Paul Morley, Rod Stewart, Giles Smith
Ντρέπομαι (σχεδόν) να το πω – και ως εκ τούτου να το γράψω – αλλά αυτή είναι η (πικρή;) αλήθεια: διαβάζω ελάχιστα βιβλία στον ελεύθερο χρόνο μου. Τουλάχιστον όμως, από τα όσα βιβλία διαβάζω, το 90 – μην πω και περισσότερο – τοις εκατό είναι μουσικά. Δεν ξέρω πόσο θλιβερό άνθρωπο με κάνει μία τέτοια διαπίστωση, όμως έτσι έχουν τα πράγματα. Πού συνεπακόλουθα βέβαια με κάνει το πλέον κατάλληλο άτομο για αυτό το κείμενο, αν και καταλαβαίνω ότι ακόμη κι έτσι, θα πρέπει να έχεις κάνει ένα στοιχειώδες ψάξιμο για να το γράψεις. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, μα για να μην ξεχάσεις κάποιο σημαντικό απ’ αυτά που έχεις διαβάσει και να έχει ως εκ τούτου το κείμενο αυτό την πρέπουσα βαρύτητα. Πού χρόνος όμως; Θα κάνω ορισμένες προτάσεις επομένως για βιβλία που αν μη τι άλλο κρίνω απολαυστικά στο διάβασμα, για ανθρώπους, όπως κι εγώ, που δεν έχουν χρόνο να ξεκοκκαλίζουν τόμους εβδομάδα μπαίνει – εβδομάδα βγαίνει, και θέλουν κάτι να περάσουν τον χρόνο τους, κι ίσως να μάθουν στην πορεία κάτι, έστω κι άχρηστο.
Δεν θα αναφερθώ καθόλου σε βιβλία κλασικά του είδους, όπως για παράδειγμα το ‘The Sound Οf The City’, το ‘England’s Dreaming’ ή το ‘Rip It Up’ ή το ‘Energy Flash’ ή το ‘Retromania’ (στον εικονικό ούτως ή άλλως Simon Reynolds γενικά, σόρρυ Simon), το ‘In The Fascist Bathroom’ και το ‘Mystery Train’, το ‘Ocean Of Sound’ κτλ κτλ, γιατί θεωρώ ότι δεν είναι δυνατόν να σε αφορά κάπως παραπάνω το ροκ και να μην τα έχεις διαβάσει. Θα ήταν σαν κάποιος να σου ζητούσε να του προτείνεις πέντε δίσκους ροκ μουσικής να ακούσει και να του σύστηνες τη μπανάνα, το Sgt Peppers, το Ziggy Stardust και ούτω καθ’ εξής. Η απάντησή του θα ήταν λογικά «έλα ρε, σοβαρά;» (κι αν τα παραπάνω βιβλία είναι άγνωστα σε όσους διαβάζουν ετούτο το κείμενο, τότε μάλλον βρίσκονται σε λάθος σάιτ…).
Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο λοιπόν, έχω διαβάσει πολλές βιογραφίες ροκ καλλιτεχνών. Πάρα πολλές. Περισσότερες απ’ όσες είναι αναγκαίο να διαβάσει κανείς σε μία ζωή. Όχι πάντα των πιο αγαπημένων μου, κάποτε όσες έπεφταν στα χέρια από διάφορες συγκυρίες. Αν θα είχα ένα συμπέρασμα να εξάγω απ’ όλες αυτές, θα ήταν πως οι περισσότεροι ροκ αστέρες γράφουν βιβλίο για τη ζωή τους, μόνο και μόνο για να μας πουν (και να θαυμάσουμε; ) πόσα ναρκωτικά έχουν καταναλώσει. Από κάποια στιγμή και μετά θα έπρεπε να το έχω πάρει χαμπάρι και να απέχω. Δηλαδή μεταξύ μας, τι άλλο περιμένεις να σου πει ο Mark Lanegan για τη ζωή του; Ή ο Antony Kiedis, που από κάποια στιγμή και μετά καταντάει αστείος μέσα στις σελίδες του ‘Scar Tissue’. Όχι ότι δεν υπάρχει μια κάποια λογοτεχνική αξία στο έργο, ειδικά του πρώτου και με όσο μπορώ εγώ να την κρίνω αυτή την αξία. Αλλά να, από μια στιγμή κι έπειτα νομίζεις ότι κάμποσες από τις ουσίες που καταναλώνονται, δε μπορεί, θα έχουν εισέλθει και στο δικό σου σώμα, ειδικά όταν οι ποσότητες που αναφέρονται είναι οι συγκεκριμένες…
Ακόμη και τα (φαινομενικά) καλύτερα παιδιά ήταν απ’ ότι αποδείχθηκε τίγκα στις ουσίες, από τον Stephen Morris των Joy Division/New Order μέχρι τον Tim Burgess των Charlatans, χωρίς να πάμε καν σε ηχηρές περιπτώσεις όπως οι Ozzy και Νikki Six. Που ασφαλώς δε σημαίνει ότι δεν ήταν όντως καλά παιδιά, αλλά πιάνετε τι θέλω να πω. Από την άλλη, υπάρχουν κι εκείνοι που δείχνουν να μην τα έχουν αγγίξει, ή τουλάχιστον όχι πολύ, οπότε ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος της βιογραφίας τους για να μιλήσουν για τον πατέρα τους (Brett Anderson, Elvis Costello), για την πολιτική τους δράση (Robert Wyatt), για την παιδική τους ηλικία (Will Sergeant) και διάφορα άλλα βαρετά και μη. Το σίγουρο πάντως είναι ότι όσο περνούν τα χρόνια, ολοένα και περισσότεροι ροκ αστέρες κι αστεράκια – και μαύρες τρύπες – αποφασίζουν να μας μιλήσουν για τη ζωή τους, πολυτάραχη ή μη, με ποικίλα αποτελέσματα. Εξίσου σίγουρο είναι ότι η αγορά υπάρχει, πάντα θα βρίσκονται φανς που θέλουν να μάθουν κάποια παραπάνω πράγματα πίσω από τη δημιουργία αγαπημένων δίσκων και τη ζωή των δημιουργών που κρύβονται πίσω τους, ανεξαρτήτως αν αυτοί είναι ικανοί να τα εξιστορήσουν με γλαφυρότητα, χιούμορ και ενδιαφέροντα εν τέλει τρόπο. Το ξέρω επειδή είμαι κι εγώ ένας από αυτούς.
Δεν θα μπω επίσης καν στο χώρο των φωτογραφικών άλμπουμ (συλλογές με τη δουλειά κάποιων σαν τον Anton Corbijn, τον Mark Seliger, τον Norman Seeff και ο κατάλογος είναι ατελείωτος), σπουδαίων γραφιστών και γραφιστικών στούντιο που άφησαν εποχή με τη δουλειά τους (Hipgnosis, v23, Stylorouge, Intro, Non Format και ο κατάλογος επίσης τεράστιος), εγκυκλοπαίδειες και βιβλία τύπου «100 δίσκοι που πρέπει να ακούσετε πριν πεθάνετε» ή αντίστροφα «100 δίσκοι που πρέπει να πεθάνετε πριν ακούσετε», που αληθινά υπάρχει κι αυτό! Τέλος, θα αφήσουμε στην σχετική ηρεμία τους κάθε είδους ακαδημαϊκά περί μουσικής βιβλία, μιας που αυτά κι αν είναι περί ορέξεως κολοκυθόπιτα περιπτώσεις. Που σημαίνει, ότι δεν γνωρίζω πόσοι από τους αγαπημένους μας αναγνώστες επιθυμούν να οδηγηθούν στα βαθιά νοήματα των όσων ακούνε, μέσα από δαιδαλώδεις και υπερλεπτομερείς αναλύσεις της μουσικής, των νοημάτων και της δομής της, οπότε ας παραμείνουμε σε μία πιο ελαφριά ανάγνωση του περιεχομένου της. Αν και η πρώτη μου πρόταση ακολουθεί έναν χρυσό μέσο δρόμο.
Paul Morley – Words and Music: A History of Pop in the Shape of a City (University of Georgia Press, 2005)
Για να πούμε τα πράγματα εξ αρχής με ανοιχτά χαρτιά, ο Paul Morley είναι ο Θεός μου. Που σημαίνει ότι κάθε νέο του βιβλίο μπαίνει στο σπίτι, άσχετα αν τελικά θα διαβαστεί ή όχι (κι επειδή τα περισσότερα απ’ αυτά είναι ογκώδη τούβλα, το πιθανότερο είναι να μείνουν ανέγγιχτα, μα αυτό δεν έχει ειλικρινά καμία σημασία). Το στυλ γραψίματός του έχει πολλές φορές χαρακτηριστεί pretentious, «δήθεν» θα ήταν ένας καλός τρόπος να το μεταφράσεις, αλλά κι αυτό δεν έχει επίσης καμία σημασία, γιατί υποπτεύομαι ότι ο μόνος λόγος που του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός αυτός είναι επειδή ζηλεύουν την άπιαστη φαντασία του, που σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές του μουσικές γνώσεις δημιουργούν βιβλία απρόβλεπτα και κυρίως απολαυστικά. Στο ‘Words And Music’ έχει σαν αφετηρία δύο αταίριαστα μουσικά έργα, ένα του avant garde συνθέτη Alvin Lucien και το ‘Can’t Get You Out Of My Head’ της Kylie Minogue από την άλλη, για να περικλείσει εντός του διπόλου αυτού σκέψεις επάνω στην ιστορία της μουσικής κι ένα σωρό από τους βασικούς της πρωταγωνιστές. Δεν περιγράφω άλλο! Ο άνθρωπος είναι από άλλον πλανήτη, κι ελπίζω στην επόμενη ζωή να επιστρέψω σαν ένας γραφιάς που να μπορεί να τον πλησιάσει λίγο… Μεταξύ διαφόρων άλλων που έχει κάνει, να προτείνω και την πολύ καλή βιογραφία της Grace Jones που έχει γράψει σαν ghost writer (κι εκεί πολλά ναρκωτικά, αλλά και μια πολύ γεμάτη ζωή, όπου ολόκληρη η δική μας είναι ένα δικό της Σαββατοκύριακο, όπως πάει και το λεγόμενο).
Rod Stewart – Rod: The Autobiography (Crown, 2013)
Δεν θέλω να υποδηλώσω ότι αυτή είναι η καλύτερη βιογραφία που έχει γράψει ροκ καλλιτέχνης – που μεταξύ μας, δεν ξέρω καν αν την έχει γράψει ο ίδιος, γνωστά πράγματα αυτά – αλλά σε κάθε περίπτωση, είναι μια πολύ αξιόλογη βιογραφία από έναν ερμηνευτή που εκτιμώ ιδιαίτερα. Γνωρίζω ότι δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους σκληροπυρηνικούς κύκλους των ροκ ακροατών, ειδικά από τη στιγμή που έχει παίξει στο έπακρο το παιχνίδι της εμπορικότητας προκειμένου να γίνει δημοφιλής σε όλους τους λάθος μουσικούς φανς και εύπορος χωρίς να δίνει σημασία στην ποιοτική διάσταση της μουσικής του, αλλά εγώ τον συμπαθώ αδιακρίτως του μεγέθους αυτής της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Ανέκαθεν θεωρούσα ότι θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος που θα ήθελα να κάνω παρέα, αν και δεν έχουμε γενικά τα ίδια γούστα – σε ένα πρώτο επίπεδο, δεν είμαι οπαδός του ποδοσφαίρου ενώ εκείνος είναι ικανός να χαλάσει κάποιες χιλιάδες λίρες για να κάνει ένα ταξίδι να δει έναν αγώνα της αγαπημένης του Celtic! Πέρα απ’ αυτό, βρίσκω ότι το βιβλίο του είναι ένα εξαιρετικό δείγμα από περιγραφές της πολυτάραχης ζωής του, αναφέρεται σε όλες τις γυναίκες που πέρασαν από το κρεβάτι του (το γαμήλιο, μπόλικες ήδη αυτές, όχι γενικώς), τα κάθε είδους πάθη του (ποδόσφαιρο, σπίτια, αυτοκίνητα, συλλέκτης τέχνης κτλ) και την καλή ζωή εν γένει. Τι μας αφορά όλο αυτό; θα ρωτήσει κανείς. Τι δουλειά έχουμε με έναν μεγιστάνα που απευθύνεται κυρίως σε πλούσιες κυρίες και τραγουδάει στα φιλανθρωπικά γκαλά τους και στο Λας Βέγκας; θα απορήσει κανείς με το δίκιο του. Δεν έχω απάντηση σ’ αυτό, θα πω μόνο ότι το Rod είναι ένα απολαυστικό διάβασμα, γεμάτο με αστεία σε κάθε του σχεδόν σελίδα, κι έχει τα χαρακτηριστικά που με καλύπτουν απόλυτα. Ίσως αυτό με κάνει ρηχό τελικά, μα τι να κάνεις;
(κάποια από τα παραπάνω ισχύουν και για τα βιβλία των Alex James των Blur και Suggs των Madness, συστήνονται παρομοίως).
Giles Smith – Lost In Music
Aν μου έλεγαν να μεταφράσω ένα μόνο μουσικό βιβλίο για να κυκλοφορήσει στην ελληνική εκδοτική αγορά, θα ήταν αυτό. Δεν μπορώ να καθορίσω τι είναι ακριβώς αυτό που το κάνει τόσο συναρπαστικό, αλλά ο Giles Smith έχει τον τρόπο του να σου μεταδίδει απλές ιστορίες με μουσικές απολήξεις σε κάτι αληθινά ιδιαίτερο. Σε γενικές γραμμές, περιγράφει το ταξίδι του στη μουσική, είτε σαν μέλος σε μπάντες όπως οι The Cleaners From Venus (αρκετά γνωστό σχήμα με μπροστάρη τον ιδιοφυή συνθέτη Martin Newell), είτε σαν απλός φαν με αγάπη για τους T-Rex και την ευρύτερη ποπ κουλτούρα. Ανάμεσα σε κεφάλαια που περιγράφουν την προσπάθειά του να ανέλθει στην κλίμακα δημοφιλίας και την κατάκτηση ενός ζηλευτού στάτους σαν ένας ροκ αστέρας, ακόμη κι αν ήταν ο πληκτράς σε μια μπάντα που προσπαθεί για το κάτι παραπάνω, παρεμβάλλονται άλλα που αναφέρονται σε γνωστά συγκροτήματα που όντως κατάφεραν κάτι, και κάτι ενδιαφέρον κι οπωσδήποτε αστείο έχει να πει γι’ αυτά. Με λίγα λόγια, είναι ένας άνθρωπος που θα ήθελες να μοιραστείς ένα ή δύο ποτά μαζί του, επειδή είσαι σίγουρος ότι θα είχες πολλά να πεις για κάθε πλευρά της μουσικής, από το γράψιμό της έως το γράψιμο για αυτήν! Είναι σαν κάποιος που εύχεσαι να συναντήσεις σε ένα δισκοπωλείο (και γι’ αυτά υπάρχει κεφάλαιο όπου λέει για το πως του αρέσει να ψαχουλεύει τους δίσκους, μόνο και μόνο για να πει από μέσα του «Το’χω, το’χω, το’χω, δεν το’χω, το’χω», και δεν το κάνουμε όλοι αυτό;), και να πιάσεις κουβέντα από την οποία λογικά κάτι θα βγει, κάτι θα μάθεις. Τελικά ο Giles Smith έκανε την καριέρα του – κι εξακολουθεί να την κάνει – σαν γραφιάς στους The Times, γράφοντας κυρίως για σπορ. Οπότε τι παρέα να κάνουμε; Άκυρα όλα όσα έγραψα…