Ο λαϊκός καθρέφτης
Το λαϊκό τραγούδι. Το τραγούδι του λαού, λατρεμένο αλλά και καταφρονεμένο. Διαχρονικό γιατροσόφι για όλες τις ραγισμένες ψυχές εκεί έξω, μουσικό μαντζούνι για την μαλακωσά των νταλκάδων, πάσης φύσεως. Φτιαγμένο από καημό και δάκρυ, ξενύχτι και τσιγάρο, το τραγούδι που καυτηριάζει τις πληγές ρίχνοντας πάνω τους αλάτι. Με άπειρες εκφάνσεις, παρακλάδια αλλά και παρατράγουδα, οικειοποιήθηκε από την κρίσιμη μάζα, κακοποιήθηκε και άλλαξε αισθητική, μανιέρα και ρυθμό με την πάροδο των χρόνων. Καθρέφτης της κοινωνίας, του τότε και του σήμερα. Εξυψώθηκε στα καλλιτεχνικά και εμπορικά ουράνια μέχρι που έσκασε στο χαμηλότερο σημείο, στον εμπορικό πάτο με κρότο, έπειτα από την άλωση των “μοντέρνων” στα ερτζιανά. Φτήνυνε και ξεφτιλίστηκε, πάντα όμως με γνώμονα την κοινωνία που το περιέθαλπε και πάντα με την περηφάνια ότι αποτελεί το κυρίαρχο μουσικό εργαλείο έκφρασης του λαού. Ένα εργαλείο όπου άλλοτε προηγούνταν των γεγονότων και άλλοτε απλά συμβάδιζε λίγο καθυστερημένα, εξιστορώντας ιστορίες για τους ακροατές.
Το λαϊκό τραγούδι έτσι όπως καθιερώθηκε πολλά χρόνια πριν, πλέον δεν υπάρχει, αντί αυτού μας ξανασυστήθηκε με νέα εμφάνιση, με φιγουρατζίδικα μοδάτα σακάκια και απαστράπτουσες κοντές φουστίτσες, μπολιασμένο με ξενόφερτες επιρροές και άσχετα με την ελληνική πραγματικότητα πρότυπα. Ο πόνος, οι χαμένες αγάπες, η ξενιτιά, ο καημός, ακόμα και το παροιμιώδες σπάσιμο πιάτων ξεχάστηκαν, αλλοτριώθηκαν και μετατράπηκαν σε φτηνά, σεξιστικά ομόηχα νοήματα, επίδειξη του υπερεγώ και γιαλαντζί αγάπες της μιας νύχτας, βολεμένες σε δερμάτινα καθίσματα ακριβών αμαξιών. Ακόμα κι έτσι, πιστό στο ρόλο του παρόλα αυτά, το λαϊκό τραγούδι ακόμα και με την σημερινή μορφή του, συνεχίζει να αποτελεί τον καθρέπτη της κοινωνίας που ζούμε. Είτε το θέλουμε, είτε όχι.
Και όσο και να σκάβω με τα ακροδάχτυλα μου σε στοίβες νέων δίσκων, όσο και να κυνηγάω το καινούριο, το απάτητο μουσικό έδαφος που ακούγεται θρασύ και επικίνδυνο στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον, άλλο τόσο γυρνάω στην παρηγοριά αυτών των τραγουδιών. Ανατριχιάζω κάθε φορά με “της Πίκρας τα ξερόνησα” και “κοινωνώ το δάκρυ μου” κάθε φορά που το ακούω. Πρώτα αγάπησα τον Χατζιδάκι για τον “χωρίς φτερά αητό” του και μετά για όλα τα άλλα. Συχνά πυκνά σκέφτομαι τα ξενιτεμένα πρόσωπα “στην κακούργα ξενιτιά” που ρίξανε μαύρη πέτρα πίσω τους. “Και περνούν οι νύχτες, τα δευτερόλεπτα βαριά αλλά δεν λέω κουβέντα”, τα κρατάω μέσα μου ώσπου “η καρδιά μου μοιάζει με συννεφιασμένη Κυριακή, που έχει πάντα συννεφιά”. Πρόσωπα που “από την ζωή μου πέρασαν, με τσάκισαν με γέρασαν”. “Αν ήταν άλλος θα τους είχε μισήσει, μα εγώ τους αγαπώ” . Καμία φορά τα σκέφτομαι “και με ζαλίζουνε και την καρδιά μου συγκλονίζουνε” σαν να ήμουν εγώ“ ο πασατέμπος τους για να περνούν την ώρα”. “Το άδικο που έχουν πώς να αντέξω αφού εγώ, αφού εγώ έχω το δίκιο”.
Όσο κυνηγώ και ακόμα καταφέρνω και ενθουσιάζομαι με τόσες μουσικές που φτάνουν καθημερινά στα αυτιά μου, άλλο τόσο θα γυρνάω στην απλότητα και την πικρή αλήθεια των λαϊκών εκείνων λέξεων που ακόμα και σήμερα καταφέρνουν και ακούγονται ισοπεδωτικές. Ντόπιες μουσικές και λέξεις που με βοηθούν να βρω “στην ψυχή μου σιγουριά, φωτιά να βάλω γρήγορα, και να τον κάψω σήμερα, τον κόσμο αυτό που αγάπησα, και άφησε και σάπισα”
Τα άνωθεν συγκαλυμμένα έντεκα:
1. Σωτηρία Μπέλλου/Βασίλης Τσιτσάνης - Το παράπονο του ξενιτεμένου (Σαν Απόκληρος γυρίζω)
2. Σπύρος Ζαγοραίος - Εκεί που μένουν οι νεκροί
3. Πάνος Γαβαλάς & Ρία Κούρτη - Δεν με πονάς δεν μ' αγαπάς
4. Βασίλης Τερλέγκας - Στροφές
5. Νίκος Δημητράτος/Σταύρος Ξαρχάκος - Στης πίκρας τα ξερόνησα
6. Βασίλης Τσιτσάνης - Συννεφιασμένη Κυριακή
7. Μανώλης Χιώτης - Ο Πασατέμπος
8. Στέλιος Καζαντζίδης/Βασίλης Τσιτσάνης - Γιατί με ξύπνησες πρωί
9. Μανώλης Αγγελόπουλος - Τα μαύρα μάτια σου
10. Γρηγόρης Μπιθικώτσης/Μάνος Χατζιδάκις - Είμαι αητός χωρίς φτερά
11. Σωτηρία Μπέλλου/Δήμος Μούτσης - Δεν λες κουβέντα