The Beatles/Crowded House: Συμπύκνωση σε κόκκινο και σε μπλε
Best Of…, The Greatest Hits… Περίεργα φρούτα το δίχως άλλο.
Ως μαρκετίστικο κόλπο, προκειμένου να σε κάνουν να ξαναγοράσεις/ξανακούσεις ήδη γνωστό υλικό, με δόλωμα μερικά ακυκλοφόρητα ή κάποιες νέες μίξεις, σε κάνουν καχύποπτο. Ως απόπειρα συμπύκνωσης των καλύτερων στιγμών μιας καριέρας, πάλι, ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο σημαντικό. Από το να σου γνωρίσουν έναν καλλιτέχνη που δεν ήξερες ότι χρειαζόσουν μέχρι να σου αλλάξουν τη ζωή, ας πούμε.
Στα μαθητικά χρόνια άκουσα πολλά πράγματα από το ελληνικό τραγούδι (Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Σαββόπουλο, Κατσιμίχες, Καζούλη…), από τη λόγια μουσική της Δύσης (μου άρεσε πολύ ο Wagner), κι από τα διάφορα σουξέ της εποχής (“Lambada”, “Greco Mascara” και δεν συμμαζεύεται) -ό,τι υπήρχε/έμπαινε στη δισκοθήκη/κασετοθήκη του πατέρα, κι ό,τι έπιανε το αφτί από ραδιόφωνο/τηλεόραση/πανηγύρια στο χωριό (Γεράκι Λακωνίας, ευχαριστώ που ρωτήσατε). Ήξερα ότι η μουσική με συγκινούσε, αλλά δεν ήξερα ότι ήταν η ζωή μου.
Ο πατέρας ήταν παιδί του κατηχητικού κι εκεί έμαθε ότι οι Beatles είναι του Διαβόλου. Πράγμα που δεν τον εμπόδισε, χρόνια μετά, να σπεύσει να αγοράσει δύο διπλά άλμπουμ-συλλογές του συγκροτήματος, όταν διάβασε ότι κυκλοφορούν για πρώτη φορά σε CD (1993), και να τα παίξει στο στερεοφωνικό σύστημα SHARP –ένα από τα πρώτα που ήρθαν στην Ελλάδα, κάπου στα 1987 (από Γερμανία, αφού επιμένετε να μάθετε).
Τα δισκάκια δεν μου είπαν τίποτα την πρώτη φορά –ήταν μάλλον κακό το τάιμινγκ. Την επόμενη όμως κόλλησα. Και σταδιακά τα έλιωσα στο παίξιμο. Για μήνες, για χρόνια, δεν έπαιζαν άλλα πράγματα στο σπίτι.
Ήταν δύο κουτιά χοντρά, οι διπλές θήκες CD εκείνης της εποχής. Στα εξώφυλλα δεν αναφερόταν οτιδήποτε που να δήλωνε ότι ήταν συλλογές. Το ένα ήταν κόκκινο και έγραφε «The Beatles / 1962-1966». Το άλλο ήταν μπλε και έγραφε «The Beatles / 1967-1970». Ίντερνετ δεν υπήρχε, πληροφορίες έβρισκα δύσκολα, σκόρπιες από ‘δω κι από ‘κει, χρειάστηκαν χρόνια για να βγάλω άκρη.
Δεν ξέρω αν θα είχα μαγευτεί από αυτά τα τραγούδια, αν τα είχα ακούσει με διαφορετικό τρόπο. Αν δεν είχα στα χέρια μου έναν δίσκο με απανωτά σινγκλ, που από το “Love Me Do” και το “Please Please Me” περνάει γρήγορα στο “She Loves You”, το “I Want To Hold Your Hand” και το “A hard Day’s Night”, παρακάμπτοντας τις διασκευές και τα fillers των ορίτζιναλ δίσκων. Κι αν δεν απουσίαζαν τα αγκάθια της «παλαβής» πλευράς του γκρουπ.
Αυτό κάνει μια καλά στημένη συλλογή: συμπυκνώνει την όποια μαγεία υπάρχει και την εκτοξεύει κατά πάνω σου. Αν έχεις να κάνεις με καλλιτεχνική οντότητα που δεν έχει και πολλά να πει, παίρνεις μια καλή ιδέα και ξεμπερδεύεις γρήγορα. Αν έχεις να κάνεις με τους Beatles, ανακαλύπτεις τι θες να κάνεις στη ζωή σου, αλλά φορτώνεσαι και την «υποχρέωση» για το υπόλοιπο αυτής, να αναζητάς και το τελευταίο κρυφό take που θα σε κάνει –θα ‘θελες- να νιώσεις κάτι από εκείνες τις πρώτες ανατριχίλες.
Απ’ αυτές τις τελευταίες, βέβαια, μπορεί να σου χαρίσουν και κάποιοι ταλαντούχοι επίγονοι, κι ας μη μπορούν να σταθούν με την καμία σε αντίστοιχο ύψος καλλιτεχνικών επιτευγμάτων. Το Recurring Dream: The Very Best Of Crowded House είχε κι αυτό κόκκινο και μπλε στο εξώφυλλο, ήταν κι αυτό διπλό (στη σπεσιάλ εκδοχή του) και πέρασε επίσης κάμποσο καιρό ξεχασμένο σε ένα ράφι του φοιτητικού δωματίου (Χανιά, αν και αρχίζω να σας βρίσκω κομματάκι αδιάκριτους). Συγκέντρωνε εντός του την πλειοψηφία των σινγκλ των Νεοζηλανδών/Αυστραλών, τσόνταρε 3 νέα και διόλου άσχημα τραγούδια, κι είχε κάμποσα επιπλέον κομμάτια σε ζωντανές εκτελέσεις στο δεύτερο δισκάκι.
Ο όρος “beatlesque” εφευρέθηκε για μουσικές σαν κι αυτές που σκαρώνουν ο Neil Finn και η παρέα του: δεν είναι ακριβώς απομιμήσεις, παρότι χρησιμοποιούν ξεδιάντροπα ήχους, ενορχηστρώσεις, φωνητικές αρμονίες, θεματολογία των ηρώων τους. Είναι λίγο σαν η σκυτάλη να πέταξε πάνω από τους ωκεανούς και τις δεκαετίες, και να προσγειώθηκε –για λίγο έστω– στα χέρια αυτών των ενοχικών καθολικών.
Κι αν είναι περισσότερο στιλιστική αυτή η σκυτάλη, παρά πνευματική, κι αν δεν υπάρχουν άλλες πλευρές για να ανακαλύψεις αν ανατρέξεις στους κανονικούς δίσκους, κι αν δεν υπάρχει χρωματική ισορροπία –πολύ το κόκκινο, ισχνό το μπλε –, ας είναι. Οι ανατριχίλες είναι εκεί – και είναι σωτήριες.