Scott Walker: 30 Century Man - Αυτός ήταν, πάντα
Ούτως ή άλλως δεν ήμουν ποτέ η πιο ενθουσιώδης φίλη των μουσικών ντοκιμαντέρ, αλλά τώρα κιόλας που είμαστε περικυκλωμένοι από παντού, η κατάσταση χρήζει συνεχούς επαγρύπνησης. Είτε μιλάμε για το πορτρέτο ενός μοναχικού / ευαίσθητου καλλιτέχνη (συχνά συρραφή συνεντεύξεων μιας γειτόνισσας, του δασκάλου της πρώτης δημοτικού, άντε και κάποιου συναδέλφου που τζάμαραν μαζί για ένα φεγγάρι), είτε για τη (μη) ανάγνωση των αθέατων πτυχών ενός φαινομένου (η οποία απλά υπερτονίζει το αθέατο του πράγματος), υπάρχουν όλο και περισσότεροι τρόποι πια να επενδύσεις λάθος δυο ώρες από τον χρόνο σου αποκομίζοντας το απόλυτο τίποτα. Ας είναι καλά η μόδα του οδοιπορικού - εξπρές: Φωνάζουμε όποιον έχει όρεξη να πει το μακρύ του και το κοντό του, φτιάχνουμε ένα κολάζ φωτογραφιών, γαρνίρουμε με 5-6 χρονικά ορόσημα για μια εσάνς ιστορικής εγκυρότητας και έτοιμο το ντοκιμαντεράκι. Ούτε αρχειακό υλικό, ούτε δημοσιογραφική έρευνα, ούτε τίποτα. Αλλά ακόμα και σε περιπτώσεις που υπάρχει πρωτότυπο και σημαντικό υλικό να προβληθεί, συχνά λείπει η στόχευση.
Ξεκίνησα αφοριστικά όχι εναντίον του είδους συνολικά, αλλά της νοοτροπίας της αλγοριθμικής συνταγής εγγυημένης επιτυχίας που μαστίζει τον χώρο. Ντοκιμαντέρ, ναι. Έχουμε άλλωστε αρκετούς πρόσφατους θριάμβους, είτε κινηματογραφικούς με το φεστιβαλικό (και οσκαρικό) “Amy” (2015) του Asif Kapadia για την Amy Winehouse ή το “Amazing Grace” του Sydney Pollack για την Aretha Franklin που κυκλοφόρησε επιτέλους το 2018, είτε μέσω πλατφορμών streaming όπως το περσινό “The Beatles: Get Back” του Peter Jackson. Βέβαια το τελευταίο περιλαμβάνει εξ ολοκλήρου footage, άρα δεν το λες ντοκιμαντέρ, όμως είναι τόσο εκπληκτικό το αποτέλεσμα (και δεν εννοώ μόνο τεχνικά - οπτικοακουστικά, αλλά και για όσα αποκαλύπτει και επιβεβαιώνει για τη μουσικότητα και τη χημεία των Beatles), που αξίζει νομίζω να αναφερθεί ως σημαντική πρόσφατη κορυφή της ευρύτερης κατηγορίας των non-fiction μουσικών ταινιών. Αλλά ντοκιμαντέρ στη δημοφιλή λογική του αυτόματου πιλότου - δώσε κι εμένα μπάρμπα, όχι. Ένα καλό ντοκιμαντέρ έχει περιεχόμενο, τεκμηρίωση, δεν λέει κοτσάνες, δεν κάνει αγιογραφίες και ξέρει σε ποιον απευθύνεται και τι θέλει να πει. Πάνω απ’ όλα, ένα καλό μουσικό ντοκιμαντέρ έχει να αφηγηθεί μια ιστορία που αξίζει τον κόπο.
“This is the sound of Scott Walker in 2006. Orpheus has returned from the underworld. What happened on his long, long journey? Who is this man?”
Στο “Scott Walker: 30 Century Man” (2006) η φωνή της Sara Kestelman σε βιδώνει στη θέση σου από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Πραγματικά ποιος είναι ο Scott Walker; Πρόκειται για μια από τις πλέον αινιγματικές μορφές του avant-garde, η προσέγγιση της οποίας με ακαδημαϊκούς - αναλυτικούς και περιττό να πω με φυσικούς όρους (ο Walker δεν πλησίαζε άνθρωπο) έχει αποτελέσει για δεκαετίες το ιερό δισκοπότηρο ενός μεγάλου κομματιού του μουσικού τύπου και κοινού. Μέχρι αυτό το ντοκιμαντέρ του Stephen Kijak, που χρονικά συνέπεσε με την ηχογράφηση του δίσκου του Walker “The Drift” (2006) και όντως φώτισε αθέατες πτυχές του μύθου, έχοντας καθιερωθεί πια ως βασική πηγή πληροφόρησης για τη μουσική διαδρομή ενός ανθρώπου που απλά ήθελε να μένει μόνος του και να δημιουργεί με τους δικούς του όρους.
Πώς το πέτυχε αυτό; Μελετώντας τον Τύπο και τα διαθέσιμα στοιχεία της εκάστοτε εποχής, ξετρυπώνοντας σημαντικό αρχειακό υλικό, ρωτώντας τους σωστούς ανθρώπους (παραγωγούς, μηχανικούς ήχου, συνεργάτες, εκπροσώπους A&R δισκογραφικών), αλλά πάνω απ’ όλα δίνοντας τον λόγο στον ίδιο τον Scott Walker. Δεν ξέρω πώς κατάφερε ο Kijak να τον πείσει, αλλά η συμμετοχή του Walker στο “30 Century Man” ήταν ο θεμέλιος κρίκος που νοηματοδότησε και φυσικά συμπλήρωσε κάθε προηγούμενη αλυσίδα προσπαθειών ερμηνείας που απέβαινε ατελέσφορη. Θα μου πείτε τώρα εσένα περιμέναμε να μάθουμε ότι η παρουσία του περί ου ο λόγος συμπληρώνει το παζλ. Ωστόσο, εδώ βρισκόμαστε πέρα από τα αυτονόητα, γιατί δεν έχουμε μια συνήθη περίπτωση εσωστρεφούς, αλλά έναν ακραία απομονωμένο καλλιτέχνη, που δεν έκανε ποτέ ξανά λάιβ μετά το 1978, δεν έδινε ποτέ πρόσβαση σε τρίτους κατά τις ηχογραφήσεις των δίσκων του και γενικά δεν άφηνε ιστορίες γύρω από το όνομά του. Ο βασικός λόγος που δεν είχαμε ιδιαίτερες πληροφορίες για την πορεία του Walker πριν το “30 Century Man” ήταν ότι δεν ήθελε ο ίδιος. Η παρουσία του λοιπόν δεν είναι απλά σπουδαία, αλλά η ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη του όποιου ντοκιμαντέρ γύρω από αυτόν, με τα τότε δεδομένα.
Στην ταινία συμμετέχει και αναλαμβάνει μάλιστα executive producer ο David Bowie (για τον οποίο παρεμπιπτόντως κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες το φιλόδοξο ντοκιμαντέρ “Moonage Daydream” του Brett Morgen), δηλωμένος θαυμαστής του Scott (τον έχει διασκευάσει κιόλας), ο οποίος λέει τα πράγματα όπως είναι στα πρώτα λεπτά: “I don’t know anything. Who knows anything about Scott Walker?”.
Έτσι είναι. Δεν μιλάω καν για την προσωπικότητα ή την ιδιωτική του ζωή, είναι επιστημονική φαντασία να θέλει κανείς να τα προσπελάσει αυτά (αν και, αναπάντεχο bonus, ο Walker μας αποκαλύπτει εδώ ότι έμαθε τον Brel από μία κοπέλα με την οποία έβγαινε). Αλλά για μένα είναι και αδιάφορα. Τι με νοιάζει πού πήγαινε σχολείο και αν παντρεύτηκε ο Walker όταν η ίδια η μουσική του περιβαλλόταν από το ανεξήγητο. Πώς ένας μυστήριος Αμερικανός, που στην πορεία έγινε Βρετανός, μεταμορφώθηκε από teen idol στα 60s, τον ξανθό ομορφούλη τραγουδιστή με τη βελούδινη φωνή ενός boy band στον απλησίαστο ήρωα του πειραματισμού; Πώς από την αυτοκαταστροφική παρουσία - απουσία του στα 70s φτάσαμε στον αποχαιρετισμό της ποπ φόρμας με το “Climate Of Hunter” (1984) (ένα από τα αγαπημένα μου άλμπουμ του και ο καταλύτης που τον έσπρωξε από μια κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας στην κατάδυση στα σκοτάδια του που τόσο είχε ανάγκη) και κατόπιν στο μαύρο σύμπαν του “Tilt” (1995) και του ακόμα πιο απόκοσμου “The Drift” (2006); Εδώ δεν έχουμε απλά μια ιστορία που αξίζει τον κόπο, αλλά μια από τις πιο γοητευτικές και παράξενες περιπλανήσεις στο πεπρωμένο σε όλη τη μουσική ανθρωπογεωγραφία.
Γιατί όπως βλέπουμε και στο “30 Century Man”, στην πραγματικότητα δεν του συνέβη κάποια διαστροφική μεταμόρφωση. Ο Scott πνιγόταν στον ρόλο του teen idol που είχε κληθεί να υποστηρίξει. Είναι χαρακτηριστική η φάση που ανακαλεί την αμήχανη συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος δεν πήγαινε στους Walker Brothers για να ακούσει μουσική, αλλά για να ουρλιάξει. Από το “The Sun Ain't Gonna Shine Anymore” μέχρι το “Cossacks Are” ο Walker πορευόταν σταθερά προς το αναπόφευκτο, την αποδοχή και τον εναγκαλισμό του εικονοκλαστισμού του, όχι όμως για να αποφύγει μια μόδα που κούρασε ή να προλάβει το άρμα του avant-garde, αλλά γιατί δεν μπορούσε να ζήσει αλλιώς. Και κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό αποτυπώθηκε ακόμα πιο εμφατικά στους δίσκους που βγήκαν μετά το ντοκιμαντέρ.
Ενδιαφέρει λοιπόν η μουσική και ευτυχώς εκεί επικεντρώνεται ο Kijak, αποφεύγοντας εύστοχα την ντοκιμαντερίστικη μανιέρα του πορτρέτου ενός μοναχικού καουμπόι που “φαινόταν από μικρός ότι διέφερε από τα άλλα παιδιά” (που λέει ο λόγος· συνήθως το μόνο που φαίνεται από κάτι τέτοια ψυχογραφήματα της συμφοράς είναι η αντοχή μας στην ανία). Κι έτσι, εκτός από τον Scott κλήθηκαν να δώσουν την οπτική τους οι φανς του μουσικού συναφιού αλλά και οι άνθρωποι που ήταν εκεί, τον γνώρισαν και δούλεψαν μαζί του. David Bowie, Jarvis Cocker, Sting, Evan Parker, Lulu, Brian Eno, Radiohead, Damon Albarn, Marc Almond, Alison Goldfrapp, Ed Bicknell, Simon Raymonde, Angela Morley, Richard Hawley, Rob Ellis, Jean-Daniel Beauvallet, Dot Allison, Johnny Marr, Hector Zazou, Gavin Friday, Ute Lemper, Mo Foster μεταξύ άλλων.
Για πρώτη φορά ο Walker ανοίγει την πόρτα του στούντιο, παίρνουμε μια γεύση από τα sessions ηχογράφησης του “The Drift”, ακούμε το γρονθοκόπημα του ωμού κρέατος από τον Alasdair Malloy μέχρι να πετύχει τη στεγνή, κοφτή χροιά που πρέπει και την ορχήστρα εγχόρδων να προσπαθεί να μεταμορφωθεί στον απειλητικό συριγμό από τις βόμβες του πολέμου. Κάτω από το καπέλο του μπέιζμπολ ο Walker μοιάζει σαν να ήρθε από το εξώτερο διάστημα και καθημερινός μαζί. Όπως κι αν τον δεις πάντως, δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να ακουστεί πειραματικός. Έχει ένα συγκεκριμένο όραμα και δεν τον απασχολεί τίποτα άλλο.
Ίσως να είχαν κλείσει πια οι ανοιχτοί λογαριασμοί του με την αμφιβολία. Ίσως την περίοδο της μακράς απουσίας του από τη δημόσια σφαίρα να κοίταξε τον θάνατο στα μάτια πάνω από μια παρτίδα σκάκι. Το “30 Century Man” δεν δίνει όλες τις απαντήσεις. Είναι προφανές ότι τόσο ο Kijak όσο και ο ίδιος ο Walker δεν θέλησαν να τραβήξουν τις ερμηνείες στα άκρα. Όμως ξέρουμε πια ποιος κέρδισε.
Ορισμένες στιγμές που δύσκολα θα ξεχάσω (τa quotes είναι από μνήμης):
Lulu: “Είναι ένας ερημίτης τώρα πια. Τι κάνει; Πού βρίσκεται; Is he still cute?”
Bowie: “Έβγαινα με μια κοπέλα που έβγαινε παλιότερα μαζί του και στο σπίτι της είχε παντού δίσκους του. Εγώ είχα τσαντιστεί, αλλά στην πορεία λάτρεψα τη φωνή του”.
Ed Bicknell: “Όλοι μιλούσαν για τις διασκευές του στον Jacques Brel αλλά η πραγματική αποκάλυψη σε εκείνους τους δίσκους ήταν τα τραγούδια που έγραψε ο ίδιος ο Walker”.
Jarvis Cocker: “Ο δίσκος που έκανε μαζί μας λέγεται “We love Life”. Δεν τον αγόρασε κανείς”.
Η σεκάνς της απογοήτευσης και της σταδιακής απόσυρσής του μετά την αποτυχία του “Scott 4” και το πέρασμα από την αποθέωση στη απαξίωση. Όλα υπό τους ήχους του “On Your Own Again”.
Η συγκίνηση στο βλέμμα του Jarvis Cocker, του Damon Albarn, της Dot Allison, του Sting, του Johnny Marr και της Alison Goldfrapp την ώρα που στριφογυρίζουν τα βινύλιά του στο πικάπ.
Η περιγραφή του Evan Parker για το πώς του ζήτησε ο Walker να συμμετάσχει στο “Climate Of Hunter”: “Δεν έρχομαι φασέικα. Γνωρίζω τη δουλειά σου και σκέφτομαι σύννεφα σαξοφώνου και τον Ligeti”.
Η ατάκα του Bowie όταν ακούει το “The Old Man’s Back Again” που γράφτηκε στον απόηχο της Άνοιξης της Πράγας: “The bass is extraordinary” (γιατί αυτό το μπάσο πράγματι ανασταίνει και νεκρούς).
Η λάμψη στο πρόσωπο του Hector Zazou όταν εξηγεί ότι το κλειδί στον ήχο του “Tilt” είναι η κιθάρα που ακροβατεί μεταξύ σωστού κουρδίσματος και παραφωνίας. “Listen to the guitar. There is something wrong with the guitar!”
Η ιστορία που αφηγείται ο David Bates της Fontana όταν συναντήθηκαν με τον Walker στο στούντιο για να ακούσουν το άρτι ολοκληρωμένο “Tilt”. Πριν τελειώσει ακόμα το “Farmer In The City”, ο Bates μην αντέχοντας το βάρος ζήτησε από τον Scott να κλείσουν τα μεγάλα ηχεία και να αφήσουν να παίζουν μόνο τα μικρά. “Sure, no problem” απάντησε εκείνος, αλλά λίγο αργότερα άλλαξε γνώμη: “David, επειδή όταν τελειώνω έναν δίσκο δεν μπορώ πια να τον ακούσω ποτέ ξανά, θα σε πείραζε να ξανανοίξουμε τα μεγάλα ηχεία; Για να τον θυμάμαι έτσι, δυνατά”. Λίγο αργότερα το επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο Scott στην ταινία: “Ναι, δεν μπορώ να τα ξανακούσω, because you know, it’s a nightmare!”
Η αναφορά του David Albarn στην επίκτητη “αγγλικότητά” του. “His adopted englishness”.
Η συνέντευξή του στο περιοδικό Les Inrockuptibles μετά από δέκα χρόνια εξαφάνισης. Επί πέντε περίπου χρόνια ζητούσαν επικοινωνία μέσω του μάνατζερ του Walker και μέχρι την τελευταία στιγμή ο Jean-Daniel Beauvallet φοβόταν ότι θα ακύρωνε. Τελικά βέβαια ο Scott εμφανίστηκε και το πρώτο που τον ρώτησαν ήταν “Τι κάνατε μετά την αποτυχία του “Climate Of Hunter” επί δέκα χρόνια;” (Οι Γάλλοι ως γνωστόν έχουν μεγαλύτερη εμμονή με τον πληθυντικό ευγενείας ακόμα κι από εμάς). “J’ai existé, c’est tout” απάντησε, δηλαδή “Υπήρχα. Αυτό είναι όλο”.
Η φυσικότητα με την οποία ο Scott Walker εξηγεί ότι δεν θέλει να έχουν οι συμμετέχοντες στους δίσκους του πολλή επαφή μεταξύ τους, ούτε να ξέρουν εκ των προτέρων όλα τα στοιχεία της μελωδίας, γιατί τα τραγούδια χάνουν έτσι τον προσανατολισμό τους. “Δεν ενδιαφέρομαι να κάνω groove records”.