Ο εχθρός διάβηκε τις πύλες
Για πολλά χρόνια, τα λαϊκά ήταν ο εχθρός. Όχι μόνο δικός μου εχθρός, αλλά και των γονιών,· ο μπαμπάς ως αριστερός τα αποκαλούσε υποκουλτούρα, η μαμά ως καταπιεσμένη μικροαστή τα θεωρούσε μπασκλασαρία. Κι εγώ - πώς να ταυτιστώ με τα πάθη της ξενιτιάς, τις βασανισμένες αγάπες, τις προδοσίες του έρωτα; Όλα αυτά, εκτός από ξένα σε μένα, μύριζαν πολύ την Ελλάδα της φτώχιας και του συντηρητισμού, των ηθικοπλαστικών μετεμφυλιακών αξιών. Ήταν το σάουντρακ των ασπρόμαυρων δραματικών ταινιών οι οποίες συγκινούσαν τα λαϊκά κορίτσια που ονειρεύονταν το βασιλόπουλο του παραμυθιού - καμία σχέση με τις ψιλόλιγνες κούκλες με τα μίνι της Μαίρη Κουάντ, που λάτρευαν τους Beatles (αχ! αυτός ο Paul έλεγαν οι ξαδέρφες μου) και ερωτεύονταν Ξένοιαστους Καβαλάρηδες υπό τον ήχο του σιτάρ και της φαζαρισμένης κιθάρας.
Λίγο η μεταδικτατορική ρεμπετομανία, λίγο ο Σαββόπουλος και η "Εκδίκηση της Γυφτιάς" και περισσότερο το πατρικό δισκάδικο, με βοήθησαν να βάλω τα πράγματα σε μια διαφορετική σειρά. Χάρη στις ταξικές αναλύσεις και τις νέες προσεγγίσεις της ελληνικής ιστορίας, οι πρόσφυγες και ο πολιτισμός τους μπήκαν σε άλλες βάσεις. Το ίδιο και οι περιθωριακοί τύποι που υμνούσαν τα προπολεμικά ρεμπέτικα - και για τους οποίους ακούγαμε λογύδρια, μεταξύ ρετσίνας και μπαγλαμά, με έμφαση στις ομοιότητές τους με τους αμερικανούς μπλουζίστες. Κι αφού εξαντλήσαμε τα χασικλίδικα και τις ηχογραφήσεις 78 στροφών από την Αμερική, κι αφού διατρανώσαμε μαζί με τον Τσιτσάνη "γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά", φτάσαμε ιστορικά στη δεκαετία του '50. Κι από εκεί άρχισε να ζορίζει το πράγμα.
Διότι όταν αφήσεις πίσω σου τα αγιοποιημένα ρεμπέτικα, πώς περνάς στο λαϊκό που υπήρξε η συνέχειά τους; Πώς να ακούσεις Χιώτη μετά τον Στράτο Παγιουμτζή; Τι σχέση μπορεί να είχε ο τσαμπουκάς της Μπέλλου με το μισογυνισμό του Καζαντζίδη; Τι συμβόλιζε η ελαφρολαϊκή γέφυρα από το ρεμπέτικο στο λαϊκό; Πριν λίγα χρόνια, σ' ένα αφιέρωμα που κάναμε εδώ στο mic, για τα Guilty Pleasures, έγραφα:
"Το ρεμπέτικο έσβησε όταν ο Μανώλης Χιώτης πρόσθεσε τέταρτη χορδή στο μπουζούκι, κι όπως βλέπουμε στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες, η ανερχόμενη αστική τάξη ενστερνίστηκε "τα λαϊκά τραγούδια" - ακόμα και το Κολωνάκι χόρευε πια συρτάκι. Ωστόσο, υπήρχαν μερικοί αμιγώς λαϊκοί τύποι οι οποίοι εμφανίζονταν στα b- και c-μελό της εποχής: ο Β.Β. κατά κόσμον Βασίλης Βασιλειάδης, ο επονομαζόμενος "μάγος της farfisa", ο Μπάμπης Τσετίνης, ο Μάνος Παπαδάκης, η Βούλα Πάλλα, η Φούλη Δημητρίου, ο Μιχάλης Μενιδιάτης. Με την έλευση της δικτατορίας, όλα αυτά μεταμορφώθηκαν σε χρωματιστά μιούζικαλ με χορογραφίες του Βαγγέλη Σειληνού, και η βαριά φωνή του Τσαουσάκη (ο οποίος είχε ξεκινήσει από το ρεμπέτικο) αντικαταστάθηκε από τις ένρινες κορώνες του Βοσκόπουλου. Σπάνια ακούω ελληνική μουσική (έχω ακούσει παραπάνω απ' όση υποχρεούται να ακούσει κανείς σ' αυτή τη ζωή), αλλά αν πρέπει να την ακούσω, προτιμώ αυτούς τους λαϊκούς τύπους (άνδρες με μπριγιαντίνη και γυναίκες με μαλλί-λάχανο) από το ξενέρωτο "ελαφρολαϊκό" της δεκαετίας '70 και '80".
Δεν θα άλλαζα ούτε μια λέξη σ' αυτό το κομμάτι. Να προσθέσω μόνο ότι οι εχθροί παραβίασαν τις πύλες και δεν ήταν τόσο κακοί, τελικά. Βάση αυτών των αρχών, ιδού η λίστα με τα 10+1 αγαπημένα μου καρα-λαϊκά:
1. Ίσως, (Θεόδωρου Δερβενιώτη & Κώστα Βίρβου, με τον Μπάμπη Τσετίνη).
Το απόλυτο σάουντρακ των Κυριακών στην Καλλιθέα, καθώς οι μαμάδες παραλάμβαναν το ευωδιαστό αρνάκι με πατάτες από το φούρνο της γειτονιάς και οι μπαμπάδες γύριζαν από το καφενείο με την Αυγή διπλωμένη ανάποδα. Ο Τσετίνης υπήρξε φίρμα της Odeon-Parlophone, η οποία αποτέλεσε τη βάση του ελληνικού κολοσσού της Μίνως Μάτσας και υιός. Όλα τα πλήκτρα στους δίσκους της ήταν έργο του Βασίλη Βασιλειάδη.
2. Λαϊκός Τραγουδιστής ή Θητεία (Διονύση Σαββόπουλου, με τον Μιχάλη Μενιδιάτη).
Αυτό τραγούδι με κάνει να συγχωρώ στον Σαββόπουλο - που δεν είναι πια ο Νιόνιος μας - όλες τις πίκρες που με ποτίζει εδώ και πολλά χρόνια (με επηρέασε το μελό των ταινιών που προανέφερα). Ο Μενιδιάτης ήταν Λαϊκός Τραγουδιστής με κεφαλαία, μια φωνή και μια παρουσία ανόθευτη από το ξενέρωτο φεστιβάλ τραγουδιού της Θεσσαλονίκης.
3. Δεν κλαίω για τώρα (Άκη Πάνου, με τη Βίκυ Μοσχολιού).
Με τον Άκη Πάνου με χωρίζουν αβυσσαλέες ιδεολογικές και αξιακές διαφορές. Δεν μπόρεσα ποτέ να χωνέψω την αλαζονεία του, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι έχει γράψει μία χούφτα αριστουργήματα. Όπως αυτό που δεν μπορώ να το ακούσω, ούτε καν να το διανοηθώ με άλλη φωνή από της Βίκυς Μοσχολιού.
4. Πέντε πάνω, πέντε κάτω (Χρήστου Νικολόπουλου και Πυθαγόρα, με τον Στέλιο Καζαντζίδη).
Η πρώτη ρωγμή στη μπετόν-αρμέ αισθητική μου άποψη περί λαϊκού τραγουδιού άνοιξε όταν άκουσα το Υπάρχω - από το οποίο κρατάω αυτό το τραγούδι, για το μήνυμά του. Που είναι σαφώς πιο ανθρώπινο από το κραυγαλέα εγωκεντρικό "Υπάρχω". Κι επειδή είμαι τύπος συμβιβαστικός, που αποφεύγει τις ακραίες λύσεις. Εδώ δεν αποχωρίσαμε από το ΝΑΤΟ, για χωρισμούς είμαστε;
5. Όνειρο δεμένο (Σταύρου Ξαρχάκου και Βαγγέλη Γκούφα, με τους Πάνο Γαβαλά και Ρία Κούρτη)
Είχα την τύχη να δω τον Πάνο Γαβαλά στον Λυκαβηττό, την εποχή που το υφυπουργείο Νέας Γενιάς χρηματοδοτούσε τον πολιτισμό της Γλυκερίας και των Παιδιών της Πάτρας. Τεράστιος ερμηνευτής, γέμιζε τη σκηνή, το χώρο, τον Λυκαβηττό ολόκληρο. Και διασκεδαστής, με την απόλυτη και θετική έννοια του όρου.
6. Γωνιά-γωνιά (Μίκη Θεοδωράκη και Βασίλη Χριστοδούλου, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση)
Ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης του 20ου αιώνα γράφει με την ίδια ευκολία απλές μελωδίες και λαϊκά ορατόρια (Άξιον Εστί). Εδώ με τη βοήθεια του Γρηγόρη Μπιθικώτση δείχνει πώς μπορεί να ταιριάσει το μπουζούκι σ' αυτό το είδος που δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω - ελαφρό ή έντεχνο· αλλά και πώς οφείλει να ερμηνεύει ο λαϊκός τραγουδιστής τους στίχους που ίσως να μην καταλαβαίνει.
7. Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο (Γιώργος Μουφλουζέλης)
Γιατί το λαϊκό τραγούδι μπορεί και καταφέρνει να διαθέτει χιούμορ και σπιρτάδα. Ο μπάρμπα-Μουφλουζέλης ήταν ρεμπέτης αλλά και μετά-ρεμπέτης, εξ ανάγκης αλλά και λόγω ταλέντου.
8. Δεν υπάρχει για μας χωρισμός (Απόστολου Καλδάρα και Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, με τον Μανώλη Αγγελόπουλο και τη Φούλη Δημητρίου)
Η επιτομή του "γύφτικου λαϊκού" που αντέγραψαν οι Ξυδάκης & Ρασούλης & Σαββόπουλος. Ο Καλδάρας ήταν η γέφυρα που λέγαμε ανάμεσα στο ρεμπέτικο και το λαϊκό, ισάξιος αν όχι καλύτερος του Τσιτσάνη (- ουφ! το είπα!) Ο Μανώλης Αγγελόπουλος υπήρξε γνήσιο λαϊκό είδωλο, κάτι σαν τα παλιόπαιδα τα ατίθασα και παραβατικά του rock'n'roll. Τη Φούλη Δημητρίου την κατάπιε η τρύπα της λήθης.
9. Συχνάζεις στο Μικρό Καφέ (Αργύρης Μπακιρτζής)
Μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις νεότερων μουσικών που αγάπησαν και κατάλαβαν το γνήσιο λαϊκό, χωρίς να δοκιμάσουν να το εκμοντερνίσουν ή να το εξωραΐσουν, είναι ο Αργύρης Μπακιρτζής. Μαζί με τους Χειμερινούς Κολυμβητές του αποτέλεσε μία ηχητική όαση το 1980, την περίοδο που το ελαφρολαϊκό κόντεψε να μας πνίξει με τα πετιμέζια του. Διάφοροι έντεχνοι προσπάθησαν να τον μιμηθούν, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, αλλά το χιούμορ και η ενορχηστρωτική πρωτοτυπία των Κολυμβητών παραμένουν αξεπέραστα.
10. Δε με πόνεσε κανείς (Καρδιά μου καημένη) (Naushad Ali & Δημήτρης Γκούτης)
Πριν ταυτίσουμε το Bollywood με τα τσαχπίνικα μιούζικαλ, η Ελλάδα έκλαιγε βλέποντας τις δραματικές ινδικές ταινίες, όπως η μνημειώδης Γη Ποτισμένη με Ιδρώτα. Κάτι σαν αγροτικός νεορεαλισμός - άλλωστε, η Τριλογία του Άπου, του Σατγιαζίτ Ρέι είναι εφάμιλλη των Ιταλών ομολόγων του. Τη μουσική του τραγουδιού είχε γράψει ο Ινδός Χατζιδάκις Naushad Ali (αν και για χρόνια φιγουράριζε στα δισκάκια με το όνομα του Μπάμπη Μπακάλη), και η Βούλα Πάλλα συγκινούσε μέχρι δακρύων χάρη στα τσακίσματα της φωνής της. (Επειδή δεν υπάρχει στο youtube, ΜΗΝ το ακούσετε με την Ελευθερία αλλά με τη Βιτάλη).
11. Νύχτωσε Χωρίς Φεγγάρι (Απόστολου Καλδάρα, με τη Σωτηρία Μπέλλου)
Οι στίχοι του Καλδάρα αφηγούνται τη μεταπολεμική ιστορία σε τρία συμβολικά τετράστιχα, και η λιτή κι υπέροχα ακατέργαστη φωνή της Μπέλλου, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, αποδίδει την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της φυλακής και την αγωνία του φυλακισμένου - ο οποίος, εννοείται, δεν είναι ποινικός.