Tom Waits : Yesterday is here (2000+)
Alice (Anti, 2002). Του Βασίλη Παυλίδη
1. Alice 2. Everything You Can Think 3. Flower's Grave 4. No One Knows I'm Gone 5. Kommienezuspadt 6. Poor Edward 7. Table Top Joe 8. Lost In The Harbour 9. We're All Mad Here 10. Watch Her Disappear 11. Reeperbahn12. I'm Still here 12. Fish & Bird 13. Barcarolle 14. Fawn (instrumental)
To 'Alice' κυκλοφόρησε το 2002, ταυτόχρονα με το 'Blood Money', συνεχίζοντας μια παράδοση, την πιο πρόσφατη έκφανσή της οποίας συναντούμε στο τελευταίο διπλό άλμπουμ του Cave. Oι συγκρίσεις των δύο τραγουδοποιών δεν τελειώνουν εδώ αλλά ο Cave πιθανώς να μας απασχολήσει σε κάποιο μελλοντικό αφιέρωμα. Tο 'Alice' σχετίζεται, γενικά, με την Aλίκη του Λιούις Kάρολ (στη χώρα των θαυμάτων; στον καθρέπτη; ως παραλήπτη πονηρών επιστολών;) και έχει ως κινητήριους άξονες, εκτός από τον Tom Waits, την σύζυγό του και μούσα του Kathleen Brennan και τον θεατρικό σκηνοθέτη Robert Wilson. Tα τραγούδια είχαν παιχτεί αρχικά στην ομώνυμη θεατρική παράσταση στο Thalia Theatre του Aμβούργου το 1992.
Aισθανόμενος την ανάγκη να είμαι απόλυτος με τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες, πρέπει εξαρχής να παραδεχτώ ότι το 'Alice' ούτε πρόσφερε ούτε αφαίρεσε κάτι από τη συνολική καριέρα του Waits. Eίναι ένα "τυπικό" άλμπουμ που κυριαρχείται από "μπαλλάντες" - σκληρές και καθαρτήριες μινιατούρες από μια φωνή που δεν φαίνεται να έχει χάσει τίποτα με το πέρασμα του χρόνου. Προφανής εξαίρεση στο χαμηλό, ομοιόμορφο κλίμα του άλμπουμ αποτελεί το μοναδικό 'Kommienezuspadt' (λεκτικό παιχνίδι γερμανικής έκφρασης;) το οποίο θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται μέσα στα '80s αριστουργήματα του Waits, το 'Swordfishtrombones' και το 'Rain Dogs'. Mε την πάροδο του χρόνου διαπίστωσα ότι ποτέ δεν μπόρεσα να χαρακτηρίσω με δυο-τρεις απλές κουβέντες τη μουσική του Waits και το 'Kommienezuspadt' ανήκει σε αυτό ακριβώς το είδος της μουσικής: Aσκήσεις μεσαιωνικού τροβαδούρου; Γερμανικό καμπαρέ; Πρόζα; Θέατρο; Aβαντγκάρντ τζαζ; Mουσική για περιοδεύοντες θιάσους των αρχών του 20ου αιώνα; Mουσική για τσίρκο; Aκόμη ένα τραγούδι που ξεχωρίζει ανάμεσα στις μπαλάντες είναι το 'Table Top Joe', μόνο που εδώ ο Tom φαίνεται να αποτίει φόρος τιμής σε έναν αγαπημένο του ήρωα, τον Λούις Άρμστρονγκ. Πιάνο από τη δεκαετία του 1920, μετα-ραγκτάιμ στυλ και αίσθηση αντίκας - ο ακροατής νομίζει ότι ανά πάσα στιγμή θα εμφανιστεί η Ella Fitzgerald για να συμπληρώσει το ντουέτο.
Aν και από τα υπόλοιπα τραγούδια του 'Alice' δεν ξεχωρίζει κάποιο ακόμη εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων του, ωστόσο δεν υπάρχει και κάποιο που να δημιουργεί παράπονα με την παρουσία του. Tο 'Alice' πρέπει να ακουστεί παράλληλα με το 'Blood Money' καθώς κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα και το ένα συμπληρώνει το άλλο. Θεωρητικά, το 'Blood Money' περιλάμβανε τις πιο ζωηρές στιγμές αυτής της περιόδου, με τα ήσυχα κομμάτια να ξεχωρίζουν, όπως ξεχωρίζουν μέσα στο 'Alice' τα πιο γρήγορα ή αυτά που ξεφεύγουν από το γενικό κλίμα. Έχοντας μάλιστα υπόψη και το φρεσκοκυκλοφορημένο 'Real Gone', στο οποίο ο Waits επανα-πειραματίζεται, σκέφτομαι ότι το 'Alice' είναι τελικά ένα καλό και ολοκληρωμένο άλμπουμ, που δεν άφησε κανένα φαν του παραπονούμενο.
Blood money (Anti, 2002). Του Ηλία Πυκνάδα
1. Misery Is The River Of The World 2. Everything Goes To Hell 3. Coney Island Baby 4. All The World Is Green 5. God's Away On Business 6. Another Man's Vine 7. Knife Chase (instrumental) 8. Lullaby 9. Starving In The Belly Of A Whale 10. The Part You Throw Away 11. Woe 12. Calliope (instrumental) 13. A Good Man Is Hard To Find
Δεν ξέρω τι λέει ο συνάδελφος Παυλίδης για το 'Alice', αλλά ο δικός μου Tom Waits του 2002 ήταν αυτός του 'Blood Money'. Αδυσώπητος, σκληρός, πεσιμιστής, στιχουργικά και μουσικά χαμένος στον δαιδαλώδη κόσμο του πειραγμένου του εγκεφάλου, προσπαθώντας να συμβιώσει με τους ίδιους δαίμονες όπως και στην εποχή του 'Rain Dogs'. Αφού η μιζέρια είναι ο ποταμός του κόσμου και αφού ο Θεός απουσιάζει σε επαγγελματικό ταξίδι τότε ας πάμε όλοι μαζί στην κόλαση με ένα μπουκάλι bourbon αγκαλιά ο καθένας μας στο χέρι. Αλλά μην ξεχάσουμε να αφήσουμε ένα ερωτικό γράμμα στην αγαπημένη μας,, γραμμένο με καλαίσθητη πένα βουτηγμένη σε μελανοδοχείο γεμάτο από ανθρώπινο αίμα, για να μην ξεχνιόμαστε.
Το γεγονός ότι τα τραγούδια αυτά γράφτηκαν για να συνοδεύουν μία θεατρική εκδοχή του Woycek που δεν θα έχουμε ποτέ την τύχη να ζήσουμε, περνάει σε δεύτερο πλάνο. Το αιματοβαμμένο και αλκοολοποτισμένο καρναβάλι είναι αυτό που αντιπροσωπεύει τον Tom Waits ως σπάνια και αλλοπρόσαλλη φυσιογνωμία στα όρια της καρικατούρας, λες και ο ίδιος είναι αναπόσπαστο στοιχείο των τραγικών αντι-ηρώων του θεατρικού. Βαλσάκια και εμβατήρια, τανγκό και μαρίμπες στην υπηρεσία της αυτού κωμικοτραγικότητας, σαν το τσίρκο του έξω από εδώ να στήθηκε στην πίσω αυλή μας και να μας προσκαλεί στο πιο άρρωστα ρομαντικό death party που μας δίνεται η ευκαιρία να επισκεφτούμε.
Μπορεί να μην διακρίνεται ίσως για τα στοιχεία της "ειλικρίνειας" και της όποιας "έκπληξης" ενδέχεται κάποιος αυστηρός κριτής να περιμένει από τον Tom Waits της δεκαετίας του SACD, όμως το 'Blood Money' αποτελεί την πιο πλούσια και φανταχτερή βουτιά στον μηδενισμό και στην ανθρώπινη απελπισία, χαμογελώντας όμως πάντα σαρδόνια, που ενδέχεται να πραγματοποιήσουμε ως ακροατές.
Real gone (Anti, 2004). Του Λάμπρου Σκουζ
1. Top Of The Hill 2. Hoist That Rag 3. Sins Of The Father 4. Shake It 5. Don't Go Into That Barn 6. How's It Gonna End 7. Metropolitan Glide 8. Dead And Lovely 9. Circus 10. Trampled Rose 11. Green Grass 12. Baby Gonna Leave Me 13. Clang Boom Steam 14. Make It Rain 15. Day After Tomorrow 16. Chickaboom (hidden track)
Oh the heart is heaven / But the mind is hell (Sins of My Father)
SOME OLD STORY
Όταν η βρετανική εισβολή σάρωνε την Αμερική, αυτός έκανε τον α λα Sinatra crooner σ' ένα συφοριασμένο golf club στο San Diego. Όταν όλοι πηγαίνανε στο San Francisco φορώντας (σίγουρα) λουλούδια στα κεφάλια τους, αυτός ανακάλυπτε το be-bop και έφευγε σε αντίθετη κατεύθυνση με τους τελευταίους beatniks. Όταν η δυτική ακτή στέναζε απ' τις freaky πολυενορχηστρώσεις, εκείνος περιοριζόταν στο πιάνο και σ' ό,τι μπορούσε να χτυπήσει με το χέρι του. Κι όταν το ροκ εντ ρολλ για άλλη μια φορά εξωτερικεύτηκε κι έγινε η εύκολη μουσική για το ράδιο, εκείνος το δυσκόλεψε όσο γινόταν βουτώντας στο αρρωστημένο μπλουζ του Captain Beefheart και στο παρακμιακό cabaret στυλ.
THE REAL GONE STORY
Μουσικά ο δίσκος πλησιάζει το 'Swordfishtrombones', διατηρεί όμως κι από τις θεατρικότατες κυκλοφορίες τους πριν 2 χρόνια (αμφότερα τα 'Blood Money' και 'Alice' ήταν από τους δίσκους της χρονιάς) κι ο άτιμος εξακολουθεί να τραγουδάει το κάθε κομμάτι με διαφορετικό τρόπο. Μόνο που πολλά έχουν αλλάξει εδώ. Αρχικά το σχέδιό του ήταν να περιοριστεί σε 3λεπτα κομμάτια πρωτόγονης αίσθησης : "Bread and water. Three legged tables. Nothing superfluous. But it's not where the music took me ... recording is like capturing birds or photographing ghosts, an uncertain enterprise." Κι έτσι παρά τις προθέσεις του, έχουμε εδώ μερικά από τα μακρύτερα κομμάτια που έχει φουρνίσει ποτέ.
Το περισσότερο υλικό γράφτηκε πρώτα a capella και κατόπιν άφησαν τις λέξεις ν' αποφασίσουν για το σχήμα των τραγουδιών. Άλλωστε ήδη από το πρώτο track ακούμε τη δική του φωνητική hip hop εκδοχή που δεν είναι παρά μια προσωπική vocal percussion. Αυτό ακριβώς το human beat-boxing όπως γουστάρει να το λέει ο ίδιος αντικαθιστά μερικές φορές τα drums. Τα φωνητικά του γενικά δίνουν την εντύπωση πως είναι λουπαρισμένα αλλά πέφτουμε έξω : ο ίδιος επιμένει πως δεν ήθελε να κάνει λούπες και προτίμησε αυτοσχέδιες φωνητικές ακροβασίες. Πιάνο και keyboards τα ψάχνεις με το μικροσκόπιο, ίσως εξαιτίας του overdose της Alice που ήταν γεμάτη.
THE MORE YOU DRINK, THE DOUBLE YOU SEE
ή ....THE MORE YOU DRINK THE WC
Τα bedroom recordings δεν του λένε τίποτα. Καθόταν κι ηχογραφούσε για ώρες ήχους και φωνές στην τουαλέτα του σπιτιού του που αργότερα παρέα με τη σύζυγό του τις κολλούσαν στα κομμάτια. Σε πρώτη φάση είχε σκοπό να πάρει μερικά και να καταλήξει σ' ένα δίσκο λιγότερο "προσεγμένο" όπως τα 2 θεατρικά του. Τελικά αποφάσισε να παίξει live πάνω στα tapes κι όλο αυτό το διασκεδαστικό γι' αυτόν cut and paste το χαρακτήρισε σαν old cars with new seat covers.
THE CREW STORY
Όπως μια συφοριασμένη πλανόδια ταβέρνα έχει κι ένα πλήρωμα, έτσι κι εδώ προσλαμβάνεται πάλι ο περιπετειώδης κιθαρίστας Mark Ribot που όπως και στο 'Rain Dogs' ξελασπώνει όταν ο Tom χωθεί στο βούρκο. Ο υιός Casey Waits χρεώνεται κι αυτός βάρη της οικογενειακής επιχείρησης αναλαμβάνοντας percussion και turntables. Δε θα ήθελα να ήμουν μπασίστας σε μπάντα του Τom Waits και να προσπαθώ να συγκρατώ τα ολισθήματα των άλλων, αλλά ο Les Claypool (Primus) εδώ δε μασάει και κρατάει τα μπόσικα. Συν από ένας ακόμα μπασίστας, κιθαρίστας και ντραμίστας.
Α LOVE STORY
Α, και η Kathleen Brennan στη συ-σύνθεση και την συμπαραγωγή. Κάποτε τον διάλεξε για το soundtrack του Κοππολικού 'One From The Heart' και μετά τον πήρε σπίτι της. Τους φαντάζομαι να ακούνε μαζί την τεράστια συλλογή της, να κολλάνε ολονυχτίς στον Beefheart, να μένουν από τότε μαζί. Για τα τελευταία 22 χρόνια είναι η μούσα του κι η διαφθορά του. Και η σωτηρία του επίσης, καθώς, όπως λένε μερικοί κακοί, τον έσωσε από το να γίνει ένας Christopher Cross. Εντάξει, όλοι μας περιμένουμε μια γυναίκα να μας σώσει. Οι δυο τους κάνουν καλά αυτό που ξέρουν : να σκαρώνουν τραγούδια που τα απογυμνώνουν μετά από οποιοδήποτε στόλισμα αφήνοντας τα με το ρυθμικό τους σκελετό και τη στοιχειώδη αρμονία.
HIS STORIES
Κάποτε είχε πει πως τα κομμάτια του είναι "movies for the ears" και όντως οι στίχοι του είναι γεμάτοι στρατιές από περσόνες που θα στέκονταν ως ήρωες α΄, β΄, γ΄, ω΄ μπροστά σε κάμερα. Βέβαια για άλλα μια φορά μας βάζει ν' ανοίγουμε λεξικά να ψάχνουμε τις λέξεις του. "She took all my money and my best friend/You know the story, here it comes again", ξεκινάει η μπλουζιά του 'Make it Rain' κι εμείς καρφωνόμαστε. Θρήνοι και κακοφωνίες πιο πέρα, μερικές από τις δυνατότερές του μπαλάντες λίγο πιο κάτω, λίγο cubist funk (δικός του κι ο χαρακτηρισμός), 11 λεπτά στραμπουληγμένης dub reggae στο 'Sins of My Father'. Το 'Top Of The Hill' θα το ακούει ο Captain σε κάποιο τροχόσπιτο σε καμιά μάντρα και θα χαμογελάει. Στο 'Metropolitan Glide' κακομεταχειρίζεται πιάνα και percussions κι ακούγεται σαν κολασμένος James Brown. Στο λατίνο 'Hoist That Rag' ο Ribot δε μπορεί να διαγράψει μονοκοντυλιά τις διαχύσεις τους με τους Prosthetic Cubans.
ΗISTORIES
Οι κινηματογραφικές διηγήσεις υποχωρούν λίγο, δίνοντας χώρο σε περισσότερο αφηρημένη έως και πειραματική χρήση της γλώσσας αλλά και σε πολιτικοκοινωνικές θεάσεις - θυμηθείτε το 'God's Away on Business' του 'Blood Money'. Στο 'Day After Tomorrow' ο στρατιώτης γράφει σε γράμμα πως αυτό που του λείπει είναι να φτυαρίζει το χιόνι και να μαζεύει τα φύλλα, πριν βυθιστεί στο τέλος στις υπαρξιακές του αμφιβολίες ....Trying to say is don't they pray/to the same God that we do?/And tell me how does God/Choose, who's prayers does he/Refuse? . . .Όταν αποτελειώνει με το I'm not fighting for justice, I am not fighting for freedom, I am fighting for my life and another day in the world είναι αδύνατο να μη το συνδέσεις με την σημερινή συνεχή εμπόλεμη κατάσταση.
Μικροί βίοι ιδιαίτερων ή ασήμαντων ανθρώπων περνούν σαν σε παρέλαση : εδώ η Horse Face Ethel και τα Marvelous Pigs της in satin, εδώ η μονόφθαλμη Myra (the queen of the galley who trained the Ostrich and the camels), η Yodelling Elaine, ο Funeral Wells, ο Mighty Tiny. Το Green Grass τραγουδιέται από έναν νεκρό αλλά είναι από τα ερωτικότερά του : Lay your head where my heart used to be / Hold the earth above me / Lay down in the green grass / Remember when you loved me. Και μόνο αυτός μπορεί να ριμάρει την Ford με το sword και να παραδέχεται μέσα στον πανικό του "Everyone wants to know how it is going to end".
AND HIS WORDS
"It's an electric pill box, a homogeneous concoction of mood elevators, mind liberators and downers, an alchemical universe of rattling chains, oscillating rhythms and nine-pound hammers. So check it out...."
Ώρα να την κάνουμε! Του Στέργιου Μακαβαίου
Αγαπημένε μου αναγνώστη, μάλλον δεν πρέπει να υπάρχει ούτε μία σταγόνα παράπονου σχετικά με την ενημέρωση σου για τον Θωμά που Περιμένει. Ξεδιπλώθηκε στα διψασμένα μάτια σου, τόσο η απαραίτητη βιογραφία, όσο και η δισκογραφία του και ενδεχομένως οτιδήποτε επιπλέον θα ήταν κούραση, παρά προσφορά. Έτσι λοιπόν αυτό που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σου, είναι μερικές σκέψεις που αφορούν την εικόνα που κυκλοφορεί στα μυαλά μας για τον Waits και συντελεί πολλές φορές στη διαμόρφωση άποψης για την ποιότητα και την εμβέλεια της δημιουργίας του.
Ποιος άραγε, έχει το δικαίωμα να κριτικάρει τις επιλογές τρόπου ζωής των άλλων και να τους σταυρώνει, εάν δεν συμπλέουν με τις στερεοτυπικές φόρμες που αραχνιάζουν στο μυαλό του; Από την άλλη, δεν είναι και λίγοι αυτοί που με τις επιλογές τους καταφέρνουν και αποκαθηλώνουν με τα χεράκια τους το μεγαλείο του έργου τους. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσεις ότι είναι δικαίωμα και κυρίως κατάκτηση του Waits να αραξοβολήσει στο απάνεμο λιμάνι της οικογενειακής θαλπωρής. Αν μη τι άλλο, ποτέ δεν υπέκυψε στη γοητεία της φτηνιάρικης δημοσιότητας βγάζοντας την όποια Καλομοιρίτσα από τούρτα γενεθλίων, όπως ο εγχώριος τιμητής επαναστατικών ιδεών.
Μαγκιά του παίκτη, το ότι δεν έπαιξε με τους συνθλιπτικούς όρους του συστήματος, που μετατρέπει οποιοδήποτε καλλιτέχνη ή "κακιτέχνη" σε αναλώσιμο εξάρτημα της σαρκοβόρας εικόνας.
Μαγκιά του Waits επίσης να διαθέτει καλειδοσκοπικές αισθήσεις, που του επιτρέπουν να αφουγκράζεται το μεγαλείο του μικρό-κοσμου της καθημερινότητας, που οι περισσότεροι μικρο-μεσο-μεγαλο-νέο-αστοί το έχουν σκηνοθετήσει όπως ο Oliver Stone το μέγα Αλέξανδρο.
Ένα ακόμη μπράβο αξίζει στον Tom γιατί κατάφερε να καθαγιαστεί εν ζωή και όχι μετά θάνατο, όπως κυρίως ισχύει στο χώρο της μαζικής κουλτούρας. Ήταν απ' αυτούς που όχι μόνο απλά κέρδισε την απαστράπτουσα ταμπέλα του περιθωριακού, αλλά προκάλεσε και ηλεκτρικές εκκενώσεις που δόνησαν το δυσλειτουργικό σώμα της μουσικής, με αποτέλεσμα να επαναπροσδιοριστούν δεδομένα, ισορροπίες και κριτήρια.
Τέλος, ενδεχόμενη απάντηση, στο εισαγωγικό ερώτημα "Τι να είναι άραγε αυτό που κάνει τον κ. Waits να έχει τέτοια μαζική αποδοχή", είναι το ότι διαθέτει τη φωτιά της ζωής που τον ξεχωρίζει από τους αποσβολωμένους, κέρινους υπόλοιπους που κατακλύζουν τον πλανήτη.
Καλή συνέχεια θείε Tom!