Πρώιμες και όψιμες συγκινήσεις
Ευτυχώς που υπάρχουν και οι υπολογιστές, γιατί αν προσπαθούσα να γράψω αυτό που διαβάζετε αυτή τη στιγμή σε χαρτί, θα είχα ήδη σκίσει πάνω από είκοσι σελίδες. Δεν ήμουν και πολύ σίγουρος αν οι αναμνήσεις μου ενδιαφέρουν τους αναγνώστες του Mic, διαβάζοντας όμως τα υπέροχα κείμενα όσων ήδη συμμετείχαν, και έπειτα μιας τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Πάνο τον Πανότα, αποφάσισα να γράψω κι εγώ κάποια από τα μουσικά μου "απομνημονεύματα".
Δεν υπάρχει τίποτα glamorous στους πρώτους δίσκους που αγόρασα, κι αυτό γιατί οι πρώτοι δίσκοι (ή μάλλον κασέτες) μου ήταν οι συλλογές τύπου "Super Hits 1986" που διαφημίζονταν στην τηλεόραση κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα και περιείχαν τα χιτάκια της εποχής. Ο πρώτος "κανονικός" δίσκος ήταν το "The Soul Cages" του Sting, και ακόμα θυμάμαι τα τρελά χασμουρητά που έριχνακατά τη δεύτερη πλευρά του δίσκου,προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι ο δίσκος μ'αρέσει και πως οι ωραίες μου 1500 δραχμές δεν είχαν πάει χαμένες.
Πριν από αυτό όμως, σε μια πολύ πιο τρυφερή ηλικία (μιλάμε για μονοψήφιο αριθμό), υπήρχε στο σπίτι ένα πικάπ το οποίο ήταν στα τελευταία του, και για το λόγο αυτό, οι γονείςμου το είχαν εμπιστευτεί στα χέρια τα δικά μου και του αδερφού μου, προφανώς για να το αποτελειώσουμε. Η δισκοθήκη του σπιτιού ήταν χωρισμένη σε δύο μέρη: οι καλοί δίσκοι, και οι κακοί δίσκοι. (Ο διαχωρισμός αφορούσε το πλήθος από γρατζουνιές που έφερε το βινύλιο και όχι τη μουσική καθεαυτή). Οι καλοί δίσκοι ήταν αυτοί που απαγορεύονταν να παιχτούν στο δικό μας πικάπ, ενώ οι κακοί δίσκοι ήταν δικοί μας να τούς κάνουμε ότι θέλαμε, κι αυτό ακριβώς κάναμε. Όταν βαριόμασταν να τους βάλουμε στο πικάπ, πολύ απλά τους γυρνάγαμε πάνω στα γόνατά μας και τραγουδούσαμε εμείς. Από αυτήν τη συλλογή που αριθμούσε γύρω στους 50 δίσκους, το ενδιαφέρον μου μονοπωλούσαν δύο δίσκοι με παιδικά τραγούδια, το "Για Σένα" του Γιάννη Πουλόπουλου (το οποίο θεωρείται από τους χειρότερους δίσκους του, αλλά τότε το έβρισκα πολύ ωραίο) καθώς και μία μυστηριώδης συλλογή με τίτλο "Hot Hits 7" που περιείχε 16 ξένα κομμάτια.Οι καλλιτέχνες δεν αναγράφονταν στο οπισθόφυλλο, μόνο οι τίτλοι των κομματιών. Με μερικά από αυτά είχα φάει απίστευτο κόλλημα. Πολλά χρόνια αργότερα, θα συνειδητοποιούσα ότι τα τραγούδια της συλλογής δεν ήταν οι αυθεντικές εκτελέσεις, ακόμα και σήμερα όμως, τις προτιμώ από τα originals. Μερικά από εκείνα τα κομμάτια ήταν το "You've Got A Friend" της Carole King, το "Hot Love" των T.Rex, ή το "Sweet Hitch-Hiker" των Creedence Clearwater Revival.
Κάπως έτσι, λοιπόν, πέρασαν τα παιδικά χρόνια, ακούγοντας Creedence Clearwater Revival, στο καπάκι το "Περνά περνά η μέλισσα", έπειτα ένα ιταλικό παλαιομοδίτικο 7ιντσο που μάς είχε χαρίσει μια ξαδέρφη μας και μετά λίγο Πουλόπουλο, έχοντας με τον αδερφό μου πλήρη άγνοια ότι μέσα στο δωμάτιό μας στήναμε καθημερινά ένα μικρό Womad.
Τελικά το πικάπ άντεξε από τη σκληρή χρήση και των δυο μας, αλλά αποφασίσαμε να το φυλάξουμε, μιας και αφενός είχαμε βαρεθεί να ακούμε συνέχεια τους ίδιους δίσκους, αφετέρου είχε έρθει η εποχή των κασετών. Μία από αυτές ήταν και τα "Ζεστά Ποτά" των αδερφών Κατσιμίχα. Δεν είχα ιδέα για ποιο πράγμα μίλαγε ο "Φάνης", ήξερα όμως ότι το "Υπόγειο" ήταν (και είναι) ένα από τα ομορφότερα τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας. Ακούγοντας όλο το δίσκο πολλά χρόνια μετά, φαίνεται πως όσο περισσότερος καιρός κι αν περάσει, τόσο πιο συναρπαστικό ακούγεται αυτό το album. Πρόσφατα ρώτησα τον αδερφό μου - ο οποίος έχει την πλήρη δισκογραφία - αν οι Κατσιμιχαίοι έχουν κάνει κάτι τόσο καλό - έστω και στο εν δέκατο - όσο τα "Ζεστά Ποτά". Δίστασε πριν μου απαντήσει, και κατάλαβα ότι αυτό σήμαινε όχι.
Εν τω μεταξύ, το ραδιόφωνο είχε αρχίσει να καλύπτει την ανάγκη μου για καινούρια πράγματα. Θα ήθελα πολύ να πω ότι άκουγα κι εγώ τις εκπομπές του Πετρίδη, αλλά οι δικές μου επιλογές ήταν Ναταλία Γερμανού στον Σκάι 100,4 (στην Κοσκωτά - εποχή), Τσαουσόπουλος στον Antenna (θυμάστε τις "ηλεκτρικές αφιερώσεις";) και Μουρατίδης στον Κλικ. Ο τελευταίος πάντως ήταν μεγάλο σχολείο. Για κάποια εποχή, το δίωρο 10-12 το βράδυ είχε γίνει το αγαπημένο της ημέρας, περιμένοντας να παίξει ξανά το "Interlude" με τον Morrissey και τη Souxsie, το "I Touch Myself" των The Divinyls, το "You're In A Bad Way" των Saint Etienne ή το "Crying", σε ντουέτο του Roy Orbison με την kd Lang. Τo "Crying" -- ένα από τα απόλυτα αγαπημένα μου κομμάτια: όταν το άκουσα στο "Mulholland Drive" να το ερμηνεύει η Rebecca Del Rio στη σκηνήμε το "Club Silencio" είχα ανατριχιάσει ολόκληρος. H μελωδία του είναι τόσο τέλεια που νομίζω ότι θα μού άρεσε ακόμα κι αν το τραγουδούσε η Καλομοίρα. (sorry για την προσγείωση, αλλά ήρθε συνειρμικά λόγω Μουρατίδη).
Ένα άλλο κομμάτι που θυμάμαι πολύ έντονα ήταν το "I'd Die Without You" των PM Dawn.Toυς PM Dawn δεν τούς πολυχώνευα. Ήταν εκείνοι οι τύποι (ένας πάνχοντρος κι ένας κανονικός) που είχαν σαμπλάρει το "True" των Spandau Ballet και είχαν κάνει ένα χιτ με τον ανεκδιήγητο τίτλο "Set Adrift On Memory Bliss". Το "I'd Die Without You" όμως, υπήρξε κάτι ξεχωριστό. Ναι, είναι τόσο μελό όσο λέει ο τίτλος του, και ακουγόταν στη χαζοταινιούλα "Boomerang" με τον Eddie Murphy, αλλά και πάλι, βγάζει τόσο αυθεντικό πάθος όσο λίγα soul τραγούδια των nineties. Κατεβάστε το, και φανείτε επιεικείς μαζί μου.
Η ενασχόληση με τη μουσική έγινε εθισμός όταν μέσα στο 1992 ανακάλυψα τους James,και ένα χρόνο μετά τους Suede και την Βjork. To "Sound" των πρώτων, το "So Young" των δεύτερων και το "Venus As A Boy" της τρίτης με έχουν σημαδέψει βαθιά, και το ίδιο έχει γίνει και με κομμάτια όπως το "There's A Light That Never Goes Out" των The Smiths, το "Abba On The Jukebox" των Trembling BlueStars, το "In The Aeroplane Over The Sea" των Neutral Milk Hotel, το "Song To The Siren" από τους This Mortal Coil, το "Every Word" των Belly, το "Each Man Kills The Thing He Loves" του Gavin Friday, το "Όλα σε θυμίζουν" με την Χαρούλα Αλεξίου, το "To τέλος ενός καλοκαιρινού έρωτα" του Νίκου Γράψα,το "Gone" των The Heart Throbs, το "Radars" των Dawn Of The Replicants, το "Birthday" των The Sugarcubes, το "Fish" των Throwing Muses, oποιοδήποτε κομμάτι από το πρώτο album των Verve...
... και ο κατάλογος είναι προφανώς ατελείωτος. Στέκομαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή ρίχοντας ματιές στα cds που βρίσκονται γύρω μου και θυμάμαι συνεχώς τραγούδια στα οποία έχουν παγιδευτεί αναμνήσεις, όνειρα, φιλίες, έρωτες και συναισθήματα. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το αφιέρωμα δεν οδηγεί πουθενά και θυμάμαι γιατί είχα προτιμήσει αρχικά να μη στείλω τίποτα - γιατί πολύ απλά θα είναι η μεγαλύτερη αδικία για όσα κομμάτια θα μείνουν απ'έξω.
Αυτό που θέλω να πω κλείνοντας είναι ότι δε χρειάζεται να είσαι 18 για να σε συνταράξει ένα τραγούδι, όπως πιστεύουν αρκετοί με τους οποίους έχει τύχει να συνομιλήσω σχετικά. Για να μιλήσω πάλι προσωπικά, ακόμα δε έχω ξεπεράσει το σοκ που έπαθα μόλις πριν λίγους μήνες με τους shoegazer-άδες Sciflyer και Τhe Meeting Places, καθώς και με τους ψυχεδελο-folk αλχημιστές που ακούνε στο όνομα The Impossible Shapes. Μετά από πολλά χρόνια απορίας "και τι το ξεχωριστό έχουν πια αυτοί οι Cure;", με έκαναν να τους λατρέψω με το "Bloodflowers" του 2000. Το πρόσφατο σινγκλάκι των Blonde Redhead με έκανε να αισθανθώ σαν την πρώτη φορά που άκουσα Cocteau Twins, ενώ ο δίσκος των Kings Of Leon με γέμισε με την ίδια αισιοδοξία που είχα, όταν, στις αρχές των φοιτητικών μου χρόνων άκουγα Supergrass, Smoking Popes και Offspring... Aυτό που προσπαθώ να πω είναι κάτιπου όλοι μας (ως αναγνώστες του Mic) το γνωρίζουμε καλά: η μουσική είναι η μεγαλύτερη και η ασφαλέστερη επένδυση της ζωής μας. Και γνωρίζω ότι όσο κι αν σας φαίνεται λίγο βαρύγδουπο αυτό το τελευταίο, στο βάθος συμφωνείτε απόλυτα.