Ο Μπάμπης που (δε) γνώρισα
Η είδηση πέρασε στα ψιλά και σίγουρα δε φταίει γι’ αυτό η χιλιομετρική απόσταση μεταξύ Αθήνας - Θεσσαλονίκης. Πριν λίγο καιρό έφυγε από κοντά μας ο Μπάμπης Αργυρίου, ο μουσικός διανοητής, συγγραφέας, πνευματικός πατέρας του Mic.gr κλπ κλπ. Μα πάνω απ’ όλα, ένας καλός άνθρωπος, παθιασμένος με τη μουσική. Όπως, λίγο - πολύ, κι εμείς. Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να γράψω έναν ετεροχρονισμένο επικήδειο. Έτσι κι αλλιώς, ανέκαθεν θεωρούσα τουλάχιστον άσκοπο το να μιλάς σε τρίτους πριν ολοκληρωθεί μια εξόδιος ακολουθία, λέγοντας πράγματα που σίγουρα θα ήταν προτιμότερο να τα είχες πει στον εκλιπόντα. Ακόμα όμως κι αν ήθελα, δεν έχω πολλά να πω. Μονάχα δυο λόγια, ως ελάχιστο από καρδιάς κατευόδιο.
Γνωριστήκαμε με τον Μπάμπη ένα μεσημεράκι στην Εξαδακτύλου, όταν τον συνάντησα με αφορμή κάποιες κασέτες. Εκείνος ιθύνων νους του Rollin’ Under κι εγώ παραγωγός στο Κοσμοράδιο, επιφορτισμένος να παίζω (μόνος, αλλά όπως αποδείχτηκε κάθε άλλο παρά έρημος) τη μουσική των συγκροτημάτων που με χαρά ανακαλύψαμε πως και οι δύο αγαπούσαμε πολύ. Μιλήσαμε κάμποση ώρα συνεπαρμένοι από μια γενική ιδεαλιστική συζήτηση για τη μουσική, ειδικότερα για το πόσο παρεμβατικοί είναι οι αρχισυντάκτες των ευρείας κυκλοφορίας μουσικών εντύπων, καθώς και το εάν είναι δυνατό να γράφεις σε ένα τέτοιο περιοδικό και να είσαι «ανεξάρτητος». Στο τέλος της συζήτησης εκείνος παρέμεινε το ίδιο δύσπιστος όσο ήταν και στην αρχή, παρά το ότι προς στιγμή προβληματίστηκε από τα παραδείγματα που του έφερα και έτυχε να γνωρίζω «εκ των έσω». Θυμάμαι ακόμα πως γελάσαμε, όταν είπα με απόλυτη σοβαρότητα ότι οι καλύτεροι στίχοι που έχω ακούσει ποτέ είναι του “New Day Rising” των αγαπημένων μας Hüsker Dü.
Συναντηθήκαμε μία ακόμα φορά, όταν, με αφορμή τη μουσική, περάσαμε στη λογοτεχνία, όπου δεν υπήρξε ανάλογη ταύτιση απόψεων. Ο Μπάμπης (αν θυμάμαι καλά) υποστήριζε πως κάθε αναγνώστης αναπόφευκτα ταυτίζεται με κάποιον από τους πρωταγωνιστές ενός βιβλίου, ενώ εγώ αδυνατούσα να συμφωνήσω, λέγοντας ότι πάντοτε ο τρόπος που προσεγγίζω μια ιστορία είναι με τη ματιά ενός τρίτου συμμετέχοντα στην πλοκή.
Πολλά χρόνια αργότερα έγινα μέλος της συντακτικής ομάδας του Mic.gr, χωρίς να μιλήσω ποτέ με το Μπάμπη για τα παραπάνω γεγονότα - αναμνήσεις, που προφανώς δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν ούτε στην πιο σκοτεινή γωνιά της μνήμης του. Βέβαια, δεν είναι λάθος να προσπαθείς να ζωντανέψεις μια ανάμνηση, αλλά (πάντα) συχνά είναι καλύτερα να την αφήνεις όπως έχει διασωθεί μέσα σου και να την κρατάς αποκλειστικά για σένα. Θολή μεν και διαρκώς φθίνουσα στην ομίχλη του χρόνου που πυκνώνει διαρκώς, αλλά απρόσβλητη από την καταστροφική επίδραση της αντικειμενικότητας ή ακόμα και της υποκειμενικότητας των άλλων. Κάποια στιγμή, αν ξαναβρισκόμασταν, ίσως του τα έλεγα, αλλά… μπα, δε νομίζω. Είναι σα να πηγαίνεις σε ένα μέρος οικείο, που έχεις πολύ καιρό να επισκεφτείς κι όταν τελικά φτάνεις, η λαχτάρα σε εγκαταλείπει και ασυναίσθητα βιάζεσαι να φύγεις. Κάποια πράγματα έχουν σημασία (μόνο) όταν συμβαίνουν. Άλλωστε, τις περισσότερες φορές τα λόγια δεν τα πάνε καλά με τις αναμνήσεις, που είναι πλασμένες για να εισπνέουν μονάχα την εκπνοή της μοναξιάς τους. Κι είναι αυτές οι αθάνατες σα μυρωδιές αναμνήσεις, που στο πέρασμα του χρόνου συμπληρώνουν τα κενά των προσώπων που φεύγουν και τα διατηρούν μέσα μας ζωντανά.