Ο λαός τραγούδι θέλει...
Να το ξεκαθαρίσω εξ αρχής. Δεν υπήρξα ποτέ παιδί λαϊκό, τα βιώματα μου ήταν εκείνα ενός καλοζωισμένου βλασταριού της διαβόητης μεσαίας τάξης που μεγάλωνε σε απόσταση οικονομικής και αισθητικής ...ασφάλειας τόσο από τα ρετιρέ όσο και από τις υπόγες. Το δε λαϊκό τραγούδι για μένα ήταν περισσότερο μια εξωτική υπόμνηση μιας ασπρόμαυρης Ελλάδας η οποία υπήρχε μόνο στις ταινίες του παλιού "καλού" ελληνικού κινηματογράφου, μια αναπόφευκτη μουσική υπόκρουση σε εκδηλώσεις βαφτισίων και γάμων του ευρύτερου σογιού, διαφημίσεις του νέου δίσκου του Λεωνίδα Βελή στο ημίχρονο του Παναρκαδικού. Στην οικογένεια οτιδήποτε "λαϊκό" ήταν μετά βδελυγμίας αποκηρυγμένο ως "τουρκο-αμανές" (πλην Θεοδωράκη ο οποίος είχε και μια κάποια αναγνώριση στους ξένοι(sic)), εμείς γαρ ανήκομεν εις την Δύση, ήταν και η εποχή που έρχονταν τα πρώτα πακέτα από την ΕΟΚ, τι γυρεύει λοιπόν το μπουζούκι ανάμεσα στους γραβατοφορεμένους τεχνοκράτες;
Μετά μεγαλώσαμε, περάσαμε τις πανελλήνιες και προκόψαμε, φοιτητές πλέον στην μεγάλη πόλη, με βόλτες στην Καισαριανή ανάμεσα σε σπίτια χαμηλά και ξεχασμένα και νεόκτιστες πολυκατοικίες-τούρτες της αντιπαροχής, "να εδώ ήταν κάποτε το Χάραμα", η ταβέρνα ήταν υπόγεια με καπνούς, κι αν δεν είχε βρισιές, αυτό δεν μας εμπόδιζε να αισθανόμαστε πρωταγωνιστές του Βάρναλη, και δώστου "έλα γεια μας" τσουγκρίσματα, η χθεσινή πορεία, η αυριανή κατάληψη, ένας μύθος ποτισμένος με λίγο κακό ξυδόκρασο "αρετσίνωτο φυσικά", στο τζουκ-μποξ έπαιζε ένα Βαπόρι από την Περσία με βλέμματα περήφανης ενοχής που ξέραμε τι είχε αυτό το βαπόρι, νιώθουμε και λίγο παράνομοι, καμιά φορά όμως υπήρχε κι ένας αλαφρύς πόνος στην καρδιά για Εκείνη που "δεν", και η πενιά, το ντέρτι και η καψούρα λίγο σε αγκρίφωνε στο φυλλοκάρδι, δεν ήθελες να το παραδεχτείς εκείνη την ώρα ότι ένα τέτοιο τραγούδι σε άγγιζε περισσότερο από κάποιο άλλο γραμμένο στο Μπρίξτον, το Μπρούκλυν ή το Κρόυτσμπεργκ, μετά βέβαια μόλις ξεσούρωνες έτρεχες να βάλεις το "Closer" να παίζει και να βουλιάξεις στην μιζέρια, ήταν και που εμείς ήμασταν διαφορετικοί, εμείς ακούγαμε άλλα, ξένα, ροκ και ανεξάρτητα, η μουσική ήταν και μια ταυτότητα στα δόντια, μια ταυτότητα που σε διέκρινε από τους Άλλους, από την μάζα, από τους πολλούς, από τον λαό δηλαδή, είναι και αυτό ένα βασικό ζητούμενο της (μετ)εφηβείας ή κάνω λάθος; Λαϊκά; Πφφφ, έκφραση σκαντζίλας στο πρόσωπο. Άντε μέχρι ρεμπέτικα να ακούσουμε λίγο, που έχουν και μια αύρα αντεργκράουντ, είναι και σαν τα ...μπλουζ και σαν τα πανκ (ρεμπέτ=αλήτης=πανκ), αλλά μέχρις εκεί.
Είναι και η ίδια η λέξη "λαϊκός" που κουβαλάει ένα φορτίο "βαρύ σαν ιστορία". Λέει πολλά και μόνη της: "λαϊκός": από τον λαό και για τον λαό. Πόσες μάχες και συγκρούσεις σε ιδεολογικά (και μη) χαρακώματα δεν έχουν γίνει για χάρη της; Και πως κατάντησε να ακούγεται ευτελισμένη από την βαριά πολιτική χρήση, για να μην φτάσουμε στο σήμερα όπου συναντάται δια πάσαν νόσο και πάσαν μαλακία (με αμφότερες τις σημασίες της λέξης) η ακαθόριστη και βασικά κενού νοήματος εκδοχή του "λαϊκίστικος"; Ακόμη δε η αποτίμηση (και ο ορισμός ακόμη, αν υπάρχει) του λαϊκού τραγουδιού συνεχίζει να κινείται σε διχαστικές διπολικές γραμμές, από την μία απαξίωση, περιφρόνηση, ένας κομπλεξικός δυτικισμός, από την άλλη αγιοποίηση, "ροκ" φαντασιακές προσομοιώσεις, φανατισμός για την γνησιότητα, ηθικολογική "μακρυγιαννική" διάσταση (όπως την εξέφραζε χαρακτηριστικά ο συγχωρεμένος ο Πάνος Γεραμάνης) και εξωραϊστικό βλέμμα για τους παλιούς αγνούς καιρούς, τότε που τα σπίτια ήταν χαμοκέλες, το ζυμωτό ψωμί είχε μέσα πετραδάκια, στους δρόμους έπεφταν σφαίρες και οι μάνες αναστέναζαν περιμένοντας τα παιδιά τους από την εξορία ή την ξενιτιά. Ωραία χρόνια...
Κάπου λοιπόν ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά πέφτει θύμα κάτι σημαντικό, κάτι το οποίο το ξεχνάμε ή δυσκολευόμαστε να το αντιληφθούμε χαμένοι στις download ψαγμένες μας σπιτικές ακροάσεις: ότι παλιότερα το τραγούδι (και όχι μόνο το λαϊκό εδώ που τα λέμε) είχε και έναν καθοριστικό κοινωνικό ρόλο, ότι μέσα από το λαϊκό τραγούδι, μέσα από μια σειρά ανεπανάληπτων τραγουδιών που έγραψαν δεξιοτέχνες και ...αριστεροτέχνες, εκφράστηκαν αισθητικά (ενίοτε και με υψηλά στάνταρ απαιτήσεων) οι καθημερινές ανάγκες, τα όνειρα, οι έρωτες και οι καψούρες ενός ολάκερου κόσμου, ενός ολάκερου λαού (με και χωρίς εισαγωγικά). Κι ένα ακόμη ιστορικό δεδομένο: όλα τα κομμάτια του "ελληνικού ροκ", αγγλόφωνου και ελληνόφωνου αντάμα να μαζέψεις, δεν θα φτάσεις την κοινωνική απήχηση και αναφορά ενός και μόνο σπουδαίου τραγουδιού του Τσιτσάνη. Τελεία και οι ερμηνείες ανοιχτές...
Μένει όμως να αιωρείται ένα ακόμη βασικό ερώτημα. Τι απέγινε το λαϊκό; Υπάρχει σήμερα; Είναι λαϊκό τραγούδι ο Παντελίδης και η συνομοταξία του; Και τι απέμεινε τελικά από την επέλαση του lifestyle, του Φοίβου, της λαϊκοπόπ (που τραυμάτισε αμφότερα τα είδη σχεδόν ανεπανόρθωτα), των καταστροφάδικων-ελληνάδικων, από την εκδίκηση της γυφτιάς και των "Δήθεν" που απενεχοποίησαν (ακούσια προφανώς, αλλά...) τα τσιφτετέλια, τις πίστες, τα μωρά, την λεβεντομαλακία "είμαι ο εαυτός μου"; Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις και θα χαθούμε. Μια παρατήρηση μόνο: Η ιστορία των μουσικών ειδών έχει δείξει (δείτε και παράλληλα το ροκ έτσι για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης) ότι αυτά δεν πεθαίνουν, απλά κάποια στιγμή μεταλλάσσονται σε παράδοση, παγιωμένη και περασμένη στο συλλογικό συνειδητό (και ασυνείδητο). Έχω κατά καιρούς ρωτήσει ανθρώπους οι οποίοι έχουν ζήσει μέσα στο λαϊκό για ονόματα του σήμερα, ακόμη μου αναφέρουν τον Βαγγέλη Κορακάκη (που οι δίσκοι του οι καλοί είναι πίσω στις αρχές των 90s). Υπάρχουν ακόμη και διάφοροι μικροπυρήνες νέων παιδιών και κομπανίες (έχουν συμβάλλει σε αυτό και τα μουσικά σχολεία) που κατά βάση όμως αναπαράγουν το καταξιωμένο σώμα των παλιών τραγουδιών (ένα εξ αυτών π.χ. ο πολύ καλός Δρόμος από την Νίκαια), αλλά μέχρις εκεί. Η όποια ανανέωση έρχεται όμως με τον συγχρωτισμό με άλλα είδη και εκεί δεν έχει υστερήσει το λαϊκό, υπάρχουν σημάδια ζωής, έχει συναντηθεί κατά καιρούς με το ροκ, με την τζαζ, με το χιπ-χοπ, ακόμη και με το ελέκτρο. Κι αν η μεγάλη πλειονότητα των εγχειρημάτων αυτών έχει καταλήξει σε εκτρώματα και τερατογενέσεις, όσο κι αν μπαϊλντίζει κανείς (το πιάνετε το υπονοούμενο ε;), κατά βάση δεν υπάρχει άλλη οδός. Στο κάτω-κάτω της γραφής πάντοτε ο λαός ένα τραγούδι θα θέλει (κι ας μην του φτάνει για τα προβλήματα)...
Ακολουθεί μια σειρά αγαπημένων λαϊκών τραγουδιών με σειρά χρονολογική, από τα πολύ παλιά προς τα λιγότερο παλιά. Με τον συνθέτη μπροστά. Όπως στις παλιές μαρκίζες.
1. Βασίλης Τσιτσάνης/Μπάμπης Μπακάλης/Στέλλα Χασκίλ - Κάποια μάνα αναστενάζει (1947)
Είναι σχεδόν ειρωνικό το γεγονός ότι ένα τραγούδι το οποίο αποτύπωσε σε νότες τον πόνο της εμφύλιας σύρραξης όσο κανένα άλλο, οδήγησε τους δημιουργούς του στα δικαστήρια για τα διαφιλονικούμενα δικαιώματα (ήταν έτσι κι αλλιώς εποχές όπου γινόταν ένας πραγματικός χαμός με τα δικαιώματα, τίνος είναι βρε το τραγούδι, άλλοι δεν έπαιρναν δεκάρα ενώ δικαιούνταν πολλά, άλλοι έπαιρναν πολλά ενώ δικαιούνταν λίγα και πάει λέγοντας). Μια πραγματική ντρημ-τιμ συμπράττει σε αυτή την ηχογράφηση, με έναν Μάρκο επιπλέον στην πενιά, και στην φωνή την αξέχαστα ξεχασμένη Στέλλα Χασκίλ, μια εβραιοπούλα της Θεσσαλονίκης, το καλλιτεχνικό της όνομα το πήρε από τον άντρα της Τζάκο Ιεχασκήλ, μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι η ρίζα πιθανότατα πάει πίσω στην Haskalah, τον διαφωτισμό των Εβραίων δηλαδή (le-haskil το ρήμα, βλέπω, διαφωτίζω). Ένα κομμάτι το οποίο απαγορεύτηκε κιόλας από την άγρια λογοκρισία, ήταν δύσκολοι οι καιροί ακόμη και για ένα τραγούδι το οποίο στην πράξη προσπαθούσε να γεφυρώσει αντιθέσεις και μίση πάνω στον πόνο της μάνας που περιμένει τον λεβέντη "να γυρίσει απ’ τη μαύρη ξενιτιά", κι ας το διασκεύαζε η κάθε παράταξη από την δική της άποψη, "απ’ τη μαύρη Ικαριά" οι μεν, "απ’ το τάγμα του Κρανιά" οι δε.
2. Βασίλης Τσιτσάνης/Μαρίκα Νίνου - Σεράχ (1951)
Οι Τσιτσανίνου (κατά το ...Μπραντζελίνα), το θυελλώδες ζευγάρι εκεί στις αρχές της δεκαετίας του '50, εκείνος καταξιωμένος (και ...παντρεμένος) εκείνη πραγματικό φυσικό φαινόμενο, φεμινίστρια της εποχής (θυμάμαι το τραγούδι του Καλδάρα "Η γυναίκα που ψηφίζει"), έξω από καλούπια και νόρμες, από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη που σηκώθηκε όρθια, δεν την χωρούσε γαρ η ιεραρχική αυστηρότητα του πάλκου, ούτε φοβόταν τα αστραφτερά σπαθιά των καβαλάρηδων (ακόμη και με την ...μεταφορική έννοια), δίνει μια μοναδική ερμηνεία σε αυτό το ύπουλα λάγνο κομμάτι, ήταν η σκληρή συντηρητική εποχή που η Ανατολή στη φαντασία ήταν διέξοδος γεμάτη από ηδονές παράνομες, περίεργες, εξωτικές, εεϊ γκιουλέ ολσούν, σε καλό να μας έρθει δηλαδή, κάτι που δεν έμελλε όμως να έρθει ποτέ για το ζευγάρι...
3. Γρηγόρης Μπιθικώτσης/Μάρκος Βαμβακάρης - Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά (1960)
Δεν θα βρούμε εδώ τον σπουδαίο, τον μεγάλο, τον ρεμπέτη Μάρκο. Τα χρόνια έχουν περάσει, το τραγούδι έχει πάρει άλλους δρόμους, το ρεμπέτικο είναι μάλλον ένα ένοχο βρώμικο μυστικό του παρελθόντος, δεν έχει ακόμη αγιοποιηθεί, ο ίδιος ο Μάρκος είναι ένα γραφικό και άρρωστο γεροντάκι που τριγυρνάει παίζοντας στις ταβέρνες και βγάζει πιατάκι για φιλοδωρήματα. Αυτός που θα γυρίσει τον τροχό λέγεται ότι ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης που επέμεινε να ξανα-ηχογραφήσει μερικά από τα τραγούδια του σε νέες, πιο "λαϊκόμορφες" εκτελέσεις, αυτές που θα έμελλε να θυμούνται περισσότερο οι επόμενες γενιές. Τούτο σαφώς και δεν είναι από τα πολύ σπουδαία τραγούδια του, παρά την ύστερη διασημότητά του, έχει όμως κάτι το συγκινητικό έτσι όπως ανοίγει ο ίδιος τον δίσκο-συλλογή "Η Ελλάδα του Μάρκου" που θα βγει μερικά χρόνια αργότερα, με μια συγκρατημένη και αξιοπρεπή πίκρα να ποτίζει την φωνή του. "Γεια σου Τσιτσάνη με την γλυκιά σου πενιά", "γεια σου Γρηγόρη μου".
4. Μίκης Θεοδωράκης/Γρηγόρης Μπιθικώτσης/Τάσος Λειβαδίτης - Δραπετσώνα (1960)
Βρέχει στη φτωχογειτονιά, μπορεί να ήταν τα Πετράλωνα, ο Ασύρματος, το Δουργούτι, η Καισαριανή, η Νίκαια, εδώ η Δραπετσώνα, μικρά όνειρα στεγασμένα σε παράγκες ξύλινες, ελενίτ αυθαιρεσία, "κάθε πέτρα και καημός", τα παραπήγματα των προσφύγων, των μεταναστών της αστυφιλίας, των "ανταρτόπληκτων", το κρατικό διάταγμα λέει οι πληγές πρέπει να κλείσουν, η πολυκατοικία είναι το νέο αστικό όνειρο, οι μπουλντόζες θα πάρουν τον λόγο, οι χωματόδρομοι θα γίνουν μάρτυρες βίαιων αντιδράσεων και επεισοδίων, φτωχό αλλά το σπιτάκι μας "κι αυτό είχε ψυχή", ο Μίκης εκείνη την εποχή με ευαίσθητη κεραία κατά τον τρόπο του Phil Ochs "ανοίγει την εφημερίδα και γράφει" ένα μελοποιημένο ρεπορτάζ που αναδεικνύεται ακόμη πιο πολύ από την ξερή, λιτή και μεγαλοπρεπή συγχρόνως φωνή του Σερ. Ναι, ο Θεοδωράκης δεν ήταν "γνήσιος" λαϊκός συνθέτης, μπορεί να ήταν εκείνος που φόρεσε στο λαϊκό τραγούδι λόγιο ένδυμα βάζοντας το σε ορατόρια και όπερες, ελάχιστα πάντως "καθαρόαιμα" λαϊκά άσματα αποτύπωσαν με τόση καθαρότητα, ποιητικότητα και γνησιότητα τον πόνο και τις δυσκολίες των καιρών όσο αυτό εδώ. Μεγάλο κεφάλαιο από μόνος του ο Μίκης, υπόσχεση δίνουμε ότι θα επανέλθουμε με δικό του αποκλειστικό αφιέρωμα.
5. Γιώργος Ζαμπέτας/Πάνος Τζανετής/Δημήτρης Χριστοδούλου - Δεν έχει δρόμο να διαβώ (1963)
Εντάξει, όλοι ξέρουμε τον μάγκα από το "Αιγάλεω-σίτυ" (εκ μεταγραφής πάντως, δεν ήταν γηγενής), εικόνα έχουμε κυρίως μέσα από τις δεκάδες ελληνικές ταινίες του παλιού "καλού" ελληνικού κινηματογράφου στις οποίες εμφανίστηκε, τον θυμόμαστε σε χορευτικά συρτάκια, και δώστου όοοοααα και σάτιρα, ο πιο καλός ο μαθητής, ο άραψ, ήταν μεγάλος διασκεδαστής ο Ζαμπέτας του λαού και των αστών αλλά και των χουνταίων (γιατί να το κρύψομεν άλλωστε, οι περισσότεροι καλλιτέχνες του καιρού με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συμβιβάστηκαν -όπως και η τεράστια πλειοψηφία του λαού, γιατί να το κρύψομεν και αυτό άλλωστε), ήταν και μεγάλος μάστορας μπουζουξής και μεγάλος ματζοράκιας, όταν όμως η κλίμακα έπεφτε στα μινόρε, μπορούσε να κάνει το μπουζούκι να στάξει πόνο, όπως σε αυτό το όμορφο άσμα που (δεν) θυμόμαστε ότι το λέει το "πνευματικό" του παιδί, ο Πάνος Τζανετής.
6. Λάκης Καρνέζης/Βούλα Γεωργούτη/Τάκης Παρισσινός - Μη φεύγεις (1969)
Ήταν η εποχή που καινά μουσικά δαιμόνια είχαν εισβάλλει στην εθνική μας επικράτεια, οι γιεγιέδες, οι ακούρευτοι, οι σάμπες, τα τουίστ, τα σέικ, αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονταν σθεναρά του μπουζούκειου εδάφους, μπροστάρης ο Βαγγέλης ο Περπινιάδης ο οποίος δεν ήταν "σαν τους Μπιτλτς" (sic) και δεν δεχόταν να περνάει και "να λένε ο Βαγγέλης ο γιεγιές" (αμφότερα ομότιτλα άσματα). Άλλοι μπουζουξήδες, κυρίως της πιο δεύτερης γραμμής, την πήραν πιο ανάλαφρα την υπόθεση, μερικοί μάλιστα έγραψαν και κομμάτια λαϊκά-μοντέρνα τα οποία δοκίμαζαν πατήματα και σε πιο δυτικούς δρόμους, συνήθως με ανάλαφρη έως και χαβαλετζίδικη διάθεση (θα γίνω για σένα Τζέμης Μποντ). Μία από τις πιο σοβαρές προσπάθειες από την άλλη ήταν αυτό το θαυμάσιο λαϊκό ποπ κομμάτι, το οποίο οι νεότερες γενιές το έμαθαν σε μια ωραία εκτέλεση από τους Παίδες ΕνΤάξει, οι νεότατες σε πανάθλια από την Έλενα Παπαρίζου (αυτό το κορίτσι, πως το καταστρέψαμε εδώ στην Ελλάδα;). Δημιουργός του ήταν μάλιστα ο σπουδαίος Λάκης Καρνέζης, ο οποίος αν δεν είναι τόσο ευρύτατα γνωστός όσο θα συνεπαγόταν η συνεισφορά του στο ήμισυ της τότε ελληνικής λαϊκής δισκογραφίας (είναι και το μπουζούκι του Ζορμπά π.χ.), είναι γιατί ακολουθεί την πανταχού μοίρα των σεσσιονάδων μουσικών να μένουν στο ημίφως. Θαυμάσια και η ερμηνεία της ανάλαφρης "μικρής και μεγάλης εν δράσει" Βούλας Γεωργούτη, η καριέρα της οποίας δεν πήρε και καμιά σπουδαία ώθηση στη συνέχεια, παρέμεινε σε δεύτερο πλάνο κάνοντας δεύτερες φωνές σε άλλους μεγάλους (Διονυσίου μπαμπά, Τσιτσάνη, Μυτιληναίο κ.α.). Στο εν λόγω δισκάκι την ακούμε και λίγο διχασμένη, στην μία πλευρά ικετεύει "μην φεύγεις", στην άλλη πλευρά το γυρίζει και τραγουδά "θέλω να φύγω από κοντά σου, να απαρνηθώ την αγκαλιά σου". Έτσι είναι όμως η ζωή...
7. Σταύρος Κάξος/Γιώργος Αιγύπτιος - Για λίγες σταγόνες ευτυχίας (1969)
Στους σημερινούς καιρούς των τολμηρών και υπερβατικών αναλογιών θα το έλεγε κανείς και ...psych folk. Θαυμάσια μελωδία, της ανοίγει το δρόμο μια τρομπέτα και τον στρώνει ένα καίρια τοποθετημένο μπουζούκι, το οργανάκι βάζει πινελιές ανατολής, οι στίχοι μες στην καψούρα στα πατώματα, έτσι που το ακούω μου έρχεται να ανάψω μια τσιγαρούμπα κι ας μην καπνίζω, έκο και reverb και η φωνή του Γιώργου Αιγύπτιου, ενός πραγματικού αιγύπτιου ο οποίος μετανάστευσε όπως πολλοί άλλοι εκείνη την εποχή στην μαμά πατρίδα, και με αυτό το άσμα πάτησε την καλλιτεχνική του κορυφή. Και το ήξερε και ο ίδιος αυτό καλά, μιας που στη συνέχεια σε κάθε του σχεδόν δίσκο του έριχνε και από μια επανεκτέλεση. Σαν την πρώτη όμως καμιά...
8. Δήμος Μούτσης/Γιάννης Λογοθέτης/Βίκυ Μοσχολιού - Κορδέλα (1972)
Εδώ έχουμε να κάνουμε με λαϊκό ή είναι πια το "έντεχνο λαϊκό" που φαντασιωνόταν το μεγάλο αφεντικό της Κολούμπια ο Τάκης Λαμπρόπουλος, το όραμα νέων συνθετών σπουδαγμένων σε ωδεία και με το αυτί ανοιχτό και σε άλλες επιδράσεις, ακόμη και πειραματισμούς (σαν να ακούω κάπου ένα απόκοσμο σύνθι;) Έχει τόση σημασία; Όπως δεν έχει και καμία σημασία που μερικοί θυμούνται από την Μοσχολιού τα σήματα νίκης από το μπαλκόνι της Ρηγίλλης. Γιατί εν τέλει κι αν η ίδια ήταν φλογερή δεξιοπούλα, είπε τραγούδια που έβγαλαν με τρόπο μοναδικό τον πόνο ενός καταπιεσμένου αριστερού κόσμου (θυμηθείτε π.χ. το Νυν και Αεί). Κι εδώ στην "Κορδέλα", από τον "Συνοικισμό Α" (κλείσιμο ίσως και του ματιού στην μικρή Βασιλική Μοσχολιού, κορδελιάστρα στην Αγια-Βαρβάρα;), εκεί που λέει σπάζοντας ελαφρά την φωνή "και τα χρόνια Παναγιά μου πως περνάνε" λες και σε διαπερνά ένα ελαφρύ ψυχρό ρεύμα στην σπονδυλική στήλη.
9. Χρήστος Νικολόπουλος/Στέλιος Καζαντζίδης/Πυθαγόρας- Υπάρχω (1975)
Καλά, είναι δυνατόν να μην βάλεις ένα τραγούδι του Στελλάρα, της φωνής-ενσάρκωσης του λαϊκού τραγουδιού; Όχι, θα αφήσω στην άκρη τις στενά τεχνικές λεπτομέρειες, το εύρος της φωνής, τις αναπνοές, τα τσακίσματα. Τι πάει να πει ότι σου μοιάζει λίγο γραφική η "κλάψα" και το παράπονο και την ειρωνεύεσαι με το σημερινό καλοζωισμένο σου αυτί; Για σκέψου εσύ πόσο παραπονιέσαι για την σημερινή ...κρισούλα, για σκέψου εσύ που πας έξω μετανάστης για να βρεις ένα καλό MBA μεταπτυχιακό και μια καλοπληρωμένη μάνατζερ-γουατέβερ δουλειά, για σκέψου το τι σήμαινε η φωνή του Καζαντζίδη για το παιδί που έφευγε τότε πρώτη φορά από το ρημαγμένο χωριό του και την μαύρη του φτώχεια για να βρεθεί στον κρύο σταθμό του Μονάχου, στις σκοτεινές του Βελγίου τις στοές ή το νούμερο οχτώ σε μια φάμπρικα. Άντε τότε, μήπως να βάλεις εκείνο το θαυμάσιο ερωτικό λαϊκό βαλσάκι (ω ναι!), την Παλιά Ιστορία που έχει και σεγόντο μια άγουρη Βίκυ Μοσχολιού; Ή αν θες να προκαλέσεις εθνικιστικά κλειστά μυαλά, κανένα από τα τούρκικά του, ένα Όγλαν Όγλαν ή ένα Τσαντιρίμιν ουστούνε, Ραμπί Ραμπί; Όχι θα επιλέξω αυτόν τον δίσκο, που από το εξώφυλλο ήδη συμπυκνώνει όλο τον Καζαντζίδη (μέχρι και ...ούζο έγινε, σε μια από τις πολλές κινήσεις μνημειώδους επιχειρηματικής του αποτυχίας), που ξεκινά κιόλας με έναν λόγο του Στέλιου στον λαό του, είμαι δικός σας, υπάρχω, είμαι εδώ, εγώ εναντίον όλων... Η ζωή του όλη...
10. Μιχάλης Γενίτσαρης/Γιώργος Νταλάρας - Σαλταδόρος (1980)
Μπορεί να μην ...συμμετέχει Νταλάρας σε μια λαϊκή λίστα; Εντάξει, ξέρω την άποψη σας για τον ...ακατανόμαστο, αλλά λίγοι νομίζω μπορούν να αρνηθούν το εκπληκτικό μέταλλο της φωνής του που κατά καιρούς ανέδειξε και τραγούδια που ειδάλλως θα πήγαιναν άπατα. Κι αν πιστεύω ότι η ευτυχέστερη τραγουδιστική συναστρία του ήταν η συνάντηση του με τον Στράτο Κουγιουμτζή, αυτόν τον τεχνίτη της ευγενούς τραγουδοποιίας, επιλέγω τούτο το κομμάτι το οποίο διέσχισε μισό αιώνα πολύπαθης ελληνικής ιστορίας, μια ζεϊμπεκιά που είχε γράψει ο ρεμπέτης "μάγκας φαινόταν από μικράκι" Μιχάλης Γενίτσαρης μες στην Κατοχή, αφιερωμένη στους σαλταδόρους, όχι, δεν ήταν ...επιχειρηματικός όρος ακόμη αλλά αναφερόταν στα παιδιά που ανέβαιναν ριψοκίνδυνα στα γερμανικά καμιόνια μπας και κλέψουν τίποτις χρειαζούμενο (βασικά φαγώσιμο). Μολονότι στα σκοτεινά εκείνα χρόνια έγινε από χείλη σε χείλη σουξέ, μεταπολεμικά άργησε πολύ να δισκογραφηθεί, ο Νταλάρας ήταν που το έκανε σουξέ μεγάλο (αν και δεν είναι η πρώτη του εκτέλεση όπως γράφεται συχνά, το είχαν ηχογραφήσει κάμποσοι άλλοι νωρίτερα, και ο ίδιος ο συνθέτης μεταξύ αυτών, ενώ υπάρχει και μια εκτέλεση από τον "λε μαγκέ ντε Βοτανίκ" Σπύρο Ζαγοραίο ο οποίος το μετέτρεψε σε τραγούδι ερωτικής ζηλοτυπίας με τίτλο "Θα με κάνουν να σαλτάρω").
(Ερώτησις: αν ήμουν ...Πανούσης πόσα θα είχα πληρώσει για την παραπάνω παράγραφο;)
11. Χρήστος Νικολόπουλος/Γιώργος Σαρρής/Μανώλης Ρασούλης - Νταλίκες (1982)
Θα μπορούσε να λείπουν οι "Νταλίκες"; Σαν να κάνεις αφιέρωμα στο grunge και να μην έχεις μέσα το "Smells like teen spirit". To τραγούδι-έμβλημα του λαϊκού, για μένα είναι η απάντηση στην ερώτηση "τι είναι λαϊκό;". Αυτό. Τελεία και παύλα. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον να το αντιπαραβάλει κανείς με το κομμάτι του Μούτση, την "Νταλίκα", που βγήκε πάνω κάτω την ίδια εποχή, και παρά την σπουδαία ερμηνεία της Μπέλλου, η λόγια προσέγγιση του Τριπολίτη δεν είχε την σκληρή λαϊκή ποιητικότητα εκείνης του Ρασούλη, "με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά", η εθνική, η άσπρη γραμμή φύλακας και οδηγός, ο ήχος των λάστιχων, καμένα λάδια, γυμνές φωτογραφίες, φτηνά σάντουιτς, ύποπτα και αγχωμένα πάρκινγκ, ένας κόσμος διπλανός και μακρινός συνάμα.
Και μια 11άδα "αναπληρωματική" ακόμη, γιατί, εντάξει, προφανώς 11 είναι πολύ λίγα.
1. Γιώργος Μητσάκης/Σωτηρία Μπέλλου - Κάτω απ' το σβηστό φανάρι (1949)
Συγκινητική ακούγεται η φωνή της Μπέλλου μέσα από σκρατς και παράσιτα τα οποία συσσώρευσε ο χρόνος στο όχι και πρώτης αναγνωρισιμότητας τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη (είχε γράψει και εκατοντάδες ο άτιμος), θυμάμαι πόσο είχα ψαρώσει όταν είχα διαβάσει ότι ο συνθέτης ανέφερε τον Μπωντλέρ ως βασική του επιρροή για τα στιχάκια του αυτά.
2. Μπάμπης Μπακάλης/Σωτηρία Μπέλλου/Κώστας Βίρβος - Ο υπαρξιστής (1953)
Ήξερε ο Βίρβος από Σαρτρ και Κίρκεργκωρ; Ας μην το αποκλείσουμε, μολονότι εδώ άλλους "υπαρξιστές" υπονοεί το τραγούδι, τω καιρώ εκείνω η έννοια αναφερόταν σε κάτι μεταξύ αναρχικού, μποέμ και γραφικού με μούσι και παρδαλό σακάκι (χίψτερ;), ήταν η εποχή που στη γειτονιά του Ψυρρή (οδό Ρήγα Παλαμήδου) υπήρχε η διαβόητη "ιπτάμενη παράγκα" του Σίμου, η οποία σκανδάλισε ουκ ολίγα χρηστά ήθη μέχρι να κλείσει άδοξα ο κύκλος της το 1956 μετά από αστυνομική έφοδο με τα ίχνη του Σίμου να χάνονται έκτοτε στα ξένα.
3. Τάκης Μπίνης/Μανώλης Χιώτης/Ευαγγελία Μαρκοπούλου - Μοίρα κακιά (1953)
Δεν τον πάνε πολλοί λαϊκοί τον Χιώτη, λίγο η προδοσία με την τέταρτη χορδή, λίγο η επιδειξιμανία (ο ...Malmsteen του λαϊκού;) λίγο τα ξενόφερτα μάμπο που ξένιζαν τα ντόπια αυτιά. Την είχε όμως την συνθετική φλέβα, ένα εξαιρετικό παράδειγμα είναι τούτο το κομμάτι με το εκπληκτικό παιχνίδι μεταξύ αντρικών και γυναικείων φωνητικών.
4. Απόστολος Καλδάρας/Μανώλης Αγγελόπουλος - Όσο αξίζεις εσύ (1963)
Ή μήπως καλύτερα "Duniya Waalon Se Door" όπως είναι η πρωτότυπη εκδοχή του κομματιού από το ινδικό αηδόνι ονόματι Lata Mangeshkar; Είμαι από εκείνους που θεωρώ ότι η μόδα με τα ινδικά (ή ινδοπρεπή αν προτιμάτε) και αραβικά κομμάτια η οποία ενέσκηψε στο ελληνικό λαϊκό τη δεκαετία του '60 κυρίως, είχε περισσότερα ευεργετικά αποτελέσματα και εμπλούτισε το λαϊκό με νέους δρόμους και ήχους. Και ας έφτασε σε μανία και ποσοτική υπερβολή (όπως συμβαίνει πάντοτε σε ανάλογες περιπτώσεις, βλέπε και στα δικά μας indie ακούσματα-όχι ινδικά βρε!). Κι ας είναι κατανοητό γιατί βγήκαν τα ξίφη από τα θηκάρια (με προεξάρχοντα τον ίδιο τον Τσιτσάνη) με κρίσεις του τύπου "ευτελισμός του λαϊκού τραγουδιού", ενίοτε και με τα ίδια περιφρονητικά επιχειρήματα με τα οποία αντιμετώπιζε η μεγαλοαστική ελληνική τάξη τα ίδια τα λαϊκά ("βιοτεχνία της υποκουλτούρας"). Αυτό εδώ λοιπόν είναι ένα από τα γνωστότερα και καλύτερα του είδους, διόλου περίεργο, την μεταφορά επιμελήθηκε γαρ ένας από τους σπουδαιότερους και με τεράστιο εύρος ταλέντου έλληνες συνθέτες, ερμηνεύτηκε δε από έναν σπουδαίο τραγουδιστή ο οποίος, πιθανότατα έως και βεβαιότατα λόγω της τσιγγάνικης καταγωγής του δεν είπε ποτέ τα μεγάλα κομμάτια που πιθανότατα (έως βεβαιότατα) θα άξιζε.
5. Βασίλης Βασιλειάδης/Δημήτρης Ευσταθίου/Πυθαγόρας - Στου Χαροκόπου και στην Καλλιθέα (1967)
Είπε μέχρι και ποπ, 'Μάμυ-μπλου ρεμπέτισσα' και τέτοια, είπε και σοβαρά, είπε και Τσιτσάνη αλλά και Λοΐζο, 'η δουλειά κάνει τους άντρες', αλλά τη σπάνια χαρακτηριστική φωνή του Δημήτρη Ευσταθίου την αγαπώ ιδιαίτερα όταν περιδιαβαίνει την οικεία αγαπημένη αθηναϊκή ανθρωπο-γεωγραφία με τις τόσες αναμνήσεις σε κάθε της γωνιά.
6. Γιώργος Κατσαρός/Κούκα/Ναυσικά/Πυθαγόρας - Εσύ που φεύγεις το πρωί (1970)
Nαι, του Γιώργου Κατσαρού ρε γαμώτο (που λέει και το ανέκδοτο), από την ταινία "Σε ικετεύω αγάπη μου", κλασική βοσκοπουλιάδα της εποχής, ένα ωραίο ελαφρολαϊκό με δροσερή κοριτσίστικη διφωνία από την Ναυσικά(ααα) και την Κούκα, την οποία θυμόμαστε να έχει ξεκινήσει από τα πρώιμα 60s τραγουδώντας ροκενρολλάκια με την ορχήστρα των Αδάμα-Τζαβ(άρα).
7. Γιώργος Μανισαλής/Παναγιώτης Μιχαλόπουλος/Κώστας Βίρβος - Να'χα ένα πορτοφόλι (197?)
"Σήμερα στην κοινωνία δεν κοιτούν ποιος είσαι εσύ, σου ζυγιάζουνε την τσέπη, κι άμα έχεις όσα πρέπει, έχεις και καρδιά χρυσή". Συμπέρασμα, η κάθε εποχή αυτο-λογίζεται σαν σκάρτη, όχι σαν τότε παλιά, όταν όμως "τότε" αναπολούσαν ένα άλλο ακόμη παλιότερο "τότε", και σχοινί κορδόνι πάει η δουλειά. Τα τραγουδάει πάντως ωραία εδώ ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, με μια από τις κλασικές μάγκικες ερμηνείες της ιδιότυπης φωνής του, ταμάμ για τα βαριά (στα όρια του σκυλάδικου) λαϊκά στα οποία διέπρεπε ειδικά τη δεκαετία του '70.
8. Γιώργος Κατσαρός/Λευτέρης Μυτιληναίος/Κώστας Ρουβέλας - Συγχώρα με που φεύγω (1977)
Και πάλι Κατσαρός, ρε λέτε να τον έχουμε παρεξηγήσει (και χαλάλι του ο ύμνος της χούντας); Ο "Κομπάρσος" όπως έμεινε το κομμάτι στη λαϊκή μνήμη μέσα από την ευγενική φωνή του Μυτιληναίου, με την παρουσία του στην τελευταία ταινία του Νίκου Τριανταφυλλίδη, τους "Αισθηματίες", να περνάει και σε μια επόμενη νεότερη γενιά.
9. Κατερίνα Κόρου/Λευτέρης Πανταζής - Μια εμπειρία ακόμη (1980)
Ο Λευτέρης Παγκοζίδης χτίζει σιγά-σιγά τον μύθο του Λε-Πα και προφητεύει την σεξουαλική απελευθέρωση των παντρεμένων με ψυχή τη δεκαετία του '80, εδώ και στον "Παράνομο Δεσμό" του ενυπάρχει κατά έναν τρόπο το περιβόητο νεύμα του Ανδρέα στην Μιμή, εκεί στην σκάλα του αεροπλάνου, τότε το βρώμικο '89. Καρδιοπάθειες από τις πολλές συμπάθειες...
10. Νίκος Καρανικόλας/Λευτέρης Χαψίδης/Κατερίνα Στανίση - Το κουτούκι του Γιαβρή (1985)
Ναι, ως γνωστό η ιστορία δεν γράφεται με "Αν", αλλά δεν μπορείς να αποφύγεις τον πειρασμό να αναρωτηθείς τι θέση θα είχαν στην ιστορία τραγουδίστριες σαν την Στανίση αν ζούσαν την εποχή των μεγάλων δημιουργών και όχι στην ακμή της ΠΑΣΟΚάρας, του σκυλάδικου, της πίστας και των λουλουδοπανεριών. Ακόμη κι έτσι, ακόμη κι αν εδώ δεν της ανήκει η πρώτη εκτέλεση (αυτή ήταν του Απόστολου Νικολαϊδη), η Κατερίνα "γράφει" σε τούτο το τραγούδι αποχαιρετισμού.
11. Ορφέας Περίδης - Κάτι μου κρύβεις (1996)
Τι γυρεύει αυτό το "θωρηκτό" του έντεχνου σε μια τέτοια λίστα; Κι όμως ο Περίδης είχε μια γερή λαϊκή προπαίδεια/προϋπηρεσία η οποία βγαίνει πηγαία σε κομμάτια σαν κι αυτό, αγαπάς», τσιγάρο στο χέρι, ποτό, και μια άτιμη καρδιά που σε πρόδωσε, σπουδαίο τραγούδι της καψούρας, αυτού του καταφρονεμένου και παραδομένου στο σκυλάδικο συναισθήματος που λίγους άφησε ανέγγιχτους.
Και 11 ακόμη, έτσι για να φτάσουμε τις ...33 στροφές.
1. Γιάννης Καραμπεσίνης/Μιχάλης Μενιδιάτης - Κάψε με να ησυχάσω (1969)
Στο κλασικό στιχουργικό καψούρικο μοτίβο του "άμα θες να φύγεις φύγε κι άσε με", με το οργανάκι να δίνει ρέστα και να στρώνει χαλί για τον βασιλιά από το Μενίδι.
2. Γιώργος Μανισαλής/Ρίτα Σακελλαρίου/Κώστας Ψυχογιός - Κάθε ηλιοβασίλεμα (1970)
Οικογενειακή απαίτηση με απειλή ...κρεβατομουρμούρας η παρουσία της Ρίτας στην λίστα, εδώ λοιπόν την ακούμε στο πρώτο της πέταγμα και με μακρύ μαλλί (την βλέπουμε και στην ταινία "Ζητούνται γαμπροί με προίκα"), πολύ πριν τις περμανάντ και τα βαμμένα ξανθιά, πολύ πριν χορέψουν πρωθυπουργοί στα ζεϊμπέκικα πατήματα της, και (όχι) πολύ πριν η χάρη της φτάσει μέχρι και τον "Εξορκιστή".
3. Βασίλης Τσιτσάνης/Έλενα Γιαννακάκη - Φαρμακωμένα χείλη (1977)
Τα "Κανόνια της Έλενας" λεγόταν ο δίσκος, όνομα και πράμα.
4. Δημήτρης Σφακιανός/Ρένα Ντάλμα/Κατερίνα Πανάγου - Σ' έχασα χωρίς να φταίω (1978)
Η Ρέντα Ντάλμα, η Κατερίνα Ντούρου με τ' όνομα, τραγουδά σε ρίμα "κλαίω, φταίω, τελευταίο" στο μεταίχμιο από την εποχή των πάλκων σε εκείνη των πιστών (μέχρι και τα όρια της Ομόνοιας)
5. Φώτης Στασουλάκης - Το τζάκι (1979)
Εντάξει, ο Στελλάρας μίλησε πρώτος για "της αγάπης μας το τζάκι", ο μάλλον ξεχασμένος Στασουλάκης αποδεικνύεται πιο φλογερός, το τζάκι έγινε του έρωτα και "ρίξε αγάπη μου δυο ξύλα να φουντώσει κάθε ελπίδα". Επίκαιρο κομμάτι από κάθε σκοπιά.
6. Αθηναϊκή Κομπανία - Η ζωή μας τελειώνει (1983)
Καφενείο και ταβέρνα, φοιτητική παρέα, επανάσταση της ρακής, τέτοιες εικόνες μου έρχονται συνειρμικά στο μυαλό σε αυτό το θαυμάσιο κομμάτι, από τα λίγα που άφησε πίσω της η εποχή των νεο-κομπανιών των 80s.
7. Τάκης Μουσαφίρης/Στράτος Διονυσίου - Ας μην γυρίζουμε στα ίδια (1990)
Ύστερος κουρασμένος Στράτος, μ' αρέσει μόνο και μόνο για τον επικό στίχο "ας μη γυρίζουμε στα ίδια και στα ίδια και πριονίζουμε τα πριονίδια".
8. Χρήστος Κυριαζής - Κάθε δειλινό (Λιβανάκι) (1992)
Είχε μια ποπ φλέβα κατά βάθος ο άτιμος κι ας έκλαιγε για πολλές γυναίκες (ειδικά αν του θύμιζαν τη μάνα του).
9. Μάριος Τόκας/Δημήτρης Μητροπάνος/Φίλιππος Γράψας - Λαδάδικα (1994)
Παίχτηκε μέχρι αηδίας στα ραδιόφωνα, έφερε ορδές Αθηναίων (και όχι μόνο) να αναζητούν στην Σαλονίκη ξημερώματα περιπέτειες στα Λαδάδικα, τι να πουλάν εκεί, τόσα δίνω, πόσα θες, τελικά στα ...μεζεδοπωλεία ήταν οι πιο βρώμικες εμπειρίες. Μολαταύτα, κομμάτι ορισμός του αρσενικού ζεϊμπέκικου.
10. Τόνιος Πασχάλης/Άντζελα Ρέβη/Σώτια Τσώτου - Γκαρσονιέρες (1996)
Σκληρή καλτίλα βγαλμένη από τη ζωή, "αν είχανε φωνή οι γκαρσονιέρες, θα πέφταν σαν ξερόφυλλα οι βέρες".
11. Φοίβος/Γιώργος Μαζωνάκης - Τέσσερις (2004)
Με κατάντησες αλήτη, δεν πηγαίνω πλέον σπίτι, ότι μισώ στον πολιτισμό της καψούρας και του ξενυχτάδικου είναι εδώ στον υπερθετικό βαθμό, αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ στην στιβαρή και κολλητική μελωδία. Αυτό δεν είναι που λένε guilty pleasure;
Αυτά τα ολίγα και
σουυυυυτιέν