Quantifying Chaos: Υπάρχει «πειραματική» μουσική;
Υπάρχει «πειραματική» μουσική; Υπάρχει μουσική που είναι πειραματική, ενώ κάποια άλλη δεν είναι; Όλες ανεξαιρέτως οι μουσικές είναι σε κάποιο βαθμό πειραματικές· ο συνθέτης, ο μουσικός, πάντα δοκιμάζει κάτι καινούργιο. Αν δεν υπάρχει κάτι καινούργιο, κάτι λιγάκι «πειραματικό», η μουσική ακούγεται τετριμμένη, ακούγεται αδιάφορη. Ακόμη και η μουσική που χαρακτηρίζεται από εμπορική επιτυχία περιέχει πάντα κάτι νέο, κάτι κάπως πειραματικό· τα ανοίγματα της Donna Summer με την disco την δεκαετία του 1970 ή αντίστοιχα της Lady Gaga την τελευταία δεκαετία, έχουν κάτι που δεν είχε ξανακουστεί ως τότε, κάτι που δοκίμαζε την τύχη του στο μουσικό κόσμο για πρώτη φορά. Η μουσική που πάει με βάση μια προϋπάρχουσα συνταγή, χωρίς να ’χει καθόλου πείραμα μέσα της, στην σημερινή εποχή θεωρείται γενικώς κακή μουσική· το αντίγραφο, η μίμηση, η ευθυγράμμιση με προϋπάρχοντα πρότυπα αντιμετωπίζονται ως υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί.
Όμοια όμως, δεν υπάρχει καμιά μουσική που να είναι απόλυτα πειραματική. Ο συνθέτης, ο μουσικός που παρουσιάζει ένα κομμάτι στους ακροατές του, ίσως έχει πειραματιστεί στο σπίτι του, όμως όταν φτάνει να απευθυνθεί στο κοινό, έχει σε κάποιο βαθμό κατασταλάξει. Η κυκλοφορία ενός δίσκου, όπως λ.χ. το Canaxis, αποτελεί ουσιαστικά δήλωση και όχι πείραμα· εμπεριέχει την παραδοχή πως το πείραμα κατέληξε σε ένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Ακόμη κι αν ο μουσικός αποφασίσει να πειραματιστεί ενώπιον του ακροατηρίου με κάποιες παραμέτρους, πάντα υπάρχει από πίσω ένα σύνολο από συνειδητά ή υποσυνείδητα ειλημμένες αποφάσεις. Συνθέτες όπως ο John Cage (αλλά και εικαστικοί όπως ο Allan Kaprow) επιχείρησαν να ποντάρουν στο πείραμα, να μεγιστοποιήσουν το απρόβλεπτο στα κομμάτια τους, διαπιστώνοντας τελικά ότι το μόνο που πετύχαιναν ήταν να μετακινήσουν λίγο πιο πέρα τα όρια, χωρίς να κατορθώσουν ποτέ να τα καταργήσουν.
Με δεδομένα τα παραπάνω, ο πειραματισμός γίνεται γενικά αντιληπτός ως χαρακτηριστικό του εργαστηρίου. Σπάνια μιλάμε λ.χ. για πειραματισμό στο έργο του Claude Debussy, αν και ουσιαστικά υπάρχει, ενώ πολύ εύκολα μιλάμε για πειραματισμό στη μουσική που δημιουργείται μέσα στο ηχοληπτικό στούντιο, χωρίς όμως το εργαστήριο να αποτελεί εγγύηση πειραματισμού, όπως λ.χ. στην περίπτωση του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Το πείραμα, με κάθε τρόπο, συνδέεται με το παρόν. Ένα πείραμα που πραγματοποιήθηκε πριν μερικές δεκαετίες δεν είναι πλέον πείραμα· είναι κομμάτι της ιστορίας. Δίσκοι που χαρακτηρίζονταν πειραματικοί στην εποχή τους, όπως ενδεικτικά το Zeit, σήμερα θεωρούνται κλασσικοί, ενώ πολλά «πειράματα», έχοντας δημιουργήσει ολόκληρες σχολές, ταξινομούνται κάτω από νέες, πιο προσδιορισμένες ετικέτες, που φανερώνουν μια παγίωση αισθητικών χαρακτηριστικών· ελεύθερος αυτοσχεδιασμός, μινιμαλισμός, industrial, ambient κλπ κλπ, που συχνά καταλήγουν να είναι εντελώς προβλέψιμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ετικέτα του πειραματικού εμφανίζει μια ελαστικότητα, άλλοτε χαρακτηρίζοντας μουσικά ιδιώματα που δεν μπορούν να ταυτιστούν με κάτι ήδη γνώριμο, κι άλλοτε περιλαμβάνοντας και όλα εκείνα τα ιδιώματα που κατά καιρούς χαρακτηρίστηκαν πειραματικά. Ενίοτε, ο χαρακτηρισμός του πειραματικού παραμένει ζωντανός για τα πειράματα εκείνα που δεν κατόρθωσαν να εξελιχθούν σε ένα νέο είδος με διακριτή ετικέτα.
Το πειραματικό, τέλος, σχετίζεται όχι μόνο με τον δημιουργό, αλλά και με τους ακροατές του. Το πειραματικό προϋποθέτει το άγνωστο, αλλά το γνωστό και το άγνωστο σπάνια είναι κοινά για όλους. Ένας δίσκος όπως λ.χ. το No pussyfooting, ακούγεται πειραματικός για ένα ροκ ακροατήριο, αλλά αντίθετα ακούγεται μάλλον ροκ, και όχι πειραματικός, για το ακροατήριο που έχει εντρυφήσει στα παλαιότερα ανοίγματα του Karlheinz Stockhausen ή του Steve Reich. Ο χαρακτηρισμός μιας μουσικής ως πειραματικής ή όχι εξαρτάται από ποιο σημείο την βλέπουμε.
Με αυτό το σκεπτικό, οι 11 δίσκοι που προτείνω, όπως μου ζήτησε ο Αντώνης Ξαγάς, έχουν κυρίως να κάνω με το πώς ανακάλυψα, εγώ προσωπικά, κάποια μουσικά πράγματα που θα μπορούσαν να ίσως να χαρακτηριστούν ως πειραματική μουσική. Αισθάνομαι ότι εξακολουθούν να προτείνουν κατευθύνσεις που δεν εξερευνήθηκαν επαρκώς στο διάστημα που ακολούθησε, και αξίζουν και σήμερα να αποτελέσουν μια αφορμή σοβαρού προβληματισμού. Να είμαι τίμιος, πάντως, υπάρχουν και πολλοί πολλοί άλλοι αξιόλογοι πειραματικοί δίσκοι που είτε δεν χώρεσαν, είτε δεν θυμήθηκα είτε απλά αγνοώ.
Με τη σειρά που τα ανακάλυψα:
1. Kraftwerk: Radio-Activity
Είναι τελικά πειραματικός δίσκος το Radio-Acivity; Από τη σκοπιά της παλαιότερης ηλεκτρονικής μουσικής της δεκαετίας του 1950, θα ’λεγε κανείς πως όχι. Το βασικό του πείραμα είναι να μετατρέψει τον «μη-μουσικό» ήχο των ηλεκτρικών συσκευών (τις μηχανές, τα νέα στο ραδιόφωνο, τους μετρητές Geiger, τις ηλεκτρονικές παραμορφώσεις της φωνής κλπ) σε τμήμα της ποπ μουσικής κουλτούρας. Η συνέχεια, παρόλες τις δυσκαμψίες και τις παλινωδίες που παρατηρήθηκαν, μάλλον απέδειξε ότι το πείραμα πέτυχε.
2. Tangerine Dream: Zeit
Γνωρίζοντας τους Tangerine Dream με βήματα προς τα πίσω (από το Stratosfear ως το Alpha Centauri, χονδρικά), σε μια εποχή που δεν υπήρχε διαδίκτυο και οι εισαγωγές δίσκων ήταν υπόθεση για λίγους, ειδικά στην επαρχία, η ανακάλυψη του Zeit ήταν κάτι σαν ορισμός του πειραματικού. Το 1978 αυτά, 6 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. «Μα είναι δυνατό να είναι όλος ο δίσκος έτσι;» Και διατηρεί ως σήμερα όλη τη μαγεία του· ειδικά καθώς τις τελευταίες δεκαετίες το εύκολο μηχανικό «ambient» των αυτόματων συσκευών έχει γίνει τόπος κοινός.
3. Laszlo Dubrovay & Istvan Matuz: Matuziada (№ 1-5)
Θα ’ταν εύκολο να κατηγοριοποιήσει κανείς την Matuziada ως μινιμαλιστικό έργο, αλλά μάλλον κάτι θα έχανε· η, ίσως, ο μινιμαλισμός στην πορεία του (και τη δογματικοποίηση του) έχασε κάτι που στην Matuziada διατηρείται σφριγηλό. Ο Laszlo Dubravay και ο (ερμηνευτής) Istvan Matuz εξερευνούν σε βάθος μικροσκοπικές πολυπλοκότητες, δεν προβληματίζονται για την έννοια του ελάχιστου. Και μάλιστα στην Ουγγαρία, το 1980· και με μόνο όργανο το φλάουτο.
4. Γιάννης Χρήστου: Τελευταία Έργα
Ανατρέποντας τη φράση του Marshall McLuhan «το μέσο είναι το μήνυμα», ο Γιάννης Χρήστου απέδειξε ότι το μέσο, και μάλιστα το σύγχρονο μέσο, μπορεί να είναι γεμάτο από μηνύματα που το ξεπερνούν. Ή, λέγοντας το αντίστροφα, ότι μπορεί κανείς να μιλήσει για παμπάλαια και παγκόσμια θέματα χωρίς να κάνει την παραμικρή έκπτωση στη σύγχρονη γλώσσα του. Βρέθηκε στο Βόλο το 1981 (πρωτοεκδόθηκε το 1974) ... έφηβοι τότε, είχαμε μείνει με τα σαγόνια κρεμασμένα.
5. Jon Hassell: Dream Theory in Malaya (Fourth World vol. 2)
Απλά σαν δείγμα μιας κατεύθυνσης που έχει δώσει πολλές ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες· τόσο του ίδιου του Hassell (Possible Musics, Aka – Darbari – Java: Magic Realism, The Surgeon of the Nightsky Restores Dead Things by the Power of Sound κ.α.) που εν τέλει εγκλωβίστηκε κάπως μέσα στα ίδια του τα επιτεύγματα, όσο και άλλων, όπως ενδεικτικά το Exotica του Maurizio Kagel, το Eskimo των Residents ή το Ping Pong Anthropology των 13th Tribe. Σημειώνω μόνο την ιδιαιτερότητα του ήχου που μαστόρευε τότε ο Jon Hassell, με μηδαμινά μέσα σε σχέση με αυτά που ακολούθησαν, αλλά και με μια ανεπανάληπτη σφραγίδα προσωπική.
6. Karlheinz Stockhausen: Prozession
Όλα τα έργα του Stockhausen ως τα μισά της δεκαετίας του 1970 αποτελούν ουσιαστικά δοκιμές ιδεών του καθολικού σειραϊσμού με τη βοήθεια και ηλεκτρονικών μέσων. Κάποια είναι σκληρότερα, κάποια είναι πιο απολαυστικά· διαλέγω το Prozession με την αίσθηση ότι πέφτει ανάμεσα στις δυο κατηγορίες.
7. Lovely Little Records
Μια κασετίνα με έξι εφτάιντσα, ισάριθμων συνθετών (και συνθετριών) από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με κινητήρια δύναμη τον Robert Sheff, γνωστό κυρίως ως «Blue» Gene Tyranny (και μαζί του οι John Bischoff, Paul DeMarinis, Phil Harmonic, Frankie Mann, Maggi Payne). Καταρρίπτοντας τα όρια, τι είναι σοβαρό και τι δεν είναι, τι είναι πειραματικό και τι δεν είναι, τι είναι μουσική και τι δεν είναι.
8. David Moss: Dense band
Σίγουρα θα ήθελα να βάλω σ’ αυτή τη λίστα κι άλλους «πειραματικούς» δίσκους που φλερτάρουν με παραμέτρους της ποπ-ροκ μουσικής· όπως λ.χ. τον πρώτο τον Golden Palominos ή το Flowers of Romance των PiL. Κρατάω τούτον δω για χάρη της ρευστότητας του, γι' αυτό το ούτε-εδώ-ούτε-εκεί, που καταφέρνει εν τέλει να έχει μια ταυτότητα κι ένα στίγμα που ούτε o ίδιος ο Moss κατάφερε να ξαναβρεί.
9. Jaroslav Krček: Raab
Είναι από τις περιπτώσεις έργων που πέφτουν σε ένα «μεταξύ»· με μινιμαλιστικές, υπνωτικές «εμμελείς» απαγγελίες, διακριτικές παρεμβάσεις στο ηχοληπτικό εργαστήρι αλλά και πινελιές οπερατικού και συμφωνικού ήχου. Κι ακριβώς γι' αυτό αξίζει τον κόπο, καθώς πετυχαίνει να δημιουργεί έναν δικό του κόσμο που ξεφεύγει από τις κατηγοριοποιήσεις. Η τσεχική γλώσσα αλλά και το βιβλικό θέμα σίγουρα συντελούν στο όλο αποτέλεσμα.
10. George Lewis: Hommage to Charles Parker
Γιατί δείχνει να ξεπερνά τις αγκυλώσεις του λεγόμενου ελεύθερου αυτοσχεδιασμού και να αξιοποιεί τον πειραματισμό προς μια ελευθερία χωρίς σύνορα. Η παρουσία των ηλεκτρονικών του Richard Teitelbaum μέσα στην ομάδα, ισχυρό χαρτί.
11. Merzbow: Venereology
Παρόλο που ο Masami Akita μοιάζει να έχει θαφτεί κάτω από τους τόνους του θορύβου που ο ίδιος παρήγαγε, η εμπειρία από την πρώτη επαφή μαζί του μοιάζει αξέχαστη. Η ένταση στα όρια του καταστροφικού και η άμορφη θορυβόμαζα, πρακτικά χωρίς αναφορές σε τίποτα το οικείο, είναι πολύ πιο έντονο σκούντημα από, ας πούμε, το 4΄33΄΄ του John Cage. Θυμάμαι ακόμη το πρώτο παίξιμο του δίσκου, όπου είχα μείνει όρθιος για ένα εικοσάλεπτο δίπλα στο στερεοφωνικό, περιμένοντας να δω τι θα γίνει, που θα πάει αυτό το πράγμα που μου έπαιρνε τ’ αυτιά. Το 1995 αυτό. Όμως, γρήγορα ο Merzbow βρήκε αναρίθμητους μιμητές, που βαθμιαία πιστοποιούν ότι σήμερα πια δεν είναι καθόλου πειραματικός ο σκληρός θόρυβος αυτού του είδους.
(Ο Κωστής Δρυγιανάκης γεννήθηκε στο Βόλο το 1965. Σπούδασε Φυσική και Κοινωνική Ανθρωπολογία, ασχολήθηκε με τη μουσική, αγαπά τα σκυλιά, συλλέγει κεραμικά, μαγειρεύει μακαρονάδες. Από το 1987 είναι δραστήριος ως συνθέτης ηλεκτροακουστικής μουσικής και ως παραγωγός δίσκων.)