Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα
Όλα τα παιδικά μου ακούσματα ήταν ελληνικά. Μη φανταστείτε τίποτα Σιδηρόπουλος, Πουλικάκος ή Socrates. Ούτε καν Πελόμα Μποκιού. Κατά κύριο λόγο ελαφρολαϊκά και λαϊκά. Μαρινέλλα, Νταλάρας, Πάριος, Αλεξίου και Διονυσίου. Είτε στο αυτοκίνητο από τις 8-track κασέτες (αλήθεια τις θυμάται κανείς;), είτε στο σαλόνι από τα σαρανταπεντάρια, είτε στην κουζίνα από το ραδιόφωνο, ακούγαμε συνεχώς μουσική, αλλά μόνο ελληνικά. Το πώς εγώ στην εφηβεία μου κατέληξα να ακούω ξένα και πιο συγκεκριμένα rock, indie και post-punk, χρήζει ψυχολογικής έρευνας!
Παρόλο αυτά, η πλύση εγκεφάλου που έγινε εκείνα τα ευαίσθητα παιδικά χρόνια, μάλλον δεν ξεπεράστηκε και κάπου βαθιά στο μυαλό μου βρίσκονται χαραγμένες οι μελωδίες, οι ρυθμοί και οι φωνές. Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσο θόρυβο, παραμόρφωση και γκαρίσματα που έχουν περάσει από τα αυτιά μου, υπάρχουν λαϊκά ακούσματα που μου αρέσουν (γιατί να το κρύψομεν άλλωστε).
Για να εκτιμήσουμε βέβαια στη σημερινή εποχή αυτά τα τραγούδια, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι τα περισσότερα αναφέρονται σε μια χώρα που δεν υπάρχει πια. Ενδεικτικά, και μόνο ενδεικτικά, αναφέρω τα ακόλουθα:
Χαράματα η ώρα τρεις (1937, μουσική: Μ. Βαμβακάρης, στίχοι: Κ. Μακρής)
Τα παλιά εκείνα χρόνια, οι τραγουδοποιοί και ειδικότερα οι ρεμπέτες δε φλυαρούσαν πολύ (καθόλου για την ακρίβεια). Λίγα, απλά και κατανοητά λόγια. Λιτοί και περιγραφικοί στίχοι για έναν αγνό έρωτα του μεσοπολέμου.
Κάνε λιγάκι υπομονή (1948, μουσική-στίχοι: Β. Τσιτσάνης)
Το τραγούδι γράφτηκε και κυκλοφόρησε όταν η χώρα είχε εμφύλιο πόλεμο. Οι στίχοι έχουν αλληγορική σημασία και αναφέρονται σε όλα τα δεινά που περνούσε ο τόπος εκείνα τα χρόνια και στην ελπίδα ότι κάποια στιγμή όλα αυτά θα τελειώσουν. Ο ίδιος ο Τσιτσάνης έχει πει πως συμπεριέλαβε στο τραγούδι επίτηδες ερωτικούς στίχους για να ξεγελάσει την λογοκρισία. Παρόλο αυτά, το δισκάκι παρέμεινε απαγορευμένο ακόμα και μετά την λήξη του εμφυλίου. Μάλιστα, το 1951 η Γενική Ασφάλεια Αθηνών το συμπεριέλαβε στον κατάλογο των απαγορευμένων ρεμπέτικων με τίτλο: «Ο Υπομονετικός».
Είμαι αητός χωρίς φτερά (1961, μουσική: Μ. Χατζιδάκις, στίχοι: Ε. Παπαγιαννοπούλου)
Ο Χατζιδάκις αγαπούσε ιδιαίτερα το λαϊκό τραγούδι. Μάλιστα, σημείο αναφοράς για το τέλος της περιθωριοποίησης του ρεμπέτικου, αποτελεί η φημισμένη διάλεξη που έδωσε στο Θέατρο Τέχνης το 1949, μπροστά σε ένα εμβρόντητο (αστικό) ακροατήριο. Από την άλλη μεριά, η Παπαγιαννοπούλου έζησε μια πολυτάραχη ζωή εξαρτημένη από τον τζόγο, απότοκος της οποίας ήταν να πεθάνει φτωχή με μοναδική συντροφιά την εγγονή της. Άρχισε να γράφει στίχους στα 55 της, τους οποίους πουλούσε δεξιά και αριστερά έναντι μικρής αμοιβής και στη συνέχεια παραιτούνταν από τα πνευματικά της δικαιώματα. Τα συγκεκριμένα λόγια τα έριξε ανώνυμα κάτω από την πόρτα του σπιτιού του Χατζιδάκι, ο οποίος ευτυχώς ανακάλυψε σε ποιά άνηκαν. Οι στίχοι εκτιμάται ότι αναφέρονται στον πρόωρο χαμό της κόρης της.
Που ’σαι Θανάση (1973, μουσική: Γ. Ζαμπέτας, στίχοι: Χ. Βασιλειάδης)
Ο Θανάσης ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Λεγόταν Θανάσης Ευστρατιάδης (Σημ. Αρχ.: και πατέρας του γνωστού σκηνοθέτη Όμηρου) και έκανε παρέα με τον Ζαμπέτα. Κάποια στιγμή όμως αρρώστησε και πέθανε. Ο Ζαμπέτας δεν ενημερώθηκε αμέσως για το θάνατο του φίλου του και έτσι όταν το πληροφορήθηκε στεναχωρήθηκε πολύ και αποφάσισε να του φτιάξει ένα τραγούδι. Συνέθεσε τη μουσική και έδωσε παραγγελία για τους στίχους στον φίλο του Χ. Βασιλειάδη. Ο τελευταίος λίγο πριν πεθάνει έγραψε τους στίχους και άφησε το χειρόγραφο στη γυναίκα του για να τους δώσει στο μουσικοσυνθέτη. Λίγα χρόνια μετά ο Ζαμπέτας το ηχογράφησε με τη δική του φωνή.
Αποκοιμήθηκα (1977, μουσική: Τ. Βοσκόπουλος, στίχοι: Μ. Θειόπουλος)
Θα μπορούσα να βάλω διάφορα τραγούδια από τον Διονυσίου. Παρόλο αυτά, το συγκριμένο (μαζί με τον «Ταξιτζή») είναι αυτά που θυμάμαι περισσότερο. Μέσα στο λευκό φιατάκι, μεσημέρι καλοκαιριού, μ’ ανοιχτά παράθυρα (air condition και τέτοια φλώρικα δεν υπήρχαν τότε), να επιστρέφουμε σπίτι μετά από μια εκδρομή και κάπου ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο, ονείρου και πραγματικότητας, στροφής και ευθείας, η φωνή του Στράτου να μ’ αποκοιμίζει.
Συ μου χάραξες πορεία (1967, μουσική-στίχοι: Α. Καλδάρας)
Μάλλον κάτι θα είχε το νερό του Ληθαίου ποταμού των Τρικάλων στις αρχές του 20ου αιώνα, γιατί δυο από τους πιο γνωστούς λαϊκούς συνθέτες γεννήθηκαν εκεί. Εκτός από τον Τσιτσάνη και ο Καλδάρας ήταν τρικαλινός. Ένα τραγούδι για τον απαγορευμένο έρωτα με μια κατακλείδα η οποία συμπυκνώνει όλο το νόημά του: «μα θα μείνω κι ό,τι θέλει ας γίνει». Κάτι παρόμοιο μας είπε δυο δεκαετίες αργότερα ο Παπάζογλου στον «Αύγουστο».
Ζεϊμπέκικο (1972, μουσική-στίχοι: Δ. Σαββόπουλος)
Το τραγούδι όταν πρωτοκυκλοφόρησε ήταν ένα ντουέτο του Σαββόπουλου με τον εαυτό του. Γραμμένο μεν σε ζεϊμπέκικο ρυθμό 9/8, λόγω όμως της ροκ ενορχήστρωσης δε θα το χαρακτήριζες λαϊκό. Ο Σαββόπουλος σε συνθετικό οίστρο, δημιουργεί ένα από τα συγκλονιστικότερα τραγούδια του, αλλά ο ίδιος δεν είναι εντελώς ευχαριστημένος από το τελικό αποτέλεσμα. Κάτι μέσα του τον τρώει, γιατί ακούει ότι κάτι λείπει. Δυο χρόνια μετά, σαν το δεύτερο ημίχρονο ενός αγώνα, αντικαθιστά τον εαυτό του με τη Σωτηρία Μπέλλου και μετατρέπει ένα –έτσι κι αλλιώς– αγαπημένο τραγούδι των θαυμαστών του, σε παντοτινό αγαπημένο όλης της χώρας. Η χρυσή αλλαγή! Αξεπέραστο, με την καταλυτική ερμηνεία της Μπέλλου και τη διφωνία των δυο τους να οριοθετεί το ελληνικό τραγούδι. Το γεγονός ότι για την τραγουδίστρια το τραγούδι είναι ποπ, αποτελεί πλέον μια γλυκιά λεπτομέρεια.
Θα σημάνουν οι καμπάνες (1966, μουσική: Μ. Θεοδωράκης, στίχοι: Γ. Ρίτσος)
Θυμάμαι το τραγούδι από μια σκηνή στην ταινία των Ντ. Κατσουρίδη και Π. Γλυκοφρύδη «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας». Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω την πολιτική διάστασή της και απλά γελούσα με την κωμική (όπως την έβλεπα τότε) –τραγική τελικά– ερμηνεία του Βέγγου.
Η «Ρωμιοσύνη» που περιέχει τις συγκεκριμένες στροφές, γράφτηκε από τον Ρίτσο το 1945 με 1947. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Θεοδωράκης τη μελοποίησε μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έναν άγριο ξυλοδαρμό του από χωροφύλακες στον Πειραιά, την ημέρα των Φώτων του ’66.
Δεν ξέρω αν το έχει παρατηρήσει κανείς, αλλά ο στίχος: «Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας» είναι ουσιαστικά ίδιος με το: «This land was made for you and me» που έγραψε ο Woody Guthrie στο “This land is your land”, την ίδια περίοδο (1945) από την άλλη πλευρά της γης…
Μάνα μου Ελλάς (1983, μουσική: Σ. Ξαρχάκος, στίχοι: Ν Γκάτσος)
Πριν ακόμα δημιουργηθεί το νέο Ελληνικό κράτος, αρχίσαμε να ζούμε με δανεικά. Αυτό συνεχίστηκε σε ολόκληρο τον 19ο και φυσικά και τον 20ο αιώνα. Συνολικά πρέπει να έχουμε πάρει πάνω από 100 δάνεια στην 200ετή σχεδόν ζωή μας. Για τους ιστορικούς λοιπόν δεν πρέπει να αποτελεί και τόσο περίεργη η σημερινή κατάσταση με τα μνημόνια και τις αναμονές των δόσεων των δανείων από τους ξένους «προστάτες» μας.
Να σημειώσουμε επίσης, πως όταν ελευθερώθηκε η χώρα το 1830, οι κάτοικοι αυτού του τόπου δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη συνοχή. Μετά από εκατοντάδες χρόνια ρωμαϊκών και τούρκικων κατακτήσεων έπρεπε να βρεθεί κάτι κοινό να ενώνει όσους έμεναν εδώ. Το προφανές ήταν η Αρχαία Ελλάδα. Σύνδεση που με την πάροδο των ετών κατέληξε σε προγονοπληξία και αρχαιολαγνεία.
Συνοψίζοντας: «Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα / μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα. Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια / εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια».
Τίποτα δεν πάει χαμένο (1979, μουσική: Μ. Λοϊζος, στίχοι: Μ. Ρασούλης)
Τα όρια του πολιτικού και λαϊκού τραγουδιού πολλές φορές είναι δυσδιάκριτα. Τι σημασία έχουν άλλωστε οι ταμπέλες και οι κατηγορίες σε τέτοιες συνθέσεις; Ο τίτλος από μόνος του είναι μεγαλειώδης. Όλοι οι στίχοι είναι καταπληκτικοί, όπως και η μουσική. Από τα καλύτερα μεταπολιτευτικά τραγούδια που έχουν γραφτεί. «Το δίκιο του αγώνα πολλά σου στέρησε / μα η ζωή λεχώνα / ελπίδες γέννησε».
Εγώ με τις ιδέες μου (1987, μουσική-στίχοι: Ν. Άσιμος)
Ο Νικόλας κάπου στην πορεία της σύντομης ζωής του τα έχασε εντελώς, αλλά μέχρι να φτάσει εκεί μας πρόσφερε μερικά καταπληκτικά άσματα. Ένα από αυτά το «Εγώ με τις ιδέες μου». Βγαλμένο από προηγούμενες δεκαετίες, χωρίς αμφιβολία θα το ζήλευαν πολλοί μεγάλοι συνθέτες του ρεμπέτικου. Μνημονεύουμε τον εναρκτήριο στίχο: «Εγώ με τις ιδέες μου / κι εσείς με τα λεφτά σας / νομίζω πως τα θέλετε / μονά ζυγά δικά σας».
Και επειδή το λαϊκό τραγούδι όπως και το ποδόσφαιρο ήταν παρηγοριά πολλών εκείνα τα χρόνια τα παλιά, άλλα πέντε για συμπληρωθεί δεκαεξάδα και να κατέβει η ομάδα:
Βρέχει στη φτωχογειτονιά (1960, μουσική: Μ. Θεοδωράκης, στίχοι: Τ. Λειβαδίτης)
Ασπρόμαυρη φωτογραφία μιας ρακένδυτης Ελλάδας που προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά από δυο πολέμους (έναν εξωτερικού και έναν εσωτερικού).
Το σφαγείο (Το μεσημέρι) (1971, μουσική-στίχοι: Μ. Θεοδωράκης)
Σε τρία λεπτά συνοψίζονται επτά χρόνια γύψου, εξορίας, βασανισμών και αληθινής αντίστασης.
Ο εφιάλτης της Περσεφόνης (1976, μουσική: Μ. Χατζιδάκις, στίχοι: Ν. Γκάτσος)
Ευτυχώς δεν ανακάλυψε το τραγούδι η Greenpeace…
Θα με δικάσει (1983, μουσική: Δ. Λάγιος, στίχοι: Μ. Μπουρμπούλης)
Καταπληκτική η πρώτη ερμηνεία της Μπέλλου, αλλά εξαιρετική και η διασκευή της Μ. Φριντζήλα.
Αυτή η νύχτα μένει (2000, μουσική-στίχοι: Σ. Κραουνάκης)
Ο Βενιαμίν της ομάδας. Ένα από τα τελευταία αληθινά λαϊκά τραγούδια που γράφτηκαν.