Συνταγές ομαδικής ανάτασης
Μπορεί να πεταχτεί κάποιος και να πει «γιατί ασχολούμαστε ακόμα με το Θεοδωράκη; Αμάν, λες και άλλες μουσικές δεν υπάρχουν». Φυσικά και υπάρχουν και ασχολούμαστε με όσο περισσότερες είναι δυνατόν. Όμως όταν έχεις να κάνεις με καλλιτέχνες του βεληνεκούς του Μίκη, δε σταματάει ούτε η μελέτη ούτε οι σκέψεις που μπορεί να κάνει κανείς. Έχει νόημα και ενδιαφέρον (θα έλεγα ότι είναι και απαραίτητο) να βλέπεις συνεχώς με καθαρό μάτι (και αυτί) το έργο κάποιων καλλιτεχνών. Ακόμα και όταν είναι πασίγνωστο (ειδικά τότε) και χιλιοακουσμένο. Να το προσεγγίζεις συχνά πυκνά με ερευνητική διάθεση σα να είναι η πρώτη φορά που το ακούς. Συνήθως αυτά τα πολύ γνωστά έργα τα θεωρούμε δεδομένα. Έχουμε φτιάξει μια προκάτ άποψη σχετικά με το τι είναι, τι συμβολίζει, τι εκφράζει το κάθε ένα από αυτά και το ακούμε σε αυτή τη βάση και ουσιαστικά το έχουμε ξεχάσει ή και ποτέ πραγματικά γνωρίσει. Γι’ αυτό λοιπόν για δοκίμασε τι θα συμβεί αν ακούσεις το Άξιον Εστί ενεργητικά, δηλαδή να πατήσεις το play και να «διαβάζεις» την κάθε νότα εκ νέου έχοντας βάλει στην άκρη την προκάτ γνώση περί αυτού; Μάλλον θα πέσεις πάνω σε εκπλήξεις που προηγουμένως ήταν αδύνατον να αφουγκραστείς. Το σίγουρο είναι ότι ποτέ δε θα βγάλεις τα ίδια συμπεράσματα ούτε θα νιώσεις τα ίδια πράγματα. Έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι ούτως ή άλλως (κυρίως σήμερα) δεν αντιλαμβάνονται τη μουσική του Θεοδωράκη. Σχολιάζουν και κρίνουν σχεδόν αποκλειστικά με γνώμονα τα όσα λέει τα τελευταία χρόνια στις διάφορες δημόσιες δηλώσεις του, κάτι που σαφώς είναι τελείως λάθος σαν σκεπτικό, είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν μαζί του. Η μουσική είναι παρούσα και μιλά από μόνη της. Ας την ακούσουμε στ’ αλήθεια και ας αφήσουμε τον Μίκη στην ησυχία του γιατί την έχει κερδίσει. Ότι και να πει, ότι και να πράξει σήμερα σίγουρα δεν του αξίζει ούτε η αδιαφορία ούτε ο χλευασμός γιατί είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης κι ας έχει πολύ καιρό να πράξει κάτι μεγάλο.
Διαλέγω λοιπόν κάποια δείγματα, μερικά τραγούδια και τρία άλμπουμ, όχι άγνωστα, από αυτά όμως που καλό είναι να ακούγονται ξανά και ξανά σαν συνταγή πνευματικής ανάτασης. Προσωπικής και συλλογικής.
Αν θυμηθείς το όνειρο μου
Μου αρέσει πάρα πολύ να ακούω τη Γιοβάννα να τραγουδάει αυτό το απερίγραπτα όμορφο τραγούδι με την αφοπλιστική μελωδία. Μένεις άναυδος από τη θερμότητα που εκπέμπει που είναι θα έλεγε κανείς ιαματική για την κατά καιρούς παγωμένη μας ψυχή. Μια μελωδία (ας μου επιτραπούν κάποιες υπερβολές, που και που είναι χρήσιμες) ουράνια, που είναι αρκετά δύσκολο να καταλάβεις ποιας μούσας τέκνο είναι, ποιος θερινός άνεμος την μετέφερε στο μυαλό του Μίκη από ψηλά. Και το ενδιαφέρον είναι ότι η φωνή της Γιοβάννας δεν ακούγεται πολύ αιθέρια, μάλλον πιο γήινη είναι, έτσι ώστε να κατεβαίνει από τους άφθαστους ουρανούς, να μην κοιτάει αφ’ υψηλού, να μην είναι απρόσιτη αλλά να αγκαλιάζει τον άνθρωπο σχεδόν με μητρική στοργή.
H Μάγια
Με τη Σούλα Μπιρμπίλη. Δυσκολεύομαι να φανταστώ τι διαφορές θα υπήρχαν μεταξύ τραγουδιών σαν αυτό αν ήταν με αγγλικούς στίχους και τραγουδιών με εκείνα της Shirley Collins για παράδειγμα, της εκπληκτικής Αγγλίδας folk τραγουδίστριας. Μάλλον δεν θα υπήρχαν. Έτσι κι αλλιώς και οι στίχοι (Οδυσσέας Ελύτης) για παρόμοια εξωτικά πράγματα μιλάνε, λες και είναι παρμένοι από μια αρχαία (κοινή;) παγανιστική μυστική παράδοση. Απλώς η μητρική γλώσσα παίζει τεράστιο ρόλο στη λαϊκή μουσική. Σκάβει πιο βαθιά στο συναίσθημα αυτού που την κατέχει όταν την ακούει να του χαϊδεύει τ’ αυτιά για τις θυγατέρες της Πούλιας που θα τον μετατρέψουν σε άντρα τ’ ουρανού.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
Μιλάμε για την εκδοχή που τραγουδά ο Γιώργος Μούτσιος και ενορχηστρώνει ο Κώστας Κλάβας. Κατ’ αρχήν Γιώργος Μούτσιος. Ένας από τους σπουδαιότερους τραγουδιστές που υπήρξαν σε αυτή τη χώρα. Πάντα κατάφερνε ότι και να τραγουδούσε να το μεταφέρει σε μια άλλη διάσταση. Είναι από αυτούς που δεν τραγουδούν απλώς αλλά ξυπνούν πνεύματα του αιθέρα σε ύψη που άλλες φωνές δεν φτάνουν. Είναι λοιπόν μάλλον η καλύτερη επιλογή για το συγκεκριμένο τραγούδι-ποίημα του Σεφέρη, έτσι που συνδυάζεται με ένα επιτηδευμένα απόμακρο ηχητικό οπλοστάσιο που εφαρμόζεται από τις πρώτες στιγμές με τους κτύπους τυμπάνων που μοιάζουν να ακούγονται στ’ αλήθεια σαν μέσα από υγρά θαλασσινά σπήλαια. Δείγμα μεγάλης μουσικής που δείχνει ότι η εκφραστική αναγκαιότητα και η φαντασία ήταν πάντοτε οι πιο στενοί συνοδοιπόροι της avant garde.
Ένα το χελιδόνι
Είναι μια από τις πρώτες μου μουσικές μνήμες. Το θυμάμαι πάρα πολύ έντονα σα να έχει γίνει tattoo στο μυαλό μου. Πέντε; Έξι χρονών; Το τραγούδαγε ο πατέρας μου, το άκουγα και στα φεστιβάλ της ΚΝΕ στα οποία από τότε με έπαιρνε μαζί του, το άκουγα και στο ραδιόφωνο. Και άλλα άκουγα, αλλά αυτό είναι κάτι ξεχωριστό που σε καθορίζει για πάντα. Είναι ο αργός τελετουργικός ρυθμός, σαν ένα περίεργο μοιρολόι που όμως στέκεται ψηλά, άφθαρτο, αδύνατον να το αγγίξει θνητός γιατί αφορά αθάνατους. Μοιρολόι σοβαρό, χωρίς δάκρυα, ψύχραιμο, σταθερό, υψηλό. Είναι η ποίηση. Λέξης κλειδιά, σφραγίδες… σύμβολα. Χελιδόνι, άνοιξη, νεκροί, αίμα, ήλιος. Φράσεις ανατριχιαστικές μιας αγέρωχης ιστορίας. Της ιστορίας του ανθρώπου ο οποίος αγωνιά να κλείσει την τελευταία της σελίδα χωρίς να νιώθει μικρός.
Στα περβόλια
Εδώ ο Μπιθικώτσης είναι ο ιερουργός, ο μεσίτης της αποκάλυψης του μυστηρίου. Γιατί αυτό εδώ δεν είναι ένα συνηθισμένο άσμα, είναι ο θρήνος ενός άντρα που πέθανε, που ακούγεται από μακριά κι όμως τόσο καθαρά, να εμφανίζεται στον κόσμο από μια μεταφυσική οπή του χώρου της υπάρξεως, οπή που βγάζει στα περβόλια. Δέντρα μεγάλα, με αραιό φύλλωμα, μαύρα μέσα σε ένα λαδοπράσινο αλλά διάφανο περιβάλλον, ανήλιαγο αλλά όχι σκοτεινό, μάλλον ένα φως που δεν προέρχεται από ήλιο ή φεγγάρι, διάχυτο και χλωμό. Αργό ακούγεται το άσμα που τραγουδάει αλλά δυνατό, νότες που σέρνουν του χάρου το άρμα. Ποια δύναμη, ποια ανάγκη τον έκανε να σπάσει τη θέληση ακόμα και αυτού του ίδιου του θανάτου; Η οπή αυτή μένει για λίγο ανοιχτή, λίγα λεπτά, ίσα ίσα για να ακούσουμε το τραγούδι του νεκρού.
Βράχο βράχο
Υπάρχουν τραγούδια που δεν καίγονται ποτέ, δηλαδή όσο γνώριμα και αν είναι, σε όσα στόματα κι αν κολλήσουν, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όπου κι αν χρησιμοποιηθούν, η δύναμη τους δεν εξασθενεί. Και μπορούν τελικά να είναι και κάποιου είδους μέτρο σε σχέση με το τι μπορεί να είναι τέχνη και τι ...μπαρμπούτσαλα. Ε ναι, αν είναι να δώσουμε στην τέχνη τη θέση και την αξία που της πρέπει στη ζωή του ανθρώπου, καλό θα ήταν να μην υπερβάλουμε, να μην τα ονομάζουμε όλα τέχνη. Τέτοιο τραγούδι είναι και αυτό, ένα τέτοιου είδους μέτρο, με τη φωνή του Καζαντζίδη… χωρίς πολλά πολλά. Ένας απλός ρυθμός απίστευτης δωρικής ομορφιάς που ο Στέλιος τον σέβεται σχεδόν σα να προσεύχεται. Η φωνή του πάει παράλληλα σε αυτόν και φτάνει σε ανεβοκατεβάσματα δυναμικά χωρίς υπερβολές, που αν επιχειρήσει κανείς από μας τους κοινούς θνητούς να τα τραγουδήσει απλώς θα ακούσει τη φωνή του να κόβεται από την ανημπόρια. Ίσως και από τον λυγμό.
Οι Πρώτοι Νεκροί
Δεν έχεις πολλά περιθώρια. Ήδη από την πρώτη στιγμή, από τους στίχους κατ’ αρχήν, νιώθεις κάποιου είδους ενοχή. Νιώθεις να ντρέπεσαι λίγο. Σου αξίζει ένα τέτοιο τραγούδι; Είσαι ικανός να σηκώσεις το βάρος του; «Λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι νεκροί»… Το παρελθόν χτυπά στα μηνίγγια αυτόν που δεν έχει αποκοιμηθεί. Του υπενθυμίζει το καθήκον του ουρλιάζοντας. Άραγε έχουμε το δικαίωμα σήμερα να καθόμαστε άπραγοι και σχεδόν ανέμελοι, μουδιασμένοι και ανίκανοι να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα; Αυτοί που πέθαναν δεν πέθαναν τζάμπα, τους χρωστάμε. Το χρέος μας απέναντί τους είναι να μην αφεθούμε στη λήθη, να μη χάσουμε μέσα από τα χέρια μας το σπόρο της ελεύθερης σκέψης που μας χάρισαν. Ο Μίκης και οι δύο Μαρίες ξέρουν να τιμούν αυτό το χρέος. Το ακούς στη φωνή τους. Και οι τρεις μαζί σε ένα εμβατήριο ανοδικό προς την αθανασία.
And when I hear you cry
Αγγλόφωνος Θεοδωράκης; Aμεέ! Πρόκειται για το «Όταν εσύ φωνάζεις» από το έργο «Ήλιος και Χρόνος» σε μια διασκευή από τον Rainer Kirchmann ηχογραφημένη το 1998. Πέρα όμως από το ότι ακούμε το τραγούδι στα αγγλικά (επιτυχώς), το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι συνοδεύεται από ηλεκτρική κιθάρα και τούμπα. Μια τελείως παράδοξη "ροκοποίηση" συντελείται (η τούμπα στο ροκ πρέπει να είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο). Και ναι, δεν μπορώ να μην το πω. Η κιθάρα είναι ολίγον ξεχαρβαλωμένη (με την καλή έννοια) και μου θυμίζει τα φευγάτα ατονάλ παιξίματα του Keiji Haino από το δίσκο “Black Blues” αλλά και από το συγκρότημα του, τους Aihiyo. Ρε τι πάθαμε…
Μίκης Θεοδωράκης – Romancero Gitano (Lyra)
Εδώ έχουμε έναν πραγματικά σπουδαίο folk δίσκο. Ο συνδυασμός των πιο λεπτών αποχρώσεων της τέχνης του Θεοδωράκη με την υπέροχη Αρλέτα και την λαμπερή ποίηση του Lorca πολύ δύσκολα θα οδηγούσαν σε κάτι λιγότερο. Δεν υπάρχει «δεύτερο» τραγούδι μέσα αλλά «Η Κυρά Παντέρμη» και «Ο Αντόνιο Τόρες Χερέντια στο Δρόμο της Σεβίλιας» θα ήταν σε έναν άλλο κόσμο ωραιότερο, ύλη σχολικών μαθημάτων πρώτης γραμμής και όχι μόνο κομμάτι των λογοτεχνικών κειμένων αλλά και του ουσιαστικά ανύπαρκτου μαθήματος μουσικής.
Mikis Theodorakis, Los Calchakis – Banda Original De Sonido De La Pelicula “Estado De Sitio” (Arion)
Soundtrack για το φιλμ του Κώστα Γαβρά «Κατάσταση Πολιορκίας» (State of siege). Το πάρα πολύ ενδιαφέρον εδώ είναι ότι στις ηχογραφήσεις πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν οι Los Calchakis οι οποίοι είναι ένα συγκρότημα-θρύλος της μουσικής της Νότιας Αμερικής. Αν κάποιος σου βάλει να ακούσεις αυτό το δίσκο και σου πει ότι είναι Θεοδωράκης, θα τον πιστέψεις. Αν πάλι σου πει ότι είναι ινδιάνικη μουσική από το Περού ή από την Αργεντινή, πάλι θα τον πιστέψεις. Ως δια μαγείας είναι και τα δύο. Τόσο καλά έχουν δέσει οι συνθέσεις του Μίκη με τους Calchakis κι ας φαίνονται εκ πρώτης όψεως τόσο μακρινά πράγματα ηχητικά και αισθητικά.
Μίκης Θεοδωράκης – Κώστας Καρυωτάκης, Όπερα (Σείριος)
Είχα γράψει παλιότερα για αυτό το έργο στο MiC και μιας και είναι ένας από τους πολύ αγαπητούς δίσκους της συλλογής μου, δεν γίνεται να μην τον αναφέρω και σε αυτό το αφιέρωμα. Δεν πρόκειται για τον Μίκη έτσι όπως τον έχουμε συνηθίσει, είναι ένα καθαρά λόγιο έργο, μια όπερα αφιερωμένη στον μεγάλο ποιητή που ο συνθέτης την εμπνεύστηκε με εκκίνηση την εντύπωση που του έκανε η ιστορία του θανάτου του Καρυωτάκη. Φαίνεται εδώ το πόσο στ’ αλήθεια σπουδαίος συνθέτης είναι ο Μίκης που φορτίζει αυτή τη μουσική με λεπτά αισθήματα αλλά και αυξομειώσεις δυναμικών. Περνά από το λυρισμό μιας άριας στην ολοκληρωτική ομοβροντία της ορχήστρας και της χορωδίας αρμονικά και χωρίς να πλατειάζει, οδηγώντας τον ακροατή από τις λαϊκές νύξεις στον πιο δραματικό εξπρεσιονισμό, ακόμα και στην avant garde. Όλα δουλεύουν ρολόι.




