Όμορφη πόλη φωνές μουσικές, μες σε καπνούς και βρισιές...
Ας μου επιτραπεί αυτό το ...mashup δύο πολυτραγουδισμένων χάρις στη μουσική του Μίκη στίχων του Γιάννη Θεοδωράκη και του Κώστα Βάρναλη. Είναι που για να αποπειραθείς να γράψεις για τον Μίκη σημαίνει άσκηση ισορροπίας ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά, ανάμεσα στην εξιδανίκευση και στην αποκαθήλωση, ανάμεσα σε ιερά πάθη και ιδεοληπτικά μίση (κοινά στην ακρότητα τους), ανάμεσα σε αγιογραφίες και κενοκείμενα-κενοτάφια της ουσίας και του νοήματος. Για μια μορφή από τις ελάχιστες larger than life (που λεν κι οι αμερικάνοι) που έβγαλε ποτέ αυτός ο τόπος ("τα έζησα όλα στον υπερθετικό"). Γι' αυτό ίσως και να την έστησε σε ένα βάθρο, για να μπορεί να την λατρεύει και να την πετροβολά από κάθε δυνατή γωνιά. Κι ας έχει πλέον χρόνια πολλά να απασχολήσει με νέες νότες, η παρουσία του Θεοδωράκη είναι πανταχού ...παρούσα, με κάθε τρόπο, με συναυλίες, ορχήστρες κάθε είδους που περιοδεύουν με τα τραγούδια του, με τα γενέθλιά του να γίνονται δημόσιο γεγονός, με τις κάθε λογής πολιτικές παρεμβάσεις. Μια οριστική (αν μπορεί να υπάρξει τέτοια στην Ιστορία) αποτίμηση θα πάρει πολλές δεκαετίες, ο καιρός θα αποφασίσει τι θα κρατήσει και τι θα ξεχάσει. Ακόμη και ερήμην των συγκαιρινών. Όσο κι αν αυτοί προσπαθούν να υποδυθούν τους ψύχραιμους και τους αντικειμενικούς...
Μια ενδιαφέρουσα αρχική παρατήρηση είναι ότι οι πλείστες αποτιμήσεις των εν λόγω συγκαιρινών τον φέρνουν συνηθέστατα σε αντιπαράθεση με το έτερον δέος της ελληνικής μουσικής, τον Μάνο Χατζιδάκι, στα πλαίσια μάλιστα ενός διχασμού ανάμεσα σε χατζιδακικούς και θεοδωρακικούς (λες και αποκλείεται να σου αρέσουν και οι δύο). Είναι που οι άνθρωποι γενικά μας αρέσει να σκεφτόμαστε σε δίπολα, σε δύο άκρα, έτσι όπως είναι βολική και ανακουφιστική η μανιχαϊστική οπτική του κόσμου; Όπως και να 'χει, φαίνεται ότι από τους δύο αυτούς μεγάλους, ο Χατζιδάκις είναι εκείνος που έχει "κατοχυρώσει" τον τίτλο του αιρετικού, του αναρχικού, του δυσάρεστα αληθινού, ενώ στον Θεοδωράκη πιστώνονται όλα τα κακά ενός "(εθνο)λαϊκιστή" (sic) δημαγωγού και δημεγέρτη. Έλα όμως που στην πράξη, ενώ ο τόπος βρίθει από "αντι-θεοδωρακικούς" κάθε χρώματος, είδους και απόχρωσης, με το ντουφέκι θα ανακαλύψεις κάποιον "αντι-χατζιδακικό" (είναι έως και σοκαριστικό να δηλώσεις τέτοιος). Εντάξει, ο Μάνος έχει το ...πλεονέκτημα να έχει πεθάνει νωρίς, εκεί που είναι τακτοποιημένος δεν μπορεί πλέον να ενοχλήσει και να παρέμβει ... οπότε "μας λείπει πολύ". Ενώ ο Μίκης είναι ακόμη παρών, με όλα όσα ενοχλητικά αυτό συνεπάγεται (αν και μην έχετε αμφιβολία, στα δημοσιογραφικά λημέρια ήδη έχουν έτοιμα κείμενα κατεψυγμένης συγκίνησης για την περίπτωση που ... τοκ τοκ χτυπήστε ξύλο). Αρκεί όμως η εξήγηση αυτή; Σίγουρα παίζει κι έναν ρόλο η σαφής πολιτική στράτευση του ενός (αν και ο Μάνος δεν υπήρξε τόσο υπεράνω όσο έχει μείνει στην Ιστορία). Όμως κατά βάθος αμφότεροι δημιουργοί στον Λαό ήθελαν να απευθυνθούν, μόνο που ο καθένας το έκανε με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Κι εκεί που ο Μίκης με τη μουσική του καλούσε σε (εξ)εγέρσεις, με τα άρματα και τα όπλα και τα λάβαρα να ανεμίζουν και τις καμπάνες να σημαίνουν, ο Μάνος απευθυνόταν στον λαό μαστιγωτικά, ακόμη και απαξιωτικά, κατακρίνοντας και προκαλώντας με δηλητηριώδη σχόλια και απόψεις, με τις οποίες όμως ήταν εύκολο να ταυτιστούν όλοι όσοι ήθελαν να αισθάνονται διαφορετικοί από όλους τους Άλλους, από τη Μάζα. Και ως γνωστόν αυτοί δεν είναι διόλου λίγοι...
Κατά την άποψη μου δεν έχει ουσιαστική υπόσταση ούτε η άλλη διαδεδομένη διάκριση η οποία θέλει τον ένα στραμμένο προς τη Δύση και τον άλλο προς την Ανατολή (τι λέγαμε παραπάνω για τα δίπολα;). Γιατί και των δύο η μουσική ήταν βαθιά ριζωμένη στον τόπο, και οι δύο βούτηξαν και εντρύφησαν στις μουσικές του λαού, ακόμη και τις πιο επικίνδυνες και απαγορευμένες και περιφρονημένες (να θυμηθούμε την περίφημη διάλεξη του Μάνου για το ρεμπέτικο;). Και αμφότεροι, με τον δικό τους τρόπο ασφαλώς, αποπειράθηκαν τη σύζευξη, τη σύνθεση, τη σύντηξη της λαϊκής μουσικής με την λόγια, με το ορατόριο π.χ. να συναντά το καταφρονεμένο μπουζούκι (δίκην αστεϊσμού μου άρεσε πάντοτε να παραλληλίζω αυτή τη διαδικασία με την ιστορία του Τσελεμεντέ και του ...μουσακά). Ο Μίκης όμως δεν αρκέστηκε στον εστετισμό "η τέχνη για την τέχνη" ούτε στον ρόλο του καλλιτέχνη ως καλλωπιστικό φυτό. Και πήγε ένα βήμα παραπέρα. Αναγνώρισε τη δύναμη του τραγουδιού να συνεγείρει τα πλήθη και να μεταφέρει το μήνυμα τραγουδιστά, από στόμα σε στόμα (σε ...αυτί για την ακρίβεια). Και βάζοντας το λαϊκό (έστω και στην "έντεχνη" μορφή του) τραγούδι μπροστάρη των αγώνων και των διεκδικήσεων, σε σύζευξη με "τη βυζαντινή και τη δημοτική μελωδία", βρέθηκε όχι μόνο στην γραμμή συνέχειας των εθνορομαντικών συνθετών του 19ου αιώνα (Ντβόρζακ, Ρίμσυ-Κορσακόφ και Σία) αλλά κατά έναν τρόπο συντονίστηκε με όσα συνέβαιναν στη ...Δύση εκείνα τα ζέοντα χρόνια της δεκαετίας του '60, όπου το κίνημα της αμφισβήτησης και της εξέγερσης αναζήτησε στις εθνικές μελωδικές ρίζες της φολκ έμπνευση και δύναμη (άκου Phil Ochs, Bob Dylan κ.ά).
Αν τώρα σώνει και καλά θέλουμε να εντοπίσουμε μια μεγάλη διαφορά των δύο, αυτή θα είναι στην στάση που κρατούσαν απέναντι στο έργο τους. Τόσο κατά τη στιγμή της γένεσης όσο και μετέπειτα. Ο ένας (ο Μάνος) υπήρξε τελειομανής, λεπτολόγος, εμμονικός στη λεπτομέρεια και (υπερ)προστατευτικός απέναντι στο έργο του (μια στάση η οποία κληροδοτήθηκε και στον απόγονο). Ο Μίκης από την άλλη, πολύ πιο αυθόρμητος και χειμαρρώδης, δεν ήταν μουσικός του στούντιο, της λεπτοδουλειάς και της πιστότητας στην παρτιτούρα. Όσο για τις ερμηνείες των έργων του, αυτές ήταν ανοιχτές και ελεύθερες. Και ποιος δεν έχει πει Θεοδωράκη; Σχεδόν όποιος το θέλησε. Ο Ρέμος. Η Αλέξια. Και η Φωτεινή Δάρρα ακόμη. Και ο Ρουβάς (θυμάται άραγε κανείς το τηλεφώνημα-φάρσα του Μητσικώτσα ως Μίκη στον Ρουβά θα το έλεγε κανείς προφητικό!). Το γήπεδο ήταν και είναι ανοιχτό και όποιος ήθελε ...άξιος (ή ανάξιος) εστί. Με αποτέλεσμα βέβαια το δισκογραφικό του έργο να φτάνει έτσι σε χαώδη δυσθεώρητα επίπεδα, με ένα σωρό εκτελέσεις, επανεκτελέσεις, και ερμηνείες (μόνο για την 'Όμορφη πόλη", ίσως την πιο θαυμάσια μελωδία που έγραψε ποτέ, υπάρχουν δεκάδες, μέχρι και στα χείλη της Edith Piaf έφτασε ως "Les amants de Teruel").
Ομολογώ ότι και μια άλλη δυσκολία, πιο βαθιά και ουσιαστική το κείμενο αυτό. Και προσωπική επίσης. Σκέφτομαι ότι ανάλογα με την στάση και την οπτική θα μπορούσα να εκδηλωθώ ως διχασμένη προσωπικότητα, να γράψω συγχρόνως ένα αποθεωτικό και ένα ...καταπελτικό κείμενο. Και οι μύδροι για τον καταπέλτη θα ήταν άφθονοι: Η στα όρια της αφέλειας πολιτική εμπλοκή του, η οποία από τον "Λαμπράκη" των 60s τον έφερε για 2+ χρόνια υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου και άνευ αιτίας του Μητσοτάκη, κάπου εκεί μετά το βρώμικο '89 (θυμάμαι ακόμη λεζάντα δεξιάς εφημερίδας για τους δύο λεβέντες του Ψηλορείτη με τη λαμπάδα της Ανάστασης στο χέρι). Η σχεδόν θρησκευτική έλξη της ήττας και της θυσίας σαν αυταξία. Η ηδονή της θυματοποίησης και της προδοσίας του εκλεκτού ελληνικού λαού που πάντα τον ξεγελάνε και τον διχάζουν οι κακοί ξένοι. Ο "ελυτίστικος" (sic) ελληνισμός τον οποίο υπηρέτησε με πολλές μελοποιήσεις του, ένας μυστικιστικός ελληνισμός του ποτισμένου με αίμα χώματος (και ...κόμματος) και της μεταφυσικής των μεταξικών ασπρισμένων σπιτιών στου γλαυκού το γειτόνεμα, κομμένο και ραμμένο (έστω και ερήμην ) στα μέτρα ακόμη κι ενός τουριστικού ελληνισμού. Μια οπτική η οποία συμπυκνώνεται ως ιδεολογική διακήρυξη σε όλο της το μεγαλείο στον ογκόλιθο του "Άξιον Εστί" (του οποίου μια εξαιρετικά εμπεριστατωμένη, αιχμηρή και λίαν πρωτότυπη κριτική θα βρείτε στο βιβλίο του Άκη Γαβριηλίδη "Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού" από τις εκδόσεις Futura).
- Ο κύριος συνήγορος του ...διαβόλου έχει τον λόγο. Και παρακαλώ μην μου αρχίσετε τις γνωστές τετριμμένες υπεκφυγές για την αυτονομία του έργου από τον καλλιτέχνη και άλλα τέτοια ...ανατομικά.
- Ναι, αλλά κύριε δικαστά θα επιστήσω την προσοχή σας και στην αδικία το να κρίνουμε το παρελθόν με το σημερινό βλέμμα, με την ασφάλεια της από του καναπέος και πληκτρολογίου θεωρητικολογίας να πετροβολάμε στάσεις και απόψεις μιας εποχής όπου μια λάθος λέξη ή τραγούδι σε έσερνε σε φυλακές και εξορίες. Ας σκεφτούμε ότι στο ιστορικό συγκείμενο του (μετ)εμφυλιακού κράτους, τα τραγούδια του Μίκη, εκφράζοντας κατά έναν τρόπο όλη την ελληνικά τότε Αριστερά, κάλυψαν ουσιαστικά ένα κενό. Απέναντι στον ψευδεπίγραφο πατριωτισμό της αναβαπτισμένης σε εθνικοφροσύνη λαδεμποροσύνης και στις κατηγορίες για αντεθνική προδοσία η Αριστερά της εποχής ανέδειξε και πρόβαλλε έναν πιο "γνήσιο", πιο ριζικό, ενοχικό(;) πατριωτισμό (και ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και ο ίδιος ο εθνικισμός στον Διαφωτισμό παραπέμπει, προοδευτική κατεύθυνση είχε τότε κόντρα στις αυτοκρατορίες της εποχής, αργότερα ήταν όταν σε διασταύρωση τον στυγνό ορθολογισμό έφτασε στην τερατογένεση του 20ου αιώνα που βαφτίστηκε φασισμός). Και ο Θεοδωράκης τον στερέωσε με τραγούδια...
Και κάπου ανάμεσα σε τέτοιες φανταστικές σκέψεις που με τράβαγαν από το μανίκι, ήρθαν τα τραγούδια για να δώσουν (κάποιες) απαντήσεις. Η δύναμη των τραγουδιών είναι και η μνήμη. Και στις καμπανιστές πενιές του "Απρίλη" με την κοπελιά του που την λέγανε Λενιώ, με είδα κα'να μέτρο κοντύτερο και από το τρανζίστορ να μην παίζουν τα αμερικανικά αλλά τα ελληνικά και τη γιαγιά να φροντίζει τα λουλούδια (τις μυρσίνες τις δοξαστικές;) στους γκαζοντενεκέδες τη αυλής της. Και να, εδώ σήμερα που ξεκίνησα να γράφω οι γραμμές αυτές, Μέρα Πολυτεχνείου, ένα ταξίδι χρόνου σε σχολικές εορτές, ΠΑΣΟΚ, Ελλάδα του '80, η καθηγήτρια που τόλμαγε να μιλήσει στην τάξη για αυριανισμό και έφερνε κασετόφωνο για να ακούσουμε την "Υπόγεια ταβέρνα" του Βάρναλη, το ποίημα που μόλις είχαμε "κάνει" στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Και ο φίλος που κουτσοέπαιζε κιθάρα, τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ, στο σφαγείο, ένα μεσημέρι στην ταράτσα χτυπούν τον Ανδρέα, που δεν είναι ο Ανδρέας που νομίζαμε αλλά ο Λεντάκης. Και μετά τηλεοπτικές εικόνες, η συγκλονιστική Αγνή Μπάλτσα σε μια μεγαλειώδη εκτέλεση του "όταν σημάνουν οι καμπάνες" από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης το 1992 και ο Μίκης να διευθύνει τη ορχήστρα απλώνοντας τα χέρια σαν δυσοίωνο πουλί. Και φυσικά ο οικουμενικός Ζορμπάς, η μελωδία της οποίας η δυναμική και αναγνωρισιμότητα έχει ξεπεράσει τον ίδιο τον δημιουργό της και το σκοπό της, τελευταία φορά την άκουσα με ρυθμικό ενθουσιώδες χειροκρότημα στο ...Φολκσπαρκστάντιον του Αμβούργου πριν από ποδοσφαιρικό αγώνα της Μπουντεσλίγκα. Και φυσικά η μοναδική φορά που βρέθηκα να αναπνέω τον ίδιο αέρα με τον Μίκη, πίσω στο καλοκαίρι του 2003, με ένα παράξενο συναίσθημα προσμονής, δέους και συγκίνησης να με αγκριφώνει έτσι που ήμουν στριμωγμένος στη σκούνα που τραβούσε αλαφροκουνώντας για την Μακρόνησο.
Με αφορμή το αφιέρωμα αυτό ξανάκουσα πολλά τραγούδια μετά από πολλά χρόνια. Πολλά έχουν τριφτεί από την ανελέητη (κατα)χρήση. Άλλα έχουν κακογεράσει για το αυτί μου το σημερινό, δύσκολα στέκονται σήμερα δίσκοι όπως π.χ. ο Καρυωτάκης με τον κάποτε πλασαρισμένο ως νέο ...Μπιθικώτση Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ή τα ανοικονόμητα ξεχειλωμένα έπη όπως το Κάντο Χενεράλ. Από κάποια στιγμή και μετά κάπου τον ξεπέρασε η εποχή, ειδικά εκεί αφού καταλάγιασε ο μεταχουντικός αντιστασιακός οργασμός και άλλαζε η γενιά. Πόσες διαφορετικές γενιές να εκφράσει άλλωστε ακόμη κι ένας τόσο τεράστιος δημιουργός; Κάπου σαν να στέρεψε, να στόμωσε, ακολούθησε μια σειρά από αδιάφορους δίσκους στους οποίους με το φανάρι ψάχνεις ένα δυνατό τραγούδι. Ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να το αποδεχτεί, θεωρεί ότι υπονομεύτηκε από τις εταιρείες αλλά και τους ίδιους τους τραγουδιστές, για "προδομένους δίσκους" από σκοτεινές δυνάμεις και συμπαιγνίες και συνομωσίες μιλάει μέχρι και σήμερα.
Μολαταύτα το αχανές έργο του στέκει εκεί, πλούσιο, ανοιχτό, πολυποίκιλο, με κομμάτια που έχουν ρίξει γερή άγκυρα στο συλλογικό συνειδητό. Και υπάρχει ένα για κάθε σχεδόν γούστο. Θέλετε π.χ. ακόμη και ψυχεδέλεια; Ακούστε το σάουντρακ της ταινίας "The day the fish came out"; Θέλετε ...νταρκίλα που θα στεκόταν δίπλα σε Coil και Towering Inferno; Βάλτε την "Ιφιγένεια". Για να μην μπούμε και στο συμφωνικό του έργο. Τώρα το τι θα μείνει διαχρονικό, τι θα γλυτώσει από την σφαγή του χρόνου, αυτό είναι ένα ζήτημα που εμείς τουλάχιστον δεν θα μάθουμε ποτέ την απάντησή του. Υπάρχουν πολλά να γραφτούν ακόμη για τον Μίκη...
Ακολουθούν σε χρονολογική ακολουθία κάποια πολύ αγαπημένα και επιλεγμένα, πέρα απ' όσα αναφέρθηκαν μέσα στο κείμενο. Σε μια προσπάθεια να καλύψουν το χρόνο και το μέγεθος. Λίγα...
1. Χάθηκα (στίχοι Γιάννη Θεοδωράκη -ο αδερφός-, ερμηνεία Μίκη Θεοδωράκης από τους "Λιποτάκτες" 1960)
Νομίζω ότι σε αυτό τον δίσκο είναι ο αγαπημένος μου Μίκης. Νομίζω ότι τον δρόμο που έπιασε να περπατά σε αυτό το δισκάκι δεν τους διάβηκε όσο θα μπορούσε. Ένα δισκάκι με 4 τραγούδια μονάχα, μοναδικής λεπταισθησίας με τους λυρικούς κιθαριστικούς αρπισμούς του Δημήτρη Φάμπα, όλα ένα κι ένα πολύτιμα
2. Δραπετσώνα (στίχοι Τάσου Λειβαδίτη, ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση, κυκλοφόρησε σε 45άρι 1960)
Εξωραϊσμός της φτώχειας ή λυρικοποίηση της καθημερινότητας, μετουσίωση σε μια σκληρή ποιητική για την κάνει κάπως πιο υποφερτή και αξιοβίωτη; Κομμάτι που το βάζω δίπλα στο "Σαββατόβραδο" της ίδιας εποχής. Με ένα τραγούδι του Τσιτσάνη να κλαίει κάπου μακριά... Και βρέχει στη φτωχογειτονιά, μπορεί να ήταν τα Πετράλωνα, ο Ασύρματος, το Δουργούτι, η Καισαριανή, η Νίκαια, εδώ η Δραπετσώνα, μικρά όνειρα στεγασμένα σε παράγκες ελενίτ αυθαιρεσίας, "κάθε πέτρα και καημός", τα παραπήγματα των προσφύγων, των μεταναστών της αστυφιλίας, των "ανταρτόπληκτων", το κρατικό διάταγμα λέει οι πληγές πρέπει να κλείσουν, η πολυκατοικία είναι το νέο αστικό όνειρο, οι μπουλντόζες θα πάρουν τον λόγο, οι χωματόδρομοι θα γίνουν μάρτυρες βίαιων αντιδράσεων και επεισοδίων, φτωχό αλλά το σπιτάκι μας "κι αυτό είχε ψυχή", ο Μίκης εκείνη την εποχή με ευαίσθητη κεραία κατά τον τρόπο του Phil Ochs "ανοίγει την εφημερίδα και γράφει" ένα μελοποιημένο ρεπορτάζ που αναδεικνύεται ακόμη πιο πολύ από την ξερή, λιτή και μεγαλοπρεπή (ξύλινη την είπανε) συγχρόνως φωνή του Σερ. Το είπε με διαφορά λίγων ημερών και η Μαίρη Λίντα (με βιολιά στην ενορχήστρωση!) αλλά δεν μπόρεσε να σταθεί στη μνήμη...
3. Βράχο βράχο (στίχοι Δημήτρη Χριστοδούλου, ερμηνεία Στέλιου Καζαντζίδη από την "Πολιτεία Α" 1961)
Οι οργανοπαίχτες που αναλάμβαναν να ζωντανέψουν τις παρτιτούρες του Μίκη ήταν πάντα ένας κι ένας, σαν τον Ζαμπέτα φυσικά του Ζορμπά ή ...δυο και δυο σαν το ακατάβλητο δίδυμο Καρνέζη Παπαδόπουλου. Ή σαν τον ...προδότη Χιώτη με την λαγαρή καθαρή πενιά του να κεντάει σε τραγούδια σαν αυτό. Και μαζί ένας Στέλιος στιβαρός και χωρίς κλάψα (κι ας μην λείπει στους στίχους το παράπονο, ο καημός και η θάλασσα η πικρή).
4. Η νήσος των Αζορών (στίχοι Μέντης Μποστανζόγλου, ερμηνεία Γρηγόρης Μπιθικώτσης από 45άρι 1961)
Το χιούμορ δεν παρεισέφρεε συχνά στην αρρενωπά αγέλαστη μουσική του Μίκη. Διαλέγω λοιπόν το κομμάτι και για την παιχνιδιάρικη μελωδία του και για τους αστείους και φυσικά σατυρικά στίχους του Μποστ (τους οποίους λέγεται μάλιστα ότι δεν ήθελε να πει ο Μπιθικώτσης γιατί τους θεωρούσε ακατανόητους).
5. Προδομένη αγάπη (στίχοι Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεία Βέρας Ζαβιτσιάνου από το "Τραγούδι του νεκρού αδελφού" 1962)
Από τον προδομένο λαό και την προδομένη αγάπη στα προδομένα χρόνια και τα προδομένα τραγούδια. Είπαμε, η προδοσία είναι κεντρική έννοια στο αξιακό σύστημα του Θεοδωράκη από την πρώτη στιγμή. Εδώ μια ψυχρή ανατριχιαστική πνοή διαπερνά αυτό το σχεδόν στοιχειωμένο/στοιχειωτικό κομμάτι με μια σπουδαία ερμηνεία της μεγάλης κυρίας του ελληνικού θεάτρου. Hauntology...
6. Ποιος δε μιλά για την Λαμπρή (στίχοι Brendan Behan και Βασίλη Ρώτα, ερμηνεία Ορχήστρας από τον "Όμηρο" 1966)
Ρωμαλέος εμβατηριακός καλπασμός και η λεβέντικη μελωδία σε ατσαλώνει, σαν να σε βάζει καβάλα και κύριο στο κύμα του καιρού. Ωραία το λέει και η Φαραντούρη, αλλά τέτοια τραγούδια θέλουνε χορωδία, θέλουνε φωνές "μαζί", αγώνας χωρίς "μαζί" δεν νοείται. Αλλάζει η μουσική τον κόσμο; Όχι. Ποτέ δεν τον άλλαξε. Τραγούδια όμως σαν και αυτά συντρόφεψαν κόσμο σε εξορίες και φυλακές, σε αγώνες και πορείες, στερέωσαν την πίστη και την απαντοχή εκεί όπου όλα έμοιαζαν αδύνατα και χαμένα. Και κατ΄ αυτόν τον τρόπο ίσως και να τον άλλαξαν...
7. Αντώνης (στίχοι Ιάκωβου Καμπανέλλη, ερμηνεία Μαρίας Φαραντούρη από το "Μαουτχάουζεν" 1966)
Γεροδεμένη μελωδία, σαν λειτουργία περήφανη, καμία μοιρολατρία, καμία υποταγή. Το έλεγε η καρδιά εκείνου του Αντώνη σε εκείνο το ναζιστικό λατομείο, το Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ...
8. Την πόρτα ανοίγω κάθε βράδυ (στίχοι Τάσου Λειβαδίτη, ερμηνεία Μίκη Θεοδωράκη από τα "Λυρικά" 1978)
Χαθήκαμε τόσο νωρίς, Μια μέρα θα στο πω... Τα Λυρικά είναι μεγάλος δίσκος, αποστομωτικός για όσους θεωρούν τον Θεοδωράκη αποκλειστικά επικό. Είναι 1977 (ο δίσκος κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά) και στην παραζάλη της αντίστασης σε ...γήπεδα και τα ανταρτικά λημέρια σαν να ξαναπιάνει το νήμα από τους "Λιποτάκτες" χαμηλώνει τους τόνους σε κομμάτια μοναδικής ευαισθησίας. Με τον ίδιο μάλιστα στην ερμηνεία, τεχνικά άψογη στα πατήματα, συγκινητικά ακατέργαστη σε "τυπική" καλλιέπεια.
9. Ξημερώνει (Στίχοι Κώστα Τριπολίτη, ερμηνεία Γιώργου Νταλάρα από το "Ραντάρ" 1981)
Γιώργος Νταλάρας και ερωτισμός ακούγονται ασύμβατες έννοιες. Με αυτό το τραγούδι πλησίασαν όσο πιο κοντά μπορούσαν.
10. Μισό φεγγαράκι (στίχοι Διονύση Καρατζά, ερμηνεία Βίκυς Σίμου από "Τα πρόσωπα του ήλιου" 1987)
Είναι η εποχή που ο Μίκης έχει πίσω του ουσιαστικά τους ...Socrates, Τουρκογιώργη, Σπάθα και Αντύπα, τολμηρή συνεργασία αν μη τι άλλο, η οποία όμως κατά βάση δεν ευτύχησε να βγάλει σπουδαίους δίσκους (εκτός ίσως κατά τόπους την "Φαίδρα"). Κρατώ τούτο το κομμάτι για τη καταχθόνια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα του, σχεδόν ...μη-θεοδωρακική.
11. Ο κύκλος του νερού (στίχοι Δημήτρη Μαντά, ερμηνεία Angelique Ionatos από την "Μια θάλασσα γεμάτη μουσική" 1994)
Ένας ακόμη ξεχασμένος δίσκος, μια σπουδαία κυρία Αγγελική Ιονάτου ή Ανζελίκ Ιονάτος, η Ιονατός όπως θα την λένε οι Γάλλοι, εκεί κάνει καριέρα "ήσυχα και σιγαλά" εδώ και κοντά 30 χρόνια. Στη Γαλλία βγήκε αυτός ο δίσκος στον οποίο βρίσκουμε αυτό το χαμηλότονο μικρό κομψοτέχνημα.




