Παίζοντας (με) τα τραγούδια των άλλων!
Οι διασκευές είναι αναπόσπαστο κομμάτι της μητέρας επιρροής - ίσως και των εμμονών (μας). Αναπόσπαστο κι απ’ τα θεμελιώδη. Με κορμό τις επιρροές σχηματίζονται γκρουπ κι εμφανίζονται καινούργια πρόσωπα σε σύνθεση και τραγούδι, κι αν προσεγγίσουμε το θέμα ανάποδα χωρίς επιρροές δεν υπάρχει κίνηση στη μουσική, δεν είναι δυνατό να ρυθμιστούν οι μηχανές της.
Προϊόντος του χρόνου, πώς άραγε η σκέψη μας επιδρά πάνω σε ό,τι γνωρίζουμε; …Κάπου τo ’03, νομίζω, στο αφιέρωμα περί διασκευών που κάναμε στο MiC με θυμάμαι να αναφέρομαι στην «υποκειμενική απιστία», έναν χαρακτηρισμό του Josef Dichler, που πίστεψα ότι ταίριαζε γάντι με το κεντρικό νόημα ενός θέματος σαν και το παρόν. Αν τα γραπτά δεν έμεναν και σήμερα ξεκινούσα τούτο το άβολο κείμενο με μνήμη πιο κατεστραμμένη αυτής που ήδη διαθέτω, το πιθανότερο θα ήταν να επανέφερα εκείνον τον χαρακτηρισμό αλλά να ξεχνούσα να τιμήσω ανάλογα τον συγγραφέα του. Υποθέσεις. Περισσότερο για να κουβεντιάζουμε αφού όπως μπορεί να συγκρίνει κανείς η 11δα μου δεν άλλαξε και πάρα πολύ στην ντουζίνα των χρόνων που μεσολάβησε. Άλλαξε ήπια και φυσιολογικά, όσο περίπου άλλαξα κι εγώ μεγαλώνοντας (κι επομένως αναθεωρώντας). Μολονότι κατά την προηγούμενη και την τρέχουσα δεκαετία υποδεχτήκαμε προς ακρόαση άφθονες διασκευές και δεν έλειψαν ανάμεσά τους κι οι επιτυχημένες.
Ωστόσο, και σε κόντρα της πρότασης με την οποία ανοίξαμε, δεν θα μιλήσουμε εδώ για tribute μπάντες και για εκτελέσεις επί εκτελέσεων παλιότερων τραγουδιών που γεμίζουν νέες κυκλοφορίες με ευθύ στόχο την κατανάλωση. Οι οποίες έρχονται ακατάπαυστα ως απλούστευση ή ως μέρος εύκολο και δίχως απαιτήσεις στο γενικότερο κεφάλαιο της διαδοχής των γενεών, και μαζί τους της μόδας, των αγορών και του εμπορίου.
Ορμώμενος απ’ το παραπάνω σημείο, οι διασκευές που αξίζει να ασχολούμαστε μαζί τους πηγαίνουν πολύ πιο πέρα απ’ τις επιρροές. Τις σπάνε. Λειτουργούν ως ανάπλαση των πρωτότυπων κομματιών. Αποκτούν ανταγωνιστική με εκείνα φυσιογνωμία. Διατηρούν την ιδιαιτερότητά τους υπό την αντορνική θεώρηση περί ριζοσπαστισμού. Παίρνουν το προβάδισμα. Δεν ακολουθούν μια συμφωνημένη αναπαραγωγή.
Τι γίνεται όμως με το μήνυμα που από γεννησιμιού του κουβαλάει το κάθε τραγούδι; Υπάρχει δεσμευτικό όριο στην επαναδιατύπωσή του; Γιατί, μπορεί να υπάρξει κάποιο; Αν κανείς διασκεύαζε ακολουθώντας οδοδείκτες και κανόνες δεν θα έφταναν ποτέ στα αφτιά μας το “Alice” και το “This Corrosion” των The Sisters Of Mercy από The Shroud και Lambchop αντίστοιχα, το “Smoke On The Water” των Deep Purple από Señor Coconut And His Orchestra, τραγούδια τoυ Hank Williams από The Residents, το “Ay Carmela” του ισπανικού εμφυλίου από The Ex, το “Trust In Me”, που αρχικώς άνοιγε το soundtrack του “The Jungle Book” της Disneyland, από Siouxsie & The Banshees, το “Billie Jean” από Chris Cornell, το “Johnny B. Goode” του Chuck Berry από Peter Tosh, το “Hells Bells” των AC/DC από The Dandy Warhols, το “Changes” των Black Sabbath από Arab Strap, το “Lady D’Arbanville” του Cat Stevens από And Also The Trees κ.ο.κ. Παραδείγματα που μας λένε και κάτι άλλο. Μας λένε ότι οι μεγάλες διασκευές εμπεριέχουν δυνητικά την πιθανότητα της αποτυχίας. Σε καθένα απ’ τα δευτερόλεπτα της διάρκειάς τους. Και τις λέμε ακριβώς μεγάλες διότι η αποτυχία τελικά είναι που δεν συμβαίνει.
Οπότε, έχουμε και (ξανα)λέμε:
1. Creedence Clearwater Revival – “I Put A Spell On You” (Screamin’ Jay Hawkins)
2. Lydia Lunch – “Gloomy Sunday” (Pál Kalmár/ Rezső Seress)
3. This Mortal Coil – “Song To The Siren” (Tim Buckley)
4. The Doors – “Alabama Song (Whisky Bar)” (Lotte Lenya/ Kurt Weill)
5. The Sisters Of Mercy – “Emma” (Hot Chocolate)
6. Hugo Largo – “Fancy” (The Kinks)
7. Soft Cell – “Tainted Love” (Gloria Jones/ Ed Cobb)
8. David Bowie – “Wild Is The Wind” (Johnny Mathis/ Dimitri Tiomkin)
9. Dévics – “The Man I Love” (Marion Harris/ George Gershwin)
10. Moby – “New Dawn Fades” (Joy Division)
11. The Stranglers – “Walk On By” (Dionne Warwick/ Burt Bacharach)
Απ’ τους συλλογισμούς που προηγήθηκαν εκκινούν οι λόγοι και τα επιχειρήματα που καθιστούν το παραγκωνισμένο “Scratch My Back” του Peter Gabriel ως τον σπουδαιότερο, πρόσφατο δίσκο με διασκευές που απαιτείται να πάρει θέση τιμής στις δισκοθήκες μας, όπως και το γιατί εν κατακλείδι η συνείδησή μας κινήθηκε εξαρχής αθωωτικά ως προς τους Nouvelle Vague και την αναστοχαστική, σχεδόν αρχαιοκαπηλική, πλαστογραφία αυτών.
Πάντως, ας μάθουμε να μην αναζητούμε σε λάθη αφετηρίες εντυπωσιασμού: Δεν βρίσκονται, μα ούτε και θα βρεθούν, διασκευές που να ξεπερνούν τα ορίτζιναλ τρακ. Πρόκειται για ευφυολόγημα φανερά φορτισμένο, το οποίο από πίσω του κρύβει μια μεγαλόπνοη ιδέα που είναι ταυτοχρόνως έξυπνη, αφελής και παλαβή, αλλά απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Εφόσον νιώθετε άνετα με τις αναδρομές στο παρελθόν, γιατί προσωπικά δεν είμαι ποτέ σίγουρος, εδώ βρίσκεται και το παρελθοντικό εγχείρημα του MiC πάνω στις διασκευές, νομίζω πως θα χρησιμεύσει πολλαπλά. Εξάλλου η προσπάθεια να νοηματοδοτηθεί η πολυλειτουργικότητα του κάθε τραγουδιού αφότου γραφτεί, εκδοθεί κι αφεθεί απροστάτευτο, σαν πρώτη ύλη, στις διαθέσεις του οποιουδήποτε επιβουλέα, είναι, και θα παραμείνει, διαρκής. Όπως το λέγαμε και τότε…