LeRoi Jones και Θόδωρος Χατζηπανταζής
Τα καλύτερα μουσικά βιβλία; Πάντα αυτά που δεν είσαι σίγουρος, στο τέλος, αν μίλησαν για τη μουσική ή για την κοινωνία που την έφτιαξε.
LeRoi Jones - Blues People: Negro Music in White America (1963)
Δεν ευχαριστιέμαι τις μεταφράσεις, γι' αυτό και θαυμάζω εκείνους που τις κάνουν. Πιστεύω, επίσης, ότι υπάρχουν άνθρωποι πιο αρμόδιοι από μένα για τέτοια έργα, άσχετα της δικής μου επαφής με τη μουσική και με την αγγλική γλώσσα. Σπάνια, λοιπόν, έχω πει «ναι» σε τέτοιες προτάσεις –και η πρώτη φορά ήταν για το «Blues People» του LeRoi Jones, ο οποίος αργότερα στη ζωή του αυτοπροσδιορίστηκε ως Amiri Baraka.
Ε και τι, ευλογάς τα γένια σου, δηλαδή, προτείνοντάς το στο νυν αφιέρωμα; Αντιθέτως, πέρα από το γεγονός ότι δεν είχα ποτέ γένια, διασαφηνίζω ότι ο λόγος που το μετέφρασα ήταν γιατί, πολύ απλά, επρόκειτο για το μουσικό βιβλίο που μου ανατίναξε τον εγκέφαλο πιο πολύ και από το «Ocean of Sound» του David Toop, όταν το πρωτοδιάβασα. Ίσως επειδή, τότε, είχα ριχτεί με τα μούτρα στους μπλουζ και τζαζ ήχους της Αμερικής, μα τα βρήκα μπαστούνια ως προς την εμβάθυνση και την κριτική αποτίμηση, για λόγους τους οποίους ο Jones/Baraka αποσαφήνιζε αριστοτεχνικά στις σελίδες του.
Mαχητικά, πειστικά, με θαυμάσιο μέτρο μεταξύ πάθους και ψύχραιμης ανάλυσης, o συγγραφέας σκιαγράφησε τα μπλουζ και την τζαζ (σε έναν βαθμό και τα γκόσπελ, αλλά και το πρώιμο ροκ εν ρολ) ως κοινωνικά προϊόντα ενός πληθυσμού Αφροαμερικανών που ζούσε σαν μειονότητα σε μια Αμερική κυριαρχούμενη από λευκούς. Έδειχνε, λοιπόν, ότι –άσχετα με τη διαφυλετική αναγνώριση την οποία μπόρεσαν να βρουν τέτοιες μουσικές πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο– καθοριστικό ρόλο στη μορφή και στην εξέλιξή τους έπαιξε το ποιοι ήταν οι άνθρωποι που τις έφτιαχναν, μα και το ποιοι θέλησαν να είναι. Είτε αναπροσδιοριζόμενοι εντός των κοινοτήτων τους, είτε διεκδικώντας το εξωστρεφές δικαίωμα να λογίζονται ως «Αμερικάνοι», σε μια εποχή που αυτό χρειαζόταν να κατακτηθεί με αγώνες.
Ακόμα και σήμερα, μετά 60 στρογγυλά έτη, θεωρώ ότι δεν βρίσκεται εύκολα βιβλίο που να αποτυπώνει τόσο γλαφυρά γιατί η μουσική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνία που την παράγει (και την καταναλώνει), άρα και γιατί η κριτική που δεν το λαμβάνει αυτό υπόψη είναι καταδικασμένη να δείχνει λειψή, στο βάθος του χρόνου. Αλλά φανερώνει και κάτι ακόμα, εξίσου σημαντικό: ότι το να προσεγγίσεις μια διαφορετική κουλτούρα δεν είναι απλό –επειδή μπορεί να χόρεψες ή να ενθουσιάστηκες με κάτι ή επειδή δεν συγκαταλέγεσαι στους ρατσιστές. Θέλει κόπο, διάβασμα και σκέψη· ίσως κι έναν συμβιβασμό, ότι θα περπατήσεις τη διαδρομή στο πλαίσιο του δυνατού.
Θόδωρος Χατζηπανταζής - «Της Ασιάτιδος Μούσης Ερασταί...»: Η Ακμή του Αθηναϊκού Καφέ Αμάν στα Χρόνια της Βασιλείας του Γεωργίου Α' (1986)
Πολλά είναι, βέβαια, τα ράμματα που υπάρχουν για τη γούνα της ελληνικής μέσης εκπαίδευσης, όσον αφορά το μάθημα της Ιστορίας: το οικτρό αποστηθίζειν, η ομφαλοσκόπηση, η χρονολογιομανία... Προσπαθώντας, λοιπόν, να τα βάλουμε με τέτοια τέρατα, χάνουμε συχνά τα ακατανόητα κενά, τα οποία τελικά διαιωνίζονται στη ζωή των περισσότερων. Κι έτσι απομένουμε με την Ελλάδα της ένδοξης Επανάστασης του 1821, παρακολουθούμε λίγο τον Όθωνα και τα Συνταγματικά –και ξαφνικά βρισκόμαστε να πολεμάμε με Σέρβους, Βούλγαρους και Μαυροβούνιους, να διχαζόμαστε σε βασιλικούς και βενιζελικούς και να βιώνουμε τη συντριβή και την οδύνη στη Μικρά Ασία. Και στο διάστημα μετά τον Όθωνα, έως τους Βαλκανικούς, τότε που ηγεμόνευσε ο Γεώργιος Α' (1863-1913), ποιοι ήμασταν, κύριε;
Η απορία αυτή αφορά και τα της μουσικής, αφού το αντίστοιχο ατσούμπαλο σχήμα μας θέλει να πολεμάμε τους Τούρκους με δημοτικά και ξαφνικά να τραγουδάμε σμυρνέικα με τη Ρόζα Εσκενάζυ, πιάνοντας έπειτα μπαγλαμάδες και μπουζούκια. Γι' αυτό και η μελέτη που έκανε ο Θόδωρος Χατζηπανταζής για το ηχητικό γίγνεσθαι της Ελλάδας του Γεωργίου του Α' ήταν και παραμένει καίριας σημασίας. Όχι απλά ως μουσική ιστορία, μα πρωτίστως ως κοινωνικό χρονικό: όπως δηλαδή και στην έτερη επιλογή του αφιερώματος (το «Blues People»), είναι οι μετασχηματισμοί της κυρίαρχης υπαίθρου και της βαθμιαίας ανάδυσης της Αθήνας ως κομβικού αστικού κέντρου (δίπλα στην ξεχασμένη, πλέον, ακμή της Πάτρας και της Ερμούπολης) που επηρεάζουν το τι ακούμε και το τι προτιμάμε, αλλά και το πώς το αποτιμούμε.
Η πόλη, κοινώς, έχει καινούριες ανάγκες, τις οποίες δεν γίνεται να εκφράσουν οι βρυσούλες και οι ραχούλες. Φύσει και θέσει, το ελληνικό άστυ του 19ου αιώνα κοιτάει προς τη Δυτική Ευρώπη, όμως ο υπό διαμόρφωση Αθηναίος εξακολουθεί να αισθάνεται και κάπως αλλιώς: όσα φράκα και ημίψηλα κι αν φορέσει, όσες γαλλικές οπερέτες κι αν παρακολουθήσει, είναι και Ανατολίτης. Και γι' αυτό γοητεύεται εξίσου από τα Καφέ Αμάν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα όργανά τους, τους ρυθμούς τους, τα τραγούδια τους, τους χορούς τους. Αγαθά εισαγωγής κι αυτά, βέβαια, όπως και οι όπερες: η εγχώρια λαϊκή δημιουργία θα χρειαζόταν τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, ώστε να κυλήσει σε νέα κανάλια έκφρασης.
Αν και ο Χατζηπανταζής ιχνηλατεί την προϊστορία του ρεμπέτικου, κατορθώνει και ζωντανεύει έναν ολόκληρο κόσμο, ξεναγώντας μας, παράλληλα, σε μια άγνωστη μα κομβική Ελλάδα, η οποία έμελλε να μπει στον 20ό αιώνα αξεδιάλυτα μπουρδουκλωμένη μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Σημαντικό, επίσης, είναι το ότι συζητά και τις αντιδράσεις στα Καφέ Αμάν, οι οποίες υπήρξαν σφοδρότατες. Βαστάει από πιο παλιά απ' όσο ίσως νομίζουμε η ιστορία περί «ανήκομεν εις την Δύσιν» και «Μένουμε Ευρώπη» κι έχει πολλά ενδιαφέροντα παρακλάδια και στα πολιτισμικά, που στα δικά μας χρόνια έφτασαν ως τα χούγια της indie/alternative κοινότητας και την «εγώ δεν ακούω ελληνικά» σημαία της, η οποία, συχνά, ανέπτυσσε παρόμοια φρασεολογία με όσους πολέμησαν τα Καφέ Αμάν επί Γεωργίου Α'. Όμως αυτά θα τα συζητήσουμε, σε μια άλλη, μελλοντική περίσταση –καλά να είμαστε.