Παναρκαδικός - Χαραυγιακός σημειώσατε 1
Μενάνδρου στο Μεταξουργείο, εκεί όπου άφηναν κάποτε (νομίζω ακόμη) τα ΚΤΕΛ λεωφορεία και η επαρχία εφορμούσε στο χάος της πρωτεύουσας. Ώρα πρωινή, ο πυρετός της εργασίας και του μεροκάματου, άνθρωποι πολλοί και βιαστικοί, φανάρια, ώστε αυτή είναι η Αθήνα, η Ομόνοια, όπως ανέβαινες την Αγίου Κωνσταντίνου ο "Δρομέας" να ξεκόβεται σιγά-σιγά μέσα από το νέφος, το τσοντάδικο απέναντι, αλλά εσύ ήσουν ακόμη μικρός, κρατούσες το χέρι του πατέρα και ενδιαφερόσουν για άλλα αντικείμενα του πόθου στο πεζοδρόμιο που φάνταζαν πραγματικά θαύματα της τεχνολογίας. Το πρώτο σου ραδιο-κασετόφωνο ήταν το ταπεινότερο...
[Το πρώτο όμως ραδιόφωνο που ζήλεψα δεν ήταν και εκείνο που απέκτησα. Δεν μιλάω φυσικά για εκείνο το ιερό βαρύ και απρόσιτο Grundig το οποίο ήταν βασιλικά θρονιασμένο στο τραπεζάκι του και η βελόνα του ήταν σχεδόν μονίμως συντονισμένη στην Deutsche Welle (εντάξει για το μηηηηη-γιάγγιχτο στερεοφωνικό του σαλονιού δεν μιλάω καθόλου). Ήταν όμως κάτι μικρά άσημα μαύρα τρανζιστοράκια που ζήλευα (αλλαγή σκηνικού) Κυριακή μεσημέρι, έπειτα γήπεδο που έλεγε ο Λοΐζος, καβγά δεν είχε, ούτε στοιχήματα, μόνο το ΠΡΟΠΟ που είχες παίξει στη γειτονιά, κρύα τα τσιμέντα στις κερκίδες, το γήπεδο ξερό, η μπάλα κακοποιημένη κατά συρροή, παραδίπλα ήταν ο μερακλής μπάρμπας με το φελιζόλ για να μην κρυώνει ο πισινός και το τρανζιστοράκι στο αυτί, το σήμα της αθλητικής εκπομπής, Michel Cretu έδινε το σύνθημα της έναρξης, "πόσο είναι στου Καραϊσκάκη", "έβαλε γκολ ο Πανηλειακός;", ήταν η εποχή που όλα τα ματς σε Α' και Β' και Γ' Εθνική γίνονταν την ίδια ώρα, μάζευες τα αποτελέσματα και περίμενες με αγωνία το βράδυ τα ιταλικά, τι έκανε η Άσκολι με την Αβελίνο μπας πιάσεις κα'να 12άρι (το μεγαλύτερο κέρδος που μου 'λαχε τότε).]
Τελικά το αγάπησα εκείνο το "μάρκας μ' έκαψες και δεν θυμάμαι ποια γιατί είναι κάπου στο πατρικό υπόγειο" ραδιοφωνάκι, έτσι που αναπτύξαμε μια σχέση στενή, σχεδόν σωματική, ήταν μικρό και βολικό και ανθεκτικό για να το πάρεις μαζί στο κρεβάτι το βράδυ σε μια ψευδαίσθηση παρέας, για ένα ακόμη ενοχικό βράδυ του "αύριο έχεις σχολείο" παρέα με τον Ίψεν στο θέατρο της Κυριακής (ή μήπως ήταν Δευτέρα;) ή παίζοντας με την βελόνα στα βραχέα ανάμεσα σε ψηφιακούς συριγμούς και παράσιτα έπιανα μακρινούς σταθμούς σε ακατανόητες εξωτικές γλώσσες, φωνές μέσα από το πέλαγος, ναυτικούς να αφιερώνουν Στέλιο (τι άλλο) στις οικογένειες στην πατρίδα χάρις σε αυτή την ιδιάζουσα μαγεία των βραχέων ραδιοκυμάτων που μπορεί να ταξιδεύουν ανά την υφήλιο, μια μαγεία που δεν χάθηκε (ίσα-ίσα το αντίθετο) όταν χρόνια αργότερα θα μάθαινα τα ντεσού λειτουργίας τους, τις γοητευτικές εξισώσεις του Maxwell δηλαδή, μια μαγεία που θα την ξαναέβρισκα ακόμη πιο πολλά χρόνια αργότερα σε διάφορα hauntology ακούσματα (αλά-Caretaker για παράδειγμα).
Η μουσική από την άλλη ήταν περισσότερο ζήτημα της ημέρας. Mainstream (τι άλλο;) στην αρχή και τσαρτς, Μηλάτος, Ξυνόπουλος τα πρωινά του Σαββάτου, Άκης Έβενης τα μεσημέρια μετά το σχόλασμα, Πετρίδης λίγο αργότερα μετά τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού, απογεματάκι "ξεμυτούσαν" στον αέρα οι πειρατές της πόλης, άλλοι σε φάση "Κούλα μ' ακούς; πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος" (βγαλμένη από την ζωή η ταινία με τον Ψάλτη), οι πιο ψαγμένοι (στην Τρίπολη π.χ. θυμάμαι έναν Κάρολο) σε αφιερώματα-κόπιες του Πετρίδη. Έστω κι έτσι όμως άκουγες και μάθαινες. Και... Δεν θυμάμαι, ανέφερα ότι το ραδιοφωνάκι ήταν σούπερ-ανθεκτικό; Ναι, θα ομολογήσω ότι από τότε επιδιδόμουν ανερυθρίαστα στο έγκλημα της θανάτωσης της μουσικής γράφοντας κασέτες (εκείνα τα χρόνια τη σκότωνε το hometaping, η άτιμη όμως γλύτωσε). Η ανθεκτικότητα λοιπόν χρειαζόταν για όταν θα έτρωγε μια νευριασμένη μπούφλα όταν εκεί που έγραφες το σούπερ-καινούργιο γαμάτο τραγούδι που έμαθες, ο παραγωγός μίλαγε από πάνω και στην χάλαγε. Αργότερα θα μάθαινα από πρώτο χέρι ότι πολύ "ψαγμένοι" το έκαναν αυτό εξεπιτούτου για να μην τους "κλέβουν" τα τραγούδια (έτσι για να βλέπετε από τι γλυτώσαμε χάρη στα καινά δαιμόνια της εποχής μας, τα downloading που πάλι θέλουν λέει να σκοτώσουν τη μουσική, αλλά να δείτε που η άτιμη πάλι θα την σκαπουλάρει).
Κάπου εδώ η ιστορία θα μπορούσε να συνεχιστεί σε πολλά άλλα επεισόδια, να πιάσει τον ερχομό της ελεύθερης ραδιοφωνίας όταν ως γνωστόν πήξαμε στον πλουραλισμό και στις διαφορετικές επιλογές, να σταθεί στον τελευταίο σταθμό που άκουγα συστηματικά τον Ρόδον (94.4 ήταν;) και το τελευταίο του βράδυ με μια ολονύχτια εκπομπή του Λεωνίδα Σκιαδά να καταλήγει μελοδραματικά σε ένα καρδιογράφημα θανάτου, να φτάσει στην πρώτη φορά που η παιδική φαντασίωση του μικροφώνου θα γινόταν πραγματικότητα (και μαζί να ξεχάσει το άδοξο τέλος), μέχρι το σήμερα και τις μεταδεύτερες περιπέτειες.
Όλες αυτές είναι όμως άλλες ιστορίες...