The Beatles - 1967-1970: Ένα λυπημένο τραγούδι που το έκανα καλύτερο
Όταν προτάθηκε από την αρχισυνταξία το θέμα του παρόντος αφιερώματος, δηλαδή δίσκοι “Greatest Hits / Best Of”, η αρχική μου σκέψη ήταν πως αυτή τη φορά δεν θα συμμετείχα. Γιατί τι να πω κιόλας; Εγώ είμαι σκληρή δισκάκιας, ακούω σχεδόν αποκλειστικά ολόκληρα άλμπουμ από πεποίθηση, στη λογική ότι ένας δίσκος είναι ένα ολοκληρωμένο έργο καλλιτεχνικής έκφρασης, από το εξώφυλλο και τη γραμματοσειρά μέχρι την επιλογή και τη σειρά των κομματιών. Εντάξει, άμα μερακλώσω θα ακούσω και κανένα σκέτο αγαπημένο κομμάτι όπως όλος ο κόσμος, έχουμε και τις αδυναμίες μας, αλλά μεταξύ μας τώρα βρε να αγιάσει το χέρι της Adele που έκοψε στο Spotify το shuffle button από προεπιλογή για το στριμάρισμα δίσκων! Υπερβολή, ξε-υπερβολή, η κίνησή της εξέγειρε αυτό ακριβώς το ζήτημα σε όλα τα μήκη και πλάτη. μουσικόφιλων και μη και μπράβο της.
Δεν ακούω λοιπόν greatest hits, ακούω δίσκους, και ειδικά σήμερα που η δισκογραφία και του πλέον άσημου καλλιτέχνη είναι προσβάσιμη μέσω bandcamp, δεν έχω λόγο να προτείνω αυτή την δικαίως σνομπαρισμένη κατηγορία ηχογραφήσεων σε κανέναν. Ναι, θεωρώ τα best of μια ευκαιριακή κόψε-ράψε λογική, κάτι σαν την αποστήθιση των sos, σαν να λέμε τον πιο γρήγορο δρόμο προς την ημιμάθεια, την τσαπατσουλιά και την κόλαση. Ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω.
Αυτά ισχύουν σήμερα όμως και τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν το ίντερνετ ανήκε ακόμα στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, τα greatest hits ξελάσπωσαν κόσμο και κοσμάκη. Και στη δική μου συλλογή δίσκων, μαζί με τις πρωταγωνίστριες studio κυκλοφορίες, φιγουράρουν κάποια (λίγα, με ενοχλούσαν σφόδρα από τότε) best of βινύλια / cd των Who, των Traffic, το “Skeletons From The Closet” των Grateful Dead και το “Substance” των New Order, όλα αγορασμένα στα 90s. Γιατί εμείς στην εφηβεία μας αγοράζαμε τα βινύλια ένα - ένα από το χαρτζιλίκι μας, με μεγάλο κόπο και προεργασία (μελετώντας περιοδικά, βιβλία, ρωτώντας τους μεγαλύτερους για τη δισκογραφία, κυνηγώντας ειδικές εκπομπές στο ραδιόφωνο και στο MTV, κλπ). Δεν ήταν ρεαλιστικά εφικτό να έχεις γρήγορη πρόσβαση σε πλήρεις δισκογραφίες, παρότι έβαζαν πλάτη και οι κασέτες που γραφόντουσαν και άλλαζαν χέρια συνέχεια και παρότι κάποιοι όπως εγώ ήμασταν πιο τυχεροί, γιατί βρήκαμε από τους γονείς μας έτοιμη δισκοθήκη. Ειδικά λοιπόν για τις περιπτώσεις που δεν ήξερες ακόμα αν ήθελες να επενδύσεις χρόνο και χρήμα (που θα σου έλειπε από άλλους δίσκους), το best of ήταν το αναγκαίο κακό που θα έδινε μια (πρόχειρη, μην ξεχνιόμαστε) ιδέα τι θέλει να πει ο ποιητής και αναλόγως αν άξιζε να περάσεις στο παρασύνθημα που είναι η studio δισκογραφία.
Τότε λοιπόν που είχαν ακόμα λόγο ύπαρξης, οι συλλογές, αν και καρπαζοεισπράκτορες, έριχναν κι από καμιά σφαλιάρα πού και πού, δηλαδή μέσα στον απερίγραπτο σωρό του τίποτα βγήκαν και κάποια σωστά, μελετημένα compilation albums που άφησαν εποχή, γιατί χωρίς να μπορούν φυσικά να υπερκεράσουν τους εγγενείς περιορισμούς της κοπτοραπτικής την οποία πρεσβεύουν (αδύνατον να αντισταθώ στον πειρασμό για μία ακόμα ειρωνεία για το είδος), κατάφεραν τουλάχιστον να περιγράψουν σχηματικά τη μουσικότητα μεγάλων καλλιτεχνών και να κατσικωθούν με χάρη και περηφάνια, σχεδόν με αξιώσεις θα λέγαμε, δίπλα στο “Phaedra” των Tangerine Dream, τη συνεργασία της Ella Fitzgerald με τον Duke Ellington και το “Going For The One” των Yes.
Yes, αναφέρομαι σε δίσκους των παιδικών μου χρόνων και το μυαλό μου πέταξε αυτόματα στη μεγαλειώδη συλλογή “1967-1970” των Beatles (γνωστή φυσικά και ως “Blue Album”) που είχε τρυπώσει σε κάποιο ράφι εκεί ανάμεσα, κυκλοφόρησε πριν καν γεννηθώ, το 1973, και μαζί με το “1962-1966” (δηλαδή το “Red Album”), έκανε τον κόσμο λίγο καλύτερο. Οι Beatles είναι η πρώτη μη εγχώρια ροκ μουσική που θυμάμαι να έχω ακούσει στη ζωή μου, γιατί κάποτε μου έδωσαν αυτό το διπλό βινύλιο στο χέρι και μου είπαν ότι ήρθε η ώρα να μάθω για τα τέσσερα αγόρια από το Λίβερπουλ που άλλαξαν τον κόσμο. Και ευτυχώς μου το έθεσαν έτσι, διότι στην ηλικία που ήμουν, κρίνοντας και από τα κουρέματα στο οπισθόφυλλο, νόμιζα πως έβλεπα φιγούρες playmobil. Χάρη σε αυτή τη συλλογή, οι Beatles έγιναν επίσης το πρώτο συγκρότημα για το οποίο έψαξα οργανωμένα τη βασική δισκογραφία και ιστορία και νιώθω στ’ αλήθεια περήφανη (και τυχερή) γι’ αυτό.
Θα μπορούσα να μιλήσω και για το “Red Album”, όμως το είχαμε γραμμένο σε κασέτα και δεν το έχω ευχαριστηθεί τόσο, γιατί ξέρετε τώρα τι ταλαιπωρία είναι τα μπρος - πίσω στο κασετόφωνο (παρά ταύτα την κασέτα την έλιωσα φυσικά). Την περίοδο των Σκαθαριών πριν το Sgt. Pepper’s λοιπόν την έψαξα ουσιαστικά αργότερα και ίσως καλύτερα κιόλας, γιατί αυτά τα πρώτα χρόνια της φαινομενικής απλότητας των Beatles, που περιλαμβάνουν άλμπουμ – σταθμούς όπως το “Rubber Soul” και το “Revolver”, δηλαδή δίσκους που επανανοηματοδότησαν και εμπλούτισαν ολόκληρη την ποπ κουλτούρα με την εκλέπτυνση της φόρμας και την εξέλιξή της σε μεστή τέχνη, ίσως χρειάζονται μεγαλύτερη ωριμότητα για να γίνει η σημασία τους αντιληπτή. Με το “Rubber Soul” φερ’ ειπείν, οι Beatles έβαλαν τα δυο πόδια της μουσικής βιομηχανίας σε ένα παπούτσι, γιατί θεμελίωσαν την κυριαρχία του long play δίσκου (έναντι του single) ως ολοκληρωμένης, συνεκτικής δημιουργίας στην ποπ κουλτούρα, και έβαλαν τέλος στην νοοτροπία της αρπακολατζίδικης λογικής του τύπου έχω τρία - τέσσερα καλά σινγκλάκια, παραγεμίζω με φίλερς που έγραψα στο πόδι, ψήνω σε μέτρια φωτιά και αγοράστε εσείς το αποτέλεσμα ως “δίσκο”. To 1965, oι Beatles έδειξαν την πρώτη σύνδεση της “ευτελούς” ποπ με την τέχνη και άλλαξαν το τοπίο.
Επανερχόμενη όμως στη gatefold μπλε συλλογή με τα ζουμερά πράσινα μήλα πάνω στις τέσσερις πλευρές και τους σωτήριους στίχους όλων των τραγουδιών εντός (διάβαζα και για το λόουερ τότε, ποιος τη χάρη μου), χαμογελώ στη σκέψη πως τελικά ναι, υπάρχει ένα compilation album που όχι μόνο άξιζε τον κόπο, αλλά το έχω αγαπήσει όσο και μερικά πρωτοκλασάτα studio άλμπουμ. Παρά την απογοητευτική διαπίστωση μεγαλώνοντας ότι τα Λιβάδια με Φράουλες ούτε φράουλες είχαν ούτε λιβάδια ήταν. Παρά την διάψευση της παγκόσμιας σταθεράς για τον σωστό ροκ σταρ που μου δημιούργησε το “Old Brown Shoe” (ειλικρινά, ακόμα και σήμερα κοιτάζω ενστικτωδώς τα χέρια όλων των τραγουδιστών και τραγουδιστριών για να δω αν φοράνε rings on every finger· ναι μάλιστα, τέτοια είναι η επίδραση των Beatles που καταφέρνουν να δημιουργούν παγκόσμιες σταθερές σε μικρά παιδιά ακόμα και με τα δεύτερης δυναμικότητας τραγούδια του Harrison – όχι ότι δεν τον αγαπάμε κι αυτόν, αλλά έχει γράψει και καλύτερα). Παρόλο που ποτέ δεν βρήκα την παραδεισένια χώρα with tangerine trees and marmalade skies. Αυτές ήταν οι τρεις βασικές.. απογοητεύσεις στο δρόμο για την ενηλικίωση.
Κατά τα άλλα, έγινε τόσο σωστή δουλειά με το “Blue Album”, που παρά το mix and match του πράγματος, ουδείς διανοήθηκε να διαρρήξει την ιδιοφυή αλληλουχία των τριών πρώτων κομματιών του μυθικού Sgt. Pepper’s (δηλαδή των “Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band”, “With A Little Help From My Friends”, “Lucy In The Sky With Diamonds”). Τα κομμάτια μεταφέρθηκαν από το Sgt. Pepper’s όπως ήταν και στη σειρά τους (Adele, εγκρίνεις έτσι;). Είναι το πρώτο πράγμα που εκτίμησα στο μπλε άλμπουμ όταν είχα μάθει πια τη δισκογραφία των Beatles.
Όπως είναι ευνόητο, η συλλογή καλύπτει την περίοδο από το 1967 μέχρι τους τίτλους τέλους των fab four με το “Let It Be” το 1970. Όμως αξίζει να σημειωθεί ότι έχει γίνει μια πραγματικά προσεκτική επιλογή 28 σημαντικών σταθμών των τελευταίων τεσσάρων ετών, με γνώμονα όχι απλώς να βάλουμε όπως όπως τα τραγούδια που τα πήγαν καλύτερα στα charts για να τελειώνουμε και να πάμε σπίτια μας, αλλά να ικανοποιείται μια σειρά κριτηρίων ώστε να τελικό αποτέλεσμα να αντανακλά κατά το δυνατόν τον δημιουργικό προσανατολισμό, το μουσικό εύρος αλλά και την εξέλιξη των Σκαθαριών μέσα σε αυτά τα χρόνια. Ο κορμός είναι φυσικά η studio δισκογραφία, δηλαδή “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band”, “Magical Mystery Tour”, “The Beatles” (“The White Album”), “Abbey Road” και “Let It Be”, με τη σημείωση ότι το “Yellow Submarine” ουσιαστικά δεν εκπροσωπείται, γιατί το single “All You Need Is Love” αποδίδεται στο “Magical Mystery Tour”. Ωστόσο, περιλαμβάνονται επίσης singles εκτός long play δισκογραφίας, b-sides και δεν παραλείπεται η συνεισφορά των αδικημένων Harrison και Ringo, μία σοβαρή αβλεψία του “Red Album” κατά τη γνώμη μου, που εδώ ευτυχώς διορθώνεται.
Υπό αυτή την έννοια, το “1967-1970” δεν είναι ακριβώς ένας τυπικός best of δίσκος, γιατί δεν έχει αυστηρά “τα καλύτερα”, αλλά μοιάζει περισσότερο με ένα λεύκωμα μουσικών εικόνων που προσπαθεί να φωτίσει ισορροπημένα όλες τις πλευρές του μοναδικού στην ιστορία φαινομένου των τεσσάρων Liverpudlians, που έβγαλαν γλώσσα στην πεπερασμένη, ρηχή και κορεσμένη μουσική βιομηχανία της εποχής, τράβηξαν τα όρια της ποπ σε μέρη απάτητα, ένωσαν το λαϊκό με το αβανγκάρντ και τον κλασικισμό και έκαναν mainstream την τέχνη και την κουλτούρα. Και αυτό το πέτυχαν και οι τέσσερις μαζί, ακόμα και όταν δεν άντεχε πια ο ένας τον άλλο. Συνολικά σε αυτή την ονειρευτή συνύπαρξη λοιπόν δίνει έμφαση το “Blue Album”, και όχι μόνο στο πόσο διάνοιες ήταν ο McCartney και ο Lennon (που ήταν πολύ) και στην αξεπέραστη χημεία τους.
Πράγμα που σημαίνει βέβαια ότι εδώ μοιραία υπάρχουν και ηχηρές ελλείψεις. Μεγαλύτερο θύμα είναι πιστεύω το “White Album”, το οποίο υποεκπροσωπείται σκανδαλωδώς. Λείπει το υπέροχο “Blackbird” αλλά πες δεν είμαι αντικειμενική (ακόμα θυμάμαι να παλεύω να το βγάλω στην κιθάρα, αντί να διαβάζω τις παρτιτούρες για το μάθημα στο Ωδείο), άντε να δεχτώ και το “Dear Prudence” γιατί τι να πρωτοχωρέσει, αλλά τουλάχιστον το “Helter Skelter” που είδε την επέλαση των σκληρών instrumentals πριν κι από τους Led Zeppelin δεν έπρεπε να το παραλείψουν. Αντίστοιχα, στο “Abbey Road” υποεκπροσωπούνται οι Lennon / McCartney για τα μάτια του George Harrison και του “Octopus's Garden” του Ringo Starr, αλλά είπαμε ότι σε αυτή τη βάρκα όλοι τράβηξαν κουπί, ασχέτως αν τον τόνο τον έδιναν οι δύο (και ακόμα περισσότερο ο McCartney, που από το 1967 και μετά το πήρε τελείως επάνω του· χωρίς αυτόν άλλωστε το Sgt. Pepper’s δεν θα είχε ηχογραφηθεί γιατί οι Beatles τότε διαλύονταν και ο Paul τους έσυρε στο στούντιο απ’ το αυτί).
Από την άλλη, με το “Blue Album” αγάπησα τον Τρελό στο Λόφο που δεν τον πλησίαζε άνθρωπος, ακούγοντας το “A Day In The Life” έμαθα τι θα πει musicianship και πώς οι Lennon / McCartney συνδύαζαν τις ιδέες τους και αλληλοσυμπληρώνονταν ονειρεμένα (αν και μάλλον υπάρχουν ακόμα πιο τρανταχτά παραδείγματα γι’ αυτό εκτός συλλογής, όπως πχ το “I’ve Got A Feeling” όπου δύο ημιτελή κομμάτια, ένα του Paul και του John ενώθηκαν στην αιωνιότητα), χόρεψα με το καλπάζον “Ob-La-Di, Ob-La-Da” (εναλλάξ με το Πάρτυ των Στρουμφ) και άκουσα τι θα πει τζαμάρισμα με το “Get Back”.
Ίσως οι Beatles να ήταν οι πρώτοι του μουσικού σύμπαντος που απήγαγαν την καθημερινότητά μου και την έβαλαν να περιστρέφεται για πάντα γύρω από τη μουσική. Ίσως να είναι και οι μαγικοί στίχοι του “Hey Jude”, που μέσα από τη συγκινητική απλότητά του τα έχει πει όλα για τις δυσκολίες της ζωής. Take a sad song and make it better. Ίσως και το φινάλε του που είναι όλη η μουσική που έχω αγαπήσει. Na na na nananana nananana, hey Jude.. Γιατί ένας κόσμος χωρίς τους Beatles θα ήταν ένας άδικος κόσμος. Όχι μόνο γιατί δεν έχω ιδέα τι μουσική θα ακούγαμε σήμερα (δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι), αλλά και γιατί θα έλειπε αυτή η ασφάλεια που μάθαμε από μικρά. Πως όταν η ζωή σε κερνάει πίκρα και νιώθεις πως όλα γύρω σου θα καταρρεύσουν, άστο να πάει στα κομμάτια βρε παιδί μου. Μην σκας και τα πράγματα θα φτιάξουν. Let it be. Τόσο σοφό, τόσο απλό.
Και όλα αυτά ξεκίνησαν για μένα από ένα διπλό μπλε άλμπουμ, μία (όχι και τόσο) ταπεινή συλλογή τραγουδιών. Ίσως πήρα κι εγώ ένα λυπημένο τραγούδι και το έκανα καλύτερο.