Το 2020 του MiC σε 27 δίσκους
«Αφεντικό, πρέπει να κάνουμε λίστες» είπε ο σμπίρος στο καλφάδικο, ενώ κολάτσιζε με ψωμί τριών ημερών, φέτα και μια Άμστελ στις 11 το πρωί.
«Περνάνε τα χρόνια και άμα δεν κοιτάς εδώ πώς στο κέρατο περιμένεις να μάθεις τη δουλειά» απάντησε ο μάστορας που είχε περάσει στη δεύτερη Άμστελ.
«Μάστορα, πες μου πώς φτιάχνατε παλιά τις λίστες στο Mic».
Ο μάστορας έγειρε στην παλιά καρέκλα σκηνοθέτη που έγραφε στην πλάτη «Ρ. Β. ΦασΜπύρερ», από ένα πάρτι σε εγκαίνια ψησταριάς φίλου και κινδύνεψε να πέσει, καθώς έγειρε πολύ.
«Παλιά που λες, διαλέγαμε 11 δίσκους και 11 τραγούδια» είπε με ελαφρύ χαμόγελο. «Αλλά πού να ξέρετε εσείς οι νέοι» πρόσθεσε, ακουμπώντας το κεφάλι του στο ημερολόγιο της Μισελέν, του 1988 που κρεμόταν στον τοίχο πίσω του.
«Μάστορα, εμένα μου αρέσει που τώρα το κάνουμε αλλιώς» είπε ο κάλφας. Ο μάστορας τον κοίταξε με φανερά επιτιμητικό βλέμμα και ψέλλισε αργόσυρτα: «Παλιά εμείς, δουλεύαμε όλη τη μέρα, ξύπνιοι από τις 5 αξημέρωτα, μετά πηγαίναμε ροκ σίτι και μετρόπολις να φάμε το μεροκάματο και το βράδυ πάλι μπύρες και στα μπαρς και ξανά όρθιοι στις 5 το πρωί.
Δεν θα έβρισκα καλύτερη εισαγωγή από αυτά τα λόγια που έστειλε ο συνάδελφος Γιώργος Τσαντίκος, είναι πλέον τρίτη χρονιά και δεν χρειάζεται πια να ‘δικαιολογηθούμε’ γιατί αφήσαμε πίσω μας τις λίστες και δεν προσθέσαμε και τις δικές μας δεκάδες ενδεκάδες στον συχνοτικό θόρυβο των αναρίθμητων πια απολογισμών.
Ακολουθούν λοιπόν οι επιλογές μας, για δίσκους που πιστεύουμε ότι θα θυμόμαστε από το έτος που μόλις έκλεισε (κι ας υπάρχει σημαντική πιθανότητα να ξεχάσουμε, ποτέ οι εν θερμώ και συγκαιρινοί απολογισμοί δεν είχαν σχέση με την όποια διαχρονικότητα -ακόμη και την… ατομική), επιλογές ωστόσο με το βάρος και την βαρύτητα της μίας και μοναδικής επιλογής, και με τον (μάταιο;) στόχο η συμπληρωματικότητα των πολλών να καλύψει την ατέλεια του ενός. Και του χρόνου λοιπόν … και ο λόγος επιστρέφει πάλι στον μάστορα.
Γράφε αυτά που θα σου πω:
A. Ξ.
A.A. Williams - Forever blue (Bella Union)
Λόγω του περισσότερου ελεύθερου χρόνου που υπήρχε φέτος, κάθισα (για πρώτη φορά!) να διαβάσω τις λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ των διεθνών περιοδικών και ιστοσελίδων. Με έκπληξη είδα ότι σε καμία λίστα δεν υπήρχε κανένα από τα δυο άλμπουμ που σκεφτόμουν να επιλέξω για το έτος που πέρασε (το άλλο ήταν το “The making of you” των Snowgoose). Και δεν μιλάμε να είναι στα πρώτα 10. Ούτε στα πρώτα 20, ούτε έστω μέσα στα 75. Πουθενά! Οπότε, ή κάτι πάει στραβά με τους κριτικούς ή με μένα (ή δεν έχουν τόσο καλές δημόσιες σχέσεις οι εταιρίες των συγκεκριμένων καλλιτεχνών. Ξέρετε πως είναι αυτά…).
Ακούγοντας ξανά το “Forever blue”, μπορώ να πω ότι δεν είναι o δίσκος με τις απίστευτες συνθέσεις. Είναι όμως ένα πάρα πολύ καλό ντεμπούτο άλμπουμ, που εκτιμώ ότι πολλοί στο μέλλον θα λένε, «τα είχα πει εγώ απ’ την αρχή για την Α.Α. Williams», άσχετα αν αδιαφόρησαν τώρα.
Τάσος Βαφειάδης
Ak'Chamel, The Giver of Illness - The Totemist (Αkuphone)
Πληροφορούμαι ότι όσοι πέφτουν σε κείμενο του mic.gr με την υπογραφή μου λένε ‘ωχ’ γιατί ξέρουν ότι για καλό δεν είναι. Τι δουλειά έχει ο Διακουράκης στα καλύτερα της χρονιάς; Όμως δεν είν' έτσι. Είμαι παιδί με ευαισθησίες. Π.χ.: αυτή η υπαίθρια μάζωξη των αμερικανών πρώην μπλακμεταλλάδων Ak'Chamel που παίζουν σ' ένα πανάρχαιο νεκροταφείο ιθαγενών τους ινδιάνους με τις τελετουργικές μάσκες τους, κάτι ξεκούρδιστα έγχορδα που σονάρουν φορέβα και για κρουστά κουδούνια ή ό,τι πρόχειρο μεταλλικό ή ξύλινο μπορεί να πιάσει το μικρόφωνο του λάπτοπ τους προβάροντας όλοι μαζί μακρόσυρτες πεντατονικές φαλτσαδούρες, δεν ακούγεται όσο φριχτά, χάλια, κάλπικα και ντεμέκ περίμενα.
Καταντάει τόσο αλλόκοτο και μοναδικό, τόσο μυστηριακό και καθηλωτικό, τόσο απόκοσμο και υποβλητικό, που το προτείνω εδώ και τώρα για δίσκο της χρονιάς!
Συγκινήθηκα, ρε γαμώτη μου. Εσείς φταίτε πάλι.
Σεραφείμ Διακουράκης
Bambara - Stray (Wharf Cat Records)
Οι Bambar-έοι είναι δύο δίδυμα αδέρφια -στα κανονικά όργανα- και ένας μπασίστας (inside joke) που ξεκίνησαν από την Αθήνα (την REMούπολη της Georgia) με ενδιάμεσο σταθμό το Brooklyn για να κατακτήσουν τον κόσμο. Δεν τον κατέκτησαν οι ίδιοι, τον κατέκτησαν οι IDLES με κοντινό ήχο, για τους οποίους άνοιγαν τις συναυλίες (συναυλίες, τι μου θύμισες τώρα…). Life is a bitch.
Έχουν όλα τα συστατικά μιας απολαυστικά σκοτεινής μπάντας με …εξωστρέφεια. Δυνατές ατμοσφαιρικές κιθάρες, βασανισμένα φωνητικά, καταιγιστικό ρυθμό αλλά με καθαρό ήχο και καλοστημένες συνθέσεις. Εκτιμώ τους μουσικούς που είναι πρωτίστως καλοί ακροατές και οι Bambara έχουν αφομοιώσει όλα τα nickcave-ικά και post rock φετίχ που μας κάνανε ανθρώπους (ή πάλι όχι).
Ελεάνα Γαρίνη
Brigid Mae Power - Head Above The Water (Fire Records)
Από τους δίσκους που τρως κόλλημα με το πρώτο άκουσμά τους, μένουν ημιμόνιμα (όπως το μανικιούρ) επάνω στο πικάπ/cd player/mp3 player, και τίποτα δε δείχνει ότι μπορεί να τους εκτοπίσει από εκεί. Όχι ότι υπήρχε και κανένας τρελός ανταγωνισμός. Τη φετινή χρονιά ελάχιστα πράγματα με ενθουσίασαν πραγματικά και κατέληξα να γίνω αυτά που κορόιδευα, κάποιος που δυνητικά θα γκρίνιαζε για το πως δε βγαίνουν πια τόσο ωραίες μουσικές όσο στην εποχή μου κτλ. Αλλά δεν το έκανα, υπέμενα βουβά και έσκυβα να πιω από ετούτο το κρυστάλλινο μουσικό νερό που ανάβλυζε από πηγές κάποιας εξοχής, ιρλανδικής στην προκειμένη περίπτωση. Έντονα φολκ στοιχεία στη σύνθεση και στην ερμηνεία, με στόφα σπουδαίας παραδοσιακής ερμηνεύτριας αλλά και σύγχρονη παραγωγή από τους Peter Broderick και Alastair Roberts που εμπλέκονται, το ‘Head Above The Water’ έκανε ακριβώς αυτό που λέει το όνομά του, είτε το ήθελε είτε όχι: κράτησε το κεφάλι μου επάνω από το νερό μιας καθημερινότητας που άνετα σε έπνιγε τη φετινή χρονιά, σου έδινε νοητικές διεξόδους μέσα σε μια πνιγηρή και ιογενή ατμόσφαιρα και ομόρφυνε κάποιες στιγμές που ίσως σε άλλη περίπτωση να κρίνονταν πέραν του δέοντος ανυπόφορες. Αυτή είναι η δύναμη ορισμένων δίσκων, εξ ου και τους κρατάμε αγκαλιά σαν θησαυρούς.
Μάνος Μπούρας
Death Valley Girls - Under the Spell of Joy (Suicide Squeeze)
Γιατί, τι πιο απλό κριτήριο, από αυτό που άκουγες πιο εύκολα, όλον αυτό το χρόνο που ήσουν κλεισμένος μέσα; California doom boogie που λένε και τα κορίτσια από το L.A., για μια τέρμα περίεργη χρονιά, και ενώ το psycho garage εξευγενίζεται, άλλες φορές ωραία, άλλες φορές βαρετά, άλλες υπερβολικά, άλλες αδιάφορα. Αυτή η εκδοχή, δεν εμπίπτει σε καμιά από τις προαναφερθείσες κατηγορίες, γιατί δεν είναι εξευγενισμένη…
Ένα κριτήριο επίσης, είναι μια, ίσως παρελκόμενο των ετών, προτίμηση στα ψευτο-οπερετικά φωνητικά, που μοιάζουν να είναι το αντίστοιχο των Uncle Acid, σε καλιφορνέζικη εκδοχή.
Γιώργος Τσαντίκος
Francois Carrier/Masayo Koketsu/Daisuke Fuwa/Takashi Itani - Japan Suite (NoBusiness Records)
Το καινούριο στην τέχνη είναι μια τσίκλα που μέσα στον 20ο αιώνα έχει μασηθεί τόσο πολύ που πια όχι απλά δεν έχει νόημα αλλά σε πιάνει και μια αηδία όταν ακούς για αυτό. Στην ουσία είναι ένα παράδοξο το καινούριο στην τέχνη, γιατί υπάρχει και δεν υπάρχει. Σίγουρα δεν είναι καινούρια η κάθε σαχλεπίσαχλη κοτσάνα που πλασάρεται ως πρωτότυπη ή ως "ο νέος ήχος" ανά 2 χρόνια. Αν είναι να μιλήσουμε για κάτι αληθινά καινούριο θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι εμφανίζεται σπάνια στην ιστορία και πολύ συχνά είναι ... το πιο παλιό. Δηλαδή η τέχνη είναι μια πράξη που δεν εξελίσσεται γραμμικά στο χρόνο αλλά επαναλαμβάνεται αενάως. Ο πυρήνας της είναι ένας, μια ιδέα που μοιάζει πάντα νέα, όποτε κι αν εμφανιστεί. Ας μην ψάχνουμε λοιπόν σε αυτόν τον δίσκο για πρωτοτυπίες. Μόνο για το αχρονικό ταξίδι του ήχου που είναι πάντα νέος και αναπτύσσεται μέσω της τζαζ.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Greg Dulli - Random Desire (Royal Cream/BMG)
Το “Random Desire” δεν είναι ο καλύτερος δίσκος που έχει βγάλει ποτέ ο Greg Dulli, είναι όμως μια σπάνιας ομορφιάς καταβύθιση στη θλίψη, στην απώλεια, στην απογοήτευση, στη μοναξιά και στην ψευδαίσθηση της αγάπης. Πριν ο Άντρας μου αντιμετωπιστεί από το σύνολο του μουσικού κόσμου με την αγάπη, το σεβασμό και την εκτίμηση που έρχεται μετά από τριάντα χρόνια αδιάλειπτου ξεγυμνώματος ψυχής, υπήρχαμε και όλοι και όλες εμείς που Τον ακολουθούσαμε σε ό, τι κι αν έκανε, σπαράζαμε μαζί Του στα πατώματα κατεβάζοντας λίτρα τζιν, μαζεύαμε τα κομμάτια τα δικά μας και της καρδιάς μας ακούγοντας τη μουσική Του και προχωράγαμε γεμάτες και γεμάτοι περήφανες ουλές μαζί Του. Για τον λόγο αυτό και μόνο, εγώ πάντα θα θεωρώ ότι οι δίσκοι του Greg Dulli θα πρέπει να υπάρχουν στον απολογισμό κάθε χρονιάς στην οποία αυτοί θα κυκλοφορούν. Τουλάχιστον μέχρι η δυάδα “Leonard Cohen – Nick Cave” να μετατραπεί και επίσημα κάποια στιγμή σε τριάδα “Leonard Cohen – Nick Cave – Greg Dulli”.
Μαριάννα Βασιλείου
J. Balvin - Colores (Universal Music Latino)
Το ‘Colores’ δεν ήταν αναγκαστικά το καλύτερο άλμπουμ που άκουσα μέσα στο 2020, αλλά ήταν αυτό που θαύμασα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Ο J. Balvin είναι ένας superstar με εκατοντάδες εκατομμύρια views στο YouTube, και εκεί που θα μπορούσε να βάλει τον αυτόματο πιλότο και να κυκλοφορήσει έναν ακόμα δίσκο αδιάφορης latin pop, έφτιαξε ένα album που μοιάζει σα να υμνεί τη χαρά που μπορεί να σου δώσει η μουσική. Ή με άλλα λόγια, ένα απρόσμενο αντίδοτο στα απανωτά lockdown.
Τάσος Πατώκος
Jeff Parker - Suite for Max Brown (Nonesuch/International Anthem)
Πώς να το κάνουμε; Υπάρχει όντως ένας τύπος που φτιάχνει δίσκους αφιερωμένους στο μπαμπά και τη μαμά του, που έχει συστηθεί πριν κάμποσα χρόνια ως κιθαρίστας με το δίσκο “TNT” ενός κατά βάση post-rock γκρουπ που ονομαζόταν Χελώνα, που παραμένει ταγμένος σε jazz, electronic και rock αυτοσχεδιασμούς, που δηλώνει πως αποφεύγει συστηματικά να συνθέτει με τους παραδοσιακούς τρόπους, διότι αναζητά την έκπληξη και που αφού ηχογραφεί πρώτα τα βασικά θέματα και καλεί ύστερα κάθε μουσικό να αυτοσχεδιάσει μόνος του πάνω σε αυτά, ανασυνθέτει μετά στο στούντιο τη συνεισφορά όλων. Ένας τέτοιος «ανορθόδοξος» τύπος ονόματι Jeff Parker, λοιπόν, έφτιαξε το αφιερωμένο στη μητέρα του εξαιρετικό “Suite for Max Brown” όχι ως μέλος των Isotope 217, των Chicago Underground Trio ή των Tortoise, αλλά ως σόλο δημιουργός, για να μας αποδείξει πώς, αφού πρώτα γίνουν συναισθηματικά εύληπτοι οι εμπνευσμένοι πειραματισμοί και αυτοσχεδιασμοί πάνω σε classic και new jazz ελαφρώς αποδομημένα μοτίβα, με τη soul και funk κληρονομιά, αλλά και με τη χρήση διάφορων loops, samples και beats, καταλήγουν ως περίτεχνοι avant-garde.
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Haus Arafna - Asche (Galakthorrö)
Ο νέος - έπειτα από 9 χρόνια – δίσκος των Haus Arafna είναι μια εσωτερική, προσωπική κάθοδος προς το σκοτάδι. Ένα ναυάγιο που βυθίζεται αργά μέσα σου με κάθε ακρόαση και σε κάνει να χάνεσαι, να βγαίνεις μουδιασμένος, σχεδόν άδειος. Μια διαδικασία επίπονη αλλά κάθε φορά λυτρωτική. Ίσως οι φορές που έχεις αληθινά το κουράγιο να ακουμπήσεις την βελόνα στον δίσκο να είναι περιορισμένες, αλλά κάθε ακρόαση σε χτυπά δυνατά σαν γροθιά και σε ανταμείβει αφήνοντας σε γεμάτο με συναισθήματα. Αυτός αναμφίβολα είναι ο δίσκος που πάντα θα χαρακτηρίζει το 2020. Την χρονιά που άλλαξε ο κόσμος κυριολεκτικά.
Γιώργος Παπαδόπουλος
Μετά από ένα έντονο δεκάλεπτο εσωτερικής σύγκρουσης, θα προτιμήσω να μην πω τίποτε (σχεδόν) για τον ίδιο τον δίσκο και τους δημιουργούς τους, αλλά να μιλήσω για εμένα. Πρακτικά άλλωστε ό,τι λέμε αφορά τον εαυτό μας, όπως διάβασα κάπου (και κάπου αλλού δηλαδή).
Καθώς πλέον ένας μήνας (λένε πως) μετράει για δύο χρόνια, πρέπει να είναι ήδη 8 με 10 χρόνια τώρα, που απέκτησα αυτόν τον δίσκο στην πλέον περιβόητη από τις περιβόητες φυσικές μορφές ακρόασης μουσικής.
Όχι ίσως τόσο μυθιστορηματικά, όσο θα ήθελα, αλλά με μία εσάνς από την αίγλη εκείνης της ‘παλιάς, όμορφης’ εποχής, που αγωνιούσαμε να κλέψουμε αποσπάσουμε με την αξία μας κάτι από το πορτοφόλι της γιαγιάς μας, των γονιών μας, να πάμε με αγωνία στο δισκάδικο και να γυρίσουμε με ακόμη περισσότερη στο σπίτι για να ακούσουμε το απόκτημα μας. Που συνήθως θα ήταν μάλλον μάπα, για αυτό και καλό είναι να αποσπάς πάντα κάτι περισσότερο, να αγοράζεις πολλούς δίσκους, μπας και σου βγει και ένας καλός.
Τέλος πάντων, κάπου ανάμεσα σε μία από τις καραντίνες, βρέθηκα στο Les Disque Noir της Θεμιστοκλέους, στα Εξάρχεια, στην Αθήνα, στην Ελλάδα, και ξαφνιάστηκα όταν με ρώτησε ο Τάκης αν έχω ακούσει το νέο Haus Arafna. Με το ζόρι θυμόμουν και το σχήμα δηλαδή εδώ που τα λέμε.
Υπάρχουν;
Ρώτησα αφελώς και αναμένοντας την γνωστή εξυπνακίστικη απάντηση. Αντ’ αυτής όμως πληροφορήθηκα ότι πρόκειται περί συγκλονιστικού δίσκου και ότι εξαντλείται γοργά και κακώς κοιμάμαι όρθιος (αυτό το προσθέτω εγώ).
Και έτσι ακριβώς είναι. Δηλαδή και συγκλονιστικός είναι και όντως εξαντλήθηκε γοργότατα το βινύλιο.
Παρότι δε η ύποπτη μετριοπάθεια του Ξαγά μας επιβάλλει να μην πλασάρουμε τις επιλογές μας ως τον «καλύτερο δίσκο της χρονιάς», αλλά κάτι πιο φρουι-γλασσέ του στυλ «προτάσεις από μουσικόφιλους για μουσικόφιλους» (‘φίλες μου, τοποθετείτε αυτόν τον δίσκο με προσοχή στο πικαπ’ και τέτοια δηλαδή), δεν έχω κανένα πρόβλημα να δηλώσω ότι το Asche είναι ο καλύτερος δίσκος που κυκλοφόρησε/άκουσα φέτος, αν όχι ανάμεσα σε 500+ ακόμη δίσκους, τότε σίγουρα ανάμεσα σε αρκετά (περισσότερα από ότι συνήθως ήθελα) μουσικά είδη, ανάμεσα στα οποία ελίσσεται άνετα, τα εξοβελίζει ακόμη πιο αεράτα και πάει και θρονιάζεται στην πρώτη θέση, χωρίς πολλά-πολλά.
Για το δίσκο επί της ουσίας όσα έχουν γραφεί αναπαράγουν ένα μάλλον αχρείαστα εκτενές δελτίο τύπου, μαζί με σκόρπιες δηλώσεις των μελών του ντουέτου, με μία εκνευριστική εμμονή στην έννοια της Angst Pop, που προσωπικά δεν έχω καταλάβει καν τι είναι. Ας τα αφήσουμε τώρα αυτά.
Πέρα από το δεδομένα υποβλητικό των συνθέσεων και της μορφοποίησης τους, το πλέον σημαντικό είναι θεωρώ ότι με το Asche, o industrial ήχος, αυτός ο οριτζινάλε και τα λοιπά, επαναδιεκδικεί την κυριαρχική του θέση στη διαμόρφωση της πλέον ενδιαφέρουσας electronica, εξέλιξη που δεν πρέπει να εκπλήσσει όσους παρακολουθούν την αντίστοιχη πορεία της τελευταίας εδώ και τουλάχιστον μία πενταετία.
Μετά από τα αντιδάνεια των Raime, του Silent Servant, του Pessimist και ένα σωρό άλλων, ήταν καιρός να έρθει ένα σχήμα από τα σπλάχνα της σκηνής και να ορίσει τον Ήχο τόσο στα συναισθηματικά του άκρα, όσο και στις πάντοτε απαραίτητες –για να μην καταλήγουμε άχρωμοι, άγευστοι και εν τέλει άχρηστοι- αισθητικές του παρυφές.
Το ότι το έκαναν οι Haus Arafna ήταν σχεδόν απροσδόκητο, για αυτό και δεν πίστεψα από την πρώτη στιγμή τον Τάκη. Αλλά –ξαναλέω– είχε δίκιο.
Άρης Καραμπεάζης
Hen Ogledd - Free Humans (Weird World)
Εκ πρώτης όψεως, ο νέος δίσκος του ωραίου αυτού side project του Richard Dawson, πηγαίνει το γκρουπ σε πιο ποπ κατευθύνσεις. Αυτό όμως είναι ένα μόνο μέρος της αλήθειας. Ανάμεσα στα sci fi ιντερλούδια, τις electro άρπες, τα post trip-hop κολπάκια και όσα άλλα μας πάνε από τους Art of Noise στους ABBA μέσω πέντε στάσεων τη στιγμή, αυτό που ανυψώνει την μπάντα είναι στο τέλος τέλος το αίσθημα χαράς με το οποίο το κουαρτέτο (πια) πέφτει με τα μούτρα σε ό,τι κάνει. Έχουν επίσης το σπάνιο προσόν να μας παρουσιάζουν τις απόψεις τους για την κατάσταση του πλανήτη, μέσα από μια οικουμενική εσωτερικότητα που ξεπερνά τα κλισέ. Δεν είναι καθόλου ντροπαλοί στο να διαφημίζουν τον εκλεκτικισμό τους και δικαιολογούνται. Όσο όμως και να φαντάζονται αυτή τη δουλειά ως ένα έπος εκτός σχημάτων, ας τους αδικήσουμε λίγο για το καλό τους. Στα καλύτερα του σημεία, το άλμπουμ ακουμπάει την παράδοση της quirky pop και της αβίαστης αυτοπεποίθησης της καλύτερης βρετανικής μουσικής από το 1977 έως τα μέσα των eighties. Το new wave είναι τώρα φίλτατοι, έχει κανείς κάτι καλύτερο να κάνει;
Γιώργος Λεβέντης
Immanuel Wilkins - Omega (Blue Note)
Είδα το δίσκο το καλοκαίρι σε κριτική στους New York Times και μου άρεσε η φάτσα του Wilkins στο εξώφυλλο, το όνομα δεν μου θύμιζε τίποτα, μου άρεσε και ο τίτλος του album, τον έψαξα, παρήγγειλα τον δίσκο, παρατήρησα ότι άρεσε στους ακροατές (αλλά και στο συνεργάτη μου Χάρη Συμβουλίδη) της Συχνοτικής Συμπεριφοράς όταν έπαιξα και ξεκίνησα να τον έχω στις σημειώσεις μου από τον Αύγουστο για τους κορυφαίους δίσκους της χρονιάς.
Μαθητής στο Juilliard και το Omega είναι το ντεμπούτο αν και παρόλο το νεαρό της ηλικίας του έχει κάνει αρκετές σεσσιονάδικες εμφανίσεις. Με βαθύτατη συνείδηση της θέσης του στην αμερικανική κοινωνία υπογράφει στο Omega τη σύνθεση “Mary Turner – An American Tradition” ως απότιση φόρου τιμής στη γυναίκα η οποία στις 19 Μαΐου του 1918 λυντσαρίστηκε από λευκούς όταν βγήκε στους δρόμους να διαμαρτυρηθεί για το λυντσάρισμα του συζύγου της Hazel Turner που είχε λάβει χώρα μία μέρα πριν), ο Wilkins στο άλτο σαξόφωνο υπογράφει με το κουαρτέτο του έναν δίσκο όπου ο Sonny Rollins και ο Wayne Shorter αποτελούν το εφαλτήριο για την παράθεση δέκα συνθέσεων που απηχούν τον καθαρόαιμο αμερικάνικο jazz ήχο μακριά από βλογιοκομμένους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς και κυνικούς φυσητήρες της Γηραιάς Ηπείρου. Δεν είναι ο καλύτερος δίσκος του 2020 είναι όμως ως ντεμπούτο απόλυτα ώριμος δίσκος και αρκούντως απολαυστικός.
Εδική μνεία για τα τύμπανα του Kweku Sumbry.
Στυλιανός Τζιρίτας
Le Grand Sbam - Furvent (Dur et Doux)
Η πρώτη ακρόαση μου φάνηκε το πιο ακριβό χαμόγελο της χρονιάς.
Το χιούμορ των Σπαρκς στους Μάγκμα κι η μέθοδος των Ρέζιντεντς στους Τζεντλ Τζάιαντ, σαν μια μουσική αναπαράσταση του Τσίρκου Μπαρόκ κι ολ’ αυτά στη Λυών.
Τα τρία μέλη των, ήδη κι εξίσου παρανόρμαλ, PoiL πλαισιωμένα από άλλους πέντε μουσικούς/τραγουδίστριες ως La Grand Sbam απογειώνονται σ' ένα πυκνό, πανδύσκολο εκτελεστικά δίσκο, ακόμα καλύτερο απ' το περσινό ενδιαφέρον ντεμπούτο τους, που σου σηκώνει το φρύδι κάθε λίγα δευτερόλεπτα καταφέρνοντας παρολ’ αυτά το ακατόρθωτο, να θέλγει, να συναρπάζει και να σου φτιάχνει τα κέφια. Δέκα ακροάσεις αργότερα και ήδη το 2020 φαντάζει σαν μια ανέμελη, σπιρτόζα, λαφριά χρονιά.
Γιάννης Πλόχωρας
Ludovico Einaudi - Nomadland [Decca]
Δεν σώζεις μια κακή ταινία μ’ ένα καλό σάουντρακ, είπε κάποτε ο μεγάλος εκλιπών της χρονιάς που έφυγε, Ένιο Μορικόνε. Εδώ όμως μιλάμε για μια πολύ καλή ταινία που έχει μαζέψει βουνό βραβεία και είναι υποψήφια φαβορί για πολλά Όσκαρ [καλύτερης ταινίας, ερμηνείας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας]. Και μιλάμε για μουσική επένδυση που δρα υποδόρια, που εκμεταλλεύεται τις σιωπές και τις παύσεις, τα αρνητικά ηχοδιαστήματα και αφήνει χώρο στη Φύση να κάνει δικό της παιχνίδι.
Φευ, όμως, ενώ έχει βοηθήσει τα μάλα στην ατμόσφαιρα, έχει εμπνεύσει τη σκηνοθέτιδα [Χλόη Ζάο] κι έχει υποδαυλήσει την πρωταγωνίστρια [Φράνσις ΜακΝτόρμαντ], δεν μπορεί να είναι υποψήφια για κανενός είδος βραβείο διότι δεν είναι ειδικά γραμμένη για την ταινία αυτή. Η μουσική όμως του Εϊνάουντι έχει ανάγκη τα βραβεία;
Ποια είναι η ταινία; Ένα μοναχικό ρόουντ μούβι με βαν και μια γυναίκα ξέμπαρκη που ζει και περιφέρεται με αυτό κατά μήκος της Αμερικής, βασισμένη στο βιβλίο ‘Nomadland: Surviving America in the Twenty-First Century’ [2017] της Jessica Bruder. Η σκηνοθέτις επέλεξε μουσικές από τρεις δουλειές του Εϊνάουντι [Elements, Divenire, Seven days waking] τις οποίες χρησιμοποίησε για να εμπνευστεί τον ρυθμό που ήθελε να δώσει στο μοντάζ, το οποίο έκανε η ίδια. Ήθελε μουσικές εμπνευσμένες από τη Φύση που να μην καπελώνουν ή υποβάλλουν αλλά να συμβαδίζουν τον δρόμο της ηρωίδας της.
Ο Λουδοβίκος, τώρα, πως εμπνεύστηκε και συνέθεσε αυτές τις μουσικές; Ακολουθούσε επί επτά μέρες το ίδιο μονοπάτι προς τις ιταλικές Άλπεις. Κάθε μέρα διαφορετική, άλλος ήλιος, άλλα σύννεφα, άλλος αέρας, άλλη ομίχλη, άλλος καιρός και άλλη διάθεση. Έτσι έγραψε ένα συμφωνικό έργο [Seven days waking] ξεχωριστό για την μάθε μέρα, από την Day 1 ως την Day 7, βασισμένο στα διαφορετικά συναισθήματα που του γεννούσαν οι διαφορετικές αναβάσεις.
Μεγάλο κομμάτι της εξέλιξης της Φερν [από την Frances McDormand] έχει να κάνει με την προσαρμογή της και τη ζωή της με τη Φύση. Ζώντας σε βαν είναι αυτομάτως πιότερο εκτεθειμένη σε αυτή – στην ομορφιά και την έχθρα της, στην ικανότητά της να αναπληρώνει και να γιατρεύει. Αυτά γράφει η σκηνοθέτις στις σημειώσεις της.
Στα κομμάτια του ‘Seven Days Walking’ ακούγονται ο συνθέτης στο πιάνο, ο Federico Mecozzi στο βιολί και τη βιόλα και ο Redi Hasa στο τσέλο. Όσοι πάλι δε βολεύονται μόνο με το σάουντρακ μπορούν να αναζητήσουν την ειδική κασετίνα ‘Seven Days Walking Deluxe Edition’ [Decca] που κυκλοφόρησε στις 20 Νοέμβρη 2020.
Κώστας Καρδερίνης
Nazar - Guerilla (Hyperdub)
Κυκλοφόρησε νωρίς μέσα στη χρονιά, Μάρτιο του 2020. Θα ήταν εύκολο να ξεχαστεί, το επισκέφτηκα όμως με ενδιαφέρον τόσες φορές τους επόμενους μήνες, έγκλημα να μείνει στα αζήτητα.
Ο 26χρονος Nazar από το Manchester όπου κατοικεί, Ανγκολέζος στην καταγωγή, δημιουργεί ένα μουσικό βιβλίο για τον εμφύλιο της πατρίδας του, τον πατέρα και τη μητέρα του, τις ιστορίες τους, αποδομώντας το χορευτικό kuduro με industrial βρυχηθμούς, ελικόπτερα, οπλισμούς, πορτογαλικές φωνές που στοιχειώνουν. Και τίποτα περισσότερο δεν είναι το kuduro πέρα από έναν αφρικανικό ηλεκτρονικό ρυθμό που τα παιδιά χορεύουν γρήγορα, χωρίς παπούτσια. Ότι είναι τα baile funk για τις φαβέλες του Ρίο, το footwork για τα γκέτο του Σικάγο. Ότι θα έκαναν με το dabke τα παιδιά των Μεσανατολιτών προσφύγων στα camp της Ελλάδας αν τους χάριζες ένα drum machine. Οι άνθρωποι θέλουν να χορέψουν κι έξω γίνεται πόλεμος.
Σταύρος Σταυρόπουλος
Nicolas Jaar - Cenizas (Other People, 2020)
Με το ‘Cenizas’, ο Jaar δεν έδωσε απλά το σπουδαιότερο album της πορείας του, ούτε απλά ένα κορυφαίο album για την φετινή ηλεκτρονική παραγωγή. Έδωσε ένα σπουδαίο album γενικώς, που παρά το σαφές και αυτοπροσδιοριστικό μουσικό στίγμα του, απευθύνεται σε ευρύ φάσμα ακροατηρίου. Ο συνθετικός του πλούτος, η ανεξάντλητη έμπνευση, η μη ναρκισιστική αυτοπεποίθηση στην παραγωγή και η γεμάτη πλοκή ενορχήστρωση, οδηγούν σε ένα άψογο αποτέλεσμα. Ένα ονειρικό ταξίδι σε μονορούφι, μια βουτιά σε ήρεμα, βαθιά και σκοτεινά ηχητικά νερά, που διαρκώς βρίσκονται σε ροή, με κυματισμούς να αλλάζουν συνεχώς σχήμα, χρώμα και κατεύθυνση. Η οποία σε οδηγεί σταδιακά και μοιραία σε μυσταγωγική αιώρηση.
Νίκος Παπατριανταφύλλου
Other Lives - For Their Love (ATO Records)
Αν αυτός ο δίσκος είχε κυκλοφορήσει ας πούμε το 2005 ή έστω το 2010, τα αστεράκια θα έπεφταν βροχή στρέιτ θρου στο δισκοκριτικό σύμπαν των εντύπων, blog και site, τα μισά τραγούδια θα είχαν μπαστακωθεί σε ραδιοφωνικές εκπομπές, τα “Nites Out“ και “Hey hey” θα δονούσαν τα ηχεία των απανταχού μπαρ και θα ανεβοκατέβαζαν επιδοκιμαστικά τα κεφάλια των θαμώνων καθώς σε καθεστώς ευεξίας θα τσούγκριζαν τα ποτήρια τους, στην σκηνή του Primavera θα παραμιλούσαν για αυτούς και το ελληνικό sold out θα ήταν ένα απόλυτα ασφαλές και επικερδές στοίχημα.
Αντ’ αυτού βρισκόμαστε στο 2020 το ενδιαφέρον για το indie χρειάζεται εξειδικευμένο μοριακό τεστ για την ανίχνευση του και ορθότατα ο Μπάμπης Αργυρίου στο “Κάτι καλό να ακούσω” του Νοεμβρίου αναρωτιέται πώς και δεν πρότεινε κανείς ως τώρα στη στήλη ένα φωτεινό, πολύ ευχάριστο, ανάλαφρα θλιμμένο δίσκο indie rock/chamber pop μουσικής που κυκλοφόρησε τον καιρό της πρώτης καραντίνας και τα πάντα σε αυτόν δείχνουν να έχουν δουλευθεί ώστε να βρίσκονται στην σωστή θέση και τις αρμόζουσες αναλογίες και εναλλαγές θα συμπλήρωνα από την πλευρά μου.
Απόστολος Βαρνάς
Pa Salieu - Send them to Coventry (Warner Music)
Ο καλύτερος δίσκος της χρονιάς: τι σημαίνει τελικά; Ο δίσκος που άκουσα περισσότερο; Ο δίσκος που ακούστηκε περισσότερο; Ο δίσκος που περίμενα με μεγαλύτερη ανυπομονησία; Ο δίσκος «που θα αφήσει τη σφραγίδα του στην ιστορία της μουσικής»; Από τότε που εμείς, οι mic-άδες, διαλέγουμε ένα άλμπουμ κι όχι μια δεκάδα, η αναζήτηση του εν λόγω δίσκου έγινε ακόμα πιο δύσκολη.
Άκουγα το τελευταίο διάστημα τα καλύτερα 10, 20, 50, 100 άλμπουμ που επέλεξαν έγκριτες εφημερίδες, περιοδικά και ιστότοποι της αλλοδαπής και της ημεδαπής, και με είχε πιάσει μαύρη μαυρίλα. Αυτός ο πολτός αδιάφορων μουσικών και στίχων που στηρίζεται σε ευρηματικά βίντεοκλιπ δεν μου λέει τίποτα (κι έχω αρχίσει να βλέπω εφιάλτες στους οποίους με κυνηγούν οι διαφόρων αποχρώσεων τραγουδίστριες με τα τρομερά μακριά πολύχρωμα νύχια). Μέχρι που κάποια στιγμή πήρε το μάτι μου τη μαγική λέξη: Κόβεντρι, την πόλη που υπήρξε η βάση του φαινομένου της Two Tone. Και ανακάλυψα τον 23χρονο rapper εκ Κόβεντρι, τον Pa Salieu, με καταγωγή από τη Γκάμπια.
Ο Pa Salieu Gaye, ο οποίος έζησε τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του στη Γκάμπια, απορρόφησε δημιουργικά το δυναμικό mbalax, το μουσικό ιδίωμα της πατρίδας του και της όμορης Σενεγάλης, και το χρησιμοποίησε σαν βάση του πρώτου του δίσκου, Send them to Coventry (κάτι που σημαίνει σε ελεύθερη μετάφραση, Στείλε τους στο διάολο, Εξοστράκισέ τους). Διατηρώντας στιχουργικά μια ισορροπία ανάμεσα στην απελπισία της ζωής στην άλλοτε καρδιά της βιομηχανικής Αγγλικής και στη νεανική αισιοδοξία που είναι σύμφυτη με την ίδια τη ζωή, ο Pa Salieu εξαπολύει τις ρίμες του ερμηνεύοντας άλλοτε στο στυλ του Youssou N’Dour, κι άλλοτε ενστερνιζόμενος την τραγουδιστική παράδοση της Καραϊβικής. Λιγότερο «εμπορικός» από τον συνομήλικό του J Hus (που έγινε γνωστός για το ύφος afro-swing), o Pa Salieu διαθέτει αρκετή από τη πρώτη φρεσκάδα του βρετανικού rap (την οποία έχει χάσει εδώ και τριάντα χρόνια το αμερικάνικο rap), συνδυασμένη με μια αφελή αλλά σκεπτόμενη πολιτική ματιά στα αδιέξοδα της μετα-Μπρέξιτ εποχής.
Χίλντα Παπαδημητρίου
Praed Orchestra! - Live In Sharjah (Morphine Records)
Καταγράφουμε τις χρονιές με βάση τις μουσικές. Έτσι κάνουμε εμείς. Μπορεί να ακούσαμε δεκάδες καινούργια πράγματα, εκατοντάδες απ’ τα ίδια, να διαβάσαμε για τους νέους σωτήρες της μουσικής (βιομηχανίας;) και στο τέλος ν’ αναρωτιόμαστε τι ήταν το καλύτερο.
Σ' αυτή την περίεργη χρονιά δεν θα μπορούσε ο καλύτερος δίσκος παρά να μονομαχήσει μεταξύ των Naujawanan Baidar από την Αριζόνα που εξερευνούν ηχητικά την Καμπούλ και των Αιγύπτιων Praed Orchestra! (το θαυμαστικό το βάλανε αυτοί). Αφού όμως οι Αμερικάνοι που ονειρεύονται εκεί που βομβάρδιζαν ουσιαστικά επανακυκλοφόρησαν υλικό δύο προηγούμενων ετών, τα σκήπτρα πάνε στους Praed Orchestra! Ο τίτλος του άλμπουμ τους "Live In Sharjah" καλύπτει και την έλλειψη συναυλιών αυτού του έτους. Ένα τεράστιας δημιουργικότητας κράμα ήχων της Μεσογείου και της ερήμου τόσο καλά δομημένου κι ηχογραφημένου που πραγματικά άξιζαν οι πολλές, μα πάρα πολλές μέρες του μουσικού εγκλεισμού μας!
Δημήτρης Τσιρώνης
Sevdaliza - Shabrang (Twisted Elegance)
Με το δεύτερο άλμπουμ της, η Ιρανο-Ολλανδέζα Sevdaliza προσπαθεί να προσαρμοστεί αλλά ταυτόχρονα να δώσει και τη δική της αισθητική στον trip hop Παράδεισό της: η έντονη αίσθηση των 1990s συναντά R'n'B beats, ανατολίτικα βιολιά και πιανιστικά απεριτίφ. Ξεκινά έτσι να γράψει τη δική της Βίβλο, με προσωπικά βιώματα, ανησυχίες, έρωτες, αλλά και με πολιτικές αναφορές. Τα φωνητικά αποδίδονται με τον γνωστό «αιθέριο» τρόπο και σκάβουν το λαρύγγι της με την αίσθηση του κρύου αέρα που σε χτυπά στο πρόσωπο –άλλοτε ενοχλητικά, άλλοτε ευχάριστα. Η Sevdaliza αφήνει την ευθραυστότητά της 'μπρος σου, χωρίς όμως να σε ωθεί να την ερμηνεύσεις ως αδυναμία. Θα μπορούσε εύκολα να καταλογιστεί για ηρωίδα του φετινού βιβλίου των Φώτη Βάθρη & Χρυσόστομου Τσαπραΐλη Γυναίκες Που Περιμένουν.
Χριστίνα Κουτρουλού
Spectres - Nostalgia (Artoffact Records)
Ο Καναδάς ανέκαθεν μου ήταν πιο συμπαθής από τους γείτονές του, είναι και η χώρα καταγωγής του μεγάλου David Cronenberg συν τοις άλλοις. Οι Spectres ξεκίνησαν με επιρροές (σύμφωνα με τους ίδιους) κυρίως anarcho-punk, άρα ίσως να τους επηρέασαν και οι παραγνωρισμένοι συμπατριώτες τους ακτιβιστές Subhumans. Το ‘κυρίως’ σχετίζεται με το ότι οι επιρροές τους είναι πολύ πιο εκτενείς και θυμάμαι χαρακτηριστική αναφορά στη σελίδα τους ακόμα και στους Warsaw (με κέρδισαν πάντως με μια επιπλέον αναφορά στους Crisis). Το εκλεκτό γούστο στα ακούσματα δε τους έλειψε ποτέ, το ζήτημα είναι βέβαια το πώς αυτό αποτυπώθηκε στα αυλάκια των δίσκων τους.
Λοιπόν, οι Spectres είναι τίμιοι. Μια επίσκεψη στο σπίτι τους τα δυο τρία τελευταία χρόνια πολύ πιθανό να οδηγούσε σε δωμάτιο με πικάπ στο οποίο εξέχουσα θέση μάλλον έχουν τίτλοι όπως ‘Mesh and lace’, ‘Tinderbox’, ‘Ocean rain’, ‘Strange times’, ‘Westworld’ (μεταξύ άλλων). Οι ίδιοι φροντίζουν να αποδώσουν τις επιρροές τους όμορφα κι ακομπλεξάριστα (το ‘Nostalgia’ ίσως και να παραπέμπει σε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές των πρωτόλειων Chameleons). Με νέο μπασίστα κι επιπρόσθετο δεύτερο κιθαρίστα και με εμφανή διάθεση για πιο pop τόνους, η μπάντα αποδίδει εν τέλει μια μετα-πανκ λιχουδιά.
Κι όταν τα φύλλα στο απουσιολόγιο ‘Σημαντική μουσική 1995-2020’ είναι γεμάτα σταυρούς, τι περισσότερο να προσδοκά κανείς;
Γιώργος Κοτσώνης
The Avalanches - We will always love you (Modular Recordings)
Το sampling, η κοπτοραπτική δηλαδή (ενίοτε με μια δόση υποτίμησης στην μετάφραση) στην τέχνη έχει πλέον αναχθεί σε καθιερωμένη τεχνοτροπία, ωστόσο διόλου πιο εύκολη στην πράξη από την δήθεν «πρωτογενή» δημιουργία. Έτσι ένα σχήμα που φάνταζε εκτός χρόνου τότε που έβγαλε το ‘Since I left you’ τώρα, κάμποσα χρονάκια μετά, μοιάζει συντονισμένο με τους καιρούς του, την ολοένα μεγαλύτερη θρυμματοποίηση τους και την ακατάσχετη κατανάλωση «RIP» και «Σαν Σήμερα» παρελθόντος. Με ένα υπερβατικό κόνσεπτ, όπου φωνές νεκρών ανθρώπων αποτυπωμένων σε υλικά μέσα αποκτούν μια δεύτερη φασματική ζωή σε μια ιδιότυπη υπέρβαση του θανάτου, οι Avalanches εμπνέονται με έναν …λιτό για τα δεδομένα τους τρόπο (πάνε πια τα 900 σαμπλ…) ιδέες τόσο πετυχημένες που μοιάζουν απλές κι αυτονόητες (δεν θα ήταν ένας ορισμός του αριστουργήματος αυτός;) που αναρωτιέσαι «πως δεν το σκέφτηκε αυτό κανείς άλλος; (χαρακτηριστικό δείγμα η δουλειά που έκαναν με το «Eye in the sky»). Ένας δίσκος-ύμνος στην αβάσταχτη ελαφρύτητα (sic) του είναι, ένας από τους πιο διασκεδαστικούς (με την πλήρη έννοια του όρου) δίσκους που άκουσα τα τελευταία χρόνια, σε έντονη αντίστιξη με ένα μουσικό τοπίο το οποίο έχω την αίσθηση ότι γίνεται όλο και πιο σοβαρό (ή σοβαροφανές)…
Αντώνης Ξαγάς
The Microphones - The Microphones 2020 (LP/CD, P.W. Elverum & Sun, Ltd./7 e.p.)
Ο Αμερικάνος τραγουδοποιός Phil Elvrum κατέθεσε για το 2020 τον πιο ειλικρινή και μελωδικό δίσκο της χρονιάς που μόλις έφυγε. Ο δίσκος περιλαμβάνει στην ουσία μία σχεδόν 45λεπτη σύνθεση που βασίζεται σε λίγα μόνο επαναλαμβανόμενα ακόρντα και μία λιτή ενορχήστρωση. Όμως το στοιχείο που κάνει μοναδικό αυτό τον άκρως προσωπικό δίσκο είναι η στιχουργική κατάθεση ψυχής του Phil Elvrum. Μας αφηγείται με μεγάλη ευαισθησία και λυρικότητα την ιστορία του και τα βαθύτερα κίνητρα που τον έκαναν να ασχοληθεί με την μουσική, την αγάπη του για τους This Mortal Coil, Sonic Youth και Tori Amos, πώς ένα live των Stereolab που έπαιζαν για 15 λεπτά το ίδιο ακόρντο του άλλαξαν την κοσμοθεωρία και άλλα στιγμιότυπα που τον επηρέασαν βαθιά και τον έκαναν να γίνει αυτό που πάντα ήθελε, δηλαδή οι The Microphones. Για αυτό και εμείς τον επιβραβεύουμε! Μπράβο ρε Phil μας συγκίνησες όσο κανένας άλλος για εφέτο.
Μάριος Μόρας
The Saxophones - Eternity Bay (Full Time Hobby)
Ανοίγω το καπάκι του πικάπ και τοποθετώ τη βελόνα προσεχτικά στην πρώτη πλευρά, στο τρίτο τραγούδι που έχει τίτλο ‘Take Me Fantasy’. Παριστάνω πώς χορεύω κουνώντας λίγο τα χέρια και το κεφάλι. Δεν κρατάει πολύ. Φτάνει όμως για να φανταστώ πως τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα, πως αγαπιόμαστε, πως έξω κυκλοφορούν περισσότερες γάτες και λιγότεροι αστυνομικοί.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Χαμηλώνω την ένταση. Μιλάω για τους Saxophones και μετά ανταλλάσουμε ευχές. Μετά αλλάζω πλευρά. Περνάει η ώρα χωρίς να κάνω κάτι το ιδιαίτερο. Τον έχω ακούσει τον δίσκο πάνω από δεκαπέντε φορές. Κάποια στιγμή μέσα στο καλοκαίρι σταμάτησα. Αν ήμουν πλούσιος θα τον χάριζα σε όλους τους φίλους μου. Τώρα που τον ακούω ξανά νιώθω τα ίδια. Κι ως το τέλος σχεδόν δακρύζω. Φταίει κι όλο το κλίμα. Λοιπόν αυτός ο δίσκος είναι παλαιάς κοπής. Της εποχής που δακρύζαμε με δίσκους.
Μιχάλης Βαρνάς
The War on Drugs - Live Drugs (Super High Quality, Nov 2020)
Λίγο πριν την εκπνοή του ανεκδιήγητου 2020, μιας χρονιάς η οποία μας στέρησε ανάμεσα σε άλλα συναυλίες και ταξίδια, οι The War on Drugs κυκλοφορούν – μάλλον όχι τυχαία - το πρώτο τους live άλμπουμ το οποίο λειτουργεί νοσταλγικά από τη μία αλλά και σαν ψυχοφάρμακο από την άλλη ενδυναμώνοντας τη λαχτάρα που έχουμε όλοι εμείς οι μουσικόφιλοι να ξαναβρεθούμε σύντομα σε ένα χώρο και να απολαύσουμε ζωντανά τους αγαπημένους μας καλλιτέχνες. Είναι σαν μια υπενθύμιση για τη δύναμη που έχει μια ζωντανή εμφάνιση και ταυτόχρονα σαν μια υπόσχεση ότι αυτή τη χρονιά οι μουσικές μας συναντήσεις όχι απλά θα αποκατασταθούν αλλά θα είναι και πιο ουσιαστικές από ποτέ.
Ο δίσκος επιβεβαιώνει πόσο σπουδαία είναι αυτή η μπάντα όχι μόνο στο στούντιο αλλά και στη σκηνή, δίνοντας έμφαση στη μουσική, στο συναίσθημα, στην ψυχή και όχι στο σόου. Είχα την τύχη άλλωστε να τους δω ζωντανά και κάθε φορά που αναπολώ αυτή τη συναυλία η καρδιά μου χτυπά δυνατά! Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν χαζοβιόλη Βέλγο ο οποίος στεκόταν δίπλα μου με μια μπύρα και ένα κινητό στο χέρι βγάζοντας selfie σπρώχνοντάς με διαρκώς μέχρι που σε ένα κομμάτι βούρκωσα και με κοίταξε με τόση συμπάθεια που τελικά χωρίς να χρειαστεί να αντιδράσω, άρχισε απλά να παρακολουθεί τη συναυλία και καταλήξαμε να χορεύουμε όλοι μαζί την υπέροχη live εκτέλεση του “Under the Pressure”.
Να έχουμε όλοι μια καλύτερη χρονιά με έντονες συναυλιακές στιγμές!
Νάνσυ Σταυρίδου
Thy Catafalque - Naiv (Season of Mist)
Παρότι κατά καιρούς τράβηξαν κοινό τόσο από τον metal κόσμο, όσο και από τους θιασώτες ήχων που συχνά ταμπελοποιούνται ως «avant-garde», οι Thy Catafalque παρέμειναν μια σταθερά underground υπόθεση στα 20+ χρόνια της πορείας τους. Ωστόσο, αυτή η απουσία σημαίνουσας απήχησης δεν σχετίζεται με το εκτόπισμα της καλλιτεχνικής τους παρουσίας, αφού άλμπουμ το άλμπουμ το γκρουπ του Tamás Kátai δείχνει να διευρύνει τον ορίζοντα των αναζητήσεών του, φτάνοντας με το ‘Naiv’ σε μία (ακόμα) δισκογραφική κορυφή. Λιγότερο ερεβώδεις συγκριτικά με το’ Geometria’ (2018), οι Thy Catafalque θολώνουν εδώ με εκπληκτική μαεστρία τα σύνορα μεταξύ black metal, Mike Oldfield, ηλεκτρονικής μουσικής κι ενός folk που αντλεί από τις παραδόσεις της ουγγρικής υπαίθρου. Το ανακάτεμα ξένισε σε αυτιά που θέλουν τις κατηγοριοποιήσεις πιο τετράγωνες, όσοι πάντως αγαπούν τις ανοιχτωσιές και την περιπέτεια βρήκαν εδώ τον αδιαφιλονίκητο Ιντιάνα Τζόουνς του 2020. Δοσμένον μάλιστα με μια μεγαλειώδη φολκλορική πνοή, αφού τα φωνητικά της Martina Veronika Horváth ακούγονται βγαλμένα θαρρείς από τον ‘Κόκκινο Ψαλμό’ (1972) του Μίκλος Γιάντσο.
Χάρης Συμβουλίδης
Πρώτη μέρα της δικής μου καραντίνας για το 2020: Παρασκευή 13 Μαρτίου. Άγχος, βλέμμα στο άγνωστο, αμηχανία, φόβος. Στο βάθος παίζουν κάτι μπερδεμένα τηλέφωνα για δουλειά, αλλά ηχεί και το σοβιετικό, φολκλορικό, μεταλλικό θαύμα του ιθύνοντα νου των Thy Catafalque, Tamás Kátai. Ευτυχώς. Μία σύνθετη μα καθόλου δύσβατη πανσπερμία φαινομενικά αντίρροπων μουσικών λογικών, που όμως αγκαλιάζονται μεταξύ τους και οδηγούμενες από τα διάφανα ουγγρικά φωνητικά της Martina Veronika Horváth, συνθέτουν ένα πανέμορφο νατουραλιστικό έργο. Η θεμελίωση είναι black metal και το κτήριο φολκ-ανατολικοευρωπαϊκού, βιομηχανικού, γοτθικού, electro-rock, new age ρυθμού... περιτεχνία ισάξια της αρ νουβό. Μα πάνε μαζί η αρ νουβό με τον νατουραλισμό; Γι’ αυτό σας λέω, φαινομενικά αντίρροπα πράγματα που όμως γίνονται ένα. Χελιδόνι και πύραυλος. Κοσμοναύτης και λουλούδι. Βλέπεις το εξώφυλλο του δίσκου και ξέρεις ακριβώς τι θα ακούσεις, σε αντίθεση με την περασμένη χρονιά που πορεύτηκε με πυξίδα στο άγνωστο. Ήταν μια δύσκολη χρονιά, αλλά τουλάχιστον ήταν και η χρονιά των Thy Catafalque.
Ελένη Φουντή
Tricky - Fall to Pieces (False Idols)
Το 2020 μπορεί να μας στέρησε την ζωτικής σημασίας ζωντανή μουσική μας αλλά ας πούμε πως αποζημίωσε με πάρα πολλές καλές κυκλοφορίες/επανακυκλοφορίες, οι οποίες έκαναν την επιλογή δίσκου της χρονιάς να φαίνεται δύσκολη υπόθεση. Όμως, όπως βλέπω πως έγραφα τον Σεπτέμβριο, ίσως η σπέσιαλ κυκλοφορία να γίνεται αντιληπτή με το πρώτο άκουσμα.
Τον Tricky τον αγαπώ ιδιαίτερα και εξίσου από το 1ο ως το 14ο άλμπουμ, όλα διαφορετικά αλλά αναγνωρίσιμα, σίγουρα όχι το ίδιο δυνατά ή ανατρεπτικά, αλλά με μία χαρακτηριστική οργανικότητα και ειλικρίνεια στον τρόπο που προσεγγίζει την μουσική του. Εδώ λοιπόν έχει πολλά να διαπραγματευτεί. Τον άκουσα να εξηγεί πώς η απώλεια της κόρης του έγινε δημιουργικότητα, η δημιουργικότητα θεραπεία και τελικά η μουσική αυτό που τον κράτησε στα πόδια του και πραγματικά αναγνώρισα αυτή την συναισθηματική 'πάλη' ακούγοντας το 'Fall to Pieces', το οποίο είναι σε σημεία του πολύ σκοτεινότερο από οτιδήποτε έχει γράψει, κρατώντας όμως μέσα του αρκετό φως ώστε να καταφέρνει να απευθύνεται στον πόνο του ταυτόχρονα με ωμότητα και ευαισθησία ακόμη και μέσα στον ίδιο στίχο. Και για ακόμη μια φορά βρίσκει έκφραση μέσω της καινούργιας του 'πρωταγωνίστριας', της συγκλονιστικής φωνής της Marta Zlakowska.
Τελικά τα έφερε έτσι η μοίρα και έγινε το soundtrack μίας δικής μου απώλειας, της τελευταίας μου ανάμνησης από ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο που έφυγε πολύ απότομα και ίσως αυτό να μην άλλαξε τους λόγους που το επιλέγω ως άλμπουμ αυτής της 'αξέχαστης' χρονιάς αλλά σίγουρα πρόσθεσε άλλον έναν.
Αλλά για να είμαι δίκαιη στον ίδιο τον δημιουργό θα πω πως κυρίως το επιλέγω γιατί είναι ένας καταπληκτικός και αυθεντικός δίσκος που δείχνει πόσα ακόμη έχει ο Tricky να προφέρει αλλά και να θυμίσει πόσο έχει και θα εξακολουθήσει να επηρεάζει 'διακριτικά' το μουσικό σύμπαν.
Μαρία Φλέδου