Μίκης: ο μέγας, ο μικρός
Δεν ήταν δυνατόν να είσαι παιδί αριστερών γονιών τη δεκαετία του '60 και να μην ακούς Θεοδωράκη. Όταν η οικογένεια απέκτησε το πρώτο πικάπ της, η δισκοθήκη μας — αποτελούμενη από πολλά, άσχετα μεταξύ τους, 45αρια — καμάρωνε και για δύο δίσκους Long Play: το νούμερο 3 και το νούμερο 4 της σειράς δίσκων στους οποίους η Χορωδία Τρικάλων, υπό τη διεύθυνση της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, ερμήνευε Θεοδωράκη. Οι δίσκοι χώθηκαν σε κρυψώνα που ακόμα αγνοώ ποια ήταν, όταν τα τανκς κατέλαβαν την Αθήνα εκείνη την αποφράδα Παρασκευή της 21ης Απριλίου. Τα τραγούδια του Μίκη όμως συνέχισαν να ακούγονται στις οικογενειακές γιορτές (με καλά κλεισμένα παντζούρια), στις εκδρομές με φίλους και συνοδοιπόρους (για να χρησιμοποιήσω μια ξεχασμένη σχεδόν λέξη), στις πρώτες εφηβικές παρέες. Άλλωστε, οι φερέλπιδες κιθαρωδοί εντυπωσίαζαν ιδιαίτερα στις "μαζώξεις", όταν πρόσθεταν μια νότα επαναστατικότητας στο ρεπερτόριό τους.
Στο δισκάδικο που άνοιξε ο πατήρ με τη μουστάκα τον Απρίλιο του 1970, άκουσα έκθαμβη, τις μέρες της κατάληψης της Νομικής, έναν πελάτη, διανοούμενο φοιτητή, να αποκαλεί "αρρενωπή" τη μουσική του Μίκη και "θηλυκή" τη μουσική του Μάνου. Με έβαλε σε σκέψεις αυτή η διάκριση, άρχισα για πρώτη φορά να σκέφτομαι τη μουσική με όρους πιο σύνθετους από "αυτό μου αρέσει/δεν μου αρέσει". Σύντομα κατέληξα ότι με γοήτευε η "αρρενωπή" μουσική — και το έριξα στα ρεμπέτικα.
Εδώ θα ανοίξω μια μικρή παρένθεση: το καλοκαίρι της πτώσης της δικτατορίας κι έχοντας κάνει κοπάνα από το φροντιστήριο, περιπλανιόμουν στο κέντρο της Αθήνας. Αναζητούσα τα παλαιοβιβλιοπωλεία που είχα ακούσει ότι υπήρχαν στη στοά της Ιπποκράτους, η οποία οδηγεί στον κινηματογράφο Opera. Οι φήμες έλεγαν ότι πουλούσαν απαγορευμένα βιβλία. Στην πραγματικότητα, εκείνη την περίοδο είχε μαλακώσει κάπως η λογοκρισία κι έβρισκες παντού μεγαλύτερη ποικιλία βιβλίων. Εκεί όμως είχες την αυταπάτη της συνωμοτικότητας — στοά, μαγαζιά χωρίς βιτρίνα, μερικά μάλιστα ήταν υπόγεια! Παρότι ο βιβλιοπώλης κύριος Διομήδης δεν μου ζήτησε συνθηματικό για να μπω μέσα, έφυγα με το "Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ" του Μπέρτολντ Μπρεχτ και το "Κατά Σαδδουκαίων" του Μιχάλη Κατσαρού χωμένα βαθιά στην τσάντα μου. Αλλά κι ένα βιβλίο ακόμα, με τίτλο "Η Αρμύρα", το οποίο μου πρότεινε ο βιβλιοπώλης, λέγοντας με νόημα ότι το είχε γράψει η Έλλη Κιούση-Θεοδωράκη (η πρώτη γυναίκα του αδελφού του Μίκη, του Γιάννη). Βιβλίο αιρετικό για την εποχή εκείνη, κατέβαζε τον θεοποιημένο συνθέτη στο επίπεδο απλού και καθημερινού ανθρώπου, με αρκετά κουσούρια: γκομενιάρη τον ανέβαζε, φιλόδοξο τον κατέβαζε, πομφόλυγα και λίγο εκμεταλλευτή. Οφείλω να παραδεχτώ ότι με τάραξε αρκετά. Τότε τέθηκαν εντός μου οι ρίζες του ερωτήματος χωρίς απάντηση: γίνεται να αγαπάμε μουσικούς/συγγραφείς/σκηνοθέτες/ζωγράφους που ίσως είναι ανθρωπάκια στην αληθινή ζωή; Ακόμα δεν έχω καταλήξει σε συγκροτημένη απάντηση. Αποφασίζω κατά περίπτωση. Τέλος παρένθεσης.
Μερικές φορές νιώθω ότι η πρώτη μεταδικτατορική πενταετία της ζωής μου κύλησε σε στάδια και αμφιθέατρα, με την εμβατηριακή υπόκρουση της μουσικής του Θεοδωράκη. Λίγο αργότερα, χάρη στο Γ' Πρόγραμμα της εποχής Χατζιδάκι, σχηματοποίησα μέσα στο μυαλό μου τη γενεαλογία της ελληνικής μουσικής, μελέτησα προσεκτικά ό,τι άξιζε και πολλά που δεν άξιζαν από την τότε ελληνική δισκογραφία: ρεμπέτικα και ηπειρώτικα, Θεοδωράκη και Χατζιδάκι και Σαββόπουλο και Μαρκόπουλο και Λεοντή και Χάλαρη και Μούτση και Κηλαηδόνη. Στη συνέχεια έγκωσα. Αφήνοντας απέξω την ελληνική rock/punk σκηνή, παραδέχομαι ότι ο μόνος έντεχνος συνθέτης που ακούω ακόμα κατ' επιλογήν είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. [Εδώ κανονικά μπαίνει μια δεύτερη παρένθεση που ορίζει τι σημαίνει έντεχνος και τι κατέληξε να σημαίνει. Αλλά αρνούμαι να τη βάλω. Θα το κάνει μάλλον ο Κώστας Αδαμόπουλος].
Συνεχίζω λοιπόν να ακούω σπάνια αλλά κατ' επιλογήν τον Θεοδωράκη, κι ας ζαλίστηκα από τα πολιτικά ζιγκ-ζαγκ του. Και ας μην αντέχω τις δηλώσεις του. Κι ας τον θεωρώ ισάξιο του Bono στα γηπεδικά καραγκιοζιλίκια. Για μένα η Μεγάλη Βδομάδα είναι συνδεδεμένη με το "Άξιον Εστί". Ο πιο ερωτικός ελληνικός δίσκος είναι οι "Λιποτάκτες". Τα "Γράμματα Απ' τη Γερμανία" εκφράζουν το νόημα της ξενιτιάς πολύ περισσότερο από κάθε βιβλίο του Σουρούνη. Η ωραιότερη μελοποίηση του Λόρκα είναι το "Romancero Gitano" με την Αρλέτα.
Διάλεξα δέκα τραγούδια κι ένα μεγάλο δίσκο του Μίκη Θεοδωράκη που αγαπώ πολύ. Συνειδητά αγνοώ τα τελευταία τριάντα χρόνια της καριέρας του, τα περισσότερα ορατόρια, τα συμφωνικά έργα του που δεν με έπεισαν ποτέ. Η μοναδικότητά του ως τραγουδοποιού έγκειται, κατά τη γνώμη μου, στο ταλέντο του να συγχωνεύει τους δρόμους του ρεμπέτικου με τον πιο συμβολικό ποιητικό λόγο, δημιουργώντας τρίλεπτα τραγούδια που τραγουδιόνταν από τους πάντες — διανοούμενους κι εργάτες, αστούς και οικοδόμους, δεξιούς αριστερούς και κεντρώους. Κι επειδή όλα αυτά ίσως μοιάζουν πολύ παλιά ή ξεπερασμένα: ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να εξηγήσεις το σήμερα και να προβλέψεις το αύριο είναι να μελετήσεις την ιστορία· και ένα από τα πιο στοιχειώδη εργαλεία ανάγνωσης της ιστορίας είναι η μελέτη των μουσικών φαινομένων και κινημάτων — είτε πρόκειται για το punk, είτε για το ρεμπέτικο, είτε για το hip-hop.
1 Όμορφη Πόλη (Θα γίνεις δικιά μου) — από τους Λιποτάκτες, ένα μικρό κύκλο τεσσάρων ερωτικών τραγουδιών, σε στίχους του Γιάννη Θεοδωράκη. Επιλέγω την εκτέλεση με τη φωνή του ίδιου του Θεοδωράκη, την κιθάρα του Δημήτρη Φάμπα και το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη. Ο πιο ερωτικός δίσκος του Θεοδωράκη δείχνει προς τα πού θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί το ελληνικό τραγούδι, αν είχε καταφέρει να απαλλαγεί από τη μπουρζουάδικη αισθητική του "ελαφρού".
2 Ο Αντόνιο Τόρρες Χερέντια — από το Romancero Gitano, μια συλλογή με τσιγγάνικες μπαλάντες που έγραψε ο Λόρκα το 1928. Ο Ελύτης μετέφρασε επτά εξ αυτών και τις έδωσε για μελοποίηση στον Θεοδωράκη. Μεσολάβησε η δικτατορία, κι έτσι η Αρλέτα τις ηχογράφησε το 1978, με δύο κιθάρες: τη δική της και του Βασίλη Ρακόπουλου. Οι στίχοι του συγκεκριμένου τραγουδιού προβλέπουν με ανατριχιαστική ακρίβεια τη μοίρα του ποιητή.
3 Αστέρι μου, Φεγγάρι μου - από τη μουσική της ταινίας Φαίδρα (1962, Ζυλ Ντασέν, σε σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη), που ήταν μεταφορά της τραγωδίας του Ευριπίδη "Ιππόλυτος" στην Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του 1960. Το τραγούδι σε στίχους του Γιάννη Θεοδωράκη τραγουδούσε η Μελίνα Μερκούρη.
4 Κατάσταση Πολιορκίας - ένα τραγούδι-ποταμός βασισμένο στο ποίημα-ποταμός της Ρένας Χατζιδάκη, που ήταν συγκρατούμενη του Θεοδωράκη το 1968, στις φυλακές Αβέρωφ. Γράφει ο συνθέτης στο ημερολόγιό του: "Η Μαρίνα [ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε ο Θ.] έγραψε ένα ανυπέρβλητο σε ομορφιά, δύναμη και αλήθεια ποίημα. Κάθε λέξη, εικόνα, νόημα, μπήγονταν στη σάρκα μου. Με πονούσαν. Με ανακούφιζαν. Με λύτρωναν. Ήταν η φωνή μας. Ήταν τα ίδια μου τα λόγια –οι ελπίδες- που έγιναν "σαπισμένα σταφύλια". Ήταν η οργή. Η πίκρα. Κι όμως ήταν η δύναμή μας". Ωστόσο, διαλέγω μόνο την ορχηστρική εισαγωγή γιατί η ερμηνεία της Φαραντούρη νιώθω να μη μου κολλάει με τον στίχο: "και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα, που ήταν κάποτε δική μας, που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει".
5 Δρόμοι Παλιοί — από τις Μπαλάντες, ένα δίσκο του 1975 σε ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη. Χωρίς να με ενθουσιάζει η φωνή της Μαργαρίτας Ζορμπαλά, η δική της ερμηνεία είναι η πιο κοντινή στην ατμόσφαιρα των υπέροχων στίχων. Το ίδιο κομμάτι ήταν το βασικό θέμα της ταινίας Serpico (του νέο-νουάρ του Sidney Lumet, με τον Al Pacino, 1973).
6 Νανούρισμα — από το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, ένα έργο του Θεοδωράκη που ανέβηκε το 1962 από το Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη. Συνθέτοντας αυτή τη σύγχρονη τραγωδία που ακολουθούσε τη δομή της αρχαίας τραγωδίας, ο Θεοδωράκης έγραψε και τους στίχους των οκτώ τραγουδιών, εκτός από το Νανούρισμα που ήταν σε στίχους του Κώστα Βίρβου. Η ερμηνεία της ηθοποιού Δέσποινας Μπεμπεδέλη παραμένει αξεπέραστη.
7 Κράτησα τη Ζωή μου — από το δίσκο Επιφάνεια, στην ηχογράφηση του 1962 με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση (που κυκλοφόρησε σε extended-play). Πρόκειται για το ομώνυμο ποίημα από την ενότητα "Σχέδια για ένα Καλοκαίρι" ("Τετράδιο Γυμνασμάτων") του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος γνωρίστηκε με τον Θεοδωράκη στο Λονδίνο, την εποχή που ο ποιητής υπηρετούσε εκεί ως πρέσβης. Μοντερνιστικοί στίχοι που τραγουδήθηκαν μαζικά λόγω της γοητευτικής χροιάς των λέξεων και των συμβολικών εικόνων που δημιουργούσαν αυτές.
8 Βράχο-Βράχο τον Καημό μου — από τον κύκλο πέντε τραγουδιών Πολιτεία Α', σε στίχους του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Η πρώτη εκτέλεση είναι με τον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά υπάρχει μια εξίσου θαυμάσια εκτέλεσή του με τον Πάνο Γαβαλά, και η τρίτη φυσικά με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
9 Άσμα Ασμάτων - από τη Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν. Πρόκειται για τέσσερα ποιήματα που έγραψε ο Ιάκωβος Καμπανέλης, βασισμένα στο ομώνυμο βιβλίο του. Η ηχογράφηση έγινε το 1965 με τη Μαρία Φαραντούρη. Για να αποδώσει το ελεγειακό ύφος των ποιημάτων, για πρώτη φορά ο Θεοδωράκης δεν χρησιμοποίησε μπουζούκι αλλά το αντικατέστησε με ηλεκτρική κιθάρα, βιολοντσέλο, φλάουτο και τύμπανα.
10 Στο Στήθος μου η Πληγή - από το Μυθιστόρημα, του Γιώργου Σεφέρη, που μελοποίησε ο Θεοδωράκης το 1968 στις φυλακές Αβέρωφ και ηχογράφησε με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη το 1971 στο Παρίσι. Η εκτέλεση της Φαραντούρη είναι πολύ εμβατηριακή, η μεταγενέστερη της Ζορμπαλά πολύ γλυκερή. [Ονειρεύομαι την Αφροδίτη Μάνου να το ερμηνεύει].
+ 1 ένας διπλός δίσκος Άξιον Εστί
Ο Μάνος Κατράκης απάγγελε τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγουδούσε νοήματα που (κατά δική του ομολογία) δεν καταλάβαινε. Αν έπρεπε να διαλέξω έναν και μοναδικό δίσκο από την ελληνική δισκογραφία, για να διασωθεί σε μια κιβωτό που θα περιείχε τα σημαντικότερα ανθρώπινα πολιτιστικά επιτεύγματα, θα έβαζα αυτόν — μαζί με τον Μπαχ, δίπλα στον Μπετόβεν, απέναντι από τον Αμερικανό νομπελίστα. "Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!"