Ο Μπάμπης Αργυρίου, ο ονειροποιός μου
Από το 2018 και μετά ζω συνεχόμενους θανάτους - κυριολεκτικά. Της αγαπημένης μου ξαδέρφης, του παππού μου, της αδερφής της μάνας μου, του άντρα της – και πάνω από όλους, του πατέρα μου. Σε σημείο που όταν τα φετινά Χριστούγεννα με ρώτησε η ανιψιά μου τι θέλω από το 2022, της είπα «να μην πεθάνει άλλος άνθρωπός μου φέτος». Θλιβερό από τη μια, πραγματικό από την άλλη. Έχω βαρεθεί να ακούω τη νεκρώσιμη ακολουθία και να ξαναφοράω μαύρα λίγο καιρό αφού τα βγάλω. Δεν ήταν τυχερό μου να μην πεθάνει άλλος άνθρωπός μου μέσα στο 2022. Στις 12 Ιανουαρίου του 2022 χάσαμε τον Μπάμπη Αργυρίου.
Ο Μπάμπης δεν ήταν μέλος της οικογένειάς μου. Από την άλλη, οι φίλοι είναι η οικογένεια που επιλέγουμε – η βιολογική μας οικογένεια απλά μας λαχαίνει. Οι άνθρωποι περνάμε από τις ζωές των άλλων και γινόμαστε ραφές. Ραφές που ενώνουμε κομμάτια (υφασμάτων, σωμάτων, ψυχών), πλέκουμε τις ζωές μας με αυτές των άλλων και βιώνουμε εμπειρίες κάθε είδους μαζί τους. Από τον Μπάμπη γνώρισα υπέροχους ανθρώπους, που τους νοιάζομαι, τους πονάω και τους αγαπάω, κι ας μην τους βλέπω κάθε μέρα. Και άλλους πόσους από αυτούς και αυτές. Δεν ξέρω αν υπάρχει Θεός, αλλά ξέρω ότι σίγουρα υπάρχουν οι ανθρώπινες σχέσεις. Πιστεύω πολύ σε αυτές – χωρίς ανθρώπινες σχέσεις και χωρίς τέχνη, δεν ξέρω αν η ύπαρξή μας σε αυτόν τον κόσμο έχει νόημα.
Στο High Fidelity του Νικ Χόρνμπι, ο Ρομπ Γκόρντον δηλώνει ότι η πρώτη από τις πέντε δουλειές που ονειρεύεται είναι «Δημοσιογράφος στο New Musical Express, 1976-1979. Θα γνώριζα τους Clash, τους Sex Pistols, την Chrissie Hynde, τον Danny Baker κτλ. Θα έπαιρνα δωρεάν ένα σωρό δίσκους, και μάλιστα καλούς. Μετά θα αποκτούσα δικό μου κουίζ σόου στην τηλεόραση, ή κάτι ανάλογο». Από όταν πέθανε ο Μπάμπης, το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι αυτός ο άνθρωπος, χωρίς να μου έχει καμία απολύτως υποχρέωση και χωρίς κανένα προσωπικό κέρδος, μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα: να ακούω τη μουσική που αγαπώ, να γράφω για αυτήν και να μιλάω με αυτούς και αυτές που τη δημιουργούν. Και σαν θηλυκός Ρομπ Γκόρντον (κι ας μην έχω την ομορφιά της Ζόε Κράβιτζ, που την υποδύθηκε στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του Hulu), μπορώ να πω ότι χάρη στον Μπάμπη, κάνω – μαζί με τη μαχόμενη δικηγορία από την οποία τρώω το ψωμί και τη μαρμελάδα μου – την πρώτη από τις πέντε δουλειές που ονειρεύομαι: «Μουσικογραφιάς στο MiC, 2012-;;;;. Μίλησα (μεταξύ άλλων) με τον Kristoffer Rygg των Ulver, τον Christian Savill των Slowdive, τον Jamie Stewart των Xiu Xiu, την Eve Libertine των Crass. Πήρα δωρεάν ένα σωρό δίσκους, και μάλιστα καλούς. Δεν θέλω δικό μου κουίζ σόου στην τηλεόραση ή κάτι ανάλογο, μου αρκούν οι συναυλίες στις οποίες πηγαίνω για live review». Αυτό θα το χρωστάω για πάντα στον Μπάμπη – και για το λόγο αυτό και μόνο πάντα θα τον μνημονεύω στις προσευχές που κάνω για να αναπαυτούν οι ψυχές των αγαπημένων μου προσώπων που έχουν πια φύγει από τη ζωή. Και που μας περιμένουν να ξανανταμώσουμε κάπου αλλού – όλοι και όλες μαζί. Όπως κάναμε κάποιοι και κάποιες που τον είχαμε ως σημείο αναφοράς μεταξύ μας την επομένη της κηδείας του. Νομίζω θα του άρεσε πολύ αυτή η συνάντηση – σίγουρα μας έβλεπε από κάπου και χαιρόταν.
Στην τελική, αυτό έκανε ο Μπάμπης για όλα τα MiC-όπουλα νομίζω. Έκανε τα όνειρά μας πραγματικότητα. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που απλά και αθόρυβα ανοίγουν ένα δρόμο γεμάτο τέχνη και καλοσύνη – και αφήνουν εμάς να τον περπατήσουμε, χωρίς ποτέ να ζητήσουν κανένα αντάλλαγμα. Μόνο για τη χαρά της προσφοράς και του μοιράσματος. Κι όταν φεύγουν, αποκαλύπτεται το τεράστιο και δυσαναπλήρωτο κενό που αφήνουν πίσω τους. Είχα δυο τέτοιους ανθρώπους στη ζωή μου: τον Τάσο Μιχαηλίδη του παλιού καλού «εξώστη» και τον Μπάμπη. Τον Τάσο δεν τον πρόλαβα, είχε πεθάνει πριν περάσω στο πανεπιστήμιο. Τον Μπάμπη όμως τον πρόλαβα – και είμαι ευγνώμων για αυτό.
Τον Ιανουάριο του μακρινού 1999 το ‘Ποπ & Ροκ’ είχε ως συνοδευτικό ένα cd με κυκλοφορίες της Lazy Dog. Πού να φανταστώ όταν το άκουγα ως έφηβη ότι είκοσι τρία χρόνια μετά θα έκλαιγα για το θάνατο του ανθρώπου που βρισκόταν πίσω από αυτές τις κυκλοφορίες; Πόσο εύθραυστη είναι η ζωή και πόσο παράξενη ταυτόχρονα; Το ένα τραγούδι καλύτερο από το άλλο: το “Julie’s Birthday” των Raining Pleasure, το “Two Turns To One” των Ziggy Was, το «Πάτα γερά» των Γκούλαγκ, το «Βαλς της Νύχτας» των Στρογγυλό Κίτρινο. Και πάνω από όλα, το πολυαγαπημένο μου «Αν είχα φτερά» των Ροδάμα. Το κομμάτι αυτό το έχει γράψει ο Κώστας Πραντσίδης, αλλά κάποιος αστικός μύθος (;) λέει ότι μια στροφή την έχει γράψει ο Μπάμπης. Κάποτε τον ρώτησα σχετικά. Μισογέλασε και μου είπε «μπα!». Μου θύμισε το «μπα!» που έλεγε όποτε τον ρωτάγαμε αν βγήκε κάτι καλό τελευταία, βάζοντας ταυτόχρονα να ακούσουμε αυτό το κάτι καλό που είχε βγει τελευταία. Κατάλαβα. Δε ρώτησα παραπάνω.
Αν είχα πόδια δυνατά
πιο δυνατά αν πατούσα
μέχρι που θα πετούσα
αν αντί για χέρια είχα φτερά
Καλό Παράδεισο Μπάμπη.
Θα σ’ αγαπάμε, η αγάπη δεν χάνεται.