Το ραδιόφωνο κι εγώ
Η πέρα από ακροατής σχέση μου με το ραδιόφωνο κρατάει πάνω από 30 χρόνια αλλά ήταν πάντα περιστασιακή και διακοπτόμενη. Δεν επεδίωξα ποτέ, ή σχεδόν ποτέ, να έχω σταθερή εκπομπή για πολύ καιρό. Το απέδιδα πάντα στον περφεξιονισμό, δεν ήθελα να κάνω εκπομπές στο πόδι και μια τακτική δέσμευση θα μου έτρωγε πολύ χρόνο και ενέργεια, αλλά δεν αποκλείεται να ήταν και καθαρή παλιά καλή τεμπελιά.
Οι πρώτες μου εκπομπές έγιναν στον πειρατικό σταθμό ενός φίλου μου, μια που τα βαριόμουν τα ηλεκτρονικά και δεν ασχολήθηκα ποτέ να φτιάξω πομπό. Βγαίναμε μια φορά τη βδομάδα ή και πιο σπάνια, παίζαμε Cure και Depeche Mode αυτός και Jam και Clash εγώ, από κασέτες, και όταν ήθελε να ανεβάσει την ένταση το έκανε με κατσαβίδι. Προβλήματα με το νόμο δεν είχαμε γιατί τα ραδιογωνιόμετρα κυνηγούσαν αυτούς που έβγαιναν καθημερινά και παρεμβάλλονταν στο κρατικό τηλεοπτικό σήμα, μια που δεν υπήρχε και άλλο. Το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός ίσως και να έπαιξε κάποιο ρόλο.
Το δίδυμο έσπασε όταν ο φίλος έφυγε για σπουδές Αθήνα κι εγώ Θεσσαλονίκη. Εκεί γρήγορα ανακάλυψα και έγινα φανατικός ακροατής του Μουσικού Δίαυλου, μιας χαλαρής κολλεκτίβας παλιών ραδιοπειρατών και μουσικόφιλων. Άκουγα όλους τους παραγωγούς, ακόμη κι εκείνον που έπαιζε ελληνικά και παρουσίαζε κάθε φορά ένα τραγούδι με τίτλο «Το τελευταίο πλοίο για την Άμοργο». Άρχισα να παίρνω τηλέφωνο στους παραγωγούς, ένας εκ των οποίων ήταν και ο δικός μας Γιάννης Πλόχωρας με το ψευδώνυμο κύριος Ρύκιος, πήγα και μια-δυο φορές στο στούντιο, και προς το καλοκαίρι του '88 το συζητούσαμε για να πάρω εκπομπή. Μέχρι το Σεπτέμβρη μεσολάβησε το καλοκαίρι της ραδιοφωνίας με τον Έβερτ και τον Κούβελα να στήνουν κεραίες και μέσα σε μια νύχτα, ιδιωτικά ραδιόφωνα ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια και απορρόφησαν τους παραγωγούς του Δίαυλου που ήταν το πρώτο θύμα των εξελίξεων.
Επειδή όμως η φύση απεχθάνεται το κενό, γρήγορα προέκυψαν στη Θεσσαλονίκη δύο εναλλακτικοί σταθμοί με βάση στην πάνω πόλη, η Κιβωτός και η Ουτοπία. Και στους δύο έκαναν εκπομπές καλοί φίλοι και τους άκουγα εξίσου. Η μόνη ενεργή μου ανάμιξη ήταν ένα βράδυ στην Ουτοπία, στην εκπομπή του επίσης δικού μας Λάμπρου Σκουζάκη. Πήγα σαν καλεσμένος για τρίωρη εκπομπή, 11-2 νομίζω, και την κάναμε εφτάωρη μέχρι τις 6 το πρωί μιλώντας και παίζοντας ότι μας κατέβαινε.
Πίσω στη Δράμα, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα κάποιων παλιών φίλων ραδιοπειρατών που προσπαθούσαν να γίνουν επιχειρηματίες στη νέα πραγματικότητα, έκανα εκπομπές τα καλοκαίρια. Το πρώτο στούντιο ήταν φτιαγμένο εκ των ενόντων, σ’ ένα παλιό σπίτι πάνω στο δρόμο που κάθε φορά που περνούσαν φορτηγά οι βελόνες χόρευαν πάνω στους δίσκους. Μια μέρα που μια νταλίκα μου χάλασε ένα αγαπημένο κομμάτι πέταξα μια βρισιά με το μικρόφωνο ανοιχτό. Ο «παραγωγός» (τα εισαγωγικά όχι ειδικά γι’ αυτόν αλλά για όλους μας) που είχε εκπομπή μετά από ‘μένα και καθόταν δίπλα μου, Παπαχρήστο τον έλεγαν αλλά όλοι τον φωνάζαμε Παπασκύλο, γιατί άραγε, άσπρισε και για την επόμενη ώρα περιμέναμε την αστυνομία μια που το σταθμό τον άκουγαν όλοι. Αργότερα ο σταθμός μεταφέρθηκε σε άλλο κτίριο έξω από την πόλη με αξιοπρεπείς εγκαταστάσεις, κι εκεί κάναμε επικές ολονύχτιες εκπομπές συνδυάζοντας δίσκους και λάιβ στο στούντιο.
Όλα αυτά έγιναν στα 80s και τα 90s. Για πάνω από δυο δεκαετίες δεν είχα καμιά σχέση με το ραδιόφωνο, ώσπου το καλοκαίρι του 2015 δέχτηκα πρόταση να συμμετέχω σε μια εκπομπή. Επειδή η παραγωγός είναι πολύ αγαπημένη μου φίλη και έχει σοβαρή ιστορία πίσω της που ήταν εγγύηση για το επίπεδο της εκπομπής, μιλάμε για την Εύη Καρκίτη που είχαμε δημοσιεύσει κείμενά της στο Rollin’ Under και ξεκίνησε ραδιόφωνο στο σταθμό του Μύλου, τον 88,5, όταν ήταν ο καλύτερος στην πόλη, δεν το σκέφτηκα ούτε στιγμή. Κι έτσι ξεκίνησε η Σάγκα. Από τις 11 Σεπτεμβρίου του '15, που έπαιξα το We Shall Overcome, το τραγούδι που τραγουδούσαν οι νεοϋορκέζοι για να πάρουν κουράγιο μετά το χτύπημα στους δίδυμους πύργους, από Green on Red, κάθε Παρασκευή λέω μια ιστορία πίσω από ένα τραγούδι, που μπορεί να είναι του τραγουδιού, των δημιουργών του ή δική μου. Να ‘μαι λοιπόν μετά από όλα αυτά τα χρόνια με μια σταθερή αλλά χαλαρή σχέση με το ραδιόφωνο, ίσως όχι αυτήν που ονειρευόμουν αλλά σίγουρα αυτή που αντέχω.