε το δίσκο, δεν γνώριζε στο δρόμο την –άγνωστη τότε– Scarlet Rivera, που περιφερόταν στα σοκάκια του Village με το βιολί της.
Τάσος Βαφειάδης
Hurricane (Desire, 1976)
Τραγούδι διαμαρτυρίας και καταγραφή ιστορίας, ακούγεται σαν την αγόρευση επί των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης του Ρούμπιν Κάρτερ. Ή και ως καταγγελία για το κατά πόσο η Δικαιοσύνη είναι όντως τυφλή. Αποτελεί τελικά ιστό αράχνης που πιάνει τις μικρές μύγες, ενώ οι μεγάλες τον σκίζουν και φεύγουν, όπως έλεγε ο Ανάχαρσις; Και για όσους βιοποριζόμαστε από/με την ελληνική «δικαιοσύνη», ο στίχος “feel ashamed to live in a land where justice is a game” πάντα θα μας κάνει να αναρωτιόμαστε γιατί κάνουμε αυτή τη δουλειά – και για πόσο καιρό ακόμα θα αρκεί η ευσυνειδησία μας για να συνεχίσουμε να την κάνουμε.
Μαριάννα Βασιλείου
Subterranean Homesick Blues (Bring it All Back Home, 1965)
Κοιτάζοντας τη δισκοθήκη μου είναι εύκολο να καταλάβεις τι μουσική μου αρέσει, απ αυτές που φαίνεται να μου άρεσαν κατά καιρούς. «Είναι το ροκ μου», θα σου δικαιολογηθώ. «Η μουσική που με εκφράζει. Είναι άμεση, δεν υπηρετεί κανένα μουσικό καλούπι, ίσως και λίγο αυθάδης, διπολική (εσωστρεφής στη σύλληψη/ χύμα στην εκτέλεση), φρέσκια στη δωρικότητά της, δεν έχει αυταπάτες από πού έρχεται και πού ζει, ωστόσο τραγουδάει στο αύριο». Υπάρχουν πολλά τραγούδια που περιγράφονται έτσι -κι είναι το ροκ μου. Το πρώτο πρώτο τους όμως γράφτηκε τέλη του 64 απ τον Μπομπ Ντίλαν και λέγεται Subterranean Homesick Blues. Κυκλοφόρησε νωρίς το 65 κι άνοιγε την πρώτη πλευρά του Bringing It All Back Home, ήταν η πρώτη ροκ πλευρά δίσκου της ιστορίας της δισκοθήκης μου. Και το Subterranean Homesick Blues το πρώτο 100% καθαρό ροκ κομμάτι, η αρχέτυπη συνταγή του πώς φτιάχνεται το ροκ μου μέχρι σήμερα. Και τώρα που το ξανακούω, με δυσκολία κρατιέμαι μην ξεφύγω κι αρχίζω να ωρύομαι ότι είναι και το καλύτερο.
Γιάννης Πλόχωρας
Idiot wind (Blood on the Tracks, 1975)
Οι αναλυτές οι οποίοι έχουν ξεψαχνίσει με εντομολογική επιμονή κάθε λέξη που έχει γράψει ο Ντίλαν και έχουν ανακαλύψει κάθεμλογής συμβολισμούς και υπονοούμενα και συσχετίσεις, λένε ότι το τραγούδι αυτό είναι σε πρώτο πλάνο ένα πικρόχολο ερωτικό κατηγορώ σε μια πρώην (Idiot wind, blowing every time you move your mouth, κοντολογίς "λες ηλιθιότητες" της λέει, με λίγο πιο ...ποιητικό τρόπο), βασικά τη γυναίκα του με την οποία ήταν στα χωρίσματα τότε (ο ίδιος βέβαια το αρνείται αλλά αυτό απλά μια ενοχλητική λεπτομέρεια). Απογοήτευση και θυμός και βιτριόλι συνδυάζονται τονισμένα από την εκ φύσεως γκρινιάρικη φωνή του Bob, σε ένα κλασικού τύπου ντιλανικό φολκ, την εποχή που ετοιμάζεται να σκάσει το πανκ. Από το τελευταίο του πολύ σπουδαίο άλμπουμ (εντάξει, το προτελευταίο). Ο αέρας φυσάει και πάλι, όχι πλέον για απάντηση σε συλλογικά οράματα. Είμαστε πλέον και στα 70s του νέου ξέφρενου ατομικισμού, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Και ο "ιδιώτης" δεν έχει μόνο τη σημασία του ηλιθίου...
Αντώνης Ξαγάς
Blowin' in the wind (The Freewheelin' Bob Dylan, 1963)
Το Greatest Hits του '67 ήταν ο πρώτος ξένος δίσκος που είχα στην διάθεση μου. Είχαμε και Joan Baez αλλά λόγο εξωφύλλου αυτόν άκουσα πρώτα. Δε μου άρεσε με τίποτε, μου πήρε χρόνια να τον χωνέψω και οι λόγοι έγιναν λίγο πιο ξεκάθαροι μετά την παρακολούθηση της Ασυμβίβαστης Γενιάς όπου η Michelle Pfeiffer αναλύει ένα κομμάτι του. Εκεί κατάλαβα ότι ο Dylan είναι ποιητής και τα έργα του κρύβουν διφορούμενα νοήματα που το μυαλό ενός 10χρονου που δεν μιλάει και την γλώσσα είναι δύσκολο να αποσαφηνίσει. Αφιλόξενος λοιπόν με μόνη λύτρωση την γλυκιά του φυσαρμόνικα. Πόσες φορές τον άκουσα για να τον συμπαθήσω... The answer my friend is blowin' in the wind.
Χρήστος Αναγνώστου
One more cup of coffee (Desire, 1975)
Είναι στο Desire, του '76, το τέταρτο τραγούδι της πρώτης πλευράς. Ήμουν πιτσιρίκι και το έπαιζε συνέχεια ο Σκολαρίκος, δίπλα. Μου άρεσε πολύ, με συγκινούσε, με τάραζε. Σαράντα χρόνια αργότερα παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα μου. Είναι μάλλον η απελπισία που αποπνέει, τόσο με τους στίχους του χωρισμού, όσο και με την λυπητερή μελωδία, το βιολί της Scarlet Rivera που νομίζεις ότι θρηνεί, την αρρωστιάρικη ερμηνεία του ντουέτου Bob Dylan-Emmylou Harris. Το έγραψε, λέει, ο ποιητής, σε ένα απόμερο τραπεζάκι ενός κλαμπ στο Μανχάταν, μια καλοκαιρινή βραδιά του '75...
Βασίλης Παυλίδης
Meet Me In The Morning Blue (Blood on the Tracks, 1975)
Εξακολουθώ κι ακούω τους δίσκους του Dylan και δεν νιώθω άβολα ή τυχόν παρωχημένος σαν ακροατής. Η επιθυμία είναι αντίστοιχη εκείνης της ανάγνωσης ενός κειμένου του Κωστή Παπαγιώργη όταν το μυαλό φαίνεται κολλημένο σε μποτιλιάρισμα. Μετά μου φαίνεται πως οδηγώ σε φαρδιά λεωφόρο, με το ντεπόζιτο γεμάτο και με διάθεση να στρίψω προς άγνωστη κατεύθυνση.
Διάλεξα αυτό το τραγούδι χωρίς να με συνδέει κάτι από το παρελθόν. Με συνδέει η αγωνία ότι όλα θα δύσουν μαζί με τον ήλιο. Αργότερα ξημερώνει πάλι, είμαι ζωντανός και θα πιω ακόμη μια κούπα καφέ.
Μιχάλης Βαρνάς
Bob Dylan - Don't Fall Apart On Me Tonight (Infidels, 1983)
Εδώ υπάρχει ο αγαπημένος μου Dylan. Αυτός που δε χρειάζεται να σκύψεις με προσοχή και λίγη προσπάθεια για να θαυμάσεις, αυτός που για να ανακαλύψεις δε θα σταθείς πίσω από το άγχος σου να μην πέσεις σε κάτι που ειδάλλως θα θεωρούσες κλισέ. Εάν αυτό που τον έκανε, περισσότερο από Νομπελίστα, διαχρονικό υποψήφιο είναι η ικανότητά του να προσεγγίζει τις προαιώνιες αλήθειες μέσα από τεχνικές που δεν αφαιρούν από την πραγματικότητά τους, εδώ έχουμε τη μεγαλύτερη αλήθεια από όλες, τον έρωτα. Απλός, ειλικρινής και πειστικός, όσο και η κιθάρα του Κnopfler. Το Infidels είναι το μόνο 80s άλμπουμ του που μου ακούγεται συμπαθητικό σήμερα.
Γιώργος Λεβέντης
Ballad of a Thin Man (Highway 61 Revisited, 1965)
Κάτι συμβαίνει σε αυτό το μοιρολόι αλλά κανείς δεν ξέρει τι είναι. Πρέπει όμως ντε και καλά να μάθουμε; Δημοσιογράφοι, επικριτές, ατζέντηδες, ανομολόγητοι έρωτες, όλοι οι πιθανοί Joneses, είναι - καθένας τους - μια ξεχωριστή νέμεσις μιας διαφορετικής πλευράς του ποιητή, αυτής που οφείλει να επιβραβεύεται αποκλειστικά από την αγάπη του ανθρώπου που έχει απέναντι, τον αποδέκτη της τέχνης του. Οποιαδήποτε ερμηνεία για το ποιόν του κ. Jones, φαντάζει μάταιη μπροστά στη γοητεία του παραλόγου. Ο κ. Jones δεν είναι εκεί, δεν περιορίζεται σε ακαδημαϊκά καλούπια, εξεζητημένες αναλύσεις και πολιτικά ορθές επιβραβεύσεις. Οι καιροί αλλάζουν - do you, Mr. Zimmerman?
Μάριος Καρύδης
It’s All Over Now Baby Blue (Bringing It All Back Home, 1965)
Αυτοί οι καλλιτέχνες τοτέμ… Δεν μπορείς ούτε να τους αγαπήσεις ούτε να τους μισήσεις. Οι καλλιτέχνες της καρδιάς μας, βάζουν ένα λιθαράκι στη μουσική, πολύτιμο πετράδι που το φοράς κομψά στο λαιμό. Οι τοτέμηδες όμως έχουν βάλει κοτρώνια και θα σε δουν να τα φοράς στο λαιμό μόνο με υποβρύχια λήψη. Αυτός είναι ο σεβάσμιος Dylan για μένα. Η μοναδική φορά που τον αισθάνθηκα λιγότερο μακρινό ήταν χάρη στον Σκορτσέζε και στη διαστροφή του να χρησιμοποιήσει το γιουχάρισμα του 1963 στο Newport Folk Festival (επειδή παρατούσε τη φολκ) σαν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα επεισόδια της ζωής του μελλοντικού νομπελίστα, στην κατά τα άλλα αγιογραφία του No Direction Home. To It’s All Over Now Baby Blue ανήκει στο άλμπουμ Bringing It All Back Home το οποίο σηματοδοτούσε αυτή τη μουσική και όχι μόνο μεταστροφή. Δεν ξέρω αν όντως αφορά στον εαυτό του, στα πράγματα που πρέπει να κρατήσει φεύγοντας, στην αρχή που χρειάζεται να κάνει, στους νεκρούς που πρέπει να αφήσει πίσω, στα συντρίμμια της τελειωμένης κατάστασης. Ξέρω πως ακούγεται ειλικρινές και γι’ αυτό συγκινητικό.
Y.Γ. Άσε που το έχει πει ο Van Morrison με φωνή που βγαίνει από τα έγκατα και όχι από τη μύτη του (βλέπε λήμμα: Dylan) και οι τρισαγαπημένοι μου Last Drive (η δική μας κοντινή Αμερική).
Ελεάνα Γαρίνη
Simple Twist of Fate (Blood on the tracks, 1975)
“She was born in spring
But I was born too late…”
Το τυχαίο, η μοίρα, η συνάντηση, ο χρόνος, ο έρωτας, η συγχρονικότητα. Ο Ντίλαν τα σπάει κι όλοι ψάχνουν να βρουν την άκρη στην ιστορία, ενώ εδώ πρόκειται προφανώς για μια χαραμάδα που ανοίγεται στα Ακασικά του αρχεία, στα οποία ο χρόνος είναι απλά μια ακόμα διάσταση. Κάπως σαν τη σκηνή με την τετραδιάστατη βιβλιοθήκη του Interstellar, τη θυμάστε; Τη μια είναι αυτός κι αυτή, την άλλη το εγώ που παρατηρεί, υπάρχουν αληθινά συμβάντα, αναμνήσεις από παλιά, ή είναι παραισθήσεις; Είναι αυτή, ή κάποια που της μοιάζει; Πως προβάλλουμε στον άλλο τα δικά μας θέλω, το δικό μας πόνο; Κι ο χρόνος τι ρόλο παίζει; Υπάρχει κάποιο νόημα, κάποιος δρόμος που πρέπει να διαβούμε ή είμαστε αδύναμοι ενάντια στο τυχαίο; Τα σπουδαία τραγούδια δεν περιέχουν απαντήσεις, απλά φτιάχνουν τις πιο όμορφες ερωτήσεις που κάνουν το μυαλό να φτιάχνει νέους νευρώνες, νέες συνδέσεις και νοήματα. Κι έτσι υπερβαίνουν το χρόνο και εντυπώνονται στο συλλογικό νου.
Θανάσης Φωτιάδης
Tangled Up in Blue (Blood on the Tracks, 1975)
Η συνομιλία ενός ζευγαριού που χωρίζει ή η μοναδική φορά που ο BD εκθέτει τα προσωπικά του με τόσο αποκαλυπτικό τρόπο. Ο ίδιος επιμένει ότι ο δίσκος Blood on the Tracks βασίζεται σε διηγήματα του Τσέχοφ. Πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, το παρόν ανακατεύεται με το παρελθόν και το αίμα της πληγής μουλιάζει το βινύλιο. Άλλοι μιλούν για την επιρροή του κυβισμού στο στίχο, κι άλλοι παραπέμπουν στον Προυστ και τον Δάντη - κι όμως, το τραγούδι είναι καθαρός Dylan. Με την αναφορά της λέξης blue στον τίτλο συγκεντρώνει όλα τα νήματα των επιρροών του και οι λέξεις κατρακυλούν μελωδικά προς το συμπέρασμα: είχαμε τα ίδια αισθήματα αλλά βλέπαμε τα πράγματα από διαφορετική σκοπιά, μπερδεμένοι στη θλίψη μας.
Χίλντα Παπαδημητρίου
Κι ένα κομμάτι από τον κινηματογράφο:
Το Knockin’ on Heaven’s Door και Η Μεγάλη Μονομαχία
Η Μεγάλη Μονομαχία [Pat Garrett & Billy the Kid, 1973] είχε ως σύνθημα τη φράση Κάλλιστοι εχθροί, Θανάσιμοι φίλοι. Εντός οθόνης μονομάχοι οι James Coburn και Kris Kristofferson. Εκτός αυτής ο σκηνοθέτης Sam Peckinpah με την εταιρία MGM. 15 χρόνια μετά και αφού ο ίδιος είχε πια περάσει τις Πύλες τ' Ουρανού, αναγνωρίστηκε η δική του εκδοχή ως θαμμένο "χαμένο αριστούργημα", που επαν-εφηύρε το είδος μαζί με τα ηγηθέντα Ο Εκδικητής της Ερήμου [1962] και Άγρια Συμμορία [1969].
Ο Κρις ήταν η αποκάλυψη της ταινίας κι αυτός που καβγάδιζε μονίμως με τον Σαμ για θέματα καλλιτεχνικής φύσης. Μεταξύ άλλων φαίνεται ότι πρότεινε/σύστησε τον Ντύλαν στον Πέκινπα. Ο μύθος λέει ότι όταν έφτασε στον τόπο των γυρισμάτων ο Μπομπ, Σαμ και Κρις βλέπανε σκηνές από τα τελευταία εμφανισμένα γυρίσματα [τα πλάνα ταξίδευαν στα στούντιο της MGM, εμφανίζονταν και ξαναγύριζαν στον τόπο του εγκλήματος, στο Ντουράνγκο]. Ο Πέκινπα ήταν τόσο πιωμένος [ως συνήθως], τόσο χολωμένος και τόσο απογοητευμένος με αυτά που έβλεπε ώστε σηκώθηκε από την καρέκλα του σκηνοθέτη και κατούρησε το πανί προβολής.
Ο Ντύλαν τού ήταν παντελώς άγνωστος κι αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που έγραφε μουσική για ταινία. Εκτέλεσε επί τόπου τα τέσσερα μόλις ακόρντα και τους πρώτους στίχους του ως άνω άσματος: Mama, take this badge off of me / 'cause I can't use it anymore. / It's gettin' dark, too dark to see / Feel like I'm lookin' at heaven's door. Μάνα, βγάλε από πάνω μου αυτό το σήμα / μου είναι άχρηστο πια. / Σκοτεινιάζει πολύ, τόσο πολύ που δε βλέπω τίποτα / σα να ανχοβλέπω τις πύλες τ' ουρανού... Ο σκηνοθέτης ενθουσιάστηκε απ' αυτό το ρεμπέτικο θανατερό άσμα και τον προσέλαβε αμέσως. Κόντρα στην κόντρα της εταιρίας.
Ο τροβαδούρος πήρε τελικά τη δουλειά κι ο Σαμ του έδωσε και ρόλο, ενός μέλους της συμμορίας ονόματι Alias, που πάει να πει ο Άλλος, κάτι σαν Κανένας. Το άσμα Knockin’ on Heaven’s Door χτύπησε και τα τσαρτ των πωλήσεων [#12] μαζί με τις Πύλες του Παραδείσου. Χαρακτηρίστηκε "άσκηση και έξοχο δείγμα απλότητας" από τον βιογράφο του. Επηρέασε και καμπύλωσε το σύμπαν της μουσικής και της κινούμενης εικόνας διαμέσου του χωροχρόνου.
Έγινε ίσως το πιο πολυ-διασκευασμένο κομμάτι του Ντύλαν, από Eric Clapton [ακούγεται στο Crossroads 2 και στο Φονικό Όπλο 2] και Guns N' Roses [ακούγεται στις Ημέρες Κεραυνού] μέχρι Mungo Jerry [καραϊβική εκδοχή], Wyclef Jean [στα Φαντάσματα της Πόλης του Ήλιου] και Antony and the Johnsons [για το ντυλανικό εφτάσφαιρο I'm Not There., του 2007]. Συνολικά μετράω 54 φορές ν' ακούγεται το κομμάτι σε διάφορες παραλλαγές σε ταινίες, ντοκιμαντέρ, επεισόδια ή σόου, σύμφωνα με το imdb.
Mama, put my guns in the ground / I can’t shoot them anymore / That long black cloud is comin’ down / I feel like I’m knockin’ on heaven’s door...
Κώστας Γ. Καρδερίνης