O Lou Reed... και εγώ
"Μεγάλωσα" ακούγοντας βελβετικές μελωδίες και ρυθμικές ροκενρολ αναπτύξεις. Από διάφορους, πλην των Velvet Underground. Άπειρες όμως. Και μου πήρε πολλά χρόνια να κατανοήσω τι στο διάολο τελικά είναι αυτός ο ήχος των Velvets. Και όταν (πίστευα πως το) κατανόησα, αισθάνθηκα ακόμη καλύτερα πώς ακόμη πιο σπουδαίο από τον ήχο τους, ήταν το γεγονός ότι ποτέ δεν καπέλωσαν τις διαδοχικές γενιές μουσικών και μουσικόφιλων που επηρέασαν, όχι με περιοριστικό, αλλά πάντοτε με υγιώς αναρχίζοντα τρόπο. Με αυτό τον τρόπο οι Velvet Underground, o Lou Reed και ο John Cale, ποτέ δεν μας εγκλώβισαν σε μια άκριτη σχέση λατρείας και ποτέ δεν διεκδίκησαν το σκήπτρο του αλάθητου, εγκλωβιζόμενοι οι ίδιοι στο απομακρυσμένο ύψωμα από το οποίο οι ύποπτοι ροκ σταρ δαμάζουν τα κοπάδια τους. Διαβάζω στο -πράγματι συγκινητικό- αποχαιρετιστήριο κείμενο του Μάρκου Φράγκου για το popaganda.gr, ότι ο Lou Reed "φοβόταν" το κοινό που "έτρεχε" κατά πάνω του και σκέφτομαι ότι το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Fabrizio Deandre, που του πήρε χρόνια μέχρι να βρει το θάρρος να βγει στη σκηνή, αλλά και ο Κωνσταντίνος Βήτα, που ως Κ.Β. είχε την πλάτη γυρισμένη στο κοινό για πολλά χρόνια (τα πιο δημιουργικά του). Αυτοί και πολλοί άλλοι ήταν και είναι άνθρωποι δικοί μας και πάντοτε μαζί μας. Στους "ήρωες" θα γυρνάμε πάντα εμείς πλάτη...
Προτιμώ τον John Cale από τους Velvets και τους τελευταίους από τον Lou Reed. Έχω απολαύσει περισσότερο τα κείμενα του Lester Bangs από ότι τους δίσκους του τελευταίου. Δεν πρόκειται να δηλώσω απέραντη λατρεία και γνώση, επειδή πέθανε. Με συγκινεί διαχρονικά η ιστορία του Peter Laughner, του νεαρού μουσικού των Rocket From The Tombs και των πρώιμων Pere Ubu, αλλά και μουσικογραφιά του Creem, που με πρότυπο τον Bangs, όντας όμως πιο εύθραυστος από αυτόν, "έφυγε" αυτοκαταστρεφόμενος και στην ουσία μιμούμενος την περσόνα του Lou Reed. Ο Lou Reed δεν μου έμαθε να αγαπάω τις τραβεστί, τα πρεζάκια ή τους περιθωριακούς. Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι το rock'n'roll είναι κάτι εξαιρετικά απλό για να μας τραβήξει μακριά από τον μικροαστισμό μας και έχω πιάσει τον εαυτό μου να διώχνω πρεζάκια από την είσοδο του γραφείου στη Σόλωνος, με μάλλον άσχημο τρόπο.
Στη μουσική φύση του Lou Reed (γιατί αυτή είναι που με αφορά) θαυμάζω και γοητεύομαι περισσότερο από αυτό που ορθά επισημαίνεται σε πρόσφατο άρθρο- συνέντευξη του The Quietus με αφορμή την "επιστροφή" του Metal Machine Music (το οποίο, ναι, έχω ακούσει ολόκληρο, αλλά μάλλον για να μπορώ να έχω να το λέω, περισσότερο): ποτέ του δεν αποφάσισε αν τελικά είναι ένας παραδοσιακός ροκάς ή ένας οραματιστής αβανγκαρντίστας, που σπρώχνει αυτή τη μουσική στα όρια της (εντελώς ελεύθερη η απόδοση). Και αυτό επειδή συνειδητοποιώ μέρα με τη μέρα ότι σε αυτού του είδους την διπολική σχέση με το ροκ μας "εξανάγκασε" η χρόνια ακρόαση των Velvet Underground, των Sonic Youth (αναμφίβολα οι πρώτοι μεταξύ των μαθητών τους- κατ' εμέ τους ξεπέρασαν κι όλα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία) και των ομοίων τους. Έχουμε το μεράκι και το βίτσιο για λίγο παραπέρα, αλλά κάθε τόσο ερχόμαστε και τη βρίσκουμε στα γνωστά και στα καθιερωμένα rock 'n' roll στέκια. From The Velvets To The Voidoids... ένα τσιγάρο δρόμος, που λέει και o τίτλος- επιμύθιο ενός από τα αγαπημένα μου ροκ βιβλία. Και μέχρι τους Autechre άλλο ένα τσιγάρο, θα προσθέσω εγώ και νομίζω ο μουσικός Lou Reed δεν θα διαφωνούσε μαζί μου.
To Who Loves The Sun είναι το αγαπημένο τραγούδι των VU και το Loaded, το οποίο και ανοίγει με σαρδόνια "φωτεινό" τρόπο, ο αγαπημένος μου δίσκος τους, με όση αντίφαση και αν κρύβει για κάτι τέτοιο η απουσία του John Cale (γελάει ο κόσμος, το ξέρω, αλλά ψέματα να πω;). To Sad Song είναι τόσο πικρό, που στα "χέρια" οποιουδήποτε τρίτου θα κατέληγε ένα σχεδόν γελοίο μελόδραμα, μόνο το αιώνιο βλέμμα του Lou Reed όμως αρκεί για να πειστείς ότι τα πάντα είναι αληθινά. Έστω και αν ο ίδιος έφυγε (σχεδόν) πλήρης ημερών στα 71 του και όχι κυνηγώντας κάποιο από τα alter ego του λίγο μετά τα είκοσι.