Τέχνη και δημιουργός: Με βλέπω (στον καθρέφτη σου)
“’People who menstruate.’ I’m sure there used to be a word for those people. Someone help me out. Wumben? Wimpund? Woomud?”. Υπερασπιζόμενη την έννοια του βιολογικού φύλου, η J.K. Rowling ύψωσε δικαιολογημένο τσουνάμι αντιδράσεων πέρυσι το καλοκαίρι και ενώ είναι νομίζω υπερβολική η κατηγορία της τρανσφοβίας που της προσήψαν για μια χοντράδα (θα δείξει), ρε Τζόαν μας έβγαλες το μάτι με αυτό που έγραψες. Εγώ έτυχε κιόλας να τη διαβάζω τότε και ειλικρινά δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ την ντούμπλφας αμηχανία μου, αφενός διαπιστώνοντας ότι, όπως και το Χάρι Πότερ, το “The Ickabog” είναι ένας ύμνος στη διαφορετικότητα, τη δημοκρατία και την προστασία των ευάλωτων και αφετέρου βλέποντας το τσουνάμι να θέλει να πνίξει όχι μόνο την ίδια αλλά και το έργο της (σε σημείο που μετά την υπερασπιζόταν και ένα μεγάλο κομμάτι της LGBTQ κοινότητας).
Κάπως έτσι ανακύπτει κάθε φορά το γνωστό ερώτημα σαν να μην πέρασε μια μέρα (από την προηγούμενη φορά). Μπορούμε να διαχωρίσουμε τον δημιουργό από το έργο του; Αν πρέπει σε αυτό να δώσω μια ναι / όχι απάντηση, θα πω ναι· μπορούμε και πρέπει φυσικά, τι θα πω; Αλλά αφενός επειδή μεταξύ άσπρου και μαύρου παρεμβάλλονται πάντα ένα σωρό ενδιαφέροντα γκρι και αφετέρου επειδή οι on / off απαντήσεις ταιριάζουν περισσότερο σε έντυπα φορολογικής δήλωσης, ας επεκταθώ λίγο.
Πώς αντιλαμβανόμαστε καταρχάς την τέχνη και με τι κριτήρια; Με βάση την (εικαζόμενη;) ερμηνεία του δημιουργού ή προκρίνοντας τη δική μας οπτική; Μεγάλη η συζήτηση, ιδίως στον απόηχο της ενδιαφέρουσας αμφιλεγόμενης επιλογής ορισμένων μουσείων να μη βάζουν ετικέτες έργων στους τοίχους τους πριν λίγα χρόνια (τότε που εμείς είχαμε δραστηριότητες εκτός σπιτιού και τα μουσεία είχαν τοίχους· τώρα έχουμε όλοι browser), είτε γιατί ίσως εγείρουν προσβλητικούς συνειρμούς για τη φυλετική προέλευση, τον σεξουαλικό προσανατολισμό κλπ των ανθρώπων, είτε για να μιλήσει η τέχνη από μόνη της.
Είναι αλήθεια ότι ένα καλλιτεχνικό έργο έχει διαφορετικές ερμηνείες, ανάλογα με το πώς προσεγγίζεται από τον εκάστοτε αποδέκτη τη δεδομένη στιγμή με την όποια συναισθηματική του κατάσταση. Θυμάμαι λίγο παλιότερα στην έκθεση Hypnos που μέσα στην αρμονική ασημί μονοχρωμία των μαχαιριών του φίλου Θανάση Τότσικα πρόσεξα ένα πολύ μικρό κομματάκι γαλάζιο. “Ωπ! Θανάση, τώρα βλέπω αυτό το θαλασσί.. μη φοβάσαι, δεν θα σε ρωτήσω τι και πώς”. “Ναι, όπως το πάρει κανείς” μου λέει. Αντίστοιχα, σε άλλη έκθεση, ο Χρόνης Μπότσογλου με ένα λακωνικό “γιατί έτσι έπρεπε να είναι” απέκρουε ευγενικά όλα τα τι είναι αυτό το πράσινο, γιατί το σύννεφο είναι ανάποδα και τι συμβολίζει το δέντρο (σε έκθεση ζωγραφικής με θεματική το τοπίο· άκου τι τον ρωτούσαν τον άνθρωπο) του κοινού.
Ούτε ο Τότσικας ούτε ο Μπότσογλου θέλησαν να περιχαρακώσουν τη δουλειά τους στην εγγύς σφαίρα της δικής τους ερμηνευτικής θέσης. Ωστόσο, είμαι σίγουρη ότι τη ματιά τους δεν την βάζουν στην άκρη, άλλωστε και στις δύο περιπτώσεις την επικοινώνησαν, ο καθένας με τον τρόπο του. Γιατί ναι μεν η τέχνη πρέπει να αναπνέει και να γίνεται κτήμα όλων, όμως λευκός καμβάς για να γράφουμε επάνω ό,τι θέλουμε, απουσία του καλλιτέχνη, δεν είναι. Ό,τι σημαίνει τα πάντα δεν σημαίνει τελικά τίποτα. Εγώ λοιπόν το θέλω το ταμπελάκι στο μουσείο, όχι για να με πατρονάρει (που άλλωστε δεν μπορεί γιατί δεν το αφήνω), αλλά για να με σπρώξει να σκεφτώ, να κάνω τους δικούς μου συνειρμούς, να κάνω το έργο ελκυστικό ή αποτρόπαιο (και αυτό είναι δικό μου θέμα), αλλά να μην πελαγοδρομώ χωρίς πυξίδα, χωρίς ούτε καν πανί (κι αυτό είναι θέμα του δημιουργού). Στους δίσκους των Godspeed You! Black Emperor βάζω εγώ τις εικόνες μου και παράλληλα το αναρχικό μουσικο-πολιτικό τους όραμα είναι αναπόσπαστο μέρος της ηχητικής εμπειρίας. Ο καλλιτέχνης διαχωρίζεται από το έργο του και απεκδύεται την ευθύνη για ό,τι αντιληφθούμε και νιώσουμε εμείς, αλλά δεν απουσιάζει.
Όμως να πάμε και πιο πίσω. Γιατί της ερμηνείας προηγείται η δημιουργία. Ποιος είναι ο σκοπός της τέχνης; Να εκφράσει πανανθρώπινα ιδεώδη; Κάποια ηθική; (και ποια είναι αυτή βέβαια). Ή μήπως αυτονομούνται οι αισθητικές αξίες και κρίνουμε με αποκλειστικό κριτήριο την απόλαυση; Προφανώς ούτε εδώ υπάρχει άσπρο - μαύρο, γιατί η μεν πρώτη οπτική οδηγεί σε έναν ακραίο μοραλισμό (μακριά από μας, όσο πιο μακριά γίνεται κιόλας), ενώ η δε δεύτερη στο γνωστό “η τέχνη για την τέχνη” των αυτονομιστών, μια θεολογία δηλαδή της τέχνης (κατά τον Βάλτερ Μπένγιαμιν) που αρνείται κάθε συσχέτιση με την κοινωνία. Ωστόσο, δεν είναι ακριβώς 1-1 το σκορ, γιατί σε κάθε μουσική, ζωγραφική, σε κάθε γλυπτό και φωτογραφία η αισθητική διάσταση είναι το κυρίαρχο γνώρισμα, ενώ αντίθετα δεν έχουν απαραίτητα όλοι οι δίσκοι που αγαπάμε κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Ίσως να με ενδιαφέρει περισσότερο το μαρξιστικό υπόβαθρο της AGF από την ίδια ως sound artist, δεν είμαι και σίγουρη, πάντως δεν υπάρχει αμφιβολία πως τον Fennesz τον εκτιμώ μόνο ως δημιουργό, γιατί πολύ απλά δεν θυμάμαι να έχει εκφράσει ποτέ κάτι μη μουσικό. Και καλά κάνει αν δεν θέλει (πάντως, αν το “Endless Summer” αναφέρεται στο διαχρονικό παλλαϊκό αίτημα για ατελείωτες διακοπές, συμφωνώ· επίσης δράττομαι της ευκαιρίας να δηλώσω ότι παρά ταύτα, ο αγαπημένος μου δίσκος του είναι το χειμωνιάτικο “Black Sea”). Είναι σαφές ότι το γκολ των αυτονομιστών είναι εκτός έδρας εδώ και τους δίνει την πρόκριση.
Και όχι μόνο εδώ όμως. Πιστεύω ότι ο διαχωρισμός φυσικού προσώπου και καλλιτεχνικού έργου είναι μονόδρομος τελικά, αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει καν τέχνη. Αν δεχτούμε ότι η ζωή ενός δημιουργού είναι προέκταση της δουλειάς του, τελειώσαμε. Όλη η τέχνη θα ήταν στρατευμένη και προσανατολισμένη σε αυτό που αντέχει να σηκώσει η κοινωνία χωρίς να θιγούν τα.. χρηστά ήθη, δηλαδή δεν θα υπήρχε τέχνη. Έχουμε ακούσει τέτοιους μουσικούς, έχουμε δει τέτοια ζωγραφική και έχουμε υπόψη μας τέτοια βιβλία. Αποστείρωση δεν θα πάρω, ευχαριστώ.
Ο Σαββόπουλος είναι συντηρητικός και κατά καιρούς έχει διατυπώσει απόψεις από άλλο αιώνα. Εμένα αυτό με λυπεί, γιατί με μεγάλωσαν οι δίσκοι του από μωρό. Όμως τελικά δεν με αφορά ιδιαίτερα, γιατί τις μουσικές του θέλω για παρέα, όχι τον ίδιο. Με αφορά όμως προφανώς το ότι δεν έχει βγάλει καλό δίσκο τα τελευταία 40 χρόνια. Από τη “Ρεζέρβα”, άντε το πολύ πολύ από τα “Τραπεζάκια Έξω”. Και παράλληλα, με αφορά το ότι έχει υπάρξει τεράστιος και πρωτοπόρος δημιουργός, καθώς στα 60s - 70s νοηματοδότησε εκ νέου τη ροκ μουσική για την ελληνική κοινωνία, εμφυσώντας παραδοσιακά στοιχεία σε έναν μέχρι τότε “δυτικό” και “ξένο” ήχο. Είναι τρία διακριτά πράγματα αυτά, αναγκαστικά. Παρά τις ενστάσεις για τον άνθρωπο και την καλλιτεχνική πορεία των πρόσφατων δεκαετιών, ο Σαββόπουλος έχει συνδιαμορφώσει αυτό που ονομάζουμε “ελληνικό ροκ”, με αριστουργηματικές δουλειές όπως ο “Μπάλλος” και “Το Βρώμικο Ψωμί”, που είναι δίσκοι αναφοράς για την ελληνική δισκογραφία, δεν ακυρώνονται και γι’ αυτό το λόγο πάντα θα αξίζει να ακουστούν και από τους νεότερους.
Φοβάμαι ότι αν σκεφτούμε διαφορετικά, μπαίνουμε σε σκοτεινά μονοπάτια. Θυμάμαι στο μετρό δυο τύπους να συζητάνε “τι έχει πια η Thin White Duke περίοδος και δεν την ξεγράφουμε; Κόκαλο από την κόκα δεν ήταν ο Bowie τότε;”. Ναι μωρέ, ας την ξεγράψουμε να εξαγνιστούμε. Δεν έγινε και τίποτα τότε. Το “Station To Station” βγήκε, ένα από τα ωραιότερα άλμπουμ έβερ, ψιλοπράγματα. Σβήστε και τον Michael Jackson από την ιστορία της ποπ και τον Roman Polanski από την ιστορία του σινεμά να δούμε τι θα καταλάβετε. Και ο John Lennon ήταν bully και κακός πατέρας για τον Julian, ο δε τεράστιος Paul McCartney εγείρει αντιπάθειες (για λόγους που πραγματικά ποτέ δεν κατάλαβα), αλλά οι δυο τους έχουν υπάρξει ένα από τα πιο χαρισματικά δίδυμα συνθετών στην ιστορία της μουσικής. Και ο David Foster Wallace, που πάλευε με τους δικούς του δαίμονες, χτυπούσε τη σύντροφό του, όμως το “Infinite Jest” είναι υπερ-μυθιστόρημα, από αυτά που τα σκέφτεσαι για καιρό μετά. Αν είχα το κουράγιο, θα το ξαναδιάβαζα.
Θέλω να πω ότι κανείς δεν είναι υπεράνω κριτικής, πολύ περισσότερο όταν επιλέγει να εκτίθεται στη δημόσια σφαίρα, όμως αν δεν βάλουμε φραγή ανάμεσα στην συναισθηματική μας φόρτιση για την προσωπικότητα του δημιουργού και το καλλιτεχνικό έργο, κάποια στιγμή θα πέσουμε αναπόφευκτα στην παγίδα του ηθικισμού.
Από εκεί και πέρα, δεν είναι πάντα εύκολο να συμβιβάζει κανείς την αισθητική απόλαυση με την απέχθεια για τον άνθρωπο και ο καθένας μας, γνωρίζοντας τα όριά του, βάζει και τις προσωπικές του κόκκινες γραμμές. Το ότι διαχωρίζεται ο δημιουργός από το έργο του δεν σημαίνει και ότι είμαστε υποχρεωμένοι να τον στηρίξουμε. Δεν θα δώσω ποτέ ούτε ένα ευρώ σε νεοναζιστική μπάντα και δεν προτίθεμαι προσωπικά να κάνω αυτή τη συζήτηση σε αυτό το πεδίο, γιατί απλούστατα δεν μπορώ να τη σηκώσω ιδεολογικά. Δεν αμφισβητώ το ταλέντο του Varg Vikernes και το “Filosofem” είναι πραγματικά μεγάλος δίσκος. Όμως δεν τον ακούω, τελεία και παύλα. Από την άλλη, με ενοχλούν σφόδρα οι ρατσιστικές αναφορές του H.P. Lovecraft στις ιστορίες του, αλλά σταθμίζοντας τη λογοτεχνική αξία του έργου του και την περιρρέουσα εμμονή με την “λευκή ανωτερότητα” στην εποχή που έζησε, τον διαβάζω. Έναν εν έτει 2020 ανοιχτά ρατσιστή συγγραφέα δεν θέλω να τον διαβάσω όμως. Στη δε Τζόαν που τρίγκαρε με το “people who menstruate” και είπε χοντράδα, θα δώσω κι άλλη ευκαιρία, όμως καταλαβαίνω ότι κάποιος άλλος θα σταθμίσει τα πράγματα διαφορετικά.
Εν τέλει, προσλαμβάνουμε μια μουσική, ένα βιβλίο, έναν στίχο με τρόπο προσωπικό, ιδιαίτερο, μη λογικό. Μας μιλάει η τέχνη που μας μιλάει, γιατί έτσι. Γιατί το συναίσθημα αλληλεπιδρά με την κρίση ενισχυτικά, ανταγωνιστικά, ή με όποιο τρόπο και αυτό από άνθρωπο σε άνθρωποι αλλάζει. Γιατί ίσως είχε δίκιο ο Oscar Wilde στον πρόλογο του “Πορτραίτου του Ντόριαν Γκρέυ”. Ίσως στην πραγματικότητα, η τέχνη να καθρεφτίζει τον αποδέκτη και όχι τη ζωή. Δεν υπάρχει one-size απάντηση. Υπάρχουν όμως για όλους μας εξαιρετικές επιλογές.