Μουσική και πείραμα: Από παλιά, μια σχέση νεύρων
Ο Émile Vuillermoz είχε γράψει σοφά πριν πολύ καιρό ότι το ερώτημα για το πώς γεννήθηκε στον άνθρωπο η πρώτη έφεση για μουσική είναι προορισμένο να παραμείνει αιώνια δίχως απάντηση. Κάτι ανάλογο ισχύει και με την έφεση για παιχνίδι, εννοώντας το ως εκούσια κι ελεύθερη λειτουργία με κάποιο σημαίνον νόημα, όπως ο Johan Huizinga δηλαδή, απ’ όπου και προκύπτει η γενικότερη συλλογιστική του αυτοσχεδιάζω και του πειραματίζομαι. Εμείς βέβαια, έχοντας μάθει κι αγαπήσει τη μουσική αλλιώς, προπάντων μέσα απ’ τον ατομικό εμπειρισμό που αποτυπώνεται στη δισκοθήκη μας, παρακάμπτουμε εύκολα τούτη την απροσδιοριστία του σημείου μηδέν. Κοινώς, δεν μας σκοτίζει και τόσο.
Αλλά αφού με το καλημέρα διαφάνηκε ήδη ο κίνδυνος οι ερωτήσεις στο παρόν κείμενο να ’ναι περισσότερες απ’ τις απαντήσεις, θέτουμε και την κομβικά δυσκολότερη: Τι για την ακρίβεια λέμε μουσική;
Παύση. …Την κατασκευή κι εν συνεχεία τη διευθέτηση των ήχων, την τελευταία κυρίως με τη σημασία της τακτοποίησης κι οργάνωσης. Ξανά παύση. …Η οποία όμως δεν γίνεται από μόνη της αλλά με την ανθρώπινη μεσολάβηση και παρέμβαση. Κι οι παύσεις σαν να αφορούν λίγο περισσότερο στους γνωρίζοντες. Άρα οδηγούμαστε στο να δώσουμε έναν σχηματικό ορισμό χωρίς εξιδανικεύσεις συγχρόνως με την κατανόηση καθαυτού του αντικειμένου.
Μετά τα παραπάνω, τα κρίσιμα σημεία όπου θα μπορούσε ενδεχομένως να υπεισέλθει η αλλοτροπία για το καινούργιο και διαφορετικό ξεκαθαρίζουν μάλλον ανεμπόδιστα, και βρίσκονται, πάντοτε υπό τη γεννεσιουργό συνάρτηση ερεθίσματος κι αποτελέσματος, σε αμφότερα τα σκέλη, τόσο στην παραγωγή όσο και στην ευρύτερη επεξεργασία των ήχων.
Περί αβανγκάρντ κι ηχητικών εργαλείων τα επόμενα (θαρρώ εύλογα).
Ήταν αρχές του ’92, καθόσον θυμάμαι, και το περιοδικό Keyboard δημοσίευε μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη με τον υπερήλικα Leon Theremin, πιθανώς την τελευταία του (πέθανε τον επόμενο χρόνο). «Σχεδίασα ένα όργανο που θα δημιουργούσε ήχο χωρίς την χρήση οποιασδήποτε μηχανικής ενέργειας, όπως ο διευθύνων μιας ορχήστρας». Να ήταν η σπουδαιότερη μουσική εφεύρεση του 20ου αιώνα μετά την ηλεκτρική κιθάρα, το σινθεσάιζερ και το λάπτοπ μόνον απόρροια συνάντησης της τύχης με τη Φυσική; Ό,τι άλλο κι αν ήταν πάντως, δεν θα είχε τη σημερινή της υπερσεβάσμια θέση, τουλάχιστον ανάμεσά μας, αν δεν υπήρχε η Clara Rockmore κι ο καταλυτικός δίσκος της “Theremin” του ’77 στην Delos, με την Nadia Reisenberg στο πιάνο. Εκμεταλλευόμενος τα ηλεκτρικά πεδία και χρησιμοποιώντας όντως ελάχιστη ενέργεια, ο Theremin αφοσιώθηκε στο δικό του βήμα προόδου σε σχέση με τα συμβατικά όργανα μουσικής. Η συσκευή του ελέγχεται στον χώρο, και με την απόσταση. Μαζί της γεννήθηκε και μία οργανοπαιξία όπως δεν την είχαμε σκεφτεί ποτέ ως τα τότε.
Από τα τεχνουργήματα του Harry Partch στο μακρύ έγχορδο της Ellen Fullman, από τα κύματα του Maurice Martenot στο h’arpeggione του Erik Hinds κι από τον Robert Moog στα ψημένα από πηλό κεραμικά όργανα του The Burnt Earth Ensemble οι μετατοπίσεις μοιάζουν μακριές με βάση μόνον τα έτη που μεσολαβούν, μα είναι πολύ μικρές με βάση την αφοβία που κάθε εκζήτηση ορθά ενέχει. Κι επειδή σε τελική ανάλυση έρχεται κάποτε η στιγμή που η Ιστορία φωτίζει κι εκείνα τα γεγονότα που δεν τους επικυρώθηκε η αξία τους εγκαίρως, θα μιλήσουμε λίγο για τον Bart Hopkin. Ο Hopkin έβγαζε ανελλιπώς μεταξύ ’85 και ’99 ένα τεύχος κάθε χρόνο (συνοδευόμενο από κασέτα) απ’ το περιοδικό Experimental Musical Instruments. Κυκλοφόρησε κι ο ίδιος μερικά άλμπουμ ωστόσο το πιο σημαντικό είναι ότι έγραψε για το θέμα βιβλία με πιο επιφανές το “Gravikords, Whirlies & Pyrophones” του ’96, το οποίο εκδόθηκε σε κουτί επίσης με συλλογή (σε cd) και το προλόγιζε ο Tom Waits.
Θα μας πεις για τον βιοηλεκτρισμό;
Θες να γνωρίζεις; Είναι η σύνθετη λέξη που καθιερώθηκε για να περιγραφεί το οτιδήποτε έχει να κάνει με ηλεκτρικά φαινόμενα στους ζώντες οργανισμούς. Το θέμα σοβαρεύει κατακόρυφα όταν σχετίζεται με τον άνθρωπο και τις λειτουργίες του οπότε φαντάζεστε τι σήμαινε για το μουσικό κόσμο που ο Alvin Lucier κατάφερε δουλεύοντας με τον φυσικό Edmond Dewan να χρησιμοποιήσει τα σήματα τoυ ανθρώπινου ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος για να παράγει ήχους. Η σύνθεσή του “Music For Solo Performer” του ’65 έχει αποκλειστικά τέτοιους για πηγή της. Όπως ήταν αναμενόμενο, το κομμάτι λειτούργησε ως προάγγελος για μελλοντικές εφαρμογές. Μερικές μάλιστα ήρθαν σύντομα καθώς ο Richard Teitelbaum χρησιμοποίησε βιολογικά σήματα το ’67 για το “Spacecraft” των MEV (Musica Elettronica Viva), γκρουπ με έδρα την Ρώμη και τους Alvin Curran και Frederic Rzewski ανάμεσα στα μέλη του, και το ’71 ο David Rosenboom παρουσίασε με ελεύθερη είσοδο το κονσέρτο “Ecology Of The Skin”. Ο Rosenboom είχε διατυπώσει και τη θεωρία ότι ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει τον τύπο των κυμάτων που εκπέμπει ο εγκέφαλός του.
Μπορεί να βγει μουσική από μη μουσικά υλικά;
Για πόσο ακόμα θα μιλάμε για το πανκ, αντερωτώ; Μα αν θέλουμε οπωσδήποτε μία απόκριση ουσίας, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 έγνεψαν καταφατικά στο ερώτημα οι Einstürzende Neubauten, Test Dept., SPK, Z’ev, Boyd Rice / Frank Tovey κ.ά. Μολοντούτο, από εκεί και μετά πολλοί ταραξίες θορυβοποιοί (σχεδόν όλοι) κατευθύνθηκαν για χάρη του απώτατου, σκοτεινού βάθους σε έναν λες μετανοητικό εξορθολογισμό που μεγαλούργησε σε κομμάτια σαν το “Dark Eyes” και δίσκους σαν το “Zamia Lehmanni”. Το τέλος με τα σφυριά, τις λαμαρίνες και το σκραπ είχε επέλθει εμφατικά κι ανεπιστρεπτί.
Τώρα, είναι πράγματι η φυσική φωνή το ορίτζιναλ όργανο; Καθότι το πιο παλιό, σίγουρα.
Υπάρχει ο εσωτερικός κόσμος του κάθε ατόμου, στον αντίποδα ο εξωτερικός που βρισκόμαστε εμείς οι άλλοι (εφόσον δεν είμαστε στη θέση του) κι η φωνή του που μαζί με την ακοή συγκοινωνεί τους δύο κόσμους. Πόσα, και κατ’ επέκταση τι, μπορούν να γίνουν με το όργανο φωνή στο επίκεντρο; Με τις συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις να ανοίγουν φρέσκες καταστάσεις πριν καν ωριμάσουν ή εξαντληθούν οι παλιές, διατύπωση γνώμης εδώ γίνεται πλέον μονάχα υποθετικά κι εν δυνάμει. Οι Yma Sumac, Joan La Barbara, Sainkho Namchylak αλλά κι οι Diamanda Galás, Pamela Z, Maja Ratkje, Shelley Hirsch, Μαρίκα Κλαμπατσέα και τόσες άλλες βοκαλίστριες από διαφορετικές γενιές έχουν μεταξύ τους ένα κοινό σημείο. Όλες αδυνατούν να σε καθοδηγήσουν οι ίδιες στο πώς να τις βιώσεις. Ο Paige Mitchell των AMM στο 12σέλιδο ένθετο του “The Inexhaustible Document” του ’87 είχε γράψει κάπου (και κάπως) πως για να βρει κανείς το εναλλακτικό απαιτείται να ακούσει με καινούργια αφτιά. Η κατανόηση ενός ακροάματος βλάπτεται λοιπόν απ’ την προϋπάρχουσα σχετική μ’ αυτό γνώση. Κι εμείς δηλώνουμε μέχρι κι ευτυχείς με το να αναζητούμε το πόσο βλάπτεται.
Πριν τελειώσουμε, τίποτα για τον αυτοσχεδιασμό;
Πολλά και ταυτόχρονα λίγα, συμβαίνει τακτικά με τις δυνατότητες που τις συλλαμβάνουμε ως μονίμως ανοιχτές. Εξάλλου σπάνια στη μουσική κάτι δεν κλείνει εσκεμμένα και τώρα συζητάμε ακριβώς αυτήν την περίπτωση. Οι αυτοσχεδιαστές που κατόρθωσαν να αποδώσουν την πρέπουσα σπουδαιότητα στο συμπτωματικό πήγαν τη μουσική και τους εαυτούς τους αλλού. Να θυμάστε: Η «αποτελεσματικότητα» του όποιου τέτοιου θέματος, με το μυαλό πάντοτε στην ούτως ή άλλως οριακή επιτυχία ή αποτυχία αυτού (το αντανακλούν τα εισαγωγικά στη λέξη), δεν αφορά τόσο στο τι περιλαμβάνει όσο στο τι αποκλείει. Κι εκεί κρίνεται.
Πρωτοβούλως, είναι θρασύτατη η υποκειμενικότητα κάθε λίστας σε άρθρο σαν και το παρόν. Το θράσος ως λόγος εξηγεί ωστόσο και το γιατί δίνεται από μένα στην εντεκάδα που ακολουθεί (η σειρά είναι παντελώς τυχαία) ιδιαιτέρως υψηλή τιμή:
1. Clara Rockmore / Nadia Reisenberg – “Theremin” (’77)
2. The Entheogens – “The Gnostic Mass” (’95)
3. The Burnt Earth Ensemble – “Terra Cotta” (’05)
4. Noisetet – “Obscure” (’03)
5. Ganelin / Tarasov / Chekasin – “Catalogue: Live In East Germany” (’80)
6. Colleen – “Mort Aux Vaches” (’06)
7. Kontakta – “Kontakta” (’94)
8. Graeme Revell – “The Insect Musicians” (’86)
9. Charlemagne Palestine – “Music For Big Ears” (’01)
10. Iannis Xenakis – “Persepolis” (’72)
11. Francis Dhomont – “Frankenstein Symphony” (’97)
Μου επιτρέπεται κι ένας μικρός τακτικισμός στην έξοδο; Έχει ζωντανέψει κατά διαστήματα μέσα μου η πιθανότητα ολόκληρο το κόνσεπτ που αποκαλούμε μουσική να γεννήθηκε κάποτε από ένα, κι ακολούθως ασφαλώς περισσότερα του ενός, πείραμα. Μολοντούτο, πάντοτε αδυνατούσα να παγιώσω την συγκεκριμένη σκέψη και να ψάξω τα απαραίτητα επιχειρήματα. Οι διαδοχικές δεκαετίες ενασχόλησης και γραψίματος, καθώς κι ύστερη εμπειρία της ηλικίας μου πια, με οδηγούν μόνιμα σχεδόν στο ανάποδο, να την αντιπαρέρχομαι. Η μουσική έδωσε στους ανθρώπους τη δύναμη να διασώσουν επιλεκτικά μερικές ιδέες τους από τον χρόνο. Το ίδιο και το πείραμα. Ο John Cage ήρθε πολύ, πάρα πολύ αργότερα. Γι’ αυτό κι ήταν χρήσιμος.