Τι να είν' η πατρίδα μας;
«Πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία» ήταν ο τίτλος μιας ταινίας του 2003. Και είναι αλήθεια. Οι εικόνες, οι ήχοι, οι οσμές, οι υφές των πραγμάτων και οι γεύσεις της παιδικής ηλικίας μας ταξιδεύουν παβλοφικά σε έναν τόπο που τα χρώματα είναι θολά και ξεθωριασμένα όπως στις παιδικές φωτογραφίες και κυριαρχεί μια γλύκα, μια θαλπωρή και μια αίσθηση ότι όλα είναι παραμυθένια. Μετά η πραγματικότητα εισβάλλει βίαια και η αίσθηση εξαερώνεται, αλλά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που κράτησε σου έχουν φτιάξει τη μέρα. Οι ήχοι που έχουν αυτή την επίδραση επάνω μου είναι τα τραγούδια που ακουγόταν στο ραδιόφωνο την δεκαετία του 70, και ειδικά οι ελαφρολαϊκές επιτυχίες της εποχής γραμμένες συνήθως από μεγάλους συνθέτες. Ακουγόταν και Σαββόπουλος και Θεοδωράκης (μετά το 74 αυτός, δεν διεκδικώ δάφνες γόνου αντιστασιακών) στο σπίτι, αλλά επειδή τα τραγούδια τους δεν έφυγαν ποτέ από το προσκήνιο δεν έχουν αυτή τη μαγευτική ιδιότητα. Ιδιότητα που έχουν τα ένδεκα τραγούδια που ακολουθούν, τα οποία σχεδόν ποτέ δεν επιδιώκω να ακούσω ώστε να τη διατηρήσουν όταν τα ακούσω αναπάντεχα στο φτηνό τρανζιστοράκι ενός ψιλικατζίδικου ή ενός ραφτάδικου.
Σ’ έβλεπα στα μάτια – Βίκυ Μοσχολιού (Δ. Μούτσης, Ν. Γκάτσος)
Πριν να γίνει ο ιδιοσυγκρασιακός τραγουδοποιός που αγαπήσαμε, ο Δήμος Μούτσης ήταν ανάμεσα στους πιο πετυχημένους λαϊκούς συνθέτες της εποχής του, μιλάμε για μονοψήφιο αριθμό. Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι από τα καλύτερά του, μινόρε και ατμοσφαιρικό, και μαζί με ένα βιβλιαράκι με φωτογραφίες της Κέρκυρας (το Λιστόν, το Ποντικονήσι, η Παλιοκαστρίτσα…) που υπήρχε στο σπίτι έκαναν το νησί αγαπημένο μου τόπο.
Δώσε μου το στόμα σου – Ρένα Κουμιώτη (Μ. Πλέσσας, Λ. Παπαδόπουλος)
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, παρά την απεχθή δημόσιά του παρουσία, ήταν ένας εξαιρετικός λαϊκός στιχουργός που έφτιαχνε ζωντανές εικόνες και γεννούσε συναισθήματα με τις πιο απλές λέξεις. Όταν η σπίθα χάθηκε και έγινε μανιέρα ο στίχος του έγινε ενοχλητικός και πομπώδης και δικαίως έγινε αντικείμενο καζούρας, αλλά όσο κράτησε έδωσε πολύ ωραία τραγούδια. Εδώ ένα που στάζει ώριμο γυναικείο ερωτισμό ερμηνευμένο με τρόπο που υπερτονίζει το νόημα των στίχων, σε ρυθμό χασάπικο με ενδιαφέρουσα μπασογραμμή. Από τον ελληνικό δίσκο με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών.
Ήταν πέντε ήταν έξι –Γιώργος Νταλάρας (Σ. Κουγιουμτζής)
Ο τεράστιος Σταύρος Κουγιουμτζής είναι, ηλικιακά και αισθητικά, ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον Τσιτσάνη και τους έντεχνους (πριν η λέξη πάρει την αποτρόπαια έννοια που έχει σήμερα) λαϊκούς συνθέτες του 60-70, Μούτση, Ξαρχάκο, Μαρκόπουλο κλπ. Μεγάλος μάστορας της μελωδίας και του στίχου, εδώ σε ένα υπαινικτικά πολιτικό τραγούδι, ντυλανικό θα τολμούσα να πω, χωρίς ρεφραίν και με όχι και τόσο υπαινικτική ειρωνεία για τον μεγαλύτερο λαϊκό τραγουδιστή της εποχής του. Τραγουδάει ο Γιώργος Νταλάρας πριν να γίνει ο Νταλάρας.
Κυκλαδίτικο – Μανώλης Μητσιάς (Μ. Χατζιδάκις, Ν. Γκάτσος)
Ο Γκάτσος με την ίδια ευκολία που έγραφε βαρύγδουπους διανοουμενίστικους στίχους τύπου «εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο», έγραφε και λαϊκούς και σκωπτικούς όπως το «παράγγειλα της μάνας σου που μοιάζει με βαρέλι» που από μόνος του είναι ικανός να το κάνει αξέχαστο σ’ ένα παιδί που το ακούει. Πολύ περισσότερο με υπόκρουση τον αστικοποιημένο μπάλο του πανταχού παρόντος Μάνου Χατζιδάκι και την καθησυχαστική σαν φαγητό της μαμάς φωνή του Μητσιά.
Με γαρύφαλλο στο πέτο –Δήμητρα Γαλάνη (Λ. Κηλαηδόνης , Ν. Γκάτσος)
Κι άλλο τραγούδι του Γκάτσου, τρίτο στην ενδεκάδα, αυτή τη φορά σε μουσική του Κηλαηδόνη για τον οποίο ισχύει ότι είπαμε για το Μούτση παραπάνω. Μόλις δυο λεπτά διάρκεια, εισαγωγή με φυσαρμόνικα, κινηματογραφική αιγαιοπελαγίτικη ατμόσφαιρα, δροσερή σαν το μελτέμι φωνή, τι άλλο χρειάζεται ένα τραγούδι για να γίνει κλασικό;
Παλιό κανόνι – Γιάννης Πετρόπουλος (Γ. Μαυρομουστάκης, Α. Γεωργιάδης)
Το φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης εκείνα τα χρόνια ήταν το Σαν Ρέμο της Ελλάδας, μιας Ελλάδας που δεν συμμετείχε καν στη Eurovision. Το τραγούδι αυτό νίκησε το 71 και υπήρχε στο σπίτι σε single. Στις ενστάσεις ότι δεν είναι λαϊκό τραγούδι αλλά ελαφρό θα απαντήσω ότι το λαϊκό ορίζεται ποσοτικά και η επιτυχία του ήταν τεράστια. Επίσης υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση σε σχέση με το τι άκουγε ο κόσμος παλιά. Σε αντίθεση με τα χρόνια που μεγαλώσαμε, το ρεμπέτικο και το μπουζούκι παλιότερα δεν ήταν κυρίαρχο στο ελληνικό τραγούδι. Το Άστα τα μαλλάκια σου το τραγουδούσε πολύ περισσότερο ο κόσμος, ο λαός αν θέλετε, από τη Φραγκοσυριανή. Ίσως να χρειάζεται μια ομιλία αντίστοιχη με την ιστορική του Χατζιδάκι που «νομιμοποίησε» το ρεμπέτικο για να ξαναδώσει στο ελαφρό τραγούδι την χαμένη του αίγλη.
Κι αν φταίει κανείς – Πετρή Σαλπέα (Δ. Μούτσης, Μ. Ελευθερίου)
Από τον Άγιο Φεβρουάριο, τον πρώτο εμπορικό δίσκο που συνδύασε μπουζούκια και ηλεκτρονικά όργανα της εποχής, ένα νοσταλγικό τραγούδι που σχοινοβατεί επιτυχώς και δεν πέφτει σε καμιά παγίδα του είδους, που δεν είναι και λίγες. Ο Μάνος Ελευθερίου δημιουργεί ονειρικές εικόνες με τους στίχους του. Ο Μούτσης έχει πει σε συνέντευξη ότι ο μπουζουξής που έπαιξε στο δίσκο είχε ένα «μπήτλικο» στυλ στο παίξιμο και ακούγοντάς το καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι εννοούσε.
Κάπου στα Πετράλωνα – Γιάννης Πάριος (Σ. Κουγιουμτζής)
Ακόμη ένα τραγούδι του Κουγιουμτζή, πιο καθαρόαιμα λαϊκό από το προηγούμενο. Η φωνή του νεαρού Γιάννη Πάριου είναι βελούδινα αρρενωπή και κάνει σκόνη τον Νταλάρα που το τραγούδησε κι αυτός την ίδια πάνω – κάτω εποχή. Έμεινα για λίγες μέρες σ’ ένα φιλικό σπίτι στα Πετράλωνα γύρω στο 90 και υπήρχαν ακόμη κάποια δρομάκια που ανέδυαν την ατμόσφαιρα του τραγουδιού.
Ο Δημητράκης – Θέμης Ανδρεάδης (Γ. Χατζηνάσιος, Γ. Κανελλόπουλος)
Στα έξι μου ήμουν σίγουρος ότι αυτό το τραγούδι είναι γραμμένο για ‘μένα, αφού εκτός από το όνομα που ταιριάζει δεν έτρωγα και καθόλου (εδώ όσοι με ξέρουν τώρα γελάνε αλλά αυτή είναι η αλήθεια). Ο Θέμης Ανδρεάδης ήταν μεγάλος σταρ με τη Λούλα και τα άλλα novelty τραγούδια του στα μέσα των 70s και εγώ φαν. Η μαμά μου μάλιστα με πήγε να τον δω και σ’ ένα αναψυκτήριο που τραγουδούσε στη Θεσσαλονίκη και είχα ενθουσιαστεί. Τεχνικά μιλώντας ήταν το πρώτο μου live. Ο Χατζηνάσιος έχει γράψει αριστουργήματα. Το τραγούδι αυτό δεν είναι ανάμεσά τους, είναι πολύ υποδεέστερο από τα άλλα 10 της λίστας, αλλά σαν κομμάτι της προσωπικής μου μυθολογίας τρύπωσε.
Πρέπει –Βίκυ Μοσχολιού (Άκης Πάνου)
Μια τεράστια υπόκλιση στον Lou Reed του μπουζουκιού, τον Άκη Πάνου, και στην κορυφαία λαϊκή τραγουδίστρια του Ελληνικού τραγουδιού, την Βίκυ Μοσχολιού. Ένα υπαινικτικά ερωτικό τραγούδι με κοινωνικές αναφορές (ασφαλώς και το ξέρω πως δεν είμαστε ίδια) και με μια ερμηνεία που παραπαίει ανάμεσα στον πόνο και την καύλα με φυσικότητα που μόνο μια πολύ μεγάλη τραγουδίστρια μπορούσε να πετύχει. Η Μπέλλου, που έρχεται στο μυαλό των περισσότερων σαν κορυφαία λαϊκή τραγουδίστρια, είτε Τσιτσάνη τραγουδούσε είτε Μούτση ήταν ένα και το αυτό.
Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι – Μανώλης Μητσιάς (Δ. Μούτσης, Γ. Σεφέρης)
Η μελοποιημένη ποίηση είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής μουσικής, λόγιας αλλά και λαϊκής. Το συγκεκριμένο τραγούδι ισορροπεί ανάμεσα στα δύο. Είναι από την εποχή που ο Μούτσης προσπαθούσε να ξεφύγει από το λαϊκό και πειραματιζόταν με τους ήχους, αλλά η προηγούμενη επιτυχία του και η παρουσία του Μητσιά το έκαναν κι αυτό σουξέ. Δεν καταλάβαινα Χριστό από τους στίχους μικρός, όχι ότι άλλαξε και πολύ αυτό αργότερα, αλλά δεν μπορούσα να του αντισταθώ. Από την Τετραλογία, έναν από τους καλύτερους ελληνικούς δίσκους όλων των εποχών.