Το ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης (και εγώ): μια σχέση ανύπαρκτη
Τούτο το κείμενο είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να γκρινιάξω και να βγάλω την ένταση δεκαπεντάωρης καθημερινής δουλειάς τριών μηνών, με αφορμή το ραδιόφωνο. Ή μάλλον την έλλειψή του από τη ζωή μου. Ας ξεκινήσω με το βασικό: το ραδιόφωνο δεν είναι τόσο η μουσική, όσο ο παραγωγός. Αν ήθελα να ακούω απλά καλές μουσικές, θα έβρισκα απλά κάποιες καλές playlist στο διαδίκτυο (δόξα τω Θεώ, υπάρχουν άπειρες πλέον και δεν ξέρουμε ποια να πρωτοδιαλέξουμε). Αν δεν υπάρχει καλός παραγωγός, ας το αφήσουμε καλύτερα. Και να τονίσω με κάθε δυνατό τρόπο το εξής: άλλο παρουσιαστής ραδιοφωνικής εκπομπής, άλλο ραδιοφωνικός παραγωγός. Ο πρώτος κάνει τρία πράγματα: απλά λέει τον τίτλο του τραγουδιού, τον καιρό και το όνομα του χορηγού της εκπομπής. Ο δεύτερος χρησιμοποιεί τον τίτλο του τραγουδιού, τον καιρό και το όνομα του χορηγού της εκπομπής για να αφηγηθεί τις δικές του ιστορίες και σκέψεις, κάνοντας όλους τους ακροατές κοινωνούς μίας σπουδαίας εμπειρίας: της ακρόασης της εκπομπής του.
Ραδιόφωνο συνήθως ακούω το πρωί, τις ώρες που ετοιμάζομαι για τη δουλειά – και διαπιστώνω κάθε – μα κάθε –φορά ότι στη Θεσσαλονίκη έχουμε παρουσιαστές και όχι παραγωγούς. Ή αν υπάρχουν, δεν τους έχω εντοπίσει εγώ. Κάποιοι σταθμοί που παίζουν ενδιαφέρουσα μουσική εκείνη την ώρα δεν έχουν εκπομπή, οπότε αναγκαστικά στρέφομαι σε άλλους που παίζουν ροκ (με την ΠΟΛΥ ευρεία του όρου έννοια), για να ακούσω ταυτόχρονα και τα πρώτα νέα της ημέρας. Με θλίψη μου βλέπω ότι ακόμα και το concept του infotainment (“είδα το τελευταίο επεισόδιο του Westworld και έπαιζε το “Candy Castle” των Glass Candy, ας το ακούσουμε, και τώρα που είπα candy, έχει πολύ ωραία γλυκά στο τάδε μαγαζί που άνοιξε τις προάλλες, να πάτε να φάτε πασταφλώρα, άλλωστε και οι αγελάδες όλο χορταρικά τρώνε κι όμως είναι τετράπαχες») δεν υφίσταται σε αυτήν την πόλη. Σε αυτές τις εκπομπές έχω μάθει ότι «ο» Kim Gordon των Sonic Youth βγάζει νέο κομμάτι και ότι το «Χαμένοι στη Μετάφραση» της Σοφίας Κόππολα το έχει σκηνοθετήσει η Κιάρα Μαστρογιάννι. Πλέον σκέφτομαι ότι αν αυτοί οι άνθρωποι έχουν ραδιοφωνική εκπομπή, το κείμενο που διαβάζετε είναι επιπέδου Lester Bangs. Τουλάχιστον.
Όποτε κατεβαίνω στην Αθήνα και ξυπνάω σε σπίτια φίλων τα πρωινά, διαπιστώνω ότι υπάρχουν σταθμοί και παραγωγοί που μπορώ και θέλω να τους ακούσω. Και θα πει εύλογα κανείς: «όλοι πλέον οι σταθμοί εκπέμπουν και μέσω διαδικτύου, άνοιξε τον υπολογιστή σου και άκου ό, τι θες». Δεν είναι έτσι όμως. Το ραδιόφωνο έχει εκ των πραγμάτων τοπικό χαρακτήρα. Ζω στη Θεσσαλονίκη, επομένως το να μάθω για την απεργία του μετρό ή για την ακύρωση της συναυλίας της Anna Von Hausswolff δεν με αφορά άμεσα. Με ενδιαφέρει να ακούσω για την πόλη μου, να νιώσω ότι ο παραγωγός κινείται στα ίδια σημεία με εμένα, να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση του ως προς τα δρώμενα της Θεσσαλονίκης. Φαντάζομαι ότι για κάποιον αντίστοιχο λόγο υπάρχουν μικροί τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί σε κάθε περιοχή του Λονδίνου, με το δικό του ακροατήριο ο καθένας – για να μπορεί η κάθε κοινότητα να ακούσει αυτά που την αφορούν. Εδώ, περί άλλων τυρβάζουμε.
Πού καταλήγω; Πουθενά συγκεκριμένα. Απλά να γκρινιάξω ήθελα, γιατί μου λείπει το ραδιόφωνο εδώ πάνω. Θα ήθελα πολύ να μπορώ να ακούω καθημερινά έναν συγκεκριμένο ή μία συγκεκριμένη παραγωγό, που να μου προτείνει νέες μουσικές, ούτως ώστε να μην στηρίζομαι (μόνο) στο διαδίκτυο για αυτό, που να φτιάχνει ιστορίες μέσα από τα κομμάτια που επιλέγει και που να με κάνει να νιώθω ότι ζει στην ίδια πόλη με εμένα. Οπότε, αν έχει κάποιος ή κάποια μια καλή πρόταση, είμαι όλη αυτιά και την περιμένω ανυπόμονα.