Κράουτ, 60s και δημοτικό τραγούδι
Το πρώτο (μουσικό) βιβλίο κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εκδόσεις Μίνωας, σκληρό εξώφυλλο. Μια απόπειρα του πατέρα να με εισάγει στον κόσμο της μουσικής την οποία πρέπει θεωρητικά να ακούνε οι σοβαροί άνθρωποι. Το διάβασα φυσικά –όπως και οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου τότε- χωρίς καμία όμως ηχητική επαφή με τα περιεχόμενα, μετά επέστρεψα στις κασέτες μου με τους Modern Talking και τους Depeche Mode, σε αυτά τα ακούσματα επέστρεψα πραγματικά δεκαετίες αργότερα. Μια πορεία χρόνου η οποία μπορεί κυριολεκτικά να ιχνηλατηθεί με βιβλία.
Με αφορμή το αφιέρωμα αυτό στάθηκα στην γωνιά της βιβλιοθήκης όπου φιλοξενούνται τα βιβλία μουσικού ενδιαφέροντος. Καθ’ υπερβολήν θα έλεγα ότι δεν διαφέρει πολύ σε μέγεθος από το μουσικό τμήμα ενός μέσου ελληνικού βιβλιοπωλείου. Όσες και όσοι έχουν αποπειραθεί κάποια στιγμή να… εκδοθούν γνωρίζουν την κλασική απάντηση όταν τρώνε την πόρτα στα μούτρα: «τα μουσικά βιβλία δεν πουλάνε». Κυνικό αλλά και πραγματικό, και βασικά θα ήταν έκπληξη να ήταν διαφορετικά τα πράγματα, σε μια χώρα όπου η μουσική είναι ταυτισμένη περισσότερο με την διασκέδαση και λιγότερο με την σκέψη (πιάνοντας σε αυτό το εύρος και τον αυτο-αποκαλούμενο εναλλακτικό χώρο με τις φαντασιώσεις πνευματικής υπεροχής του). Είναι και μπελάς το διάβασμα, εδώ που τα λέμε. Δεν μπορείς να τελειώσεις ένα βιβλίο την ώρα που πλένεις τα πιάτα (αντιθέτως, την ίδια ώρα μπορείς να ακούσεις και κα’να δυο δίσκους από τις ξεχασμένες άκρες του bandcamp, που θα σου εξασφαλίσουν μερικές επιδεικτικές μεν άχρηστες δε -ούτε για στιφάδο- δάφνες ψαγμενοσύνης).
Γκουχ, γκουχ, πολύ σκόνη (μπελάς το ξεσκόνισμα των βιβλίων, το γνωρίζουμε όλες οι νοικοκυρές). Μερικά έχω ξεχάσει ότι τα έχω αγοράσει. Μερικά έχω ξεχάσει ότι τα έχω διαβάσει. Μερικά απορώ πως και τα αγόρασα (έχω έως και μερικά του Γιάννη Πετρίδη!). Μερικά τα είχα διαβάσει αλλά με τίποτε δεν θα τα ξαναδιάβαζα, κυρίως τα βιβλία τα οποία το Ίντερνετ και η αλλαγή στη διαθεσιμότητα της πληροφορίας τα κατέστησε πλέον περιττά (ο «Ήχος της πόλης» π.χ.). Κακά βιβλία που η απουσία της πληροφορίας τα έκανε κάποτε απαραίτητα (εκδόσεις Σιγαρέτα, Οδός Πανός, το βιβλίο για τους Joy Division). Το αναπόφευκτο και κάποτε πολύτιμο «Get that beat» του Δηματάτη (έστω και με τα κάμποσα του λάθη). Το «ελληνικό ροκ» του Νταλούκα. Σατανικό χέρι έχει τοποθετήσει δίπλα του το εξαιρετικό μεν δυσεύρετο πλέον δε «Ραντεβού στο Κύτταρο» του Φώντα Τρούσα. Κάποια με περισσότερη συναισθηματική αξία. Κάποια δώρα (η βιογραφία του Keith Richards -μα δεν διαβάζω γενικά βιογραφίες, blame it on Μάνος Μπούρας). Το «Oi! Η μουσική των skinheads» του Χάρη Συμβουλίδη η αφορμή για την πρώτη γνωριμιά και την έναρξη μιας φιλίας. Και φυσικά… Πολλά που περιμένουν την σειρά τους για ανάγνωση. Που ίσως να μην έρθει ποτέ. Δεν πειράζει, ξέρω ότι υπάρχουν κάπου εδώ σε μια άκρη, για την περίπτωση που…. Εδώ να θυμηθώ να επικαλεστώ τον Έκο και τη συνηγορία του για τις αδιάβαστες βιβλιοθήκες (φαινόμενο που έχει πια και σέξυ ιαπωνικό όνομα, μπορούμε να λέμε ότι πάσχουμε από «tsundoku»).
«Διάβασε ένα βιβλίο κάνει καλό»… Κατά καιρούς γίνονταν τέτοιες καμπάνιες από τις εκπαιδευτικές ειδικά αρχές (έχετε από την άλλη όμως ακούσει ποτέ την πρόταση, «δες ένα γλυπτό ή έναν πίνακα, κάνει καλό;»). Το βιβλίο είναι ένα καλό πράγμα. Και χρήσιμο. Αναμφισβήτητα (κάνει και ωραίο… ντεκόρ, ειδικά αν χρειαστεί να γίνεις ομιλούσα κεφαλή σε κα’να ντοκιμαντέρ και θες να εντυπωσιάσεις). Αν το ανοίξεις μπορεί και να γίνει χρησιμότερο. Με θυμάμαι να ρωτάω με προβοκατόρικη διάθεση την προ πολλού συγχωρεμένη φιλόλογο μας στο Γυμνάσιο, ναι κυρία, αλλά δεν υπάρχουν κακά βιβλία; Ή βιβλία που μπορούν να κάνουν κακό; Προς απογοήτευση μου, δεν φάνηκε να έρχεται σε δύσκολη θέση. Κι ένα κακό βιβλίο θα σε κάνει να σκεφτείς. Κάτι θα αποκομίσεις. Κι από σένα εξαρτάται τι θα κάνεις με αυτό. Δεν την ξέχασα την απάντηση.
Μ’ αρέσουν λοιπόν και τα βιβλία που μπορούν να με τσαντίσουν (εντάξει, μέχρι ενός ορίου μαζοχισμού και πήχη ποιότητας). Ακόμη και τα στρατευμένα (ειδικά αν είναι διαυγής η θέση στην οποία στέκεται ο συγγραφέας). Κι αυτά που θα με εκπλήξουν. Κι αυτά που πάνε πέρα από προκάτ στερεότυπες κι ετοιματζίδικες προτάσεις. Κι αυτά που μπορούν να βάλουν σε τάξη κάποιες σκόρπιες σκέψεις. Κι αυτά που θα ήθελα, αν μπορούσα, να τα είχα γράψει εγώ.
Υπό τέτοιο σκεπτικό επιλέχθηκαν τα ακόλουθα τρία (κι ένα ..ανύπαρκτο τέταρτο). Και με την βαρύτητα (και δυσκολία) της ευαριθμίας (πέρα από πολυπληθείς λίστες που ειδικά τέτοιες εορταστικές ημέρες κατακλύζουν τον τύπο, λυγισμένες υπό το βάρος των δημόσιων σχέσεων και των διαπλεκόμενων υποχρεώσεων).
David Pichaske - Μια γενιά σε κίνηση: Μουσική και πολιτισμός τη δεκαετία του ‘60 (A Generation in Motion: Popular Music and Culture in the Sixties) – (Εκδόσεις Κουκίδα, 2016/Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου)
Τα 60s. Αν υιοθετήσουμε τον αυθαίρετο εργαλειακό τεμαχισμό της Ιστορίας σε φέτες δεκαετιών (μια σκέψη ναι μεν δυνητικά παραγωγική, ωστόσο πολλές φορές δεσμευτική και περιοριστική – συστήνεται εδώ για περαιτέρω προβληματισμό το εξαιρετικό βιβλίο του Λε Γκοφ «Πρέπει αλήθεια, να κόβουμε την ιστορία σε φέτες;»), τα χρόνια από το 1960 έως το 1969 (αν και πολλοί διαστέλλουν ή συστέλλουν –αλά-Hobsbawm- την δεκαετία) διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη γένεση και εξέλιξη αυτού που θα αποκληθεί ‘ποπ κουλτούρα» (και που, ναι, μέσα της εμπεριέχεται και το ροκ). Σε τέτοιο σημείο που η «φέτα» αυτή θα τοποθετηθεί σε μυθικό βάθρο, παγιωμένη σε στερεότυπα (με σημαντική υποβοήθηση κι από τους «εκδρομείς του ‘60» και τις κάθε λογής νοσταλγούς του ροκ εν ρολ). Νεανική εξέγερση. Επανάσταση. Underground. Αντικουλτούρα. Ψυχεδέλεια. Those were the days… Σε αντιδιαστολή πάντα με όσα ακολούθησαν. Καταραμένοι Hells Angels, άτιμε Manson, κλέφτες ονείρων…
Το βιβλίο αυτό βγήκε το 1979. Στην Αμερική. Κοντά στην εποχή με την οποία καταπιάνεται αλλά κι από μια εύλογη ψύχραιμη απόσταση. Ο τίτλος του μάλλον σεμνός (θα ήταν από τα ελάχιστα που θα δικαιολογούνταν να έφεραν τίτλο «Όλη η αλήθεια για την δεκαετία του ‘60», αν και τα βιβλία με αντίστοιχες προγραμματικές φιλοδοξίες είναι συνήθως για πέταμα). Δεν πλησιάζει τον μύθο των 60s με διάθεση απομυθοποίησης (ή …απομάγευσης). Γνωρίζει μάλλον διαισθητικά ότι ένας μύθος είναι μεν εξ ορισμού μια φαντασιακή κατασκευή, η οποία ωστόσο παράγει λίαν απτά αποτελέσματα για τις ανθρώπινες ζωές (καθιστάμενη έτσι ‘πραγματική’!). Και ότι κάποια στιγμή παγιώνεται σε μια «κοινά αποδεκτή» δομή, (αυτο)συντηρούμενη αλλά και συντηρητική. Ακόμη κι αν έχουμε να κάνουμε με μια «γενιά σε κίνηση».
Το βιβλίο του Pichaske είναι ένα προκλητικό βιβλίο. Θέτει σε ανελέητη δοκιμασία και ανατομή συμφωνίες και διαφωνίες (στα μέρη μας άργησε πολύ να εκδοθεί, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις στερεοποιημένες πια από την διαρκή επανάληψη απόψεις). Η γραφή του ζωντανή και αιχμηρή. Η ματιά του ξεφεύγει από την συμβατική πεπατημένη. Εκεί που μιλάει για το πολιτισμικό και διανοητικό κενό των ‘50s. Για την αποτυχία, την αποξένωση και την ηθική ουδετερότητα της Νέας Αριστεράς (εχμμ…). Για τον Έλβις και τον ρόλο του στην εδραίωση του μύθου της καταναλωτικής αμερικάνικης κοινωνίας (του Έλβις, αυτού του παιδιού με τις οικογενειακές και εθνικές αξίες που έγινε πραγματικά ένας «επαναστάτης κατά λάθος»). Για τον ριζοσπαστισμό της φολκ που συγχρόνως όμως στρεφόταν προς τις ρίζες, σε μια «επιστροφή στο παρελθόν». Για την ατομική αναζήτηση της ελευθερίας (και που αυτή κατέληξε), για τους εναλλακτικούς τρόπους ζωής, για τα ναρκωτικά και τις νέες «πύλες αντίληψς» που άνοιξαν (και μετά έκλεισαν με βρόντο).
Τα δύο τελευταία κεφάλαια στα οποία αναλύει τους τρόπους με τους οποίους το Σύστημα αφοπλίζει, στομώνει, προσεταιρίζεται και τελικά ενσωματώνει τις φωνές και τα έργα που το ενοχλούν, είναι υποδειγματικά, αποκαλύπτοντας μια διαδικασία η οποία βασίζεται στην κατακλυσμική παροχή μιμητικής σαβούρας, στην άκρατη εμπορευματοποίηση («όταν οι μεγάλες εταιρίες καταβρόχθισαν τις ανεξάρτητες –οι οποέις συχνά προσφέρονταν από μόνες τους για φάγωμα»), την μετατροπή σε «κουλτουριάρικη» ασαφή, ακατανόητη Τέχνη, μετά σε μόδα, σε τάση, σε αναβίωση. Πολύ περισσότερο υπό το σημερινό βλέμμα, όπου είμαστε πλέον μάρτυρες του αποτελέσματος όλης αυτής της διαδικασίας, με τον πληθωριστικό χυλό πολιτισμού που παρέχεται πια εν αφθονία και τα κάθε λογής ‘ανατρεπτικά’ και ‘πρωτοποριακά’ έργα Τέχνης στεγασμένα και ιδρυματοποιημένα με ασφάλεια υπό κρατική και εφοπλιστική προστασία.
«Ο προσεταιρισμός είναι φυσικό παράγωγο των συστημάτων».
«Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να αντιμετωπίσεις τη διαδικασία της αφομοίωσης: να μην πάψεις να κινείσαι. Αυτό είναι το πρώτο και σημαντικότερα μάθημα που μπορούμε να πάρουμε για τον εαυτό μας, για τη δεκαετία του ’60, για το ροκ εν ρολ, για τη ζωή».
Jan Reetze – Der Sound der Jahre (Halvmall Verlag, 2022)
Γερμανός είναι αυτός εδώ. Το σημειώνω με μια κάποια έμφαση την εθνική καταγωγή (όπως και στην περίπτωση του Pichaske), όχι επειδή η εντοπιότητα και η βιωματική σκοπιά αποτελεί εξ ορισμού ένα εχέγγυο ποιότητας και γνώσης (ενίοτε λειτουργεί κιόλας αρνητικά), ωστόσο υπό προϋποθέσεις μπορεί να δώσει μια διάσταση πιο κοντινή στην ‘πραγματική’. Ειδικά όταν αυτή είναι… κατασκευασμένη.
Ο «Ήχος των χρόνων» είναι ένα συνθετικό έργο το οποίο καταπιάνεται με μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την πτώση του Τείχους, και με την μουσική μιας πάλαι ποτέ χώρας: της Δυτικής Γερμανίας. Πιάνει το νήμα μέσα από τα ερείπια των βομβαρδισμών, τις πρώτες δύσκολες ημέρες, το παρελθόν που έπρεπε να μείνει πίσω, τις πληγές που έπρεπε να επουλωθούν, την γενιά του Πολέμου που προσπαθούσε να ξεχάσει και να χτίσει ξανά την χώρα. Δημιουργώντας σιγά σιγά ένα περιβάλλον ασφαλούς ευμάρειας (φτάνοντας τελικά στο διαβόητο Wirtschaftswunder) το οποίο θα επωάσει την ίδια του την αμφισβήτηση. Νέοι άνθρωποι, νέοι ήχοι (με επιβλητική εδώ συμβολή στη διάδοση τους εκείνη της αμερικανικής και βρετανικής στρατιωτικής παρουσίας), μια συγκρουσιακή διάθεση με την ένοχη γενιά των γονιών (και χωρίς πατεράδες ή με πατεράδες κατεστραμμένους), αλλά και μια τάση φυγής από το βιωμένο παρόν, όλοι αυτοί υπήρξαν οι παράγοντες που καθόρισαν την πορεία της δυτικογερμανικής μουσικής για πολλές δεκαετίες.
Το σημαντικό στο βιβλίο του Reetze είναι ότι ανοίγει την ματιά του στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο, δεν στέκει μόνο στο πολύφερνο «κράουτ» (κι ας αφήνει και σημαντικά κεφάλαια απέξω, δεν πατάει π.χ. καθόλου στην μεταλλική επικράτεια). Δεν αναζητά σώνει και καλά το ψαγμένο, το obscure, το «υποτιμημένο» (έχει π.χ. εκτενή αναφορά στον, ω ναι, James Last αλλά και στην easy listening jazz του Bert Kaempfert –του ανθρώπου πίσω από τα μεγαλύτερα σουξέ του Frank Sinatra). Καταγράφει τις πρώτες τζαζ ορχήστρες, την επέλαση του ροκ εν ρολ και των beat συγκροτημάτων, τους Γερμανούς τεντιμπόηδες (που λέγονταν Halbstraken), τα πρώιμα ηλεκτρονικά πειράματα του Eimert και του Stockhausen, την κατασκευή του «κράουτ», φτάνοντας μέχρι τα καινά διαμόνια της δεκαετίας του ’80 (που διόλου δεν φαίνεται να τα συμπαθεί) ανιχνεύοντας τους δρόμους που οδήγησαν μέσω της «εναλλακτικότητας» σε έναν νέο συντηρητισμό.
Ο Reetze έχει άποψη, θέτει αξιολογικά κριτήρια, δεν θεωρεί τα πάντα «αριστουργήματα», το αντίθετο μάλιστα, ακόμη κι όταν αγαπάει εμφανώς κάποιο συγκρότημα δεν διστάζει να καταδείξει τις αδύναμες του στιγμές (π.χ. τους δήθεν πρωτοποριακούς ηλεκτρονικούς ήχους των πρώτων δίσκων των Popol Vuh ή τους ‘κοσμικούς’ αυνανισμούς των κατά βάση… ανύπαρκτων Cosmic Jokers). Και φυσικά δεν θα μπορούσε να αποκλείσει και το περίφημο schlager, την δημοφιλή λαϊκή ποπ, καταδεικνύοντας ότι τα όρια μεταξύ των ειδών δεν υπήρξαν τόσο βαθιά όσο θέλουν πολλές αφηγήσεις, πολλοί γαρ μουσικοί του κράουτ ή της τζαζ σταδιοδρόμησαν (άλλοτε ανώνυμα κι άλλοτε όχι) και στον χώρο του σλάγκερ. Και αποφεύγει φυσικά να θέσει το κράουτ σε αντιδιαστολή με το σλάγκερ, όπως είναι μια διακινούμενη άποψη του συρμού (με υπονοούμενη στόχευση στο γνωστό ντοκιμαντέρ του BBC –της «θείας» όπως το αποκαλεί- και στην αναφορά ότι έτσι ήταν η γερμανική ποπ μουσική πριν το κράουτ, βάζοντας ένα στιγμιότυπο με τον συμπαθή και με τραγική ιστορία Rex Gildo, μια ανοησία ετεροκαθοριζόμενης οπτικής τόσο ανόητη όσο εάν ισχυριζόταν κανείς ότι οι Τρύπες αναδείχθηκαν μέσα από μια αντίθεση στον… Γιώργο Μαρίνο). Κι αν το σλάγκερ υπήρξε όντως αλαφρύ και απολιτίκ, το ίδιο -παρά τις φαντασιώσεις πολλών- υπήρξε σε μεγάλο βαθμό και το κράουτ (ή και με ...λάθος κομματική τοποθέτηση, πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι οι Neu! π.χ. είχαν παίξει σε εκδήλωση υπέρ του SPD;), υιοθετώντας συχνά την ίδια escapist (αποδραστική;) διάθεση που χαρακτήριζε και την mainstream λαϊκή μουσική, ένα πανευρωπαϊκό άλλωστε φαινόμενο, απότοκο των δεινών του πολέμου και της πανανθρώπινης ανάγκης για διαφυγή (ας αναλογιστούμε και στα μέρη μας πόσα τραγούδια είχαμε για την ‘Αραπιά’ ή για τα μάμπο τα …μπραζιλιέρο). Στο κράουτ απλά οι δρόμοι οδηγούσαν σε πιο εξωτικούς προορισμούς, στην Λάσα, στο Μαγκρέμπ, μέχρι και το έσχατο όριο, το διάστημα.
Πολύ ενδιαφέρον και το πιο αιχμηρό όλων είναι το τελευταίο κεφάλαιο, όπου ο συγγραφέας αναλύει τον μηχανισμό με το οποίο το παρελθόν όχι απλά αναβιώνει αλλά επινοείται (στα χνάρια και της «Ρετρομανίας» του Reynolds), όπου μέσα από την καταναλωτική μανία των συλλεκτών, την ανάγκη επίδειξης γνώσεων των μουσικόφιλων και την ανάγκη της μουσικής βιομηχανίας για έσοδα σε χαλεπούς καιρούς, πολύς «άνθρακας» ξεχασμένος στα σεντούκια ήρθε στο φως αποθεούμενος ως «χαμένο διαμάντι» (ίδια χημική η σύσταση, εδώ που τα λέμε).
Ένα εξαιρετικό βιβλίο, γεμάτο πληροφορίες και απόψεις και συμπεράσματα και αποφάνσεις, διαρκές κέντρισμα για συμφωνίες αλλά και διαφωνίες. Αλλά γι’ αυτό δεν υποτίθεται είπαμε ότι διαβάζουμε βιβλία; Όχι για να λιβανίσουμε και να στερεώσουμε την ήδη σχηματισμένη μας άποψη. Υποτίθεται…
Σημείωση: το βιβλίο είναι γραμμένο μεν στα γερμανικά, ωστόσο για τις μη-μετέχουσες της παιδείας του Γκαίτε, υπάρχει και στα αγγλικά μεταφρασμένο (ως “Times & Sounds - Germany's Journey from Jazz and Pop to Krautrock and Beyond”).
Αλέξης Πολίτης - Το δημοτικό τραγούδι (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2010)
Ήταν με ένα βιβλίο με ωραίο μωβ εξώφυλλο εκείνο με το οποίο ξεκίνησε ένα μακρύ… καβάφειο ταξίδι, από εκείνα όπου η Ιθάκη όχι μόνο είναι απρόσιτη αλλά μάλλον δεν υπάρχει κιόλας. «Κβαντομηχανική Ι» ήταν ο απλός χωρίς πολλά κορδελάκια τίτλος, δεν υποσχόταν άνετες λεωφόρους προς τη γνώση, ωστόσο η γραφή είχε μια ιδιάζουσα διαύγεια, ακόμη κι όταν την έχανα σε δύσβατα μαθηματικά μονοπάτια (ένας απλός χημικός ήμουνα άλλωστε). Κάπως έτσι έμαθα τον Στέφανο Τραχανά (που ποτέ δεν έχασα διάλεξή του όταν ερχόταν στα μέρη μας) και τις εκδόσεις που διήθυνε, τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Έκτοτε… οι ΠΕΚ άνοιξαν πολύ το εύρος των πνευματικών τους ενδιαφέροντων, θέτοντας έναν πάντα φιλόδοξο πήχη ποιότητας σε κάθε έκδοση σε κάθε επίπεδο, για την δική μου ματιά είναι μέχρι σήμερα μακράν οι καλύτερες ελληνικές εκδόσεις (κι ας εγκατέλειψα το κβαντικό ταξίδι κάπου στον μπλε τόμο «ΙΙ»). Ήταν το 2010 που βγήκε υπό την σκέπη τους και αυτή η μελέτη του πανεπιστημιακού Αλέξη Πολίτη. Κι αν η λέξη «πανεπιστημιακός» μπορεί να ακούγεται επίφοβη (και όχι άδικα εδώ που τα λέμε), η γραφή του Πολίτη απέχει πολύ και από την συνήθη ξύλινη γλώσσα των πανεπιστημιακών εγχειριδίων και από την αλαμπουρνέζικη ερμητική ιδιόλεκτο των ακαδημαϊκών (η οποία συνήθως κρύβει έλλειψη κατανόησης και ενίοτε ακόμη και άγνοια του αντικειμένου). Με πυκνό και δομημένο λόγο, με σαφήνεια, με ευθυβολία και τόλμη άποψης πλησιάζει το δύσκολο θέμα του (δύσκολο το δημοτικό τραγούδι γιατί έχει παγιωθεί στο συλλογικό συνειδητό κάπου ανάμεσα σε μια φολκλόρ γραφικότητα και σε έναν θεωρητικά οπισθοδρομικό συντηρητισμό -όμως... υπάρχει παράδοση που να μην είναι συντηρητική; Ακόμη και αυτή του… ροκ;). Έτσι ασχολείται σε βάθος με την μορφολογία των τραγουδιών αλλά και με την λειτουργία τους, υπογραμμίζει τη σύνδεση τους με τις τότε κοινωνίες (ή καλύτερα, κοινότητες), όπου τα τραγούδια «ήταν διαρκώς και πανταχού παρόντα» πλαισιώνοντας την πραγματικότητα και σε άμεση οργανική σύνδεση με αυτή (έτσι, άλλα τα τραγούδια του γάμου, άλλα της εργασίας, άλλα της τάβλας κοκ – με την ενδιαφέρουσα παρατήρηση της θεματικής συγγένειας των τραγουδιών του γάμου με εκείνα της κηδείας), χωρίς να επιδιώκεται η πρωτοτυπία και ο νεοτερισμός (μια κραυγαλέα αντίθεση με την σημερινή εστέτ ατομική χρήση της μουσικής). Και περαιτέρω περιγράφει με αιχμηρή ενάργεια ακριβώς αυτή την μετάβαση από την λειτουργική χρήση στην αισθητική, όταν πλέον η προφορική παράδοση όχι μόνο γίνεται γραπτή αλλά καλείται επιπλέον να υπηρετήσει την εναγώνια ταυτοτική αναζήτηση της ‘ελληνικότητας’ του νεόκοπου έθνους, όπου κάπου εκεί τα δημοτικά τραγούδια άρχισαν να κρίνονται για την «λογοτεχνική τους αξία» και να υποβάλλονται σε ένα φιλολογικό χτένισμα, ένα πλυντήριο εθνικής ορθοφροσύνης που έφτανε μέχρι την νόθευση και την παραποίηση όταν «τα γνήσια τραγούδια δεν παρείχαν ικανοποιητικό ποσοστό πατριωτισμού».
Και για να πιάσουμε και το νήμα από το... κράουτ και τον διαμορφωτικό ρόλο της ματιάς του Άλλου, μην ξεχνάμε τον ρόλο αυτής στην εθνική μας «παλιγγενεσία», όταν οι Ευρωπαίοι ανακάλυπταν τους «Νεοέλληνες», παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη κάτω από τα ρομαντικά κηρύγματα (κυρίως από Γερμανία μεριά) και την γένεση του λαογραφικού (αλλά και αρχαιολογικού) ενδιαφέροντος χέρι-χέρι με τον επαναστατικό εθνικισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες καταγραφές του δημοτικού τραγουδιού έγιναν από ξένους, από τις πρώτες… κριτικές των περιηγητών, συνήθως όχι πολύ ευνοϊκές («πότε πότε ο τραγουδιστής σταματά˙ νομίζω πως τελείωσε, όμως αμέσως ξαναρχίζει-πραγματικό μαρτύριο» έγραφε ο γνωστός στα μέρη μας ως φιλέτο και δρόμος Σατομπριάν) μέχρι την πρώτη συστηματικά ολοκληρωμένη συλλογή από έναν τύπο ο οποίος δεν είχε πατήσει ποτέ το ποδάρι του στα Βαλκάνια, ονόματι Κλοντ Φοριέλ, το 1824, όταν ακόμη οι κάνες των καρυοφιλιών έφτυναν μολύβι προς εχθρούς και (κυρίως) φίλους.
Ένα εξαιρετικό βιβλίο λοιπόν (δεν μπαίνω σε αποτιμήσεις τύπου το «καλύτερο», λίγα χρόνια γαρ μετά ακολούθησε το μαμούθειο πολύτομο έργο του Παντελή Μπουκάλα, για το οποίο ωστόσο δεν έχω άμεση προσωπική άποψη, κι ας εμπιστεύομαι τυφλά την γραφίδα του) το οποίο και συστήνεται ανεπιφύλακτα όχι μόνο για όποιον/α θέλει να εντρυφήσει στο εν λόγω αντικείμενο, αλλά και για τους μουσικόφιλους κάθε είδους, ο τρόπος προσέγγισης και επιχειρηματολογίας μπορεί (μπορεί λέω) να χρησιμεύσει για ένα άνοιγμα οριζόντων, για έναν ευρύτερο προβληματισμό ακόμη και στους πιο περιχαρακωμένους χώρους. Κρατώ π.χ. (μεταξύ πολλών σημειωμένων) μια τέτοια παντός χρήσης παρατήρηση ως οδηγό ψύχραιμης αποτίμησης: «και γι’ αυτό δεν βρίσκω γόνιμη την τάση, που ενδόμυχα έχουμε όλοι μας, να ονομάζουμε αριστουργήματα ή έστω να απονέμουμε εύσημα υψηλής λογοτεχνικότητας σε κάθε κείμενο που ανακαλύπτουμε ή μελετούμε». Το μυγιάζεσθαι ανοιχτό…
To βιβλίο, αυτό που περιμένω…
Και για το τέλος, μια παράγραφος για τω… αγνώστω βιβλίω. Που κατά βάθος ελπίζω ότι κάπου αυτή τη στιγμή γράφεται. Και ναι … δεν πρόκειται για μια ακόμη υπερενθουσιώδη λιβανιστή αγιογραφία ενός αγαπημένου μουσικού ή συγκροτήματος. Ούτε για μια ακόμη ‘βιωματική’ εξύψωση του ασήμαντου σε σημαντικό, μια ακόμη ανάδειξη της υποσημείωσης σε Κεφάλαιο που προσπαθεί να πάρει ετεροχρονισμένη εκδίκηση. Ούτε ένα ακόμη «εύκολο» βιβλίο θραυσματικών και ολοένα πιο εξειδικευμένων κεφαλαίων. Ούτε ατάκτως ερριμμένες παραθέσεις μικροϊστοριών. Ούτε (προς Θεού) ένα ακόμη φλύαρο υπερεξειδικευμένο διδακτορικό που να μιλάει για «υποκείμενα». Ούτε μια ακόμη συλλογή παλιών άρθρων στο ματαιόδοξο κυνήγι μιας υστεροφημίας που προ πολλού έχει κυλήσει σαν άμμος μέσα από τα δάχτυλα. Από όλα αυτά υπάρχει μια σχετική αφθονία (τηρουμένου του πλαισίου ασφαλώς) και σε ένα ποικίλο εύρος ποιότητας. Αυτό όμως που αισθάνομαι ότι λείπει είναι μια Ιστορία της ελληνικής μουσικής (του ελληνικού ροκ, του πανκ, ότι θέλετε), μια κάποια Ιστορία (έστω και λογοτεχνία, μικρή η διαφορά όπως έχει δείξει ο Ivan Jablonka) με ολιστική ματιά, η συνθετική (έστω και η αποδομητική ακόμη) αφήγηση που θα συνδέεται με το ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό περιβάλλον, η κριτική ματιά που θα διακρίνει την ήρα από το στάρι, που θα προσπαθήσει να δει την «μεγάλη εικόνα», που μέσα από πολλά δέντρα θα μορφοποιήσει ένα δάσος. Λείπει η διάθεση; Ο χρόνος; Φταίνε οι εκδοτικοί οίκοι που αντί να πληρώνουν θέλουν να πληρώνονται; Η απουσία ιδεολογικής και αναγνωστικής σκευής στον μουσικογραφιάδικο χώρο; Η ανάλωση πολλών στο βουητό γκρίνιας των κοινωνικών μυδίων, το άγχος της παρουσίας και της αυτοσκηνοθεσίας, η συνακόλουθη διάσπαση προσοχής, η αποσπασματική (ψευδο)προκλητική σκέψη για την άγρα των λάικ και το διαρκές ανακάτεμα του ευτελούς με το σημαντικό; Η διαχρονική αποκλειστική εστίαση σε ξενόφερτα ακούσματα τα οποία τελικά είχαν ελάχιστη ως μηδαμινή κοινωνική απεύθυνση; (που κάπως έτσι έχουμε φτάσει να έχουμε πολλούς γραφιάδες ικανότατους να γράψουν σελίδες ολάκερες για την σκηνή του Μπρούκλυν ή του (where the hell is) Leicester, αλλά καμία για τον… Νταλάρα π.χ.; Διαβάζω αυτό τον καιρό -και ζηλεύω- την «Μια ιστορία του ελληνικού σινεμά» του Βρασίδα Καραλή. Και εδώ πάντως για μια ματιά απέξω πρόκειται (ο συγγραφέας είναι καθηγητής στην Αυστραλία και το βιβλίο είναι μεταφρασμένο από τ’ αγγλικά). Μήπως τελικά η αποστασιοποιημένη αυτή ματιά είναι εν προκειμένων ένα προαπαιτούμενο;