Το μέλλον είναι πίσω σου
Εγώ και το δισκάδικο δεν έχουμε πολλές σχέσεις πια. Λίγο η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή (ευκολία τα άτιμα τα mp3), λίγο η αίσθηση πως τα εξονυχιστικά ψαξίματα σε κάθε ράφι έγιναν με το παραπάνω "στην ώρα τους", λίγο η επέκταση (και όχι εκτροπή) των αναζητήσεων σε μουσικούς δρόμους πιο στριφνούς, που οδηγούν συνήθως σε online mail-order, χαθήκαμε με το δισκάδικο. Δεν είναι πως δεν το σκέφτομαι ή δεν το επισκέπτομαι ποτέ. Χρειάζομαι όμως έμπνευση και να πιέσω τον εαυτό μου να πάει, εκεί που παλιότερα αβάδιστα άνοιγα την πόρτα κι έμπαινα μέσα. Όπου κι αν βρισκόταν, όπου κι αν βρισκόμουν.
Όπως τις προάλλες. Δεν ήταν αμιγώς δισκάδικο, αλλά ένα από αυτά τα παράξενα, αφημένα στο παρελθόν μαγαζάκια. Σκότωνα χρόνο στο Μοναστηράκι μέχρι το ραντεβού ρακοποσίας και όταν είδα την Madonna (εποχής Desperately Seeking Susan) στο εξώφυλλο της Σούπερ Κατερίνας, μπήκα αμέσως μέσα. Άπειρα τεύχη Ποπ & Ροκ και Metal Hammer με γύρισαν στο λύκειο, γέλασα με τη Φρειδερίκη "δράκουλα του βασιλισμού" στον οικογενειακό Θησαυρό του 1975 (κατακόρυφη η πτώση δημοτικότητας μετά το δημοψήφισμα του 1974, προφανώς) και δίπλα τα cd. Δάκης, Olympians, Ελπίδα...
Το μυαλό μου μεταφέρθηκε σε εκείνο το δισκάδικο δίπλα στο πρώτο μου φοιτητικό σπίτι στη Θεσσαλονίκη, κοντά στο τουρκικό προξενείο. Ο Λωτός, το Noise και το Stereodisc με κάλυπταν μουσικά και συνδυάζονταν άψογα από άποψη χωροθέτησης και με τη συνηθισμένη μπαρότσαρκα. Κι όμως, περνώντας έξω από τον "Άλκη", με τη βιτρίνα τίγκα στον ΛεΠα, την Μπέσσυ Αργυράκη, τον Γιώργο Κατσαρό και τους ημιδιάσημους ήρωες του λαϊκού πενταγράμμου (ακόμα θυμάμαι τον δίσκο της Χαρούλας Λαμπράκη με τον αυτεξήγητο τίτλο - κρίνοντας από το πουκάμισο που φορούσε - "Λάθος Εξώφυλλο"), ήμουν σίγουρη πως θα άξιζε η βόλτα.
Άλλος άνθρωπος δεν υπήρχε στο μαγαζί. Κατευθύνθηκα προς τον Ντέμη Ρούσσο και τους Idols, λίγο αμήχανα. "Στο βάθος έχει και κάτι λίγα ξένα κοπελιά, αν θες. Εσείς τα νέα παιδιά τα κοιτάτε αυτά συνήθως". Έσπευσα. Τα "κάτι λίγα ξένα" ήταν μια ονειρεμένη μίνι psychedelic και progressive rock δισκοθήκη, με χειρότερο άλμπουμ το Apostrophe του Frank Zappa (σε τιμή σκάνδαλο). Κατεσχέθη αμέσως μαζί με τους Electric Prunes και ένα πρώιμο Deep Purple άλμπουμ.
- Πολύ ωραία πράγματα έχετε. Γεια σας, ευχαριστώ. Θα ξανάρθω!
- Στο καλό να πας!
Με κοίταζε απορημένος. Δεν ήταν ακριβώς το πολυσύχναστο κατάστημα στο κέντρο της κίνησης. Λίγοι άνθρωποι έμπαιναν μέσα, όλοι επιστρεφόμενοι πελάτες, προφανώς.
Ακαριαίος συνειρμός. Από τον Άλκη της Θεσσαλονίκης και τα μέσα '90s στο Bimbo Tower του Παρισιού το 2012. Εκεί κι αν δεν έμπαινε άνθρωπος τυχαία. Αργότερα μεταφέρθηκε σε πιο προσιτό σημείο (και ελπίζω να μην έχει κλείσει), αλλά η τότε διεύθυνση δεν ανιχνευόταν ούτε καν στο google maps. Ήταν σε ένα λιλιπούτειο αδιέξοδο δρομάκι στη Βαστίλη. Βρήκα την πόρτα κλειστή με ένα χαρτάκι επάνω. "Je reviens dans 5 mins". Ένα τσιγάρο ήταν ό,τι έπρεπε για τον τέως εξαρτημένο εαυτό. Στάθηκα εκεί δίπλα και τότε είδα την γαλλική βερσιόν του Jarvis Cocker να πλησιάζει. Κάπνιζε κι αυτός.
- Bonjour. Πώς από 'δω; Σ' αυτό τον δρόμο δεν έρχεται ποτέ κανείς. (Ωχ τι θέλει τώρα αυτός; Α παράτα με ρε φίλε. Όπου θέλω θα πάω. Χμμ... κάτσε να του πω καλύτερα ότι πάω στο δισκάδικο, που σε λίγο θα ανοίξει λογικά).
- Bonjour. Στο Bimbo Tower πάω, αλλά κάπου έχουν πεταχτεί για 5 λεπτά, οπότε περιμένω.
- ΤΙ;; ΣΟΒΑΡΑ; ΔΗΛΑΔΗ ΕΧΩ ΠΕΛΑΤΗ;
Είχε βγει για τσιγάρο. Ολοκληρώσαμε την ιεροτελεστία καπνίσματος, είπαμε και τα "α για βόλτα είσαι στο Παρίσι; και πώς με ανακάλυψες ρε παιδί μου; κανείς δεν με ξέρει" (όποιος ψάχνει, βρίσκει φίλε σχεδόν-Τζάρβις. Κι εγώ ΨΑΧΝΩ) και ξεκλειδώσαμε την πόρτα. Στον αντίποδα της αδιαμφισβήτητης αυτογνωσίας της Χαρούλας Λαμπράκη για το πουκάμισό της, το όνομα του καταστήματος ήταν η επιτομή της ειρωνείας, ως αναμενόταν. Κανένας πύργος το μικρό (αλλά θαυματουργό) ισόγειο μαγαζάκι, καμία ύπαρξη bimbo με τη στερεοτυπική και υποτιμητική σημασία του όρου (έτσι κι αλλιώς μόνο αυτή υφίσταται βέβαια και ελπίζω πως η προβοκατόρικη ενσωμάτωση της λέξης στο όνομα του μαγαζιού εμπεριέχει έναν αυτοσαρκασμό για τον εγγενή σεξισμό του ανδροκρατούμενου μουσικού σύμπαντος). Εκτός αν δεχτούμε πως η μέση bimbo, όπως την έχουν φανταστεί οι επινοητές του όρου, ακούει νυχθημερόν γιαπωνέζικη avant-garde jazz σκηνή (υπήρχε ειδικά αφιερωμένο δωματιάκι στο βάθος του μαγαζιού παρακαλώ), βρετανική και αμερικάνικη noise και πίνει νερό στο όνομα της Raster-Noton. Δεν νομίζω πως το φαλλοκρατικό στερεότυπο ενέχει τέτοια διάσταση.
Whitehouse, Pan Sonic, C.M Von Hausswolff, Alva Noto, ο μισός σχεδόν κατάλογος του εκλεκτού label Table Of The Elements, Biosphere, αλλά και Residents, γαλλική psych folk, coldwave σκηνή ... οι μουσικές του Bimbo Tower παραήταν δελεαστικές για να σταθώ στο αμφιλεγόμενο όνομά του. Έκανα μια λιτή επιλογή ambient και jazz δίσκων, πήρα και το υπέροχο πολυδιπλωμένο ασπρόμαυρο wall-to-wall κόμικ που έβαλα στο μάτι εξ' αρχής, ευχαρίστησα για το διπλό cd από το φεστιβάλ Sonic Protest (που συνδιοργάνωσε ο σχεδόν-Τζάρβις) και κάτι άλλα μικρά δωράκια κι έφυγα.
Πού πήγα; Πίσω στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη '90s. Όλοι αυτοί οι στοχασμοί για τον έκδηλο (και καθόλου "υπόρρητο" που διαβάζω συχνά -ρε παιδιά κοντεύουμε να ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε) σεξισμό στη μουσική, μου θύμισαν καμιά εκατοστή ιστορίες εδώ που τα λέμε, αλλά ο εγκέφαλος προσγειώθηκε τυχαία στο μεταλλάδικο Alone. Όχι τότε που έγινε ο επικός διάλογος:
- Δύο εισιτήρια για τη συναυλία των Random -ντεθάδων- που δενθυμάμαι παρακαλώ.
- Δεν πιστεύω να είναι για σένα ε;
- Όχι βέβαια! Αλίμονο.
- Α. Είπα κι εγώ!
(Εντάξει, χαμογελούσαμε αμφότεροι και πράγματι για δυο φίλους ήταν τα εισιτήρια, εγώ ούτε που την ήξερα την μπάντα). Λοιπόν όχι τότε, αλλά μια άλλη φορά που, προσηλωμένη σε κάποιο ράφι με cd, δεν την είδα να μπαίνει. Όταν άκουσα τη φωνή της, σήκωσα το κεφάλι απότομα: "Μήπως έχετε δίσκους του συγκροτήματος Iron Maiden;" Ήταν γύρω στα 50. Φορούσε ταγιέρ, γόβες, τα μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά σε σφιχτή αλογοουρά. Σίγουρα αναπάντεχη παρουσία στον χώρο. Δίπλα μου δυο μεταλλάδες χαζογελούσαν. "Το ανηψάκι έστειλε τη θεία του τη δικηγορίνα να του πάρει Maiden ρε μαλάκα. Πεθαίνω". Γέλασα λίγο πνιχτά κι εγώ. Με έδειξε ο ένας νεύοντας με το κεφάλι. "Tους τα μαθαίνουν οι γκόμενοι κι έρχονται εδώ να κάνουν τις έξυπνες. Κατάλαβες;". Μου κόπηκαν τα γελάκια αμέσως. Τους κοίταξα ενοχλημένη με την άκρη του ματιού μου. "Πιο σιγά βρε μαλάκα! Σε άκουσε".
Άπειρες λοιπόν τέτοιες ιστορίες, που πλέον θυμάμαι και χαμογελώ. Άλλωστε η κοινωνία έχει προχωρήσει, τα στερεότυπα τρίζουν (μόνο, αλλά πάντως συθέμελα) και η μουσική πληροφορία διαχέεται μέσω ίντερνετ ανεμπόδιστα. Τα κορίτσια των 18 και 25 χρονών που συχνάζουν στα δισκάδικα σήμερα δεν είναι ισχνή μειοψηφία και δεν θεωρούνται πια ως περίπου ανάπηρα άτομα που χρήζουν υποστήριξης, όπως συνέβαινε με εμένα όταν ήμουν στις αντίστοιχες ηλικίες. Δεν είναι αυτός βέβαια ο βασικός λόγος που θυμάμαι το δισκάδικο του χθες με νοσταλγία. Ούτε περιβάλλεται (ελπίζω) από παρελθοντολαγνεία όλη αυτή η ονειροπόληση (με την ευκαιρία, ας διευκρινίσω εδώ πως ξεκάθαρα προτιμώ το δισκάδικο του σήμερα από εκείνο του χθες). Είναι η ισχύς των βιωμάτων που καθιστά τους συνειρμούς ανακλαστικούς, γιατί κάθε τέτοια ιστορία έγινε κομμάτι του εαυτού μου και την κουβαλάω μαζί, παρέα με χιλιάδες άλλα μικρά (αλλά βαριά) πραγματάκια, ως εφόδιο για το μέλλον, ασυνείδητα. Γι' αυτό τινάχτηκα σαν σε κατάσταση ηλεκτροπληξίας εκείνη τη μέρα στο Λονδίνο, πριν 3-4 χρόνια, όταν βρήκα το Sister Ray, το πλέον αγαπημένο μου δισκάδικο, κλειστό και πάνω στην παλιά πόρτα σημείωμα "The Future Is Behind You". Το εννοούσαν στην κυριολεξία, γιατί τα παιδιά μεταφέρθηκαν στην απέναντι πόρτα, δηλαδή όντως πίσω μου. Όμως εμένα το μυαλό μου έτρεξε σε αυτά τα κομματάκια του χθες που κουβαλάμε μαζί μας για το αύριο.
Το οποίο συνειρμικά μου θύμισε μια συζήτηση σε ένα άλλο δισκάδικο.. Μα τι ώρα πήγε; Οκ, δεν τελειώνουν αυτές οι ιστορίες και έπρεπε να φύγω. Γιατί ναι, όλα αυτά τα σκέφτηκα τις προάλλες σε εκείνο το μαγαζί στο Μοναστηράκι, μέσα σε χρόνο που έμοιαζε με δέκα λεπτά, αλλά δεν ήταν. Έφυγα σφαίρα να προλάβω το μετά. Τις ρακές.