Ο καλλιτέχνης δικάζεται. Η τέχνη όχι.
Ένα από τα ζητήματα που αντιμετωπίζονται εν θερμώ τα τελευταία χρόνια σχετικά με την τέχνη και τη σχέση της με την κοινωνία είναι το κατά πόσο ο καλλιτέχνης πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από το έργο του ή όχι και τελικά τι σχέση έχει αυτό το έργο με τον δημιουργό του. Ειδικά όταν αναγνωρίζουμε στον άνθρωπο-δημιουργό χαρακτηριστικά, όχι και τόσο... καλά.
Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα καλλιτεχνών στην ιστορία που στα φανερά κιόλας δεν ήταν καλά παιδιά με διάφορους τρόπους (φαντάσου τι γίνεται αφανέρωτα). Οι δύο ακραίες απόψεις περί του ζητήματος της αντιμετώπισης αυτών των περιπτώσεων από το κοινό είναι ότι δεν έχει καμιά σημασία το ποιόν του καλλιτέχνη και ασπαζόμαστε το έργο του σα να μη συμβαίνει τίποτα και το αντίθετο, αν ο καλλιτέχνης είναι καθοίκι είτε κατά τη γνώμη μας είτε κατά τη γνώμη όλου του ντουνιά, τον διαγράφουμε από τα κιτάπια και αυτόν και το προϊόν του σα να μην υπάρχει.
Καταρχήν το τι ακριβώς σημαίνει καλά παιδιά είναι ολόκληρο μεγάλο ζήτημα από μόνο του. Το καλό και το κακό του σήμερα είναι διαφορετικό από το καλό και το κακό του χθες και σίγουρα και του αύριο. Κρίνουμε τις περισσότερες φορές με ολοκληρωτικά υποκειμενικό τρόπο ποιες πράξεις είναι καλές ή κακές. Μας επηρεάζουν πάντα, θέλουμε δε θέλουμε, το αντιλαμβανόμαστε δεν το αντιλαμβανόμαστε, πράγματα όπως η κοινωνική θέση, η οικονομική κατάσταση, το φύλο, η φυλή στην οποία ανήκει το άτομο και πάει λέγοντας. Πιστεύω πως σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αναλογιζόμαστε σε τι βαθμό μας επηρεάζουν τα παραπάνω προτού αποφανθούμε δια τον λιθοβολισμό. Από κει και πέρα ο καλλιτέχνης, κατά την ταπεινή γνώμη μου, καθόλου δε διαχωρίζεται από το έργο του. Το έργο του δεν είναι κάτι ξένο από αυτόν, τον εκφράζει απόλυτα, είναι κομμάτι του, δείγμα της ψυχής του. Αυτό αν δεν το αντιλαμβανόμαστε, ή δεν καταλαβαίνουμε το έργο ή δε μας ενδιαφέρει να καταλάβουμε. Η φράση, «άλλο το έργο, άλλο ο καλλιτέχνης», δεν σημαίνει τίποτα. Αυτό είναι το μότο που μασάνε σαν τσίκλα αυτοί που δεν θέλουν να απαρνηθούν ή να κρίνουν ολοκληρωμένα κάτι που αγαπούν ίσως γιατί κατά βάθος φοβούνται ότι μπορεί και να βρουν κάποια κοινά, πράγματα που τους συνδέουν με τον «κακό» καλλιτέχνη. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχει δίκιο η άλλη πλευρά, οι λιθοβολιστές δηλαδή. Το έργο ενός ανθρώπου που αδυνατεί ή δεν θέλει να εμπλακεί με τους τυποποιημένους κανόνες/κώδικες μιας κοινωνίας δεν πρέπει να εξοστρακίζεται. Είναι και αυτό μέρος της. Αντί να διαχωρίζουμε το έργο από τον καλλιτέχνη καλύτερα θα ήταν εμείς μέσα μας να διαχωρίσουμε τα όποια πιστεύω μας, από τη διαδικασία της κατανόησης της γλώσσας της τέχνης. Δεν είναι έγκλημα να παρακολουθείς την τέχνη.
Οι λιθοβολιστές πασχίζουν (σχεδόν αγχωμένα) να αποδείξουν ότι σαφώς είναι ανώτεροι μέσα από τον καθωσπρεπισμό τους και την «σωστή» ηθική τους υπόσταση. Θεωρούν ότι η κοινωνία δεν πρέπει να έχει καμιά δουλειά με το καλλιτεχνικό ή άλλο έργο ενός εγκληματία (θυμάμαι την αποστροφή και την επιθετικότητα πολλών σχετικά με την έκδοση του βιβλίου του Κουφοντίνα). Αυτό όμως είναι τόσο υποκριτικό... Είμαι της άποψης ότι η αληθινή-ζωντανή καλλιτεχνική πράξη στην πραγματικότητα είναι μια απολύτως ουσιαστική διαδικασία σωφρονισμού. Σίγουρα πιο σοβαρή από την τιμωρία και τον αυταρχισμό. Πως είναι λοιπόν δυνατόν να αποστρεφόμαστε την δράση προς το καλύτερο, ανθρώπων που προσπαθούν; Είτε έσφαλαν είτε κατηγορούνται άδικα; Τα παραδείγματα είναι άπειρα. Από σοβαρά μέχρι τραγελαφικά (αλλά σοβαρά και αυτά).
Τίποτα δεν είναι άσπρο μαύρο. Κάποια στιγμή μπορεί να ανακαλύψουμε κιόλας ότι πολύ περισσότερα πράγματα στο έργο οποιουδήποτε (είτε σώφρονα είτε όχι), μας αφορούν και πέρα από την αισθητική ικανοποίηση (αν και η δουλειά της αισθητικής δεν είναι μόνο η ικανοποίηση). Οι άνθρωποι μοιάζουμε μεταξύ μας πολύ περισσότερο απ’ ότι διαφέρουμε. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε στην ψυχολογία ενός δολοφόνου π.χ. πράγματα δικά μας χωρίς αυτομάτως να γινόμαστε και εμείς δολοφόνοι. Επίσης ένας δολοφόνος δύναται να εκφράσει και άλλα πράγματα πέρα από το γεγονός ότι έκανε κακό. Η τέχνη του είναι αυτός ο ίδιος αλλά δεν εξισώνεται με την δολοφονία. Η τέχνη του είναι ένα κομμάτι του. Η δολοφονία είναι μία πράξη του που προκύπτει από ένα άλλο κομμάτι του.
Ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι ο Varg Vikernes (Burzum) που στην αναφορά του ονόματός του και μόνο σηκώνεται σκόνη από την ένταση των διαλόγων και των αντιδράσεων. Είναι δολοφόνος (έκανε και φυλακή γι’ αυτό) αλλά είναι και ρατσιστής και μάλλον νεοναζί. Δύσκολα πράματα. Ακούμε ή δεν ακούμε; Θα απαντήσω για μένα. Παίζει άκρως σημαντικό ρόλο το πόσο, και αν είναι, σημαντικό το έργο του. Αν αυτό που έκανε ήταν ένα συνηθισμένο τυπικό black metal δε θα έδινα καμιά σημασία. Δεν είναι όμως έτσι γιατί και ο πιο σκοτεινός νους μπορεί να είναι αληθινά εκφραστικός και δημιουργικός και να προκύπτει στην τέχνη του μια προσωπική ευαισθησία μια ιδιαίτερη ομορφιά που μπορεί να επενεργήσει με αντίστροφο τρόπο από αυτόν που το μυαλό του, η γλώσσα του διαλαλεί. Το καλλιτεχνικό έργο του Varg είναι σθεναρά και επίμονα σημαντικό.
Υπάρχουν και οι περιπτώσεις που δε μιλάμε για «κακό» άνθρωπο αλλά για κάποιον με τον οποίο απλώς διαφωνούμε, αισθητικά, ηθικά ή πολιτικά. Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό να μας οδηγεί στο να απορρίπτουμε το έργο του. Για την ακάματη επιμονή ορισμένων να προσπαθούνε να αποκαθηλώσουν το έργο του Μίκη Θεοδωράκη τι να πει κανείς; Σώνει και καλά, επειδή δεν αρέσουν αυτά που λέει εδώ και αρκετά χρόνια (ή τα παρεξηγούν), θέλουν να μας πείσουν ότι και το έργο του είναι μέτριο ή αδιάφορο. Μα αν συνέβαινε το αντίθετο, αν δηλαδή τους άρεσαν αυτά που έλεγε, τα ίδια ακριβώς τραγούδια και συνθέσεις θα τα θεωρούσαν αριστουργήματα. Δεν πειράζει παιδιά, όπως λέει και ένας φίλος, η ζωή είναι σκληρή, ειδικά για όσους δεν αντιλαμβάνονται και δεν «διαβάζουν» τη γλώσσα της τέχνης πέρα από τις προσωπικές τους θεωρήσεις, αξιώματα και κόμπλεξ. Όσο μπορεί να γίνει και αυτό βέβαια γιατί τέτοια κόμπλεξ όλοι έχουμε και δεν είναι δυνατόν να τα ξεπεράσουμε ολοκληρωτικά. Καταρχήν, όλες οι τέχνες, όποια «πιστεύω» και αν εκφράζουν, είναι τέχνες και πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε πρώτα έτσι. Να τις κρίνουμε ως τέτοιες. Όχι ηθικιστικά και επιφανειακά πολιτικά αλλά αισθητικά. Να έχουμε το σθένος να παραδεχόμαστε (αν το καταλαβαίνουμε) τι θετικό υπάρχει μέσα σε ένα έργο κάποιου που δεν γουστάρουμε. Και το αντίθετο φυσικά. Είναι επιφανειακή και φτηνή η εύκολη απόρριψη ή εξύψωση, ειδικά όταν γίνεται για λάθος λόγους. Η τέχνη είναι μόνο καλή (όταν είναι τέχνη), όποιος κι αν την έκανε.