Creation, Visions of Jazz, The LSO Orchestra
Στον πρόλογό του για την βιογραφία των Blur που έγραψε, ο Stuart Maconie αναρωτιέται τι νόημα έχει να γράψεις οποιοδήποτε μουσικό βιβλίο μετά το 'Revolution in the Head' του Ian MacDonald και πόσο νόημα έχει γενικά ενήλικες άνθρωποι να κάθονται και να γράφουν βιβλία για την ποπ. Λογική η απορία από την πλευρά του και λογική θα ήταν και μια ανάλογη από την πλευρά των αναγνωστών.
Φυσικά η μουσική δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την βιβλιογραφία της. Στον Zappa αποδίδεται η φράση "το να γράφεις για μουσική είναι σαν να χορεύεις λόγω της αρχιτεκτονικής" και φυσικά πρόκειται περί ανοησίας. Όλα όσα έχουν αποτυπωθεί στη μουσική έκφραση (ιδιοφυΐα, σαχλαμάρα, δράμα, κωμωδία, μετριότητα) έχει νόημα - και πλάκα - να υπάρχουν και στα γραπτά και στα μυαλά όσων ενδιαφέρονται αρκετά για αυτά.
Και η αλήθεια είναι πως έχουν κυκλοφορήσει πραγματικά τα πάντα. Ακαδημαϊκά μουσικά βιβλία που νομίζουν ότι είναι σοβαρά και είναι. Ακαδημαϊκά που νομίζουν ότι είναι σοβαρά και είναι αστεία. Βιογραφίες που αξίζει το θέμα τους και βιογραφίες που αξίζει ο βιογράφος. Αυτοβιογραφίες που αξίζει ο "ghost writer" και δεν ξέρεις που να τον βρεις να του το πεις. Αυτοβιογραφίες μουσικογραφιάδων που πολύ σπάνια θυμίζουν ότι ο εν λόγω γραφιάς αγαπάει τη μουσική πιο πολύ από τον εαυτό του - το memoir του προαναφερθέντος Maconie είναι μια από τις εξαιρέσεις.
Πώς διαλέγεις, λοιπόν, μουσικά βιβλία να προτείνεις όταν έχεις την (γραφική) υποψία πως κάποιος θα κρίνει από αυτά τη σχέση σου με τη μουσική; Τα καλύτερα βιβλία είναι αυτά που παρουσιάζουν τον σουρεαλισμό της ποπ χωρίς να παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά (η ελεγεία, ας πούμε, του Chuck Klosterman για το hair metal), αλλά πώς να κάψεις μια πρόταση για αυτά; Θα πρότεινες ένα βιβλίο που έχει λογοτεχνικές αρετές, αλλά δεν λέει τίποτε στα σοβαρά; Την διασκεδαστική αυτοβιογραφία κάποιου που δεν εκτιμάς; Είναι απαραίτητο να προτείνεις ένα βιβλίο του Simon Reynolds; (όχι). Αν αρνηθείς ότι στατιστικά ένα από τα τρία καλύτερα βιβλία που γράφονται αφορά το μέταλ δεν είσαι υποκριτής; (ναι, αλλά…). Γράφουν εξ ορισμού οι μουσικοί δημοσιογράφοι κάποιας χώρας καλύτερα από τους άλλους; (ναι, οι Βρετανοί).
Σε κάθε περίπτωση η απάντηση είναι απλή. Προτείνεις ό,τι σου έρθει στο μυαλό από τα best of της συλλογής σου. Εξάλλου δεν διαβάζουμε μουσικά βιβλία για να μάθουμε (για αυτό υπάρχει ο Τύπος), διαβάζουμε για να φανταστούμε έπειτα τι βιβλίο θα θέλαμε να γράψουμε οι ίδιοι αν μπορούσαμε. Εγώ θα ήθελα να γράψω την ιστορία της ΕΜΙ. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό για εμένα ή την ΕΜΙ, αλλά φαντάζομαι δεν θα μάθουμε και ποτέ.
My Magpie Eyes Are Hungry For the Prize: the Creation Story (Virgin, 2001)
David Cavanagh
Προτού γράψει το απόλυτο βιβλίο για τον John Peel, o μακαρίτης David Cavanagh είχε προλάβει να γράψει το απόλυτο βιβλίο για την Creation και μάλλον το καλύτερο που γράφηκε ποτέ για την ανεξάρτητη μουσική. Το μεγαλύτερο παράσημο του βιβλίου είναι το μίσος του Alan McGee που το χαρακτήρισε σαν την "εκδοχή του λογιστή" ("the accountant's tale"). O McGee, που είχε ευλογήσει το βιβλίο αρχικά και έδωσε πολύωρες συνεντεύξεις στον συγγραφέα, περίμενε (λογικά από την πλευρά του) ένα βιβλίο ύμνο στην ιδιοφυΐα του και ήρθε αντιμέτωπος με μια εγκυκλοπαιδική κατάθεση 700 σελίδων στην οποία ο ίδιος δεν είναι παρά ένα - σημαντικό - μέρος.
Η Creation δεν ήταν φυσικά η καλύτερη εταιρεία ούτε καν της ανεξάρτητης σκηνής και όπως θα θυμηθεί ο οποιοσδήποτε διαβάσει το βιβλίο, ανάμεσα στα αριστουργήματα, κυκλοφόρησε ένα Έβερεστ από άχρηστους δίσκους. Θα άξιζε ωστόσο να υπάρξει μόνο και μόνο ως αφορμή αυτού του βιβλίου. Χωρίς να ξεκινά με τον φιλόδοξο κοινωνιολογικό στόχο άλλων βιβλίων που (στο μυαλό τους) προσπαθούν να κάνουν την τομή ανάμεσα στην ποπ και στη σκέψη, να ξετρυπώσουν τα μυστήρια της ανθρώπινης φύσης και λοιπά παρόμοια, αυτό το βιβλίο καταφέρνει αβίαστα να μας μεταφέρει στο Λονδίνο της εποχής και να μας παρουσιάσει πανοπτικά τις ψυχώσεις, το δράμα και τους (συχνά πύρρειους) θριάμβους της "σκηνής"
Και η λέξη "σκηνή" ποτέ δεν υπήρξε πιο κολακευτική και ευρεία στην καταγραφή της. Από τις απαρχές του indie (οι Postcard, Cherry Red, Rough Trade παίρνουν το μερίδιό τους) έως το εμπορικό peak με τους Oasis στα 90s, περνάει από τα μάτια μας ένα Λονδίνο που δεν υπάρχει πια, μια βιομηχανία στους τελευταίους της σπασμούς. Όλα όσα περιμένεις να διαβάσεις (τα καμώματα των αδερφών Reid, τα δράματα της δημιουργίας του Loveless) μαζί με πολλά που δεν περίμενες να διαβάσεις (τα πιο τρελά που μπορείς να φανταστείς για τον Lawrence και τους Felt ισχύουν, το ίδιο και αυτά που δεν θα φανταζόσουν ποτέ για τον Guy Chadwick των House of Love) είναι απλά ένα μέρος της αφήγησης.
Ο σεμνός David Cavanagh υπήρξε ο καλύτερος feature writer του βρετανικού μουσικού Τύπου και η αποστασιοποιημένη, φινετσάτη ματιά του όχι μόνο δεν αφαιρεί από τον μύθο της Creation όπως αφελώς πίστεψε ο McGee, αλλά τον κολακεύει. Η ανάδειξη των εμπορικών διαστάσεων της βιομηχανίας, τα συμβόλαια, οι κόντρες, τα ναρκωτικά, ήθελαν το ψύχραιμο και μη σκανδαλοθηρικό βλέμμα, όχι κάποιου σαν τον Cavanagh, αλλά συγκεκριμένα του ίδιου, για να εξανθρωπιστούν, να αποκτήσουν αξία και πραγματικό ενδιαφέρον, όχι το λούστρο της ροκ μυθολογίας που κρατιέται στη ζωή από την εφηβική προσκόλληση στα κλισέ.
Συμβαίνει έτσι κάτι σχεδόν παράδοξο με το βιβλίο αυτό. Ενώ η λειτουργία του ειναι εξαντλητικά απομυθοποιητική σε αφήνει με την πίστη ότι όλο αυτό (ό,τι και αν είναι "αυτό" που έκανε τη βρετανική σκηνή αυτή που είναι) άξιζε. Ακόμη και εξωφρενικά μουσικά διαβήματα όπως η δοκιμιακή ανάλυση της πορείας των διαφόρων Loft και Weather Prophets, δοσμένα μέσα από τον ανυπόκριτο σεβασμό του συγγραφέα είναι αφοπλιστικά. Προαιώνια ζητήματα όπως η σχέση τέχνης και εμπορικότητας, η τύχη στη ζωή ή οι ενοχές, δεν βρίσκονται εδώ με δωράκι έτοιμη την απάντηση, αλλά περιμένουν εσένα να δώσεις τη δική σου.
Το δύσμοιρο indie, που δικαίως έχει γίνει κατά καιρούς η χλεύη των σκεπτόμενων περί τη μουσική όσον αφορά τις επικοινωνιακές και πολιτισμικές του δυνατότητες στο χωνευτήρι που λέγεται "καφενείο περί την ποπ μουσική", εδώ παίρνει μια μικρή εκδίκηση μέσα από το magnus opus κάποιου που νοιάστηκε αρκετά για να πει μια ιστορία του. Στο δράμα που εκτυλίσσεται στις σελίδες του, η ανθρώπινη φύση έχει και αυτή μια μικρή νίκη. Ενώ φαινομενικά όλοι οι ήρωές του καταλήγουν τραγικά πρόσωπα, νικημένοι από την ύβρη, τα ναρκωτικά και τους εαυτούς τους, κάπου μέσα σου νιώθεις ότι θα το ξαναέκαναν αν είχαν την επιλογή. Άλλοι επειδή πέρασαν καλά, άλλοι επειδή όντως πίστεψαν ότι μια κιθάρα όλα τα μπορεί και φυσικά οι Primal Scream επειδή δεν θυμούνται την πρώτη φορά που τα έζησαν.
Το βιβλίο ξανακυκλοφόρησε φέτος με την αφορμή των σαράντα χρόνων από την ίδρυση της Creation και είναι κρίμα που ο David Cavanagh δεν είναι εδώ για να ξανακούσει όσα κολακευτικά άκουσε την πρώτη φορά. Άχαστο.
Orchestra: The LSO - a Century of Triumph and Turbulence (Faber and Faber, 2004)
Richard Morisson
Υπάρχουν αρκετά πιο σέξι βιβλία για την κλασική μουσική για όποιον δεν τρελαίνεται για το θέμα (για παράδειγμα τα -αμφιλεγόμενα-βιβλία του Normal Lebrecht για τα πρόσωπα και τη βιομηχανία της) και φυσικά αρκετά πιο σοβαρά για όσους ασχολούνται σε βάθος (το "Classical Style" του Charles Rosen παραμένει το καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ για τη μουσική). Και υπάρχουν και μερικές, όχι πάντως πολλές, ορχήστρες καλύτερες από την London Symphony Orchestra. Και φυσικά υπάρχουν και ορχήστρες (όλες, με πρώτη αυτή του Βερολίνου) με την ίδια ταραχώδη και ενδιαφέρουσα εσωτερική ζωή.
Και όμως, νιώθω πως μόνο αν αφορούσε την LSO θα μπορούσε ένα βιβλίο να αποδειχθεί τέτοιο page turner. Όπως το παίξιμό της ήταν, για καλό και λιγότερο καλό, πάντα πιο απενεχοποιημένο, καθολικό και swinging από αυτό των μεγάλων κεντροευρωπαϊκών ορχηστρών, έτσι και η ζωή της είχε πάντα το βρετανικό grit and grind συναίσθημα που έλειπε από τα πιο φινετσάτα σύνολα. Έχοντας ιδρυθεί όχι από εστέτ μουσικόφιλους, αλλά από ανθρώπους που ήθελαν να ξεφύγουν από το μουσικό κατεστημένο του Λονδίνου, η LSO δημιουργήθηκε (όπως και αυτή του Βερολίνου) ως αυτοδιαχειριζόμενη οντότητα. Ο αιώνας που αναφέρεται στον τίτλο είναι γεμάτος attitude, οικονομικά ζόρια, ίντριγκες και φυσικά σπουδαία μουσική.
Οι θρίαμβοι αποδίδονται από τον συγγραφέα, χωρίς πολλά πολλά, στον Clive Gillinson, νυν διευθυντή του Carnegie Hall. Πρώην τσελίστας της LSO, αποδείχτηκε ένας εμπνευσμένος μάνατζερ που οι αποφάσεις του όχι μόνο είχαν σαν αποτέλεσμα να εξοφληθούν σύντομα τα χρέη της ορχήστρας, αλλά οδήγησαν και σε καλλιτεχνικούς θριάμβους. Από τη στήριξη των πρότζεκτ του Claudio Abbado για τη μουσική του 20ου αιώνα έως τις εξωμουσικές δραστηριότητές της, ο Gillinson την οδήγησε σε μια ύπαρξη που λίγοι θα φαντάζονταν όταν ξεκινούσε.
Η ιστορία της LSO δίνεται σαν η ιστορία ενός maverick μουσικού συνόλου, τη βλέπουμε περίπου να αναπτύσσεται σαν ταινία που ο ηρωικός πρωταγωνιστής στο τέλος κερδίζει τους πάντες και τα πάντα απλά με το ένστικτο επιβίωσής του. Δεν είναι μια υπερβολική περιγραφή. Μακριά από τις γενναιόδωρες επιδοτήσεις που εξασφάλιζαν οι ορχήστρες της ηπειρωτικής Ευρώπης από τα κράτη τους, η LSO έπρεπε να διεκδικεί συνεχώς χώρο στη Βρετανία. Χώρο από τις άλλες ορχήστρες, χώρο από την ποπ κουλτούρα, ακόμη και φυσικό χώρο για να παίξει - το ζήτημα της έλλειψης καλών αιθουσών στην Αγγλία συνεχίζεται ακόμη. Η ιστορία της είναι μαζί θρίλερ (την τελευταία στιγμή λόγω αλλαγής προγράμματος δεν ταξίδεψε με τον Τιτανικό), πολιτικό μυθιστόρημα (με τον ρόλο του Art Council στον μόνιμο ρόλο του Σκρουτζ) και προσωπική σαπουνόπερα.
Τα εσωτερικά της LSO, το περίφημο ελεύθερο πνεύμα των μελών της και η ταραχώδης σχέση τους με τους αρχιμουσικούς της δεν είναι φυσικά μοναδικά, τα ίδια έχουν συμβεί πολλάκις και στο Βερολίνο ή τη Νέα Υόρκη. Σίγουρα πάντως τη δεκαετία του 1960, η LSO ήταν η πιο πανκ ορχήστρα του σύμπαντος. Μεταξύ των αρχιμουσικών που παρουσιάζονται να ορκίζονται να μην την ξαναδιευθύνουν ποτέ είναι και το παιδί - θαύμα της Βρετανίας, Simon Rattle, που τελικά το 2015 έγινε για κάποιο διάστημα ο κανονικός διευθυντής της. Ο αγαπημένος μου Claudio Abbado, δέχεται αρκετή κριτική και δεν είναι όλη αδικαιολόγητη. Υπάρχουν αρκετά ξεκαρδιστικά περιστατικά και ιστορίες που άνετα θα βλέπαμε σε μια ροκ βιογραφία. Σε κάποια φάση μαθαίνουμε πως η ορχήστρα ζήτησε από τον Yevgeny Svetlanov να σταματήσει το αλκοόλ αν θέλει να του δώσουν μόνιμο συμβόλαιο και μόλις αυτό συμβαίνει καταλαβαίνουν ότι αυτό κάνει τις μουσικές παραστάσεις του πιο βαρετές.
Η αφήγηση του Morisson δεν είναι πάντα ενδιαφέρουσα, συχνά γίνεται επίπεδη, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις αφήνει τα προσωπικά του συναισθήματα λίγο πιο ελεύθερα από όσο πρέπει. Όπως όμως και η πορεία μιας ορχήστρας που όχι μόνο δεν ντράπηκε να ηχογραφήσει πλήθος κινηματογραφικών σάουντρακ και γενικά "μη σοβαρών" έργων, αλλά χρησιμοποίησε αυτή την δράση της για να γίνει καλύτερη, έτσι και οι αρετές του βιβλίου στο τέλος υπερτερούν. Το 2004 που κυκλοφόρησε, η LSO απείχε πια πολύ από τον παλιό έντονο εαυτό της, παρέμενε (και παραμένει) ωστόσο, ένα από τα πιο ιδιαίτερα και ιδιοσυγκρασιακά παιδιά της παγκόσμιας λόγιας σκηνής. Και στα 200!
Visions of Jazz - The First Century (Oxford University Press, 1998)
Garry Giddins
Δεν θα υποστηρίξω ότι έχω καταναλώσει αρκετή από την περί την τζαζ βιβλιογραφία για να χαρακτηρίσω κάποιο από τα βιβλία της ως φαβορί για το καλύτερο που υπάρχει (και σίγουρα το προσωπικό μου αγαπημένο είναι το "Living with Jazz" του Dan Morgestern), λίγα ωστόσο συνδυάζουν το βάθος έρευνας και τον ενθουσιασμό του "Visions of Jazz". Ο Giddins, εξαιρετικός τζαζ κριτικός της Village Voice, αποφασίζει στο γύρισμα του αιώνα να προσφέρει ένα βιβλίο που αποδίδει τιμές, λύνει παρεξηγήσεις και γίνεται οδηγός χωρίς ποτέ να γίνει πατερναλιστικό
Κλειδί εδώ είναι ότι ο Giddins γράφει κυρίως ως φαν και δεν διστάζει να το ομολογήσει, πάρα το ότι όπως φαίνεται και στο βιβλίο, λίγοι έχουν τα ανάλογα εφόδια να γράψουν για το θέμα. Παραδέχεται και ο ίδιος ότι έχει αφήσει εκτός σημαντικούς μουσικούς και ότι δεν σκοπεύει να γράψει το απόλυτο βιβλίο για το ζήτημα. Και κάπως έτσι, χωρίς να το ζορίζει, γράφει τελικά ένα βιβλίο που μέσα στην ιδιαιτερότητά του, είναι καλύτερο και από απόλυτο.
Από το πολυσέλιδο αυτό έργο περνάνε όλα τα γνωστά ονόματα και αρκετά λιγότερο γνωστά. Οι σκαπανείς όπως ο Bert Williams κερδίζουν τον χώρο που δικαιούνται στην ανάλυση, ενώ μέινστριμ ονόματα τον βαθύτερο κοινωνικό ρόλο των οποίων προσπερνάμε με ευκολία, όπως φυσικά ο Louis Armstrong, μπαίνουν στα σωστά συμφραζόμενα. Οι ασύγκριτες γνώσεις του Giddins τον εμποδίζουν από το να γράψει με την τυφλή χαρά του φαν και δίνουν στον τόνο του βιβλίου το ιδανικό ταμπεραμέντο.
Το βιβλίο κρατάει μια (πολύ χαλαρή πάντως) χρονολογική σειρά και ασχολείται με τις απαρχές και το bebop έως την μεταμοντέρνα τζαζ και τα ποπ παρακλάδια της. Εδώ είναι και ένα από τα καλύτερα σημεία του βιβλίου. Η υπόθεση ότι οι καλύτεροι του Broadway και της popular περιόδου ανήκουν στη γενεαλογία δεν παρουσιάζεται με το άγχος του εκλεκτικισμού, αλλά ως κάτι οργανικά αυτονόητο. To ότι η Ethel Waters ή ο Sinatra θα μπορούσαν να λείπουν από τη συζήτηση είναι όντως αστείο.
Ο Giddins δεν αποφεύγει τις υπερβολές, όπως όταν ας πούμε γράφει για τον Duke Ellington, αλλά λίγες φορές το βιβλίο είναι κάτι λιγότερο από δίκαιο και συναρπαστικό. Θυμίζει πως η τζαζ αν και έχει σαφείς ιστορικές και φυλετικές ρίζες, στις καλύτερες της στιγμές υπερβαίνει τις προσλαμβάνουσες (τις δικές της και των ακροατών) και ενώνει ευαισθησίες. Δεν καταλήγει σε τέτοια συμπεράσματα λόγω ιδεαλισμού, αλλά μέσα από τη γνώση, κάτι που τους δίνει και μεγαλύτερη αξία. Όταν ο Giddins φεύγει από τις τεχνικές αναλύσεις και μιλάει για φωνές και τραγουδιστές, νιώθεις την αγάπη αυτού που έχει ασχοληθεί με κάτι που δεν θέλει να αφήσει πίσω του ποτέ.
Ανεξάρτητα από τον βαθμό ενδιαφέροντος του καθένα για την τζαζ, το βιβλίο είναι ένα μικρό έπος - οδηγός που μπορείς να πιάσεις και να αφήσεις ανά πάσα στιγμή. Και όπως κάθε παρόμοιο εγχείρημα μπορεί να σου γνωρίσει πράγματα που αγνοείς και ίσως γίνουν μικρά πάθη (όπως μου συνέβη για κάποια στιγμή με τον Don Byron). Η γραφή είναι σεμνή, αλλά δεν μένει καμία αμφιβολία για το ότι ο Giddins θεωρεί αυτή τη μουσική ό,τι καλύτερο συνάντησε ποτέ. Σε κάποια στιγμή, μιλώντας για τον Armstrong αναφέρει πως το file under της τζαζ είναι πως πολλές φορές οι μουσικοί της θεωρούν τους εαυτούς τους πάνω από αυτό που πρόκειται να παίξουν. Διαβάζοντας το βιβλίο θυμάσαι πως κάποιοι από αυτούς δεν έχουν άδικο να έχουν αυτήν τη φιλοδοξία.