Μυστικά, ψέματα και… ντοκιμαντέρ
Το ζήτημα αν υπάρχει αλήθεια, τι είναι αυτή και που βρίσκεται, έχει εξεταστεί εξαντλητικά ανά τους αιώνες από ένα σωρό ανθρώπους, σπουδαίους και μη, διανοούμενους και μη, σοφούς και μη, χωρίς, φευ, κάποιο οριστικό και παγκοίνως αποδεκτό αποτέλεσμα (εξαιρούμενης ίσως της διαβόητης ρήσης του Πετρόχειλου στους «Χούλιγκανς» για τους Sex Pistols). Σε πείσμα ωστόσο τούτης της καταλυτικής ματαιότητάς της, η αναζήτηση συνεχίζεται. Είναι πεισματάρικο πλάσμα τούτος ο άνθρωπος. Και μάλλον ρομαντικό…
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, λίαν προκλητική από κάθε άποψη (και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά;), ο Werner Herzog σημειώνει για την ‘αλήθεια’ μιας κινηματογραφικής κάμερας ότι «είναι μια αυταπάτη ότι ο σκηνοθέτης μιας ταινίας μπορεί να εξαφανιστεί εντελώς, να γίνει σαν μια μύγα στον τοίχο, αυτό θα έκανε τις κάμερες παρακολούθησης στις τράπεζες το ιδανικό μέσο δημιουργίας μιας ταινίας ντοκυμαντέρ». Και υπερθεματίζει με έναν αφορισμό-κορώνα, λίαν εύστοχο (και) για την δική του δημιουργική πορεία: «εγώ δεν θέλω να είμαι μύγα αλλά μια σφήκα».
Στόχος εδώ του… κεντριού του σπουδαίου Γερμανού σκηνοθέτη είναι αυτό το είδος που κάποτε αποκλήθηκε ‘σινεμά βεριτέ’, μια γαλλοτραφής τάση πολύ της μόδας στα ταραγμένα χρόνια του ’60, λίαν επηρεασμένη από τον Βερτόφ και το «Kino-Pravda» του, που ήθελε τον δημιουργό να εξαφανίζεται πίσω από την στυγνή, χωρίς φτιασίδια αντικειμενικότητα/ουδετερότητα της κάμερας. Θεμιτή και κατανοητή η επιδίωξη, ωστόσο πόση σχέση έχει με την… πραγματικότητα;
Και να λοιπόν που το ζήτημα της αλήθειας τελικά ανάγεται σε κάτι πιο φιλοσοφικά θεμελιώδες. Στην ύπαρξη ή μη μιας κάποιας αντικειμενικότητας. Αν ρωτήσουμε τους ιστορικούς ή τους… μουσικογραφιάδες πιθανότατα θα υπερθεματίσουν υπέρ αυτής. Ωστόσο η επιστήμη, τούτο το θεωρητικά προνομιακό πεδίο της πλέον απόλυτης αντικειμενικότητας δεν μπορεί να συνηγορήσει πλέον, καθώς από τις αρχές του 20ου αιώνα και δώθε έχει μπλεχτεί στα δίχτυα θεωριών περί σχετικότητας, αβεβαιότητας, χάους και μη-πληρότητας οι οποίες φαίνεται να έχουν καταστήσει την όποια ιδέα της αντικειμενικότητας μια ακόμη φαντασιακή πλάνη από αυτές που αρέσκεται να επινοεί ο άνθρωπος για να βάλει σε τάξη τον τρομακτικό κόσμο γύρω του. Αντικειμενικότητα λοιπόν δεν υπάρχει... και αυτό είναι… αντικειμενικό (;!), παρά μόνο αναρίθμητες υποκειμενικότητες οι οποίες από την θέση παρατήρησης ήδη αλλάζουν αναπόδραστα (και μη-μετρήσιμα κιόλας) τον κόσμο…
Ήτοι, η ‘αλήθεια’ όχι μόνο εξαρτάται από το σημείο αναφοράς, από την οπτική γωνία (μια διαπίστωση που μετέφερε στην κινηματογραφική γλώσσα με έξοχο τρόπο ο Κουροσάβα στο «Ρασομόν») αλλά και από το γεγονός και μόνο της παρατήρησης, της αποτύπωσης, της καταγραφής της. Κάπως έτσι, οι κβαντικές διδαχές μας θέτουν όρια, ακόμη κι αν πάμε στα… άκρα, και αφήσουμε την κάμερα να τρέχει ελεύθερη και αμοντάριστη, και μόνο η επιλογή του κάδρου, το που είναι στραμμένη, αλλά και η ίδια ακόμη η παρουσία της επεμβαίνει στην καταγραφόμενη ‘πραγματικότητα’ (για σκεφτείτε π.χ. πόσο αλλάζει η συμπεριφορά των ανθρώπων όταν απλά ενημερώνονται ότι βιντεοσκοπούνται).
Από την στιγμή λοιπόν που τα όρια μεταξύ εννοιών φαινομενικά απολύτως ασύμβατων και διαζευκτικών όπως η ύλη και ενέργεια, τα κύματα και τα σωματίδια έχουν θολώσει σε μη-διακρίσιμο πλέον βαθμό, κατά μια αναλογία το ίδιο ισχύει για τον παλαιόθεν διαχωρισμό μεταξύ μιας ταινίας ντοκιμαντέρ και μιας μυθοπλασίας, από εδώ η τεκμηρίωση και η αλήθεια κι από την άλλη η φαντασία- αχαλίνωτη ή μη,- κι ο μύθος… Που μερικές φορές ωστόσο είναι πιο αληθινός από την αλήθεια (όπως π.χ. μπορεί να είναι ένα ντοκιμαντέρ όπως το «This is Spinal Tap»).
Αν αναζητήσουμε την ετυμολογική ρίζα του ντοκιμαντέρ θα καταλήξουμε αναπόφευκτα στα λατινικά και στο ρήμα doceo, που όσο κι αν το θέλουμε (;), δεν σημαίνει τεκμηριώνω/αποδεικνύω αλλά διδάσκω, δίνω οδηγίες. Κάπως έτσι και τα ντοκιμαντέρ είναι στην πράξη διδαχές, ‘οδηγίες’ του σκηνοθέτη για την πρόσληψη μιας ‘πραγματικότητας’, συνηθέστατα τεκμηρίωση ήδη προειλημμένων απόψεων, απόδειξη του αποδεδειγμένου, μια εκλεκτική επιλογή ψηφίδων οι οποίες θα συνθέσουν τελικά την εικόνα που έχει ήδη (προ)σχηματισμένη ο δημιουργός, το ‘αφήγημα’, την ιστορία (που είναι –και- λογοτεχνία όπως γράφει ο Γιαμπλονκά), είτε πρόκειται για τη βιογραφία ενός μουσικού είτε μιας μουσικής σκηνής (άλλη μια επινοημένη έννοια αν το καλοσκεφτούμε). Το ντοκιμαντέρ μπορεί λοιπόν να μην είναι μυθοπλασία, αλλά ‘αλήθεια’ δεν είναι κι ας θέλει να «βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα». Περισσότερο νομίζω με καλύπτει ο ορισμός που έδωσε ο Αμερικανός John Grierson, από τους μπαμπάδες του κινηματογραφικού αυτού είδους, ο οποίος όρισε το ντοκιμαντέρ ως την «καλλιτεχνική αναπαράσταση της πραγματικότητας» (ίσως με αντικατάσταση της πραγματικότητας με ‘μια’ πραγματικότητα). Για «εκστατική αλήθεια» μιλάει από την πλευρά του ο Herzog. Γιατί και το ντοκιμαντέρ είναι στην βαθιά του ουσία μια καλλιτεχνική πράξη, με όλες τις δημιουργικές ασάφειες κι ελευθερίες που αυτή επιβάλλει (sic!), μια ποιητική/πεποιημένη ματιά, ένας τρόπος να κοιτάζεις, ένα (κάποιο) βλέμμα που προσπαθεί να δει ή να δημιουργήσει την «ονειρική υφή της πραγματικότητας» (με τον τρόπο που το κατάφερε π.χ. ο Φίλιππος Κουτσαφτής με την «Αγέλαστο πέτρα» του, από τα κορυφαία ελληνικά ντοκιμαντέρ ανεξαρτήτως χρονικού πλαισίου, στόχευσης και ειδολογικού διαχωρισμού).
Όπως και να ‘χει πάντως, από όποια σκοπιά κι αν το δούμε, και για να έρθουμε και σιγά-σιγά/επιτέλους στο θέμα μας, το μουσικό (και όχι μόνο) ντοκιμαντέρ γνωρίζει τα τελευταία χρόνια μια αξιοσημείωτη άνθηση, ο αριθμός των ταινιών αυξάνεται σχεδόν με εκθετικό ρυθμό, για λόγους οι οποίοι μπορεί να ποικίλλουν από την εύκολη πλέον πρόσβαση στα μέσα παραγωγής μέχρι και την διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση για ‘ποιοτικό’ τηλεοπτικό πρόγραμμα από τις διάφορες πλατφόρμες (ξέρετε αυτές που απευθύνονται στην φυλή των «εγώ δεν βλέπω τηλεόραση...»).
Έχω δει πάρα πολλά μουσικά ντοκιμαντέρ. Σχεδόν παβλοφικά είναι τα πρώτα που επιλέγω να δω σε κάθε κινηματογραφικό φεστιβάλ, εδώ και πολλά χρόνια. Από την άλλη καταλήγω ότι… δεν μ’ αρέσουν τα μουσικά ντοκιμαντέρ. Πολύ λίγα απ’ όλα αυτά θυμάμαι, και αυτό όχι επειδή οδεύοντας προς τον κάβο των 50 η μνήμη όλο και εξασθενεί (μια χαρά είναι, να χτυπήσω ξύλο, τοκ τοκ… εμπρός ποιος είναι;;). Είναι που κάπου έχω αρχίσει προφανώς να βαριέμαι την διαρκώς εφαρμοζόμενη ξύλινη συνταγή, ίδια και απαράλλακτη πια, κάμποσα πλάνα αρχείων (αν υπάρχουν και αυτά), κάποια λάιβ, φωτογραφίες, και πολλές, πάρα πολλές ομιλούσες κεφαλές πάσης φύσεως, από τους πρωταγωνιστές σε νοσταλγικό τριπ μέχρι ειδήμονες και μη, πάντα με μια δισκοθήκη από πίσω να δίνει κύρος, ή αν πρόκειται για διανοούμενο, μια βιβλιοθήκη με τόμους σοβαρά βιβλιοδετημένους (θα βγάλω εδώ το καπέλο στον Αργύρη Ζήλο που σε μια ταινία, αν θυμάμαι καλά για τον Σιδηρόπουλο, είχε επιλέξει για background κάτι γλάστρες με φυτά). Και φυσικά, πάρα πολλά και παχιά αγιογραφικά λόγια για υποτιθέμενες ήρωες και ηρωίδες και κατορθώματα ελάσσονος εμβελείας, λες και το ντοκιμαντέρ δεν είναι κι αυτό μια καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά μια εικονοποιημένη Wikipedia (στην καλή) και μια απεγνωσμένη προσπάθεια (αυτο)δικαίωσης (στην χειρότερη).
Αν την ξεψαχνίσω λίγο περισσότερο αυτή μου την απαρέσκεια ίσως να την αποδώσω όμως και στο γεγονός ότι ποτέ δεν είχα κάποια προσωπολατρική στάση στην μουσική ούτε κατ’ επέκταση κάποια προτιμησιακή ροπή στις πάσης φύσεως βιογραφίες, ειδικά των καλλιτεχνών, διόλου δεν μ’ ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες της καθημερινής τους ζωής τους, οι προτιμήσεις τους, οι σχέσεις τους, από την στιγμή που εκεί έξω υπάρχει ένα έργο το οποίο ναι μεν εκκινεί (προφανώς!) από μια πραγματική ζωή (εξ ορισμού όμως ‘αδιάφορη’ και απρόσιτη σε προσωπικό επίπεδο) αλλά τελικά την υπερβαίνει σε τέτοιο βαθμό που μπορεί ακόμη και να την αναιρέσει (θα ταίριαζε εδώ μια παραπομπή στο αφιέρωμα μας στον διαχωρισμό έργου και καλλιτέχνη).
Ίσως γι’ αυτό να εκτίμησα ιδιαίτερα την ταινία «Moonage Daydream» του Brett Morgen, η οποία μπορώ να καταλάβω γιατί ξένισε πολλές μαθημένες στο παραδοσιακό συνταγολόγιο ή όσες πήγαν με μαθησιακή διάθεση να δουν και να μάθουν κάτι από την μυστήρια ζωή του David Bowie (μια στάση εδώ για να αναλογιστούμε πόσο έχει αλλάξει γενικά ο τρόπος που βλέπουμε σινεμά). Η ταινία –πέραν των όποιων τεχνικών της επιτευγμάτων και του μοναδικού αρχειακού υλικού- καταφέρνει μέσα από μια πρωτότυπη προσέγγιση, μια ψυχεδελική συρραφή εικόνων, ήχων και λόγων να αναδείξει όχι τόσο-μόνο τον ίδιο τον Bowie, αλλά και με έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο και την χαοτική φύση του ίδιου του Ανθρώπου εν γένει και πως παλεύοντας με αυτή καταφέρνει να την μετουσιώνει σε μια μορφή που μπορεί να (επι)κοινωνηθεί. Γιατί, εν προκειμένω, ας μην ξεχνάμε, ότι ο Bowie ποτέ δεν ‘υπήρξε’ με κόκκαλα και σάρκα, ήταν το δημιούργημα, η προβολή στην καλλιτεχνική διάσταση ενός κάποιου ονόματι David Jones, ενός για πάντα ‘ξένου’. Κι ένα ‘ψέμα’ όπως ‘ψέμα’ μόνο η σπουδαία Τέχνη μπορεί να είναι.
Κι αν κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε μια εξαιρετική πρώτη ύλη (όπως λένε και οι… σεφ), ωστόσο –όπως θα συμφωνούσαν πάλι οι σεφ- η ίδια η πρώτη ύλη αποτελεί μεν μια καλή βάση, θέλει όμως και τον τρόπο της, την ορθή της διαχείριση για να αναδειχθεί (και όχι, δεν είμαι καθόλου της πιουρίστικης προσέγγισης -ούτε στην μαγειρική ούτε στο σινεμά- που επιβάλλει τη σεβαστική αντιμετώπισή της με όσο το δυνατό λιγότερες παρεμβάσεις). Κάπως έτσι η αδιανόητη (ειδικά για τα σημερινά δεδομένα) ιστορία του Sixto Diaz Rodriguez, ενός τύπου που έβγαλε δύο δίσκους στις αρχές των 70s οι οποίοι πούλησαν μόνο μεταξύ φίλων και συγγενών α’ βαθμού πριν τα παρατήσει, για να μάθει μετά από χρόνια ότι είχαν αποκτήσει μυθικό στάτους στην αποκλεισμένη πίσω από το apartheid Νότια Αφρική, έγινε έργο ζωής ενός πρόωρα χαμένου σκηνοθέτη, του Malik Bendjelloul, ο οποίος την μετέτρεψε σε μια ταινία η οποία βλέπεται σχεδόν με κομμένη την ανάσα (και δικαίως το «Searching for Sugar Man» όπως είναι ο τίτλος της, έφτασε μέχρι και τα κατεστημένα βραβεία). Από την άλλη μια εξίσου δυνατή –και ξεχασμένη- ιστορία, εκείνη του Αμερικανού ηθοποιού και τραγουδιστή Dean Reed, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του με προδιαγραφές νεανικού ειδώλου των 50s στα χνάρια του Elvis για να δει κάποια στιγμή το... σοσιαλιστικό φως το αληθινό, να βρει καταφύγιο πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, στην Ανατολική Γερμανία, όπου θα λατρευτεί σαν θεός, για να καταλήξει να παίζει σε συγκεντρώσεις βαλσαμωμένων κομματικών του κομμουνιστικού καθεστώτος, έγινε και αυτή ντοκιμαντέρ από τον Leopold Gruen («Der Rote Elvis» -«Ο κόκκινος Έλβις»), αλλά χωρίς ιδιαίτερες δάφνες σκηνοθετικής έμπνευσης πέρασε απαρατήρητο και μπορεί να λογιστεί ως χαμένη ευκαιρία.
Σε έναν τέτοιο ελαφρύ μελοδραματισμό υποτακτικής («θα μπορούσε να…») θα μπορούσα να εντάξω και την ταινία της Γκρατσιέλλας Κανέλλου «The approaching of the hour», που ομολογώ ότι μόλις πρόσφατα είδα, παρότι το φιλμ είναι το 2005. Ως ταινία είναι μια λίαν τίμια και αξιοπρεπής προσπάθεια καταγραφής όχι μόνο των Raining Pleasure αλλά μέσω αυτών και ολόκληρης της εγχώριας αγγλόφωνης σκηνής της εποχής εκείνης (κι ας κραυγάζει δια της απουσίας της κάθε αναφορά στην Lazy Dog, την εταιρεία που τους ανέδειξε). Παρακολουθώντας την λοιπόν, χωρίς μάλιστα καμία νοσταλγική προ(διάθεση), συνειδητοποίησα ότι κατάφερε να αποτυπώσει με ενάργεια και παραστατικότητα (ίσως και ερήμην των προθέσεων της δημιουργού και των συμμετεχόντων) το κλίμα του εγχώριου μουσικού βιότοπου της εποχής, με βασικό και κύριο χαρακτηριστικό την ακατάσχετη γκρίνια και μίρλα, το διαρκές παράπονο από το αδιάφορο -«που είναι;»- κράτος, τον αδιάφορο κόσμο, τις αδιάφορες εταιρείες, όλους αυτούς που δεν καταλαβαίνουν την αυτοθαυμαζόμενη πραγματική αξία μας. Βέβαια ο χρόνος που μεσολάβησε μάλλον επιβεβαίωσε εν έργω την μηδαμινή αυτή κοινωνική απεύθυνση μιας ‘σκηνής’ που δεν άφησε πίσω της παρά μόνο μια λειψή χούφτα «εμβληματικά» άσματα και ατέλειωτους δίσκους άτεχνα μιμητικού αγγλοσαξονισμού (σχεδόν προκαλούμαι να αντιπαραβάλλω σε αυτό το πνεύμα το σχεδόν σύγχρονο «Screaming Masterpiece» του Ari Magnússon, μια θαυμάσια απόπειρα καταγραφής της ισλανδικής μουσικής σκηνής –αξέχαστη εδώ η μορφή του δρυΐδη Hilmar Örn Hilmarsson δίπλα στις συνήθεις ύποπτες Björk, Sigur Rós και Σία- με την διακηρυγμένη πρόθεση να απαντηθεί το ερώτημα για την ποικιλομορφία της και για την απήχησή της η οποία ξεπέρασε τα ωκεάνια όρια του νησιού και έφτασε σε μια οικουμενικότητα χωρίς όμως σπονδές υποταγής στον κυρίαρχο πολιτισμό).
Θα μπορούσα να αναφέρω κάμποσα ακόμη παραδείγματα από τον χώρο που… δεν μου αρέσει, το πεδίο είναι γαρ αχανές και ο στόχος αυτού του κειμένου-αφιερώματος δεν είναι η πληρότητα (κεκαλυμμένο προληπτικό μέτρο για να μην πεταχτεί ο γνωστός και αναπόφευκτος έξυπνος-ηλίθιος «ναι, αλλά λείπει το Τάδε»), οπότε θα μείνω σε μια ενδεικτική μνημόνευση. Στα κιτάπια μου λοιπόν έχω κρατήσει κάποια ντοκυμαντέρ του BBC, εκτιμώ γενικά τον επαγγελματισμό τους και την σφαιρικότητά τους και παραβλέπω την έντονη βρετανοκεντρικότητά τους (π.χ. το ντοκυμαντέρ για το krautrock «The Rebirth of Germany»), το μεστό και κατά στιγμές συγκινητικό ντοκιμαντέρ των Reto Caduff και Stephan Plank (ναι, είναι ο γιος) για τον Conny Plank (ας μην επαναληφθώ, τα έχω γράψει αναλυτικά εδώ), την διαπλοκή ιστορίας, μουσικής και γεωγραφίας που καταφέρνουν οι Joerg A. Hoppe, Klaus Maeck και Heiko Lange στο «B-Movie: Lust & Sound in West Berlin» (‘Λαγνεία και Μουσική στο Δυτικό Βερολίνο’), την μοναδική πινακοθήκη χαρακτήρων ποτ εκτίθεται στο «Get thrashed: the story of Thrash Metal» του Rick Ernst (το οποίο είχα παρακολουθήσει σε έναν κατάμεστο ‘Απόλλωνα’ στην Σταδίου, ανάμεσα σε ένα παθιασμένο κοινό το οποίο συμμετείχε ενεργά στα δρώμενα επί οθόνης με γιουχαΐσματα ή χειροκροτήματα). Τέλος, αν και το «Keine Atempause – Düsseldorf, der Ratinger Hof und die neue Musik» δεν είναι κάποιο σπουδαίο ντοκιμαντέρ, μου ‘χει εντυπωθεί η εικόνα του αείμνηστου Gabi Delgado να παίρνει τα τσιγάρα του και να φεύγει από το αγαπημένο του μπαρ, με την ατάκα ότι «τα παλιά πράγματα ανήκουν είτε στο μουσείο είτε στην χωματερή. Και δεν υπάρχει τίποτε ανάμεσα… Το παρελθόν πρέπει πραγματικά να το ξεχνάμε».
Κι ίσως η πιο ουσιαστική και… αληθινή διάσταση της ‘αλήθειας’ να είναι ακριβώς αυτή: όχι η αντιδιαστολή με κάποιο ‘ψεύδος», αλλά με την λήθη, μια μάχη με τον χρόνο και μια ανάγκη για δικαίωση (έστω και ετεροχρονισμένη). Μια ανάγκη που μοιάζει να μεγαλώνει όσο βαίνουμε προς εποχές όπου σταδιακά φαίνεται γεννιέται ένα καινούργιο είδος μνήμης, ή καλύτερα λήθης, με την διαρκή (επι)συσσώρευση νέας μνήμης ατομικής που όμως αδυνατεί να γίνει συλλογική, παρά τα ολοένα αυξανόμενου μεγέθους ψηφιακά αρχεία, φωτογραφίες, κείμενα και φυσικά… ντοκιμαντέρ. Κι ωστόσο… και μία μνήμη δεν είναι αιωνία, παρά τη διαρκή της επίκληση, μια ματαιότητα που μοιάζει να έχει την ισχύ ενός ακατάλυτου φυσικού νόμου. Τελευταία μ’ έχει στοιχειώσει η φράση με την οποία ξεκινάει το σπουδαίο βιβλίο της Ανί Ερνώ (ναι, της νομπελίστριας του 2022) «Τα χρόνια»: «Όλες οι εικόνες θα χαθούν»… Και συνεχίζει αλλού: «Τα πάντα θα σβήσουν σ’ ένα δευτερόλεπτο. Το λεξικό που φτιάχνουμε από το λίκνο ως τον τάφο θα χαθεί. Σιωπή και μήτε μια λέξη για να την εκφράσει. Τίποτα δεν θα βγαίνει απ’ το ανοιχτό στόμα. Μήτε το «εγώ» μήτε το «εμένα». Η γλώσσα θα συνεχίσει να μεταμορφώνει τον κόσμο σε λέξεις. Στις κουβέντες γύρω από το γιορτινό τραπέζι θα είμαστε απλά ένα όνομα, ολοένα πιο πολύ δίχως πρόσωπο, μέχρις ότου εξαφανιστούμε μες στην αχανή ανωνυμία μιας μακρινής γενιάς».