'There's old wave, There's new wave and there's David Bowie'
Η παραπάνω φράση, από μία σε πραγματικό χρόνο διαφήμιση της RCA για το άλμπουμ Heroes, (όχι το καλύτερο άλμπουμ του D. Bowie), την οποία και θυμήθηκα ανακάλυψα από σχετική ανάρτηση στο Facebook της Χίλντας, συνοψίζει όσο τίποτε άλλο (θεωρώ) την 'περίπτωση Bowie'. Όλα τα άλλα περί του 'ανθρώπου που έπεσε στη γη', του 'εξωγήινου- κοσμοναύτη' (αποφασίστε) που δεν πέθανε, αλλά γύρισε στη βάση του, είναι απλώς ανόητα λόγια να αγαπιόμαστε επ' αφορμή του θανάτου, που κατά παράδοση μας ενώνει. Και συνοψίζεται το νόημα όχι μόνο στο περιεχόμενο της φράσης, αλλά και στον εμπνευστή και διακινητή αυτής: τη δισκογραφική εταιρεία. Και επιπλέον στον Tony Visconti. Και επιπλέον στον τεράστιο Mick Ronson (που ως ένα σημείο ήταν ο 'μισός Bowie' και βάλε...). Και επικουρικά ακόμη και τους Placebo σε κάποια φάση, οι οποίοι όσο και αν τους θεωρούμε "αστείο" σήμερα, όντως του έδωσαν ζωή όταν έπρεπε (ενώ οι Arcade Fire, μόνο 'δανείστηκαν' ζωή).
Ο David Bowie έδρασε πάντα με το ονοματεπώνυμο του (και όταν δεν το έκανε με τους Tin Machine, κανείς δεν ασχολήθηκε), αλλά ποτέ μόνος του. Και αυτό θα είναι καλό να μην το ξεχνάμε ειδικά τώρα.
Καθότι, ο David Bowie υπήρξε (και συνεχίζει να είναι μέσα από το έργο του, όπως λένε και στα φιλολογικά τσάγια) όλα αυτά τα οποία διαβάζουμε εδώ και δύο μέρες, αλλά (όπως ήδη εύστοχα διάβασα και κάπου αλλού) δεν θα ήταν τίποτε από όλα αυτά χωρίς αφενός την ορθή επιλογή συνεργατών-μουσικών-παραγωγών και αφετέρου την (ορθή) στήριξη της μουσικής βιομηχανίας, η οποία έγκαιρα (και αφού πρώτα ο ίδιος ίδρωσε και "πέθανε" ήδη μία φορά για αυτό) αποφάσισε να 'επενδύσει' επάνω του. Και επιπλέον, επέλεξε να επιτρέψει στην 'επένδυση' της, να καθοδηγήσει τα πράγματα, και να μην υποταχθεί στους εφήμερους κανόνες των αγορών. Το στοιχείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, σε μία μουσική εποχή κατά την οποία ο θάνατος της μουσικής βιομηχανίας προτάσσεται (από αφελείς, ανιστόρητους, ή απλώς τζαμπατζήδες) ως σημάδι για τη σωτηρία της μουσικής.
Από εκεί και πέρα, θυμάμαι κι εγώ τον εαυτό μου να έχει τελειώσει τις πανελλήνιες εξετάσεις του, και να βρίσκεται σχεδόν από τη μία στιγμή στην άλλη στο Σόλωνος και Μασσαλίας, με τελικό προορισμό τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Αν είχα αποφασίσει να δηλώσω και τη Δημοσιογραφία και να δώσω και Αγγλικά, και την συναυλία θα είχα χάσει, και πολλά άλλα μέχρι σήμερα που μιλάμε. Δε λέω ότι ήταν life-changing εμπειρίες και οι δύο επιλογές, αλλά όπως και να το κάνουμε κάθε τι παίζει το ρόλο του σε αυτήν εδώ τη ζήση.
Δεν θυμάμαι να είχα κατέβει με κύριο στόχο τον Bowie, αλλά (όπως διαπιστώνω πολλά χρόνια μετά) ως ο μοναδικός μάλλον (ειδικά 18χρονος), που για κάποιον ανεξήγητο σήμερα λόγο ήθελε όσο τίποτε άλλο να ακούσει τον Elvis Costello (ο λόγος ήταν βασικά ότι τότε με τον κολλητό μου τον Θοδωρή είχαμε φάει τρομερό κόλλημα με το Veronica από το άλμπουμ Spike του 1989). Ο Lou Reed δεν με αφορούσε ακόμη σε μεγάλο βαθμό, παρότι τον άκουσα με προσοχή, και ήταν αυτός που μου άρεσε περισσότερο από κάθε άλλον εκείνο το βράδυ, καθότι διακρίνονταν μια ειλικρίνεια στον "τυπικό" τρόπο που κύλησε το live του, την οποία ο Bowie προσπαθούσε να κρύψει πίσω από την αιώνια αγωνία του να μην φαίνεται και να μην ακούγεται παρωχημένος.
Είχα σχετικά πρόσφατα ανανήψει από μία heavy-trash metal εφηβεία (που συγκρούστηκε ανεπανόρθωτα με ένα grunge τελείωμα- το πως κατέληξα στους Smiths, χωρίς να έχω γνωρίσει ακόμη τον Δημήτρη Κάζη, είναι πραγματικά θαύμα), το περιθώριο της οποίας ελάχιστο ήταν για να αντιληφθεί κανείς τα νοήματα του Bowie στα σύνορα μεταξύ πάρκου Κηφισιάς (Καλαμαριάς) και λοιπής ανατολικής Θεσσαλονίκης, όπου οι (δια)μάχες για το δίπολο Slayer- Sepultura, υποκαθιστούσαν σε επίπεδο αδρεναλίνης την αγαμία που μας έδερνε. Το αγαπημένο μου Bowie άλμπουμ ήταν το Outside (όχι το καλύτερο του άλμπουμ), γιατί μόνο αυτό είχα ακούσει ολόκληρο. "Υποχρεώθηκα" να ακούσω για πρώτη φορά το Scary Monsters ζωντανά έχοντας στα δυο βήματα δίπλα μου τον Δημήτρη Πουλικάκο με ένα "σωστό" τσιγάρο στο ένα χέρι και ένα ανεξίτηλο χαμόγελο στο πρόσωπο. Τι θα μπορούσα να κάνω μετά δηλαδή;
Και από εκεί και πέρα και για τα περισσότερα από τα επόμενα χρόνια άκουγα μόνο David Bowie. Όχι τυχόν από τους δικούς του δίσκους, αλλά μέσα από τους δίσκους των δορυφόρων του, που στην αρχή απολογητικά σχεδόν για κάθε επιμέρους περίπτωση, αλλά στη συνέχεια σχεδόν πάντοτε θριαμβευτικά για όσους ξεχώρισαν, μετέφεραν το μήνυμα του στο διηνεκές του χρόνου, που μόνο επιεικής δεν είναι με το ροκ και την εφήμερη φύση του. Με πρώτους και καλύτερους τους Associates. Με δεύτερους και σχεδόν ψυχαναγκαστικά αγαπημένους τους Suede. Με την αίσθηση, που περιγράφει ήδη και κάπου αλλού ο Μάρκος Φράγκος, ότι ο Bowie εμπεριέχεται σε ότι έχουμε λατρέψει, από τα μακιγιάζ των Immortal (για τα οποία αν ευθύνονταν μόνο οι Kiss, θα υπήρχε σοβαρό πρόβλημα) μέχρι τον καινό (και ποτέ κενό) ατμοσφαιρικό χώρο στις ηχογραφήσεις του Aphex Twin. Ακόμη και αν προσπαθήσει να το αιτιολογήσει κανείς, αυτή η αίσθηση δεν απομένει μετέωρη στο χώρο του φαντασιακού, που είναι άκρως απαραίτητο σε κάθε μουσικόφιλο για να μπορεί να συνεχίζει να βρίσκει κάποιο νόημα σε όλα αυτά, αλλά επιβεβαιώνεται με επιστημονικοφανή κριτήρια, που πάντως είναι ό,τι καλύτερο όταν μιλάμε για τραγούδια με τίτλους όπως Lady Grinning Soul.
Ο Bowie υπάρχει όντως παντού σε ό,τι με αυθαίρετη σοφία είχε βαπτιστεί ως "new rock" στο πάλαι ποτέ σχετικό section του Metropolis (record store) . Και όχι μόνο στους Associates, αλλά και στους Dream Syndicate.
Αν όμως κάπου υπάρχει περισσότερο από άλλου ο David Bowie,τότε σίγουρα πρέπει να μιλήσουμε για το new wave. Ως μουσικός όρος ξεκίνησε σε καθεστώς αυθαιρεσίας και στην πορεία των χρόνων υπέπεσε σε ακόμη μεγαλύτερη. Όταν όμως το παραμετροποιήσει κανείς ως τη μουσική εκείνη που έχει τη φυσική της αφετηρία στο στυλ του Bowie (και την μαθηματική της διάνοια, στις παραδοχές των Kraftwerk) τότε το 'πιο όμορφο παρακλάδι του ροκ' αποκτάει αυτοτελή υπόσταση τέτοια, που είναι ικανή να αποστομώσει ακόμη και εκ των επικριτών του, εκείνους που έχουν πράγματι δίκαιο. Ο Bowie "φύσηξε" και γεννήθηκε αυτή η μουσική, ενίοτε ξεφυσούσε για να την αποτινάξει από πάνω του, και παρότι "χαμαιλεοντικά" φρόντιζε να μη χάσει κανένα από τα 'μελλοντικά μουσικά τρένα', χωρίς να φοβάται τον εκτροχιασμό, τον οποίο αρκετές φορές βίωσε και αντιπαρήλθε στη συνέχεια, επί της ουσίας πάντοτε εκεί επέστρεφε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Αν ξεκινήσουμε να διαγράφουμε αυτούς από την ιστορία του ροκ, που δεν θα είχαν υπάρξει, αν δεν είχε προϋπάρξει ο David Bowie, τότε πολύ απλά θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι αυτή η μουσική θα είχε πρόωρα πεθάνει, και δεν θα ζούσαμε αιωνίως με την αγωνία του αν πέθανε ή όχι. Και ας μη θεωρήσει κανείς ότι στη θέση του θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε άλλος, γιατί απλώς το 'απαιτούσαν οι καιροί' (οι ίδιες ανοησίες λέγονται και περί του ΠΑΣΟΚ, που μοίρασε χρήμα, επειδή δήθεν απλά κάποιος έπρεπε επιτέλους να το μοιράσει).
Εδώ και δύο ημέρες στο μυαλό αρκετών από εμάς τριγυρνάει η σκέψη ότι ο David Bowie ήταν, είναι και θα είναι ο πιο Σπουδαίος άνθρωπος του ροκ. Αρκετοί θα επιστρέψουν στον Elvis Presley τις επόμενες ημέρες, κάποιοι θα συνεχίσουν να αυταπατώνται περί του ότι ο Bob Dylan ανήκει στο rock' 'n' roll ('If there wasn't someone who was going to use rock 'n' roll, then I'd do it', δηλώνει ο Bowie για το Song For Bob Dylan από το Hunky Dory"), ενώ θα υπάρχουν και οι πιο άτυχοι, που θα ξεπέσουν και πάλι στα δεσμά του Morrison (Jim) ή του Cobain. Οι εξ ημών δογματικοί του 1978 και μετά, κάτι μου λέει ότι θα προσκολληθούμε σε αυτή τη σκέψη, χωρίς την υποσημείωση του "μέχρι νεωτέρας".
Ο καλύτερος δίσκος του David Bowie; Ασφαλώς το Station To Station (ακολουθεί το Diamond Dogs). Πριν το ακούσω, είχα την τύχη να διαβάσω για αυτό σε ένα κείμενο που καθόρισε την ενασχόληση μου με τη μουσική ως αφετηρία κριτικής σκέψης (το γνωστό κείμενο του Lester Bangs ασφαλώς) και ποτέ δεν μετάνιωσα για αυτή την παράδοξη προτεραιότητα. Εκεί μέσα υπάρχει ό,τι ακριβώς χρειάστηκα ποτέ από το ροκ μέχρι σήμερα. Μέχρι νεωτέρας ασφαλώς.
______
ΑΡΧΙΚΗ <---> ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΛΟΧΩΡΑΣ