Περπατώντας με τον Μπάμπη
Ξεκινάω να γράψω για τον Μπάμπη και καταλήγω να γράφω για τον εαυτό μου. Κλείνει το μαγαζί το μεσημέρι και περπατάμε μαζί γυρνώντας στα σπίτια μας. Τον αφήνω στην Αχειροποίητο - πού έμενε τότε; στην Πλάτωνος ίσως - και συνεχίζω. Το θυμάμαι σαν να ήταν τώρα, το θυμάμαι σαν να ήταν πολύ παλιά (και πράγματι έχουν περάσει πολλά χρόνια), καμιά φορά μου φαίνεται ότι δεν συνέβηκε ποτέ. Λόγω του προβλήματος της υγείας του είχε ένα χαρακτηριστικό περπάτημα λίγο σαν να κούτσαινε, λίγο χοροπηδηχτό. Το έβρισκα εξαιρετικά χαριτωμένο. Όταν αγαπάς κάποιον ….
Ο Μπάμπης ανακατευόταν με οτιδήποτε σχετικό με τη μουσική που αγαπούσε. Ραδιόφωνο, φανζίν, εταιρία δίσκων, δισκάδικο και αλλά πολλά. Είχε σε όλα ταλέντο, βαθιά γνώση και εντιμότητα. Και σεβόταν αναγνώστες, ακροατές και πελάτες.
Δεν χρησιμοποίησε κανέναν μουσικό, δίσκο, τραγούδι ή οτιδήποτε για να αναδείξει τον εαυτό του. Αντιθέτως, πρόσφερε όλα τα χαρίσματά του για να μεταδώσει την αγάπη του για τη μουσική. Δεν κολλούσε ποτέ σε κάποιο μουσικό ρεύμα, δεν προτιμούσε ούτε τους ανανεωτές, ούτε τους παραδοσιακούς, ούτε τους σκληροπυρηνικούς, γιατί ακριβώς δεν χρειαζόταν συμμαχίες, κλίκες, παρεάκια και καβάντζες. Καταλάβαινε τι αξίζει στη μουσική, και κατά βάθος ήξερε καλά τι αξίζει και αυτός.
Ο Μπάμπης δεν μιλούσε πολύ, καμιά φορά και καθόλου. Αλλά παρά την αρχική αμηχανία που μπορεί να προκαλέσει η σιωπή, είχε τον τρόπο να σε κάνει να αισθάνεσαι άνετα. Να μην ντρέπεσαι καθόλου να μοιραστείς την άγνοιά σου ή ακόμη και την πιο ανατριχιαστική κρυάδα.
Τον κόσμο τον αλλάζουν όσοι θέλουν πραγματικά να τον αλλάξουν. Και ο Μπάμπης άλλαξε όσους ήταν κοντά του. Όχι τόσο γιατί μας έμαθε συγκροτήματα και δίσκους, ή γιατί μας έδειξε ότι σημασία έχει η ουσία και όχι η φιγούρα, όσο γιατί κάνοντας παρέα μαζί του γίναμε λιγότερο κωλόπαιδα. Δεν γκρίνιαζε για όλα τα προβλήματα που είχε, και είχε περισσότερα από όλους μας. Ήθελε να επικοινωνήσει και να προσφέρει χωρίς ποτέ να κάνει τον έξυπνο. Έχοντας γνωρίσει τον Μπάμπη δεν μπορείς παρά να βάλεις τα γέλια με όποιον τσιγκουνεύεται να μοιραστεί οτιδήποτε έχει να κάνει με τη μουσική, για να ξεχωρίσει δήθεν ως κάτοχος του σπάνιου δενξερωτί και γενικότερα να βάζεις τα γέλια με κακίες και μικρότητες.
Όταν πέθανε ο παππούς μου ο Θανάσης, που του είχα αδυναμία, ήμουν έντεκα χρονών. Το μόνο που ήθελα ήταν να μπορέσω κάπως να έχω ακόμη μια δυο ώρες μαζί του. Αυτό σκέφτηκα και με τον θάνατο του Μπάμπη. Εντάξει, πέθανε, δεν γίνεται όμως να περάσω να τον δω να πούμε δυο τρεις σαχλαμάρες ακόμη;