Να μη ξεχνάς τα αγόρια που λένε «φέρε μου μια σοκολάτα»
Σκηνή 1η
Μετά από βροχή στο κοιμητήριο του χωριού του. Αν κάτι έχω ζήσει που να θυμίζει τους «Απόντες» του Νίκου Γραμματικού είναι αυτή η σκηνή. Μαζευτήκαμε οι γονείς, οι συγγενείς, οι φίλοι του από Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Δράμα να τον αποχαιρετήσουμε μια θλιβερή, μουντή μέρα.
Μαυροντυμένοι. Λίγο αμήχανοι. Χαμένοι στη φούσκα μας μετά την πανδημία κρατώντας επαφή (;) κυρίως από το διαδίκτυο. Μου είχε κάνει εντύπωση η τόση λάσπη στα παπούτσια. Ίσως γιατί κοιτούσα συνέχεια κάτω. Δεν ήθελα να πλησιάσω το μνήμα. Δεν ήθελα να βλέπω ανθρώπους, για τους οποίους έχω μια αγάπη μακρινή, να δακρύζουν. Άλλωστε τα αγόρια δεν κλαίνε. Ούτε τα κορίτσια δακρύζουν, όταν βλέπουν την προφητική λες φωτογραφία που είχε βγάλει η Όλγα Δέικου, που πάλι ο Μπάμπης μού σύστησε γενναιόδωρα.
Όταν τελείωσε η τελετή αγκαλιαστήκαμε, κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον πάνω από τις μάσκες. Βρεθήκαμε σε ένα κοινό τραπέζι. Γελάσαμε. Μας ένωσε ξανά με τον δικό του τρόπο. Ήταν όλα εκεί. Μόνο που αυτήν τη φορά έλειπαν οι δίσκοι, οι μουσικές. Και ο ίδιος.
Σκηνή 2η
Στο διαμέρισμα της Δημητρίου Γούναρη. Είχε από καιρό μπει σε αναγκαστικό εγκλεισμό, εξαιτίας της υγείας του. Πέρασαν χρόνια από τα τραπέζια και τις ταβέρνες στις οποίες βρισκόμαστε στα γενέθλια του Άκη. Οι κοντινοί του τον επισκέπτονταν συχνά, σαν να κατέβαιναν για δίσκους στο μαγαζί τις Παρασκευές τα απογεύματα ή Σάββατο πρωί. Εγώ παρακολουθούσα από μακριά. Το ήξερε ότι παρακολουθούσα. Πριν τον κορονοϊό έστελνα μήνυμα και περνούσα ουσιαστικά από το δωμάτιο, στο οποίο έγραψε τα τρία του βιβλία. Η απάντηση στην ερώτηση «θέλεις να σου φέρω κάτι» ήταν πάντα η ίδια: μια σοκολάτα.
Ορφάνεψε τώρα και ο Σίμος Μπάνσης, ο ήρωας των βιβλίων του. Ποιος άλλος θα βρεθεί να γράψει βιβλία με τίτλους «Έχω όλους τους δίσκους τους», «Προτιμώ τα παλιά τους» και «Άλμπουμ διασκευών» με δεκάδες μουσικές αναφορές, ικανές να σε κάνουν να γράψεις σκονάκια και να επανέρχεσαι ξανά και ξανά στα «παλιά τους»; Ποιος θα ετοιμάσει συλλογές, όπως αυτές που ο Μπάμπης ευλαβικά ετοίμαζε πολύ πριν τις ετοιματζίδικες playlist και τα spotify;
Την τελευταία φορά τον είχα προειδοποιήσει ότι θα έχω μαζί μου τον μικρό. Η χημεία μεταξύ τους μαγική. «Εσύ θα τον αναλάβεις γιατί βαρέθηκα να τον ρωτούν τι μουσική ακούει και να μη ξέρει». Γέλια.
Και μετά πανδημία, καραντίνα, έννοια μην πάμε εκεί και «κολλήσει με υποκείμενο νόσημα». Μηνύματα στο inbox. «Συγκατοικώ» άρα καλά νέα. Ήταν η Β. που απάντησε στα μηνύματα που του έστειλα όταν έμαθα ότι νοσηλεύεται. Τώρα είναι πάλι η Β. Χωρίς αυτόν.
Σκηνή 3η
Το δισκάδικο (το δισκοπωλείο για τους boomers) της Ιωάννου Μιχαήλ, δίπλα στον κινηματογράφο «Βακούρα» ήταν ό,τι πιο κοντινό στο δικό μας Ηigh Fidelity. Αυτή είναι η σκηνή που θυμάμαι καλύτερα από όλες. Επαναλήφθηκε πολλές φορές. Διαμόρφωσε πολλούς ανθρώπους, μουσικούς, τύπους που συναντάς σε συναυλίες και μπαρ. Δε θα γράψω για τις κυκλοφορίες της εμβληματικής Lazy Dog Rec, ούτε πόσα από τα μετέπειτα και μέχρι σήμερα αγαπημένα μου συγκροτήματα μας πρότεινε ο Μπάμπης, πόσο νοσταλγώ την εποχή. Ψάξου! Αυτά θα έπρεπε να τα γράφουν οι ιστορικοί του μέλλοντος.
Δεκαετία του ’90 και μετά τα 00s. Το Rollin Under ένα σημείο στη Ξεσσαλονίκη, μονάχα μια κουκίδα, στην οποία μπορούσες να είσαι ο εαυτός σου, ένας κοινός θνητός ανάμεσα σε άλλους, ακόμα και χωρίς πολλά φράγκα να καταθέσεις στο ταμείο. Κατείχες τον κοινό κώδικα επικοινωνίας…
Και ξέρεις κάτι; Για εμάς της εποχής της πολιτικής ορθότητας και του #metoo ποτέ δεν ένιωσα στο δισκάδικο μειοψηφία ούσα νεαρή, σγουρομάλλα με γυαλιά, ίσως μία από τις λίγες, ανάμεσα σε αυτούς που «κατείχαν» τη γνώση. Σου φαίνεται παράξενο, αλλά αυτήν την αίσθηση την είχα όντως, σε ψαγμένα περιβάλλοντα ανάμεσα σε άντρες και σε τάχα μου indie κοινότητες. Πόσο στα υπέρ μέτρησε μέσα μου αυτό δεν το είπα στον Μπάμπη ποτέ.
Τον ρωτούσα ό,τι ήθελα. Μπορούσα να λέω ανετότατα το σήμερα πλέον αγαπημένο μου «δε ξέρω» που απαντώ, όταν δε θέλω να μου ζαλίζουν τον έρωτα με παγκοσμίως άγνωστες κυκλοφορίες ή με αυτά που τους στέλνουν οι εταιρίες.
Στο Rollin μπορούσες να είσαι ένα συνηθισμένο αγόρι ή κορίτσι με όλη τη διάθεση του σύμπαντος να ακούσεις, να κρατήσεις ανοιχτά αυτιά και μάτια. Που ξέρεις; Με τις μουσικές αυτές -ίσως- κρατήσεις για πάντα ανοιχτή και την καρδιά. Kαι αυτό δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς.
Σκηνή τελευταία.
Στο πρώτο Rollin Under, στο δισκάδικο της Σωκράτους. Ανάμεσα σε ανθρώπους που θα γινόντουσαν φίλοι. Νεότεροι όλοι, άνευ γκρίζων, χωρίς ρυτίδες έκφρασης που τελικά τι μας πειράζουν και τις πολεμάμε γαμώτο; Ρωτούσαμε όλοι τον Μπάμπη για το Άγιο Δισκοπότηρο, την πιο αφόρετη (!) κυκλοφορία. Ανεπαίσθητο χαμόγελο αυτός. Απαντούσε με ευγένεια και υπομονή, όπως οφείλουμε να απαντούμε στα παιδιά. Ήθελε να μεταδώσει τις γνώσεις του.
Τις γνώσεις για τις οποίες του άξιζαν χιλιάδες ραδιοφωνικές εκπομπές δικές του και αφιερώματα άλλων πολλών, που οι τυχεράκηδες βρέθηκαν πίσω από ένα μικρόφωνο χάρη στο καλύτερο, φανταχτερό “PR” τους, που λέγαμε στα 90’s να κάνουν πληρωμένη ψυχοθεραπεία.
Ο Μπάμπης απαντούσε χωρίς ίχνος κομπασμού στη φωνή, χωρίς το ανεπαίσθητο feeling του «ωχ πάλι εσύ; Δεν έχετε ιδέα κόζμε» που τόσο μας ψάρωνε μικρά και τόσο διασκέδαζε άλλους εργαζόμενους που δούλευαν σε δισκάδικα. Δεν θυμάμαι ποιος Μαέστρος/φίλος με οδήγησε εκεί. Ήταν ο Ρύκιος; Ο Άκης; Ο Κώστας που είχαν μαζί αργότερα τη Lazy Dog;
Και βρίσκομαι τώρα εγώ που έχω σταματήσει καιρό να γράφω για αυτά που θα’ θελα, να γράφω για σένα που υπήρξες αληθινά σπάνιος. Σου άξιζε καλύτερος πλανήτης αλλά αυτόν είχαμε διαθέσιμο.
Θα τα γράψουν καλύτερα οι φίλοι μουσικογραφιάδες του mic.gr που έστησες. Θα τα σκεφτούν καλύτερα όσοι μεγάλωσαν παράλληλα με τις μουσικές που αγάπησες.
Μπάμπη, σε ευχαριστούμε που υπήρξες.