Burning Britain, The day the country died, You must get them all
Από μικρός ήμουν βιβλιοφάγος. Θυμάμαι στα έντεκα μου να κερδίζω το πρώτο βραβείο επειδή είχα διαβάσει τους περισσότερους βίους αγίων από όλους τους κατασκηνωτές στην εκκλησιαστική κατασκήνωση Αλμωπίας-Πέλλας επάνω στο Ελευθεροχώρι Γιαννιτσών. Το έπαθλο για τον άθλο μου: ο «Μέγας Συναξαριστής Οκτωβρίου», μαζί με μισό κιλό βανίλια (το γνωστό υποβρύχιο).
Τα χρόνια πέρασαν, εμφανίστηκε το «νέο ροκ» με όλες τις υπό – ομάδες του και από τη μελέτη των βίων των αγίων πέρασα στη μελέτη των μουσικών συγκροτημάτων, στο ιστορικό τους, τις δισκογραφίες τους, με ψάξιμο και σημειώσεις, χωρίς την αρωγή του internet, παρά μόνο μέσα από ελληνικά και ξένα fanzines, περιοδικά και εφημερίδες του χώρου, και κυρίως από τα ένθετα μέσα στους δίσκους.
Δειλά-δειλά άρχισαν να εμφανίζονται στη ζωή μου και τα πρώτα βιβλία. Θυμάμαι να έρχεται στην κατοχή μου ένα που λέγονταν “punk/new wave”, που ήταν ουσιαστικά φωτογραφίες και τσιτάτα από δηλώσεις των πρωταγωνιστών της πρώτης γενιάς του αγγλικού punk (Sex Pistols, Clash, Damned κ.λπ), με μια μικρή, ζουμερή κατά τ’ άλλα εισαγωγή, πράγματα όμως ικανά να σου αλλάξουν τη ζωή μια για πάντα, να δημιουργήσουν ένα σοκ στην ψυχή ενός νεανία που ψάχνονταν για μουσικές περιπέτειες. Η ειρωνεία είναι πως δεκάδες χρόνια αργότερα ανακάλυψα πως ο original τίτλος του βιβλίου είναι “Shockwave”, είναι του 1978 και η συγγραφή του έγινε από τη Λονδρέζα Virginia Boston.
Ακολούθησαν οι Joy Division και ότι κινούνταν γύρω από αυτούς, μάλιστα το “Joy Division + New Order (Pleasures and Wayward Distractions)” πριν καλά καλά το καταλάβω, το είχα πάρει σε τρεις διαφορετικές εκδόσεις σε αγγλικά, γερμανικά και ελληνικά. Ήλθε και η “Πολιτιστική Τρομοκρατία των Dead Kennedys” του 1987 και οι αχανείς διακλαδώσεις της λεωφόρου της μουσικής με οδήγησαν σε ένα μικρό μονόδρομο.
Μονόδρομος που τελικά και αυτός αποδείχτηκε ατελείωτος, πάντα κάτι καινούργιο μαθαίνεις, πάντα κάτι σ’ έχει ξεφύγει, πάντα κάπου λανθάνεις, ακόμη και τώρα που η γνώση παρέχεται απλόχερα με ένα απλό κλικ στην οθόνη του υπολογιστή. Οπότε και στην «αναλογική» μορφή πληροφόρησης, το βιβλίο ακόμη και τώρα παραμένει και θα παραμείνει μάλλον αναπόσπαστο κομμάτι ξεσκαρταρίσματος απόψεων, άντλησης γνώσεων και διαπίστωσης γεγονότων.
Πρόταση για τρία μουσικά βιβλία λοιπόν, μεγάλος περιορισμός που βγάζει από την εξίσωση δεκάδες σημαντικές κυκλοφορίες που όμως κάποιες τους αξίζει μια μικρή έστω αναφορά, και έτσι θα γίνει, καθώς ίσως κάποιος βρει ένα μικρό ενδιαφέρον σε αυτά.
Αρχή με το ‘Get In The Van’ του 1994 από τον Henry Rollins, που διηγείται με χιούμορ, απαράμιλλο στόμφο αλλά και με αφοπλιστική ειλικρίνεια, τις κακουχίες και τη βάναυση πλευρά του να συμμετέχεις σε ένα γκρουπ που η καριέρα του συμβαδίζει με την αντοχή ενός βαν που γυρίζει για χρόνια ολόκληρα από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα. Εναλλακτικά και για μεγαλύτερη εντρύφηση στο μεγαλείο των Black Flag υπάρχει το ας το πούμε οδοιπορικό στην ιστορία τους το ‘Spray Paints The Wall’ του Stevie Chick. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκουμε και τα δύο βιβλία που καταπιάνονται με ένα άλλο ιστορικό συγκρότημα της απέναντι πλευράς του Ατλαντικού τους Καναδούς D.O.A. Είναι το ‘Talk – Action = 0 ‘και το ‘I, Shithead’ γραμμένα και τα δύο από τον Joe Keithley του φυσικού ηγέτη του συγκροτήματος, το πρώτο η εικονογραφημένη ιστορία το γκρουπ και το δεύτερο όλη η πορεία του τα τελευταία σαράντα χρόνια. Και μας που μιλάμε για το αμερικάνικο hardcore, τι καλύτερο να συνεχίσουμε με το βιβλίο που περιδιαβαίνει μία προς μία όλες τις πολιτείες των Η.Π.Α. και παρουσιάζει τις τοπικές σκηνές του είδους, τα συγκροτήματα που τις απάρτιζαν, το τι ξεχωριστό πρόσφερε η κάθε μία με τις ιδιοτροπίες της και με τους πρωταγωνιστές της να έχουν τον πρώτο λόγω. Και φυσικά το όνομα του βιβλίου δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το ‘American Hardcore A Tribal History’ του Steven Blush.
Από Ηνωμένου Βασίλειου μεριά τώρα, δύο βιβλία που έχουν να δώσουν πράγματα στον αναγνώστη τους, με χρονολογική σειρά πρώτα το ‘Kicking Up A Racket’ του Roland Link που μας παρουσιάζει την ιστορία των Stiff Little Fingers από τον σχηματισμό τους ως το 1983, με πινελιές από όλα τα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά γεγονότα εκείνης της εποχής στην Βόρεια Ιρλανδία, ενώ το δεύτερο είναι φρέσκο, και λέγεται ‘Silence Is No Reaction’ του Ian Glasper και μας μεταφέρει με γλαφυρότητα, συναισθηματισμό, αλλά πολλές φορές με αχρείαστες λεπτομέρειες την πορεία των (Άγγλων) Subhumans.
Τέλος ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στα δύο βιβλία του Αλέξανδρου Ανεσιάδη όχι επειδή είναι δικός μας, συμπολίτης μάλιστα, αλλά γιατί πράγματι είναι άξια αναφοράς, στέκονται εφάμιλλα με του ιδίου τύπου περιεχομένου του εξωτερικού. Είναι το ‘Crossover The Edge’ και το ‘We Can Be The New Wind’, το πρώτο με εγκυκλοπαιδικές αναφορές, συνεντεύξεις και (αντικειμενικά) σχόλια πάνω σε συγκροτήματα που κατάφεραν να γεφυρώσουν το punk και το hardcore με το metal, και το άλλο ο απολύτως εξαντλητικός οδηγός στο ίδιο στυλ συγγραφής, με συγκροτήματα που ξεκίνησαν παρασυρόμενοι από τη μανία του punk και που σιγά σιγά εξέλιξαν τον ήχο τους, με μερικές, πολλές ή λίγες, ανάλογα την περίπτωση ποπ πινελιές.
Και αφού τελείωσαν οι έξτρα αναφορές που δε με πήγαινε η καρδιά να αφήσω έξω, ακολουθούν τα τρία βιβλία που με εντυπωσίασαν το κάθε ένα για διαφορετικούς λόγους, αυτά που πάντα βρίσκονται κάπου πρόχειρα σαν συμβουλάτορες, αυτά που μου άνοιξαν τα μάτια και με έκαναν να χωθώ ως το μεδούλι στο περιεχόμενο τους.
1) Burning Britain: The History of UK Punk 1980–1984 - Ian Glasper (2004)
Είναι ένας πλήρης και χορταστικός οδηγός που ασχολείται με το επονομαζόμενο δεύτερο κύμα του βρετανικού punk (ή μήπως τρίτο;) και των συγκροτημάτων που το απάρτιζαν. Αυτό το παρεξηγημένο είδος με τους πολλούς επικριτές, μα και τους πιο φανατικούς φίλους παρουσιάζεται σε όλο του το μεγαλείο εδώ, επιμελώς και ορθά χωρισμένο σε έντεκα κεφάλαια ανάλογα με τη γεωγραφική θέση του κάθε συγκροτήματος, μιας και κάθε περιοχή είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά ήχου, πολιτικών πεποιθήσεων και ευκαιριών στην επιτυχία, ενώ στο τέλος υπάρχει και ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για τις ανεξάρτητες εταιρίες που το απάρτιζαν. Ο Glasper, όντας μάχιμο στέλεχος της σκηνής, καταφέρνει και περιγράφει με απλό μα και συναισθηματικό τρόπο την πορεία του κάθε συγκροτήματος μέσα από τα μάτια των ίδιων των πρωταγωνιστών που αναπολούν, εξιστορούν, δίνουν διευκρινήσεις για γεγονότα που έγιναν και βαραίνουν το είδος μα και τους ίδιους. Η παρέμβαση του συγγραφέα γίνεται μόνο στη ιστορική και δισκογραφική πορεία, εκεί που όπως μπορεί να διαπιστωθεί η κρίση του είναι αντικειμενική, δεν χαρίζεται σε κακές κυκλοφορίες για να γίνει αρεστός, αλλά είναι ενθουσιώδης σαν μικρό παιδί στα αριστουργήματα του είδους. Στα συν του βιβλίου φωτογραφικό υλικό πολλές φορές σπάνιο και σχεδόν πλήρης δισκογραφικός οδηγός για το καθένα από τα σχεδόν εκατό συγκροτήματα που παρουσιάζονται.
2) The Day the Country Died: A History of Anarcho Punk 1980–1984 (2006)
Και το δεύτερο βιβλίο προέρχεται από τον ίδιο συγγραφέα, που εδώ καταπιάνεται με τα συγκροτήματα που αποτέλεσαν τον κορμό μιας άλλης υποκουλτούρας του punk, το επονομαζόμενο σχετικά αυθαίρετα anarcho punk, αυτό που ξέφευγε από το τρίπτυχο sex, violence and chaos, και έδινε προτεραιότητα στο anarchy, peace and freedom, έτσι όπως πρωτοπαρουσιάστηκε από τους Crass το συγκρότημα σύμβολο του είδους αυτού. Και δεν γίνονταν αλλιώς, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αυτού οι Crass βρίσκονται στο επίκεντρο, όχι μόνο στο δικό τους χορταστικό κεφάλαιο με όλη την ιστορία τους μουσικά, ιδεολογικά, μα περισσότερο ως επιρροή σέ όλο το κίνημα, κάτι που διαπιστώνεται εύκολα στις υπόλοιπες παρουσιάσεις των συγκροτημάτων που στην συντριπτική τους πλειονότητα τους χαρακτηρίζουν ως τους πνευματικούς τους πατέρες.
Γράφτηκε δύο χρόνια μετά το ‘Burning Britain’ και ακολουθεί την πεπατημένη του προκάτοχού του, δηλαδή του χωρισμού των συγκροτημάτων που έδρασαν στις αρχές τις δεκαετίας του ογδόντα ανάλογα με τη – δυστυχώς μόνο - βρετανική περιοχή καταγωγής τους. Οι Crass οι Conflict, οι Fux Of Pink Indians, οι Subhumans, οι Mob οι Zounds και καμμιά εβδομηνταριά ακόμη γκρουπ που καταπιάστηκαν με το είδος παρελαύνουν εδώ και παρουσιάζονται μέσα από τα μάτια των ίδιων των πρωταγωνιστών, που εξιστορούν τις συνθήκες που τους ώθησαν να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιου τύπου κίνημα, περιγράφουν τις δράσεις και τους κοινωνικούς τους αγώνες, εξηγούν τις εμπνεύσεις τους στις στιχουργικές θεματολογίες των τραγουδιών τους. Και πάλι εδώ ο συγγραφέας περιορίζεται μόνο στη βιογραφική πλευρά της ιστορίας και στην παρουσίαση των δίσκων, έτσι ακριβώς όπως και στο ‘Burning Britain’. Με στόμφο, ενθουσιασμό και κριτική ματιά.
Στο τέλος υπάρχει και ένας και ένας υπερπλήρης οδηγός με όλες τις κυκλοφορίες των ανεξάρτητων εταιριών – θρύλων τότε που κυκλοφορούσαν υλικό στο σύντομο διάστημα της ύπαρξής τους.
3) You Must Get Them All: The Fall On Record - Steve Pringle (2022)
Εδώ τα πράγματα είναι απλά. Διαβάζεις το βιβλίο. Πας βρίσκεις το σπίτι του συγγραφέα. Χτυπάς την πόρτα του. Σε ανοίγει. Τον λες τι έγραψες ρε άνθρωπε! Δεν περιμένεις απάντηση. Κάνεις μεταβολή, φεύγεις.
Γυρνάς στο σπίτι σου αναρωτιέσαι και πάλι: Τι έγραψε αυτός! Και ξεκινάς την ανάγνωση από την αρχή.
Κατ’ αρχάς ο τίτλος. Το “You Must Get Them All” είναι η απάντηση που έδινε ο John Peel σε αυτούς που τον ρωτούσαν ποιον δίσκο των Fall να διαλέξουν. Συμπλήρωνε μάλιστα πως αυτός που μπορεί να ονομάσει τους πέντε καλύτερους δίσκους τους ή έστω τα πέντε καλύτερα τραγούδια τους, έχει ήδη χάσει το νόημα, αν και σήμερα για να ικανοποιηθεί η συγκεκριμένη απάντηση στο σύνολό της, χρειάζεσαι βινυλιακά τουλάχιστον, σχεδόν μια γκαρσονιέρα να πουλήσεις.
Στη συνέχεια λίγα λόγια για τον συγγραφέα: Ο Steve Pringle ΔΕΝ είναι συγγραφέας. Αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο και πιθανότατα το τελευταίο. Είναι ένας απλός οπαδός, ένας εραστής της μουσικής των Fall, ένας ερευνητής, σίγουρα μυστήριος τύπος αφού μπήκε στη διαδικασία και καταπιάστηκε με ένα τόσο δαιδαλώδες, αλλοπρόσαλλο και εγωκεντρικό συγκρότημα σαν τους Fall.
Και πέτυχε αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο. Κάθισε και έγραψε για κάθε στιγμή των Fall, για κάθε τραγούδι τους ξεχωριστά, για κάθε μέλος που παραβρέθηκε στο σχήμα κάποια στιγμή, σχεδόν για κάθε συναυλία που δόθηκε μέσα στα σαράντα χρόνια παρουσίας τους. Μπήκε στην ψυχοσύνθεση του Mark E. Smith, ανέλυσε την ιδιαίτερη προσωπικότητά του.
Μέσα από τα τριάντα τρία κεφάλαια όσα και τα στούντιο άλμπουμ των Fall ο Mark Pringle χώθηκε και χάθηκε όσο κανείς άλλος ποτέ μέσα στον “The Wonderful And Frightening World Of…”
Σας προτείνω να κάνετε το ίδιο.