Τα καλύτερα εκ των ‘καλυτέρων’
Δίσκοι σκονισμένοι σε πανέρια, σε καλάθια σούπερ-μάρκετ, έργα σπουδαία σε φτηνές/φτηνιάρικες εκδόσεις, ατάκτως ερριμμένα μαζί με ‘σκουπίδια’, τίτλοι με επίθετα πομπώδη και βαριά, τα καλύτερα, τα ‘καλυτερότερα’, τα μπεστ, τα γκρέιτεστ, η ultimate, essential, definitive, immaculate, golden, platinum και άλλα πολύτιμα μέταλλα συλλογή, ο καταναλωτής θέλει γαρ πάντα το καλύτερο. Είναι το είδος δίσκων αυτό που δεν το κυνηγάνε με πάθος οι συλλέκτες, δεν υπερηφανεύονται για την κατοχή τους και δεν περνάνε από χέρι σε χέρι με αλμυρό τίμημα, που οι ‘γνήσιοι’ ταγμένοι μουσικόφιλοι τους αποστρέφονται ή απλά τους αγνοούν. Δικαίως; Σαφέστατα. Αδίκως; Σαφέστατα.
Την ίδια αμηχανία, δυσφορία έως και αποστροφή συναντάμε και αν δούμε τα πράγματα από την πλευρά των δημιουργών. Επίσης δικαίως, ενίοτε άλλωστε πρόκειται για έργα στα οποία δεν υπάρχει καν η δική τους σφραγίδα, είναι προϊόντα μανατζαραίων ή/και άσχετων κατόχων δικαιωμάτων, ακόμη και συμβολαιογραφικοί εξαναγκασμοί. Και στο κάτω-κάτω της γραφής τι σημαίνει best; Τα ‘καλύτερα;’ Ποια είναι τα κριτήρια; Πως βάζεις στο ζύγι έργα τέχνης; «Είναι όλα τους παιδιά μου» δεν είναι μια συνήθης καλλιτεχνική επωδός; Και πως αντέχεις να το αποσπάσεις το τραγούδι τόσο ‘βίαια’ από το φυσικό του περιβάλλον, από το κόντεξτ του δίσκου που υποτίθεται ότι γράφτηκε ως ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης; Όσο δε για τα ‘αντικειμενικά’ greatest, αυτά που έγιναν σουξέ, αυτά που ανέβασε ο κό(ζ)σμος στα τσαρτς σε ανταγωνισμό λες και είναι άλογα κούρσας, ‘είναι το νούμερο 8 τόσες εβδομάδες’… δεν πρόκειται κατά βάθος για έναν ενοχλητικό ετεροκαθορισμό από τις αγορές; Δεν λέγεται με πάθος ότι το τραγούδι (και φυσικά ο άνθρωπος) είναι πάνω από τις αγορές; Είναι; Αυτό όμως δεν είναι ακριβώς η ποπ (και φυσικά η ροκ ως γνήσιο υποσύνολό της); Έτσι δεν παίζεται το παιχνίδι;
Καλά όλα αυτά, και καλλιτεχνικώς ‘ορθά’, όμως… Ένα παιδικό ταξίδι στην λογοτεχνία μπορεί να ξεκινήσει από ένα ανθολόγιο (θυμάστε;) ‘αποκομμένων’ κειμένων, γιατί να μην μπορεί και μια μουσική περιδιάβαση; Από κάπου πρέπει να πιάσεις άλλωστε το νήμα που θα σε οδηγήσει σε δημιουργήματα από χρονολογίες ενός παρελθόντος που δεν σε εμπεριέχει ως γεννημένη οντότητα (έτσι κι εγώ θα θυμάμαι την πρώτη φορά που έμαθα το όνομα Beatles όταν η μάνα σε μια επίσκεψη μας σε βίντεο-κλαμπ της πόλης, κάπου τους είδε τους τέσσερις να την κοιτάνε σκυμμένοι από ένα μπαλκόνι- ήταν η μπλε συλλογή συγκεκριμένα- και αυθόρμητα την αγόρασε σε μια αναλαμπή από τα 60s νιάτα της). Έτσι μια τακτοποιημένη κι επιμελημένη συλλογή μπορεί να αποτελέσει όχι μόνο την αρχή αλλά και την συνέχεια για το φιλέρευνο πνεύμα, μπορεί μάλιστα να δώσει και μια ιστορική εξελικτική προοπτική, μια αποσταγματική και κριτική θεώρηση που δεν μπορεί να αναδείξει ο μεμονωμένος δίσκος (και ας μην γελιόμαστε, πόσοι δίσκοι είναι πραγματικά συνολικά έργα τέχνης και όχι απλά συλλογές τραγουδιών;). Ειδικά μάλιστα στην περίπτωση που η επιμέλεια της συλλογής έχει γίνει από την ίδια την δημιουργό με μεράκι, (αυτ)επίγνωση και αυτοκριτική, μια τέτοια ματιά έχει εξ ορισμού ένα ερμηνευτικό ενδιαφέρον αυτοβιογραφικού επιπέδου. Σε τέτοιο βαθμό που ένα greatest ή ένα best of να μπορεί να αποτελέσει και δίσκο… τελικό σταθμό, «παρακαλούνται όλοι οι επιβάτες να αποβιβαστούν». Για πόσους καλλιτέχνες και πόσα συγκροτήματα δεν μπορείς να ισχυριστείς (με αλλά και χωρίς καμία υποψία κακεντρέχειας) ότι ένα ‘best of’ είναι ότι χρειάζεται να (κατ)έχεις από την πορεία τους;
Κι αν εν τέλει φτάσεις να (κατ)έχεις μια συλλογή αποτελούμενη αποκλειστικά από τέτοιου τύπου δίσκους, όπως έχω παρατηρήσει κάμποσες φορές σε αγαπημένα σπίτια στα οποία η μουσική δεν αποτελεί ζωτική προτεραιότητα, δεν πειράζει, νομίζω ότι κατά βάθος δεν τις θαυμάζω λιγότερο από εκείνες τις αχανείς και ψαγμένες και ολοκληρωμένες. Η μουσική βρίσκεται εκεί έξω για τον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του, με τον δικό του τρόπο και την δική του ιεράρχηση.
Το σκάλισμα των δικών μου… κατεχόμενων για το αφιέρωμα αυτό με οδήγησε πολύ πίσω στον χρόνο. Ευρισκόμενος ανάμεσα σε πολλούς τίτλους, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο ευφάνταστους (σταχυολογώ: ‘Memorabilia’, ‘History never repeats’, ‘Returning wheel’, ‘Κλασικά ηχογραφημένα’, ‘The rest of the best’ αλλά και ‘The best of the rest’ κοκ), πέρα από το μνημονικό ταξίδι στο δικό μου απόλυτα προσωπικό κι ερμητικό παρελθόν, συνειδητοποίησα ότι αυτές οι συλλογές αποτελούν το ίδιο και για τους ίδιους τους μουσικούς. Ένα όχι πάντα ανώδυνο κοίταγμα προς τα πίσω, μια υποδόρια αίσθηση ότι κοιτάζοντας προς τα πίσω βλέπεις πιο μακριά απ’ ότι αν στραφείς προς το μέλλον, ότι τα καλύτερα (όχι απαραίτητα τα… μπεστ) μπορεί να είναι πίσω και να τα βλέπεις όπως τα σβησμένα κεριά στο περίφημο ποίημα του Καβάφη, κι ας ομνύεις στην θετική διάθεση, στο «κοιτάζω μπροστά», στο γύρισμα νέας σελίδας ή φύλλου, στο κλείσιμο κεφαλαίων και άλλα τέτοια ηρωικά που λέμε οι άνθρωποι.
Ανάμεσα σε κασέτες λοιπόν (αυτές που επιβίωσαν από άσπλαχνες επανεγγραφές) και κάποια CD, ανάμεσα σε ιστορίες και συνειρμικές μνήμες, στάθηκα στις ακόλουθες συλλογές, με σειρά απόκτησης:
Madness - Utter madness (1986, Zarjazz)
Από την πλήρη (complete) στην… υπερπλήρη (utter) madness πήγαιναν οι συλλογές του σπουδαίου αυτού βρετανικού σκα-ποπ σχήματος, βέβαια καμία από τις δύο δεν ήταν πραγματικά πλήρης, αυτή εδώ καλύπτει την περίοδο μετά το 1982, με το νέο τους τότε single «(Waiting For The) Ghost Train», που είχε όμως προαναγγελθεί ότι θα είναι το τελευταίο τους, ξενερώνοντας έναν νεαρό οπαδό που μόλις τους είχε μάθει και αυτοί πήγαν και διαλύθηκαν (που να το φανταζόταν ότι δεκαετίες μετά θα τους έβλεπε λάιβ στην Αθήνα και μάλιστα σε βραδιά που τελείωσε επεισοδιακά μέσα σε φλόγες και μολότωφ).
Τι λείπει: Κανένα παράπονο, από την στιγμή μάλιστα που υπάρχουν και καλούδια που δεν είχαν βγει ποτέ σε single, όπως π.χ. το «I’ll compete».
The Moody Blues - This Is The Moody Blues (1974, Threshold)
Μπορεί να μην δημιούργησαν τον μεγάλο μύθο, να μην φορτίστηκαν με εξωμουσικές πολιτικο-ιδεολογικές αναφορές και δάφνες «επαναστατικότητας», να μην προκάλεσαν με συμπεριφορικές εξτραβαγκάντσες, μολαταύτα (μπορεί όμως και γι’ αυτά ακριβώς) οι Μούντυς παραμένουν ακόμη το πιο αγαπημένο μου σχήμα της πολύφερνης δεκαετίας του ’60 (ειδικά αυτό το ψυχεδελικά φευγάτο μέλοτρον ακόμη χτυπάει ένα νεύρο). Μέσα από αυτή την διπλή κασσετοσυλλογή τους γνώρισα σε όλο τους το ουσιαστικό εύρος (τα όσα ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια καλύτερα ας τα ξεχάσουμε), παρακινημένος από κάποια σποραδικά τραγούδια ηχογραφημένα από ραδιοφωνικές εκπομπές. Ακόμη θυμάμαι την προσμονή να την βάλω να παίξει, έχοντας μόλις ξοδέψει τα πρώτα μάρκα-χαρτζιλίκι στο δισκάδικο στην Marktstrasse του Oberhausen (μαζί είχα πάρει και ένα μπεστ της σερφ περιόδου των Beach Boys αλλά κι ένα των Abba).
Τι λείπει: …και ακόμη θυμάμαι ότι μου είχε εντύπωση που δεν είχε την πρώτη τους επιτυχία «Go now» (ίσως επειδή ήταν από την προ-Justin Hayward εποχή με τραγουδιστή τον Denny Laine, αυτού που λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε στους Wings του McCartney) αλλά και την μεγάλη απογοήτευση που δεν βρήκα το πιο αγαπημένο μου τραγούδι τους, ένα μελωδικό αριστούργημα με ένα επικό πιάνο το οποίο είχα ηχογραφημένο ανώνυμο σε κασέτα, με τα φτωχά αγγλικά ενός 12χρονου του είχα δώσει τίτλο εργασίας «Something you can hide» (τελικά με τα χρόνια και πηγαίνοντας δίσκο-δίσκο έμαθα ότι ήταν το «Candle of life»).
Paul McCartney - All the best (1987, EMI)
Χωράει σε μια μονή κασέτα το μετα-σκαθαρικό έργο του Πολ; Ούτε κατά διάνοια. Και όμως είναι κατά έναν τρόπο αντιπροσωπευτική. Και γι’ αυτό ενδεικτική ενός από τα μεγαλύτερα ‘μυστήρια’ της μουσικής: τι απέγινε εκείνο το πνεύμα πειραματισμού, υπερβατικής τόλμης και αναζήτησης που χαρακτήριζε τους Βeatles των τελευταίων χρόνων; Πως έγινε και αναλώθηκαν όλοι τους (με σποραδικές μικροεξαιρέσεις), με προεξάρχοντα τον McCartney, σε μια ποπ τραγουδοποιία, εξαιρετικής ποιότητας μεν, συμβατικής δε έως και ‘συντηρητικής’ προσέγγισης; Απάντηση νομίζω δεν θα υπάρξει.
Τι λείπει: Πολλά. Εδώ δεν έχει το «Mull of Kintyre» θα γκρινιάξουμε για το «Mrs Vanderbild»;
Tuxedomoon - Solve et Coagula (The Best Of) (1991, Cramboy)
Διάλυση, αποσύνθεση κι απομόνωση καθοριστικών στιγμών, μέσα από τέτοια στάδια δεν περνά η διαδικασία της ανάλυσης ενός παρελθόντος, συλλογικού αλλά και ατομικού; Ακολουθούμενη από την ταξινόμηση και τελικά την ανασύνθεση από αυτές τις ψηφίδες ενός αφηγήματος που θα συνοψίζει αρμονικά, ή καλύτερα θα μεταστοιχειώνει όλα τα γεγονότα σε μια Ιστορία που θα μπορεί να στηρίξει το παρόν. Συλλογικό αλλά και ατομικό. Με μια τέτοια αλχημιστική διαδικασία, ήτοι solve et coagula, επέλεξαν οι Tuxedomοon να κλείσουν ένα κεφάλαιο της δικής τους πορείας. Τότε νομίζαμε ότι ήταν οριστικό, πέρασαν περισσότερα από δέκα χρόνια για να διαψευστούμε.
Τι λείπει: Έχει όλα τα βασικά αλλά τι να σου κάνουν 13 απανθίσματα μιας τόσο πολυσχιδούς πορείας; Μεταξύ του προσκλητηρίου απόντων και το «In The Name Of Talent (Italian Western Two)», κάποτε το είχαμε διαλέξει σε τούτες τις σελίδες για ιδανικό τραγούδι …της κηδείας.
Current 93 - Emblems (1993, Durtro)
Από την εποχή που τους δίσκους των Current τους έβρισκες (και αν…) σε τιμές φαρμακείου, αυτή η διπλή συλλογή ήταν ότι πρέπει για μια πρώτη εισαγωγή στο ιδιόρρυθμα σκοτεινό και κατά βάση ερμητικό κόσμο τους. «Τυράκια» τα πολλά ακυκλοφόρητα και σπάνια b-sides.
Τι λείπει: «Αυτά είναι όσα θεωρούν οι David Tibet και Steven Stapleton τα καλύτερα έργα μεταξύ του 1982 και του 1992» γράφει πάνω ο δίσκος. Οπότε ο δικός μας λόγος περισσεύει. «Truly these were the menstrual years».
Sad Lovers and Giants - E-Mail from Eternity (The Best οf Sad Lovers and Giants) (1996, Anagram)
Από την εποχή που η ψηφιακή εποχή έβγαζε τις πρώτες ρίζες, η συλλογή ενός συγκροτήματος με κομμάτια εσωστρεφούς μελαγχολικής κομψοτεχνίας, που αιωρούνταν ανάμεσα στον new wave μοντερνισμό και ρομαντισμό, όπως και ο εμπνευσμένος τίτλος της. Ωστόσο η κατεύθυνση του ηλεκτρονικού μηνύματος ίσως θα έπρεπε να είναι η αντίθετη, δηλαδή ένα μήνυμα προς την αιωνιότητα, σαν ένα μπουκάλι σε αχανή ωκεανό, που φέρει μέσα του τα τραγούδια που πέρασαν στα ψιλά της συγχρονίας, κατάφεραν όμως χρόνια μετά να γνωρίσουν μια έστω και ετεροχρονισμένη αποδοχή.
Τι λείπει: Παραδόξως πολλές οι απουσίες εδώ, από το καταιγιστικό «50:50», το «Lost in a moment» (αμφότερα εμφανίστηκαν στην πολύ κατοπινότερη συλλογή με τον δραματοποιημένο τίτλο «Lost In A Sea Full Of Sighs») αλλά και το προσωπικό μου αγαπημένο «My heart’s on fire».
The Field Mice - Where'd You Learn To Kiss That Way? (1998, Shinkansen)
Από τα πιο όμορφα (ακόμη) CD που υπάρχουν στην δισκοθήκη μου, απαλά παστέλ χρώματα, ένα ονειροπαρμένο τοπίο, ένα περιτύλιγμα που θα μπορούσε να κρύβει μια γλυκόπικρη (όπως πρέπει δηλαδή) σοκολάτα, ωστόσο αντ’ αυτής αποκαλύπτει τα γλυκόπικρα (μελο)δράματα του Bobby Wratten και της Annemari Davies (και φανταστείτε δεν είχαν χωρίσει ακόμη), τραγούδια ρομαντικής μελαγχολίας, από εκείνη που μπορεί να διαποτίζει ακόμη ένα ευτυχισμένο παρόν με νοσταλγία γιατί ήδη φοβάται/προεικάζει την αναπόφευκτη απώλειά του.
Τι λείπει: Τα 36 ολάκερα τραγούδια της διπλής αυτής συλλογής συνιστούν ήδη ένα μεγάλο ποσοστό ολόκληρης της δισκογραφικής παραγωγής και λογικά δεν θα έπρεπε να αφήσουν καμία παραπονεμένη, έλα όμως που δεν υπήρχε ανάμεσά τους ίσως το πιο αγαπημένο μου κομμάτι τους, το «Letting go» που έκλεινε το «Snowball» δεκάιντσο του 1989 με μια ψιθυριστά κατατονική, ταξιδιάρικη όμως κιθαριστική μελουργία.
The Fall - 50,000 Fall Fans Can't Be Wrong (2004, Sanctuary)
Σκαλίζοντας την δισκοθήκη για το αφιέρωμα αυτό διαπίστωσα ότι για κάποιον παράδοξο λόγο έχω τρεις συλλογές των The Fall, μεταξύ τους και αυτήν εδώ με τον ξυπνιτζίδικο παρωδιακό τίτλο. Ναι, είναι πράγματι από τα συγκροτήματα με τις περισσότερες συλλογές έτσι κι αλλιώς, ωστόσο όχι μόνο δεν είμαι κάποιος ορκισμένος οπαδός του Ι Σμιθ, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα, έχω μάλιστα ακόμη την άποψη ότι μια εντελώς τυχαιοκρατικά επιλεγμένη συλλογή τραγουδιών από την αχανή τους δισκογραφία θα έβγαζε εύκολα ένα αντιπροσωπευτικό τους… «best of». Αρκεί να περιλάμβανε ως στάνταρ προαπαιτούμενα το «How I Wrote 'Elastic Man’» και κυρίως το «Hotel Bloedel».
Τι λείπει: Και όμως… Να φταίει άραγε για την απουσία το γεγονός ότι είναι κυρίως δημιούργημα της Brix; Και τόσο διαφορετικό δίπλα σε όλα τα άλλα;
Residents - Our finest flowers (1992, Ralph)
«Τι πρέπει να κάνει ένα συγκρότημα όταν φτάνει στα εικοστά του γενέθλια; Όταν οι μόνες συγκρίσιμης διάρκειας μουσικές οντότητες είναι οι Grateful Dead ή οι Rolling Stones, για όνομα του θεού; Μερικοί πίστευαν ότι μια ωραία «greatest hits» θα ήταν μια κατάλληλη κίνηση. Έτσι οι Residents προσπάθησαν να καταγράψουν τις «μεγαλύτερες επιτυχίες» τους ώσπου ξαφνικά κάποιον τον έπιασε το στομάχι του και έκανε εμετό πάνω στη λίστα τραγουδιών. Ο δράστης του χάους έπρεπε να ξεπλύνει τη λίστα αλλά στην προσπάθεια του αυτή άπλωσε το μελάνι σε όλο το χαρτί. Όλοι θεώρησαν ότι ήταν αστείο και άρχισαν να διαβάζουν τις λέξεις, ή τουλάχιστον πώς έμοιαζαν οι λέξεις. «Perfect Goat», είπε ο ένας. "Νομίζω ότι πρέπει να το βάλουμε στο άλμπουμ μας".
Ήξεραν ότι ο εμετός δεν ήταν τυχαίος, ήταν ένας οιωνός. Έτσι έσκισαν το χαρτί σε μικρά κομματάκια και τα πέταξαν στο πάτωμα. Ήταν ακόμα υγρά. Μερικά από τα κομμάτια δεν μπορούσες πια να διαβάσεις, αλλά αυτό δεν φαινόταν να τους νοιάζει. Κάπως έτσι, ιδέες προέκυψαν από εκείνα τα σκισμένα χαρτιά. Και σίγουρα, το "Perfect Goat" κατάφερε να μπει στο άλμπουμ, μαζί με άλλα δεκαπέντε κομμάτια που ο Δρ Φράνκενστάιν θα ήταν σίγουρα περήφανος αν τα είχε συρράψει. Ναι, αυτά είναι νέα τραγούδια. Όπως κάθε καλή ποπ μουσική, υπάρχει κάτι οικείο σε αυτές, κάτι φιλικό. Αλλά καθώς τα ακούτε, μην ξεχνάτε ποτέ ότι ο εμετός είναι στον πυρήνα τους: είκοσι χρόνια οδυνηρής παλινδρόμησης»
Μόνο οι Residents…