Πρέπει να κρίνεις ένα δίσκο απ’ το εξώφυλλό του
Ο λαός έχει ένα ρητό που στην pop κουλτούρα δεν εφαρμόστηκε ποτέ, παρόλες τις προσπάθειες του Μπο Ντίντλεϊ. Λέει πως δεν μπορείς να κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του. Όμως, απ’ την στιγμή που ο Τζέιμς Ντιν φόρεσε τζιν, οι κομήτες του Μπιλ Χάλεϊ χόρεψαν γύρω απ’ την ζούγκλα του μαυροπίνακα και ο ατίθασος Μάρλον Μπράντο προσφέρθηκε να επαναστατήσει (χωρίς αιτία κι αυτός) σε οτιδήποτε ενδιαφέρον του πρότειναν, κάθε προβληματισμένος νέος που θέλησε να ανήκει σε μια ομάδα με κοινές ανησυχίες (το “In Crowd” που έλεγε και ο Ντόμπι Γκρέυ), ζύγισε τις επιλογές του με βάση το φαίνεσθαι. Τα κριτήρια ήταν προφανή, τα ρούχα (στενά τζιν ή καμπάνες, στενά πουκάμισα με σηκωμένους γιακάδες ή μη, το παπούτσι-σκαρπίνι, τζάκετ ή παλτό κτλ.), το χτένισμα (κοκόρι αλά Έλβις ή κόμη κουρεμένη με το κατσαρολάκι και φράντζα, αφάνα ή ξούρα, πόσα εκατοστά την έχεις την φαβορίτα κ.ά.) και έπειτα οι πολιτικές πεποιθήσεις, οι αναγνωστικές προτιμήσεις, οι ταινίες και φυσικά, η μουσική.
Πέραν του ραδιοφώνου και των άλλων γνωστών πηγών πληροφόρησης της εποχής, η επιλογή της μουσικής δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αισθητική εξαίρεση, εκτελώντας ανασκαφές στο δισκοπωλείο της γειτονιάς σου για να νιώσεις εκείνη την μαγική στιγμή της ανακάλυψης ενός όμορφου εξωφύλλου. Ιδιαίτερη είναι η χάρη του να χαζεύεις το εξώφυλλο, την (τυχόν) φωτογραφία στο οπισθόφυλλο, να διαβάζεις τα liner notes, να ανακαλύπτεις φωτογράφους και ζωγράφους μέσα από την μουσική, να αναλύεις τις διάφορες μικρολεπτομέρειες του εξωφύλλου που δεν είχες δει την πρώτη φορά που στάμπαρες τον δίσκο, ή να ζηλεύεις που κάποιος/α είδε μια κρυμμένη αναφορά πριν από εσένα (τύπου Blackstar). Εκεί έρχονται ο φωτογράφος και ο γραφίστας του δίσκου για να αποδώσουν οπτικά αυτό που αργότερα θα γλιστρήσει προσεκτικά στην βελόνα του πικάπ και ακολούθως θα χαϊδέψει τα τύμπανά σου. Η ενδυμασία του τραγουδιστή, το μαλλί, η γραμματοσειρά με την οποία αναγράφεται (ή όχι) το όνομά του και ο τίτλος του άλμπουμ, η φωτογραφία του που αντανακλά το πνεύμα της εποχής, το βλέμμα του μοντέλου, η φυσικότητα, τα συναισθήματα που σου προκαλεί ο συνδυασμός όλων αυτών, είναι καθοριστικοί παράγοντες στην τελική επιλογή, ανάλογα βέβαια πού ανήκεις: μοντάς, ροκάς (σκληρός ή μαλακός), σοουλάς, τζαζεμένος, ράσταμαν και πάει λέγοντας, κάθε είδος έχει πάνω-κάτω το δικό του στυλ.
Υπάρχουν πολλά κλασσικά εξώφυλλα δίσκων· από πού να το πρωτοπιάσεις. Από το ντεμπούτο του Έλβις και το “London Calling”, στη μπανάνα των Velvets, το “Bitches Brew”, τη “Dusty στο Memphis”, το “Let It Bleed”, το “What’s Going On”, τον “Sgt. Pepper”, το “Endtroducing”, το “Aladdin Sane”, το “Things Fall Apart”, το “Daydream Nation” και τα λοιπά-και τα λοιπά. Δεν θα μπορούσα να καταλήξω εύκολα στα καλύτερά μου, αν και πήρατε μια ιδέα, γι’ αυτό θα περιοριστώ στα αγαπημένα μου funk και soul εξώφυλλα (άσε που έτσι θα αποφύγω διαμάχες του τύπου «μα δεν έβαλες το Nevermind και το Country Life;») που απευθύνονταν στη μαύρη εργατική τάξη και τους φίλους της. Δηλαδή αφάνες κι άγιος ο θεός; Περίπου.
11) Archie Bell and the Drells - Tighten Up (Atlantic/ 1968/ Design: Loring Eutemey)
Ο Archie Bell ακούγεται να λέει στο φερώνυμο single “We dance just as good as we want. Hell, we dance a lot better than we walk!”. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η συγκεκριμένη ατάκα, αποτυπώνεται άψογα στο mod-ίζον εξώφυλλο του δίσκου. Ο νεαρός φαίνεται να έχει απορροφηθεί τόσο πολύ από το clap-clap και το groove των Drells (και των T.S.U. Toronadoes για να είμαστε ιστορικά ακριβείς) που δεν έχει παρατηρήσει την κούκλα δίπλα του που χορεύει στον ίδιο ρυθμό. Ή μήπως επειδή αυτός είναι πέρα βρέχει, η κοπελιά πάει να σπάσει τον πάγο και να τον αρπάξει για χορό; Όπως και να ‘χει, με τέτοια πρωτοπόρα φανκιά, το happy end θεωρείται δεδομένο.
10) The Meters – Struttin’ (Josie/ 1970/ Design: The Graffiteria/ Art Direction: Janie Gans)
Αυτό είναι το σίκουελ του κλασσικού “Cissy Strut”, του single στο οποίο χρωστάνε όλη την μετέπειτα επιτυχία τους. Πνευματικό αδελφάκι του “Do The Funky Chicken”, το κύριο single “Chicken Strut” παίρνει σάρκα και οστά μέσω του cover που επιμελήθηκε ο μουσικός παραγωγός τους Janie Gans, όπου πολύ απλά, παρατηρούμε μια επαναλαμβανόμενη, cool σιλουέτα κόκορα (των Ίνκας προφανώς) που χορεύει. Το κόλπο παλιό και χιλιοδοκιμασμένο στη τέχνη του κόμικ, αλλά εδώ, δεν χρειάζεσαι συννεφάκια για να ακούσεις τον εκστασιασμένο κόκορα με τα αυτοκρατορικά φτερά, να σκούζει κικιρικικί, προοικονομώντας αυτά που πρόκειται να ακολουθήσουν.
9) Kool & The Gang - Spirit of the Boogie (De-Lite/ 1975/ Art: Henry Arvinger)
Ασπαζόμενοι το ρεύμα του Παναφρικανισμού και των native Americans, οι Kool & The Gang, μας έδωσαν έναν από τους καλύτερους funk δίσκους που έγιναν ποτέ, μαζί με το πιο kool και ψυχεδελικό εξώφυλλό τους - που θα μπορούσε να ήταν του “Bitches Brew”. Είναι μάταιο να προσπαθήσεις να ερμηνεύσεις το σουρεαλιστικό artwork του Henry Arvinger που δεν περιορίζεται στο front cover. Μπορείς όμως να το φανταστείς ως ένα τοτέμ του funk, όπου γύρω του κουνιούνται σε παγανιστικούς ρυθμούς, οι θαμώνες των κλαμπ του Χάρλεμ, το μακρινό πια 1975.
8) Curtis Mayfield – There's No Place Like America Today (Curtom/ 1975/ Photography: Margaret Bourke-White)
Η αυθεντική φωτογραφία τραβήχτηκε 40 χρόνια πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ και απεικονίζει τα θύματα μιας πλημμύρας που περιμένουν στην ουρά για ένα κομμάτι ψωμί. Από πάνω τους, μια ισχνής αισθητικής προπαγανδιστική αφίσα με το μεγάλο Αμερικάνικο όνειρο να ποδοπατεί τα θύματά του – που όλως τυχαίως, είναι όλοι Αφροαμερικανοί. Ο μεγάλος Curtis Mayfield, άλλαξε το σλόγκαν της αφίσας που κανονικά έλεγε “There’s no way like the American Way” και γύρισε την κατεύθυνση της ουράς απ’ τα δεξιά στα αριστερά, εντείνοντας το χάσμα μεταξύ του απατηλού ονείρου και του σκληρού ρεαλισμού. Όπως ακριβώς τα περιγράφει κι ο ίδιος στο αριστουργηματικό του άλμπουμ.
7) Booker T. & The MG’s – Soul Limbo (Stax/ 1968/ Photography: George Whiterman/ Art Direction: Christopher Whorf)
Οι Booker T. & The MG’s ήταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα που συμπεριλάμβαναν λευκούς (Steve Cropper και Donald “Duck” Dunn) και μαύρους (Booker T. Jones και Al Jackson Jr.) μουσικούς. Όλα τα εξώφυλλά τους ήταν εφάμιλλα του ξεχωριστού soulful ήχου τους, αλλά το συγκεκριμένο φωνάζει πως η μουσική και ο έρωτας δεν γνωρίζουν χρώμα, καταγωγή ή οτιδήποτε άλλο. Το γεγονός πως το μήνυμα περνά μέσα από μια φωτογραφία που έχει τραβηχτεί σε παραλία μακριά από το Μέμφις, σπάει τα τότε στενά σύνορα της μουσικής της Stax. (Και αχ, αυτό το ελαφρύ ανασήκωμα του γόνατου, αχ!)
6) Wanda Robinson – Black Ivory (Perception/ 1971/ Photography: Reginald Wickham/ Design: James Martin Stulberger)
Γνωστή/άγνωστη σήμερα σαν η performance poet Laini Mataka, η Robinson επέλεξε απ’ τον κατάλογο της Perception διάφορα instrumentals για να ντύσει μουσικά τα ποιήματά της. Η γλυκιά αλλά δυναμική φωνή της, είναι γροθιά διαμαρτυρίας κατά της κοινωνικής καταπίεσης των μαύρων και υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης, όλων των χρωμάτων. Η εικοσάχρονη τότε ποιήτρια Wanda Robinson φωτογραφίζεται γυμνή, σαν μια «Μαύρη Αφροδίτη», σαν ένα κομμάτι μαύρου ελεφαντόδοντου που εισάγεται από την Αφρική, στριμωγμένο στο αμπάρι ενός σκλαβοκάραβου, περιμένοντας να γνωρίσει το δυνάστη της. Δεν είναι δυστυχισμένη, κάθεται ήσυχα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να εκραγεί, για να κάνει την επανάστασή της.
5) Otis Redding – Otis Blue (Stax/ 1965/ Photography: Pete Sahula & Jim Marshall)
Μισό αιώνα μετά τον τραγικό θάνατο του Otis, το μυστήριο της γυναίκας που κοσμεί με τόσο αισθαντικό τρόπο το εξώφυλλο του “Otis Blue”, καλά κρατεί. Φήμες λένε πως ίσως είναι η Nico, η ίδια όμως δεν το επιβεβαίωσε ποτέ. Άλλοι λένε πως είναι ένα άλλο μοντέλο από την Γερμανία ονόματι Dagmar Dreger, ούτε ο ίδιος ο φωτογράφος δεν θυμάται πια. Όποια και να είναι πάντως η κοπελιά, αποτυπώνει με ιδανικό τρόπο το πάθος και τον ερωτισμό της φωνής του Otis Redding, του τραγουδιστή που ύμνησε τόσο έντονα τον έρωτα και την απώλειά του, όσο κανένας. Κάτι αντίστοιχο ίσως βίωνε και το κορίτσι του εξωφύλλου ήταν blue όπως ήταν πάντα κι ο Otis.
4) Stevie Wonder – Innervisions (Tamla Motown/ 1973/ Art: Efram Wolff)
Σταθερός κοινωνικός σχολιαστής των τεκταινόμενων στην Αμερική την δεκαετία του ’70, ο Stevie δεν σταμάτησε στιγμή να εκφράζει πολιτική θέση μέσω των δίσκων του. Μπορεί καμιά φορά, το μουσικό περιτύλιγμα και το πηγαίο του χαμόγελο να ξεγελάει τον ανυποψίαστο περαστικό, αλλά μια πιο προσεκτική κριτική της πορείας του, τον δικαιώνει εύκολα. Το “Innervisions” είναι το καλύτερο διαπιστευτήριο γι’ αυτό. Η φυσική ανικανότητα του Wonder στην όραση, δεν τον εμποδίζει να «δει» τα προβλήματα της εποχής, την συστηματική αστυνομική καταστολή και τον ρατσισμό, τα ναρκωτικά και την ανεργία που έπνιγαν τα κατώτερα στρώματα, την πολιτική διαφθορά (βλ. Watergate) κτλ., μα πάνω απ΄ όλα αυτά, τον έρωτα να ασφυκτιά μέσα στην τσιμεντένια ζούγκλα. Στο εξώφυλλο του Efram Wolff, οραματίζεται πέρα απ’ το δέντρο και την ζούγκλα εκείνη.
3) Isaac Hayes – Black Moses (Stax/ 1972/ Photography: Joel Brodsky/ Art Direction: David Krieger)
Τρία χρόνια πριν το “Black Moses”, ο Isaac Hayes αποφασίζει να φωτογραφηθεί προβάλλοντας το γυμνό κρανίο και το αλυσιδωτό του γιλέκο για το “Hot Buttered Soul”. Ένα ισχυρό statement, πέρα απ’ τα συνηθισμένα covers με τα afro. Μετά το “Shaft”, έγινε ο ήρωας κάθε Αφροαμερικάνου και με το “Black Moses” θέλησε να γίνει ο σωτήρας κάθε καταπιεσμένου μαύρου. Το επικών διαστάσεων άλμπουμ, όταν ανοιχτεί “to its full glory”, φανερώνει έναν Μεσσιανικό, κουκουλοφόρο Isaac με σανδάλια, (κάτι σαν) χιτώνα και μαύρα γυαλιά, να στέκεται στην άκρη της θάλασσας και να προσεύχεται. Το concept, όσο θείο φαίνεται άλλο τόσο σατυρικό και οξύμωρο είναι. Όσο και να ανοίξει τον Μισισίπι στα δυο για να περάσει ο λαός του, αν ο ίδιος ο λαός δεν πορευθεί προς το ποτάμι, το μόνο που θα καταφέρει είναι μια τρύπα στο νερό. (Ε, και μετά έγινε σαϊεντολόγος.)
2) Margie Joseph - Margie Joseph (Atlantic/ 1973/ Photography: Joel Brodsky/ Design: Loring Euterney)
Είναι δυνατόν να πετύχεις αυτό το εξώφυλλο στα σκονισμένα ράφια ενός δισκοπωλείου και να μην το αγοράσεις; Η δικαιολογημένη άγνοιά σου για το ποιόν της Margie, δεν είναι ανασταλτικός παράγοντας μπροστά στη γοητεία αυτή της πόζας. Το σέξι βλέμμα που σε καρφώνει μονομιάς, η ελαστικότητα και ο ερωτισμός με τον οποίο στηρίζει τα άκρα της, το μυστήριο που αποπνέει το φόρεμα που γλιστρά πάνω στο πυρήνα του κορμιού της, γειώνονται κατευθείαν μόλις εντοπίσεις την αντιφατικότητα πίσω από τα μάτια της. Από εκεί εκπέμπονται αστροπελέκια που δεν σου αφήνουν μετέωρες ερωτήσεις όσον αφορά την θέση της σαν γυναίκα που δεν διεκδικεί τον σεβασμό σου, τον θεωρεί δεδομένο. Και καλά θα κάνεις να το καταλάβεις αυτό.
1) Marvin Gaye – I Want You (Motown/ 1976/ Art: Ernie Barnes/ Title: Sugar Shack)
Πως γίνεται ένας πρώην ποδοσφαιριστής, να αποτυπώνει με τέτοιο τρόπο τη νιότη του; Σύμφωνα με τον Ernie Barnes, τον ζωγράφο του πίνακα, αυτή είναι η στιγμή που η παιδική αθωότητα συναντά την γλυκιά αμαρτία του καταραμένου χορού της soul. Είναι Σάββατο βράδυ, η μέρα που όλοι θα ξεπλύνουν την δυστυχία της καθημερινότητας με τον ιδρώτα τους. Μαζί τους κι εσύ. Δεν μπορείς να αντισταθείς στην ένταση και στον ρυθμό της soul, στον ερωτισμό και στην κίνηση του πίνακα. Απ’ όπου και να ξεκινήσει να σαρώνει το μάτι σου, θα διακρίνει χέρια, πόδια και χείλη να ελίσσονται αρμονικά μεταξύ τους, κανείς δεν έχει αποκλειστικό παρτενέρ, όλοι μαζί είναι ένας οπτικός εορτασμός. Έτσι, ξέρεις τι πρόκειται να ακούσεις, πριν καν ανοίξεις τη συσκευασία. Δεν χρειάζεσαι το πρόσωπο του τραγουδιστή εδώ – όπως π.χ. στο “What’s Going On”. Ο Marvin, διάλεξε το καλύτερο εξώφυλλο που υπήρξε για το ερωτικό του ρέκβιεμ.
Επίσης, τρία παραδείγματα προς αποφυγήν, τα οποία επαληθεύoυν την ανυπαρξία της αρνητικής διαφήμισης:
3) Olympic Runners – Put The Music Where Your Mouth Is (London/ 1974/ Art: unknown)
Οι, κατά τ’ άλλα εξαιρετικοί funkers από την Αγγλία Olympic Runners, εκτός από την κακόγουστη επιλογή ονόματος (η αντικειμενικότητα δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση) δεν ήταν ιδιαίτεροι fans του μεταφορικού λόγου. Όταν λέμε να βάλεις την μουσική στο στόμα σου δεν το εννοούμε στην κυριολεξία. Δεν βάζεις μικρογραφίες ενός πιάνου, μιας κιθάρας, των ντραμς ή ό,τι άλλο έχεις στην οδοντοστοιχία της κοπέλας στο εξώφυλλο. Δεν καταλαβαίνεις πως την κάνεις να φαίνεται λες και της έχει κολλήσει μια ακρίδα στα δόντια;
2) Passion – Passion (Interlude/ 1979/ Photography: Trudy Schlachter/ Design: Ancona Design Atelier)
Η φωτογραφία, της οποίας ο εμπνευστής είναι γυναίκα, προσπαθεί να περιγράψει σεμνότατα την καυτή και ιδρωμένη πορεία σου προς την πίστα της ντισκοτέκ της εποχής κι ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεν διαφωνούμε πως κάποιες εξαιρέσεις της ντίσκο είναι κάργα ερωτικές αλλά εδώ το παρακάναμε κομματάκι (τι θα έλεγαν η Margie και η Wanda;). Το άλμπουμ φέρει τον ίδιο γραφικό τίτλο με το συγκρότημα, που επέλεξε για φορολογικούς λόγους (ή μήπως φοβήθηκε το κράξιμο της εποχής;) να αλλάξει το όνομά του από Amant σε Passion, μόνο και μόνο γι’ αυτό το δίσκο. Απ’ την άλλη, αν η συγκεκριμένη φωτογραφία ήταν του Mapplethorpe, δεν θα την κατηγορούσε κανείς.
1) Millie Jackson - Back to the Shit! (Jive/ 1989/ Photography: Douglas Rowell)
Το concept δεν είναι καθόλου προβοκατόρικο. Αυτό που βλέπεις, αυτό θα ακούσεις. Η καλλιτέχνιδα κάθεται, όπου καθόμαστε κι εμείς πολλές φορές κατά την διάρκεια της μέρας, εκτός απ’τις στιγμές που κατουράμε στο πηγάδι. Πολύ φυσική, με τα εσώρουχά της κατεβασμένα, τη δεξιά γόβα στο χέρι – γιατί, το smart phone είναι καλύτερο; - και με εκφραστικότητα που θυμίζει τους μορφασμούς του Screaming Jay Hawkins όταν τραγούδαγε τα «Μπλουζ της Δυσκοιλιότητας». Η γνωστή βωμολόχα Millie, σε αυτό το live album εναλλάσσει τραγούδι με stand-up comedy όπου θαρρείς πως την ακούς να απαγγέλει ντε Σαντ και αποσπάσματα από το ανθολόγιο του «Μεγάλου Ανατολικού» όπου σεξουαλικές εμπειρίες και συμβουλές μετατρέπονται σε σκατολογικού χιούμορ ελεγείες. Παρόλα αυτά, το θηλυκό alter-ego του Isaac Hayes μας έχει δώσει τουλάχιστον μια χούφτα υπέροχους δίσκους και προτιμάμε να τη θυμόμαστε γι’ αυτούς. Πάντως σε περίπτωση που ανησυχήσατε, στο οπισθόφυλλο ποζάρει χαμογελαστή και εμφανώς ανακουφισμένη.