Το δισκάδικο κάτω απ' την εκκλησιά
Έχουν μια σεμνή και διακριτική μελαγχολία τα μαγαζιά της γειτονιάς όταν κλείνουν σιωπηλά, έτσι από τη μία μέρα στην άλλη. Αφήνοντας ίσως μόνο ένα χαρτί στην τζαμαρία που ευχαριστεί τους πιστούς πελάτες χρόνων. Το οποίο σύντομα καλύπτεται από μία αφίσα. Δύο αφίσες. Πολλές αφίσες. Το νέο θεατρικό έργο, η μεγάλη συναυλία που δεν πρέπει να χάσετε, η πολιτική οργάνωση που καλεί σε μία (ακόμη) εξέγερση. Με ραντεβού: Τετάρτη, 12 η ώρα, όλοι στο... Κάποιος περαστικός μπορεί και να κοντοσταθεί, "ρε συ, εδώ δεν ήταν το...;". "Κρίμα" θα σκεφτεί σίγουρα, "και είχα χρόνια να μπω", θα το νιώσει το τσίμπημα της συγκίνησης, ίσως και μια γεύση ενοχής, πάντως ήδη έχει σκεφτεί τι θα γράψει στο facebook μόλις γυρίσει σπίτι, "πάει και το ...", λάικ ευσυγκίνητα, ελεγειακά, κάποια καταγγελτικά... Μέχρι να σκάσει το επόμενο θέμα της ημέρας.
Τούτο τουλάχιστον είναι ακόμη ανοιχτό. Όχι το δισκάδικο. Το μαγαζί. Έξω έχει πιάσει μια ψιλή κεντημένη βροχή από εκείνες που λες, άσε δεν χρειάζεται ν' ανοίξω ακόμη ομπρέλα, σε λίγο όμως καταλήγεις να στάζεις από την κορφή ως τα νύχια. Μπαίνω με ύφος συνηθισμένου πελάτη, ναι, μία φορά, ναι μονή όψη, όχι, μην τις συρράψετε. Θα μπορούσα να βγάλω και αλλού και άλλη μέρα τις φωτοτυπίες, επίτηδες όμως χώθηκα σήμερα εδώ. Είναι παράξενο το αίσθημα, οικείο και ανοίκειο συγχρόνως, σαν να παίζουν από μισολιωμένη κινηματογραφική ταινία μου ξανάρχονται μία μία σκηνές, εικόνες, φωνές, πηγαδάκια σαββατιάτικα, λαδωμένη μπουγάτσα με τυρί, χυμός πορτοκάλι, και πάντα μουσικές, πολλές μουσικές, άραγε να έχουν απορροφήσει τούτοι οι τοίχοι τα τραγούδια και τις συνομιλίες, κάπου μέσα στους πόρους του τσιμέντου να είναι φυλαγμένα, τόσο ώστε να καταφέρει κάποτε ένας ερευνητής του μέλλοντος με τα υπερσύγχρονα μηχανήματα του Αύριο να τα αποσπάσει, να τα ξανακούσει και να ανασυστήσει μια ιστορία, η οποία ... ποιον θα ενδιαφέρει άραγε; Έτοιμα, 9 ευρώ κάνουνε, μια φωνή με βγάζει από την αναπόληση, σταμάτησε ο συριστικός ήχος του φωτοτυπικού, μυρωδιά από το όζον που δημιουργούν οι λάμπες, έξω η βροχή συνεχίζει, βιαστικοί διαβάτες, στο βάθος ο Θερμαϊκός μοιάζει σκιτσαρισμένος με κάρβουνο...
Είναι φορές που νιώθεις λες και το παρόν να ισορροπεί πάνω σε μια λεπτή στρώση πάγου, η οποία εύκολα, με ένα μεγαλειώδες κρακ μπορεί να σπάσει και σε καταπιεί η σκούρα ρευστή μάζα της νοσταλγίας που παραμονεύει από κάτω...
Για έναν παράξενο λόγο στην ανάμνηση έχει πάντα ήλιο. Μπορεί η ημέρα να χάραζε τυλιγμένη σε ομίχλη, από αυτές τις πυκνές που πιάνουν συχνά εδώ πάνω στα 655 μέτρα υψόμετρο, τώρα που έχει μεσημεριάσει όμως ο ήλιος λάμπει πάνω από ένα καθάριο γαλανό, και φυσικά είναι Σάββατο και φυσικά τα σχολεία μόλις έχουν κλείσει για πασχαλινές διακοπές.
Πατρίδα δεν είναι λένε οι ποιητές τα παιδικά χρόνια; Κι ας τα βγάζουν διαφορετικά τα μαθηματικά και οι αριθμοί, 27 χρόνια στην πρωτεύουσα, 15 χρόνια εδώ, το ζύγι έχει μπατάρει για τα καλά. Και όμως και εδώ είναι πατρίδα και είναι πάλι Πασχαλιά και είναι παράξενο το αίσθημα, οικείο και ανοίκειο συγχρόνως, χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάνε λέει το τραγούδι, του φαίνεται λίγο πιο μικρή, ακόμη πιο στενή τούτη η πολιτεία, ο χρόνος έχει κυλήσει αμείλικτος πάνω της, "εδώ δεν ήταν το..", το ραντεβού κάτω από τις κρεμασμένες εφημερίδες δεν υπάρχει πλέον, το ΚΤΕΛ έχει γίνει σούπερ μάρκετ, το σινεμά -σε παγκόσμια(;) πρωτοτυπία- πάρκινγκ, στην παιδική αλάνα υψώθηκε πολυκατοικία, από αυτά τα επιθετικά ακαλαίσθητα κτίσματα που έχουν κατακλύσει τα προάστια, επαρχιακή επίδειξη ευμάρειας που ολοκληρώνεται με την σοβαρότητα και την αυτοπεποίθηση μιας καλοζωισμένης κοιλιάς που περπατά στον κεντρικό, δίπλα γυναίκα με καρότσι και διάδοχο, μπορεί να είναι και παλιός συμμαθητής, κατά βάθος λέει ευτυχώς δεν είναι, δεν θέλει να είναι, κάπου διάβασε ότι γίνεται και ριγιούνιον της σχολικής σειράς...
Μόνο τα βουνά τριγύρω μοιάζουν αδιάφορα έτσι που στέκουν αγέρωχα κόβοντας όλη την γραμμή του ορίζοντα, τόσο που όταν αργότερα βρέθηκε σε κάμπο τον ζάλισε η ανοιχτωσιά. Τα βουνά που του άρεσε να ανεβαίνει στην ταράτσα και να τα αναγνωρίζει ονοματίζοντας τα ένα-ένα, το Μαίναλο, ο Χτενιάς, το Παρθένιο, στο βάθος σε αχνό γαλάζιο το Τραχύ, ο Ολίγυρτος, όλες οι κορφές που τότε νόμιζε ότι τον περιόριζαν, τον εγκλώβιζαν, τον εμπόδιζαν να βγάλει φτερά και να πετάξει πάνω από την επαρχιακή πλήξη, τους αδιάφορους ανθρώπους και τα καταπιεστικά "τίνους είσαι συ;", να φύγει και να γίνει μεγάλος και τρανός, βιάζονταν να μεγαλώσει και ... από νέος με μέλλον να γίνει μεσόκοπος με παρελθόν που έγραφε και ο Τσιφόρος.
Τα βήματα τον έφεραν σαν από μηχανής προγραμματισμένα στην κεντρική πλατεία, από πάνω ο εντυπωσιακός ναός του Αγίου Βασιλείου, σύμβολο και αυτός και έμβλημα σταθερότητας (μόνο κάτι κιτς προτομές των μητροπολιτών έχουν προστεθεί τα τελευταία χρόνια), ορθώνεται εδώ από το 1885, στο ...ισόγειο του περιμετρικά υπάρχουν -σε πανελλαδική(;) πρωτοτυπία- ένα σωρό μικρά εμπορικά καταστήματα. Τα ιστορικά κιτάπια λένε ότι εδώ πριν χτιστεί ο ναός υπήρχε μια τέτοια πιάτσα η οποία αποφασίστηκε να διατηρηθεί, με την σφραγίδα της Ιεράς Συνόδου μάλιστα, η οποία είχε απαντήσει σε σχετικό ερώτημα του Δήμου ότι "επιτρέπεται κάτω και γύρω από τον Ναό, αρκεί το κέντρο του να είναι πάνω στο έδαφος".
Κάνοντας τον γύρο, προσπερνά το αναπόφευκτο χριστιανικό μαγαζί που πουλά βίους αγίων και συνταγές για την σωτηρία της ψυχής, και .. κάπου εκεί στο πλάι ακόμη στέκει, ως εκ θαύματος θα έλεγε κανείς, μέσα στα λίγα του τετραγωνικά, το παλιό δισκοπωλείο. Όχι, δισκάδικο το λέγανε, κι ας έχει και όνομα στην ταμπέλα, αλλά πάμε στου Σταύρου ήταν. Στέκομαι στην βιτρίνα (και ας αφήσω το ...απρόσωπο τρίτο πρόσωπο, για μένα γράφω), και σαν να παίζουν από μισολιωμένη κινηματογραφική ταινία μου ξανάρχονται μία μία σκηνές και εικόνες, και είναι Σάββατο, και είναι Πασχαλιά, είχε μαζευτεί και το εορταστικό χαρτζιλίκι, σελίδες με επιμελώς επιλεγμένες λίστες με "παραγγελίες" (ναι από τότε ...σκοτώναμε τη μουσική αλλά αυτή η άτιμη, εκεί, ακόμη επιμένει), με εκείνα τα κολυβογράμματα που μονίμως σχολίαζε η καθηγήτρια της έκθεσης, Toto, Steely Dan, 10CC, Mike Oldfield, Depeche, Rainbow, μια διαδοχή χωρίς ιδιαίτερη συνοχή, σημειώσεις από ραδιοφωνικές εκπομπές ή από τις πρώτες κοπιαστικές αναγνώσεις του Ποπ και Ροκ, "όσα έχετε και όσα χωράνε", "την Δευτέρα η κασέτα θα είναι έτοιμη", κασέτες χωρίς διακριτικά, απ' όλες μου άρεσαν ιδιαίτερα κάτι διάφανες πρασινωπές Maxell αλλά και οι μαύρες σοβαρές TDK που είχαν άλλο αέρα. Και ο Σταύρος ιδία πρωτοβουλία κάλυπτε πάντα το κενό στο τέλος της πλευράς, θυμάμαι ακόμη το "Ι talk to the wind" να ακολουθεί το "Epitaph" το οποίο μου άρεσε να το ακούω ξανά και ξανά τέτοιες μέρες, ο πένθιμος βηματισμός του ταίριαζε με το κλίμα της Μεγάλης Βδομάδας, σαν να συντονιζόταν με τον ήχο της καμπάνας που απλωνόταν πάνω από τις στέγες της πολιτείας, είναι Μεγάλη Παρασκευή, για έναν παράξενο λόγο στην ανάμνηση έχει πάντα συννεφιά, το βράδυ από νωρίς στην εκκλησιά, κοντά στην γιαγιά με την σύνοψη στο χέρι, κάτω από το ψαλτήρι, φώτα και λιβάνια και κρυφές ματιές στις συμμαθήτριες που σπάνια τις βλέπαμε με φουστάνι.
Και τα χρόνια πέρασαν, και λέω που να το φανταζόμουν τότε ότι κάποτε θα έγραφα λέξεις και ιστορίες για τις αγαπημένες μουσικές, και είναι πάλι Πασχαλιά και οι καμπάνες πάλι απλώνονται πάνω από τις στέγες, δεν έχει όμως συννεφιά, βγάζω την κασέτα από το συρτάρι το φυλαγμένο στο πατρικό σπίτι, το κασετόφωνο παίρνει ως εκ θαύματος μπροστά με ένα υπόκωφο μουγκρητό και η ταινία ξετυλίγεται... Μαζί και η φωνή... The wall on which the prophets wrote...
Κάπου εδώ δεν πρέπει τώρα να γράψω κάτι συγκινητικό, μια ατάκα ελεγειακής κορύφωσης; Ή μήπως χρειάζεται αποφόρτιση και αποστασιοποίηση; Δεν ξέρω και τι διδάσκουν σε όλα αυτά τα ...δημιουργικά σεμινάρια γραφής (ή μήπως είναι δημιουργικής γραφής;). Όπως και να 'χει, δεν μου βγαίνει τίποτε. Μα τίποτε όμως...
(Το τελευταίο Rollin Under βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη, στην Ιωάννου Μιχαήλ και έκλεισε τα Χριστούγεννα του 2009. Το Music Center βρίσκεται ακόμη ανοιχτό και ζωντανό στην Τρίπολη, στην Γεωργίου Α' 3)