Ο ήχος της πόλης, Κοινωνικά Απόβλητα, Women in Rock
Ο Ήχος της Πόλης: Η Άνοδος του Rock 'n' Roll (Charlie Gillett)
Κάποια πράγματα είναι καρμικά. Ή και νομοτελειακά, δεδομένου ότι όσες και όσες ασχολιόμαστε με τη μουσική στην Ελλάδα κινιόμαστε στους ίδιους δρόμους – και κάποτε αυτοί διασταρώνονται. Το μακρινό πλέον 1999, στα 15 μου, όταν μεγάλωνα σε ένα χωριό του Έβρου και έψαχνα να ξεζουμίσω όποια μουσική πληροφορία υπήρχε (καλό είναι άλλωστε να μην ξεχνάμε ότι τις προϊντερνετικές εποχές η όποια πολιτισμική πληροφορία έφτανε αποσπασματικά και καθυστερημένα στη βαθιά επαρχία), η μόνη διέξοδος που είχα ήταν η δημοτική βιβλιοθήκη. Η οποία, όλως παραδόξως και για καλή μου τύχη, ήταν πολύ ενημερωμένη: στα ράφια της συναντήθηκα με τον Φίλιπ Κ. Ντικ, με τη Μάργκαρετ Άτγουντ, με τη μπελλ χουκς και με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Παράλληλα, υπήρχε και ένα ράφι με μουσικά βιβλία, στο οποίο, μεταξύ των βιβλίων με λίγες φωτογραφίες, υποτυπώδη βιογραφικά και κακομεταφρασμένους στίχους από τις εκδόσεις Κατσάνος και Μπαρμπουνάκης, υπήρχε και μία έκδοση αυτού του βιβλίου από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Πρώτη φορά ερχόμουν αντιμέτωπη με μια διδακτορική διατριβή - και πρέπει να ομολογήσω ότι η δεκαπεντάχρονη εαυτή μου απογοητεύτηκε λίγο, καθώς περίμενε να διαβάσει είτε ιστορίες γεμάτες σεξ, ντραγκς και ροκ εν ρολ είτε ιστορίες πίσω από τα τραγούδια που αγαπούσε. Αντ’ αυτού, βρέθηκα να διαβάζω ένα βιβλίο που αντιμετώπιζε τη ροκ όχι ως αντικείμενο λατρείας (όσο εμφανής κι αν ήταν η αγάπη του συγγραφέα για αυτήν), αλλά ως ένα κοινωνικό φαινόμενο, που έδωσε σωματική διάσταση στον ήχο, λύτρωσε το ακροατήριο από τα στερεότυπα και έριξε τους σπόρους για μια ταυτότητα ανθρώπου πέρα από φύλο, φύλη, σεξουαλικό προσανατολισμό, κοινωνική τάξη και οικονομική κατάσταση. Οι αφροαμερικάνικες ρίζες του ροκ, ο ρόλος των μικρών δισκογραφικών εταιριών, η πρωτοπορία των λευκών «ντίσκ-τζόκεϋς» που έπαιζαν κομμάτια μαύρων μουσικών, η άνοδος του Elvis και του Jerry Lee Lewis – όλα αυτά κι άλλα τόσα συνέβαλαν σε αυτό που ακούμε σήμερα, κι αυτό (και την όλη εικόνα) τα αντιλαμβάνεσαι μόνο όταν διαβάσεις το βιβλίο του Gillett.
Το καρμικό σε όλα αυτά πού βρίσκεται; Στο ότι το βιβλίο αυτό το έχει μεταφράσει η δική μας Χίλντα Παπαδημητρίου και στο ότι πρώτη φορά είδα το όνομά της στο εσώφυλλο. Η Χίλντα μας, που τη διάβαζα τότε έφηβη στο Zoo και που τη θαύμαζα για τον τρόπο γραφής της – και πού τώρα έχω τη χαρά να την αποκαλώ φίλη μου και να την καμαρώνω για τα βιβλία που έχει γράψει. Κι όλα ξεκίνησαν απλά και μόνο επειδή στα 15 μου ήθελα κάπως να οργανώσω τις σκόρπιες γνώσεις που είχα στο μυαλό μου για τη μουσική που άρχιζα να αγαπάω τότε. 24 χρόνια μετά, συνεχίζω να αγαπάω αυτή τη μουσική – και να ανατρέχω στον Charlie Gillett, όταν χρειάζομαι να διασταυρώσω πληροφορίες για τη γέννησή της και την εξέλιξή της.
Κοινωνικά Απόβλητα; Η ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα, 1979-2015 (Γιάννης Κολοβός)
Μια άλλη διδακτορική διατριβή που κυκλοφόρησε το 2015 από τις Απρόβλεπτες εκδόσεις – με την ιδιαιτερότητα ότι ο Γιάννης Κολοβός, ο συγγραφέας της δεν είναι ένας στείρος ακαδημαϊκός κλεισμένος στον γυάλινο πύργο του ελληνικού πανεπιστημίου, αλλά ο ντράμερ των Κοινωνικά Απόβλητα; και ο εκδότης του θρυλικού πλέον φανζίν Στις Σκιές του Β-23. Για αυτό το λόγο ακριβώς θεωρώ ότι το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ό, τι πιο πλήρες έχει γραφεί για την αθηναϊκή πανκ σκηνή και θα μείνει κτήμα ες αεί για την ακαδημαϊκή και την ιστορική πλευρά αυτής. Η δε οξύνοια και η παρατηρητικότητα του Κολοβού είναι σε υψηλότατο επίπεδο, κάτι που συμβάλει στην πληρότητα του βιβλίου και με το παραπάνω.
Χρησιμοποιώντας τον ευρηματικό και απόλυτα τεκμηριωμένο όρο «υποπολιτισμικό» αντί για τον «υποκουλτούρα», μέσα από συνεντεύξεις ατόμων που συμμετείχαν ενεργά στο κίνημα και με μελέτη εκτενέστατης βιβλιογραφίας και φωτογραφικού υλικού, ο συγγραφέας όχι μόνο αναλύει θεωρητικά την ένταξη του punk στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά επιπλέον πλάθει μια εικόνα ρεαλιστική και παράλληλα γοητευτική της όλης κατάστασης: οι πρώτοι και οι πρώτες punk στην Πλάκα και στα Εξάρχεια, η Βίλα Αμαλίας, οι καταλήψεις, η σύνδεση punk και αντιεξουσιαστικού χώρου, το ντύσιμο και το στυλ, η μουσική και όσα την περιέβαλλαν: τα φανζίν και τα έντυπα, τα δισκογραφήματα, οι συναυλίες. Ταυτόχρονα, δεν παραλείπει να εντάξει το κίνημα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής ενός ή μίας ανθρώπου: οι συγκρούσεις με τον οικογενειακό κύκλο και με τον κοινωνικό περίγυρο, το κυνήγι με τις δυνάμεις καταστολής, η ένταξη (η μη) στην αγορά εργασίας, το προσωπικό ως πολιτικό, ο έρωτας και οι σχέσεις εντός και εκτός κινήματος, η απόκτηση παιδιών, η θέση της γυναίκας σε αυτό και η νέα θηλυκότητα που αναδεικνύεται μέσα από το punk – ειρήσθω εν παρόδω, θα άξιζε κάποτε να γραφεί κάτι εκτεταμένο για τις Ελληνίδες στη μουσική – είτε ως δημιουργούς, είτε ως ακροάτριες ή ακόμα και ως μουσικογραφιάδες. Θα είχαμε πολλά να πούμε οι γυναίκες, και μεταξύ μας και προς τρίτα άτομα. Τέτοια πλούσια διδακτορικά εν τέλει χρειαζόμαστε από τους νέους ερευνητές και τις νέες ερευνήτριες: στιβαρά, τεκμηριωμένα και άκρως ενδιαφέροντα.
Women in Rock (Συλλογικό, σε επιμέλεια Barbara O’Dair)
Βιβλίο γραμμένο από γυναίκες γραφιάδες (δημοσιογραφίνες, συγγραφείς και ποιήτριες) για γυναίκες μουσικούς, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οξύ το 1998 σε μετάφραση των Αλέξη Καλοφωλιά, Αναστασίας Καμβύση και Γιάννη Καστανάρα. Ο υπότιτλος «Οι σπουδαιότερες γυναικείες παρουσίες στη μουσική του 20ού αιώνα» δίνει ένα πρώτο στίγμα, καθώς το βιβλίο προσπαθεί (λίγο σπασμωδικά, η αλήθεια είναι) να καλύψει κάθε μορφή μουσικής γυναικείας έκφρασης του περασμένου αιώνα.
Πολλά θα μπορούσε κανείς να πει για τις επιλογές των συγγραφέων. Κουραστικά εκτεταμένη η αναφορά στα riot grrls, που όσο ανατρεπτικό κι αν ήταν, με τίποτα δεν φτάνει την επιδραστικότητα του βρετανικό post punk των αρχών των 80’s της Siousxie και της Poly Sterene; Το φύρδην-μίγδην κεφάλαιο «Μποέμικες Ραψωδίες» που ανακατεύει γλυκά (έως γλυκόξινα) τις Heart με τη Diamanda Galás (ωιμέ), την Lisa Gerrard των Dead Can Dance με την Nina Hagen (o Χριστός και η Παναγία) και την Stevie Nicks με την… Cyndi Lauper (μη χειρότερα); Άνισες παρουσιάσεις που βάζουν μάτι – 14 σελίδες για την Courtney Love και 2,5 σελίδες (μαζί με τη φωτογραφία) γα την Kate Bush!; 34 μόλις σειρές σε 663 σελίδες για την Tori Amos – σίγουρα εδώ είμαι προκατειλημμένη λόγω της λατρείας μου για την Myra Ellen, αλλά… σοβαρά τώρα; Γράφηκε που γράφηκε ένα επίμετρο από τη Θάλεια Καραμολέγκου – γιατί να μην μπει κι ένα πιο εκτεταμένο κεφάλαιο για τις γυναίκες της ελληνικής σκηνής; Σε γενικές γραμμές ωστόσο η πλειονότητα των κειμένων είναι καλή, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην εγκυκλοπαιδική πληροφορία και στην επίδραση της γυναικείας δημιουργίας στη ροκ μουσική. Κι όταν οι συγγραφείς αφήνουν τον ακαδημαϊσμό στη άκρη και γράφουν από την καρδιά τους για το πώς οι ομόφυλές τους δημιουργοί τους άλλαξαν τη ζωή τους, τα σχετικά κεφάλαια απογειώνονται.
Δεν είναι τυχαίο που τα καλύτερα κομμάτια του βιβλίου είναι αυτά που μιλούν για τα γυναικεία φωνητικά συγκροτήματα των 60’s (Shangri-Las, Crystals και Ronettes), για τις παλιές μπλουζίστριες (Bessie Smith, Koko Taylor και Memphis Minnie), για τις μαύρες φωνές (Chaka Khan, Gladys Knight και Nina Simone), το πανκ κίνημα της Αμερικής (Patti Smith, Debbie Harry και Exene Cervenka) και της Αγγλίας (Slits, Raincoats και X-Ray Spex). Κι αυτό γιατί οι συγγραφείς τους δεν παραθέτουν ξερά πληροφορίες και βιογραφικά, αλλά εντάσσουν τις δημιουργούς στο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι, ζυγίζουν την επίδρασή τους στην εξέλιξη της μουσικής και κυρίως (δια)πλέκουν τη μουσική με την προσωπική τους ζωή και τη συναισθηματική τους εξέλιξη. Κάτι τέτοιο προσπαθώ να κάνω όταν γράφω – να εκφράσω με λέξεις το πώς με κάνει να νιώθω η μουσική σε συναισθηματικό επίπεδο, κι ας μην μπορώ να το τεκμηριώσω θεωρητικά. Ποιος και ποια ξέρει, ίσως διαβάζοντας εκείνα τα κείμενα να θέλησα κι εγώ να γράψω έτσι – και ελπίζω να το έχω καταφέρει, έστω και λίγο.