ΤΟΠ & Στίχοι & … Δύστυχα
Εν αρχή ην ο λόγος… Αν μη τι άλλο καλός και δοκιμασμένος τρόπος να ξεκινάς ένα κείμενο, το είχε κάνει στην Βίβλο και ο …Θεός, ο ποιητής ορατών τε πάντων και αοράτων, ο πρώτος των δημιουργών. Και αν το τι ήθελε να μας πει ο συγκεκριμένος ποιητής το έχουν αναλάβει έκτοτε εργολαβία θεολόγοι και παπάδες, για τους υπόλοιπους θνητούς ποιητές το έργο πέφτει σε μας… «Λάθος ερώτηση!», πετάγεται στην μνήμη μου εκείνη η φωτισμένη φιλόλογος στην Α’ Λυκείου, το ζήτημα είναι τι σου λέει εσένα το ποίημα, τι σε συγκινεί, τι συνειρμούς σου δημιουργεί, από την άλλη τις προθέσεις και τις διαθέσεις του ποιητή δεν μπορούμε και δεν έχει και νόημα να τις μαντέψουμε.
Ωραία όλα αυτά, όμως πριν φτάσουμε να σκαλίσουμε τα βάθη (ή τα ρηχά) του νοήματος, πρέπει κατ’ αρχάς να αντιληφθούμε και «τι λέει όντως ο ποιητής». Ή ο στιχουργός εν προκειμένω… «Πως το είπε εδώ;;;» Και ταπ, πατάς με μανία πάλι το κουμπί, rewind, μπρος-πίσω η ταινία, ταλαιπώρια και για το κασετόφωνο, το οποίο σαν από εκδίκηση κάποια στιγμή την μάσαγε στο τέλος (με ανάλογο τρόπο ταλαιπωρούνταν και βινύλια στην προσπάθεια αποκρυπτογράφησης στίχων εχμμμ «σατανιστικά» εγγεγραμμένων …ανάποδα).
Rewind λοιπόν νοερό, γυρίσαμε πίσω σε μια αδιανόητη (ακόμη και για όσους την έζησαν) εποχή όπου δεν υπήρχαν ιντερνέτ και κινητά, οι υπολογιστές διαφήμιζαν μια μνήμη …64 ΚΒ ως «μνήμη ελέφαντα», η πληροφορία ήταν πολύτιμη και δυσεύρετη και ήθελε κόπο και τρόπο να την βρεις. Και είσαι έφηβος και κουτσομαθαίνεις αγγλικά να πάρεις κα΄να Lower μπας και προκόψεις στη ζωή σου, έχεις ξεπεράσει το στάδιο του «δις ιζ ε κατ» αλλά και πάλι δεν τα καταφέρνεις με τους στίχους των αγαπημένων κομματιών σου, η αποκρυπτογράφηση τους ενίοτε αποδεικνυόταν πιο δύσκολη από το «Use of English» (όχι ότι τα πράγματα με τα ελληνικά ήταν πάντα προφανή και εύκολα, δοκιμάστε π.χ. τα κομμάτια των Metro Decay ή των Χωρίς Περιδέραιο). Κάποιους τους έβρισκες στα ένθετα των δίσκων, ακόμη και σε χιλιοδιπλωμένη μορφή στο κουτί της κασέτας που προτιμούσες τότε (οικονομικά γαρ…), αλλά και σε περιοδικά σαν το «ΤΟΠ & Στίχοι» (κακή έκδοση κατά τα λοιπά, θρυλική λόγω παλαιότητας μοναχά), αλλά τούτα ασχολούνταν κυρίως με τα πολύ mainstream που ήδη άρχιζες να τα αποκηρύσσεις. Μοιραίο ήταν λοιπόν οι προσωπικές αυτοσχέδιες απόπειρες να καταλήγουν ενίοτε σε παρανοήσεις και εκ των υστέρων διασκεδαστικά λάθη. Π.χ. στο ρεφραίν του «True Faith» των New Order, σαν γνήσιος ίσως drama king έφηβος άκουγα ότι «my life would end in the morning sun», κάπως σαν τις οπτασίες της νύχτας που διαλύονται στις πρωινές ακτίνες του ηλίου, φευ όμως, ο Bernard Sumner τραγουδούσε στην πιο πεζή πραγματικότητα ότι η ζωή του «would depend on the morning sun» (κόβεσαι στo listening). Σε ακόμη πιο (μελο)δραματικά πλαίσια το «Fade to grey» των Visage είχε γίνει, σε πνεύμα προφανώς «ματαιότης ματαιοτήτων» … «Fate To Grave». Κάποιες φορές βέβαια σε βοηθούσαν τα συμφραζόμενα να αποφύγεις την παγίδα, όπως στο «All you get from love is a love song» όπου η αγαπημένη μου εκείνα τα χρόνια Karen Carpenter τραγουδά για τα καλύτερα ερωτικά τραγούδια τα οποία γράφονται με μια «broken heart» και ουχί όπως ακούγεται να λέει «with a broken …arm». Διασκεδαστικά είναι πάντως αυτά τα παρακούσματα, «ραμόνια» όπως τα έχει βαφτίσει ο Νίκος Σαραντάκος, στο εξαιρετικό του βιβλίο «Η γλώσσα έχει κέφια» μπορεί να βρείτε κάμποσα άλλα τέτοια και πιο διαδεδομένα ακόμη, όπως το διαβόητο αλλά και ανύπαρκτο συγχρόνως «βιολί σαν του Ροβιόλη» (που ήταν …σαντουροβιόλι), το «ένατο χελιδόνι», «στην οδό Γραφημώνος», «ξεκινάνε οι Κουδόντοι», «μες της Μαινάκη τα καπηλειά», «σε Θεών νταμάρι», «τα μαρούλια μια σταλιά», «αραπίνες μαύρες ερωτιάρες» και άλλα πολλά και ευτράπελα.
Σοβαρεύουμε… Στίχοι που σε σημάδεψαν, που σε κέντρισαν, που σε ταρακούνησαν, που μπορεί και να σου άλλαξαν την ζωή κατά το κοινώς λεγόμενο είναι το θέμα του αφιερώματος αυτού, αν και πάντα έβρισκα τέτοιες δηλώσεις βαρύγδουπες και χωρίς ιδιαίτερο νόημα, κι ας τις λέμε αυτές τις υπερβολές, ειδικά σε ηλικίες όπου η μουσική φαίνεται πιο σημαντική και καθοριστική και επίκεντρο και άξονας του κόσμου και ταυτότητα προσωπική. Μπορεί γαρ να υπήρξαν άπειρα δυνητικά «Αν» στην προσωπική ιστορία του καθενός, άπειρα κβαντικά σύμπαντα (όπως θα έλεγε και κα’νας τσαρλατάνος …κβαντικός μέντορας), εν τούτοις τελικά μία είναι η ζωή και η πορεία της, απλά εκ των υστέρων προσπαθούμε μια βρούμε μια αφήγηση, μια αιτιατή αλυσίδα η οποία να καταλήγει …ντετερμινιστικά στον παρόντα εαυτό μας, κοτζάμ έθνη το κάνουνε αυτό, εμείς γιατί όχι;
Και κάπως έτσι μπορείς να ανασυνθέσεις με μουσικές και στιχουργικές ψηφίδες μια ζωή που έζησες, μια ζωή που δεν έζησες ή που θα ήθελες να ζήσεις διασχίζοντας ένα πρωινό τον κόσμο, «τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι» (Κλεμμένο ποδήλατο-Stereo Nova), «how many times I stared at clouds/thinking that I saw you there» (Beloved - VNV Nation), θραύσματα που δεν χρειάζεται να συμπυκνώνουν απαραίτητα μια συμπαντική σοφία (Loving the sinner and hating the sin- The Dream Syndicate), αλλά και μια στιγμή μόνο, μια εικόνα, «c'est triste Orly le Dimanche» (Orly - Jacques Brel από το συγκλονιστικό του κύκνειο άσμα), ένα συναίσθημα, «μήπως ξέρεις κάποιο μέρος που να φοβάμαι λιγότερο;» (Φεύγεις; - Εν Πλω), νοσταλγία, «μ’ άλλον μαζί είδα την Αφροδίτη σου κι άλλοι έχουν το σπίτι της Ειρήνης», (το καρυωτάκειο «Σε παλιό συμφοιτητή» της Λένας Πλάτωνος σε στοιχειωτική ερμηνεία της Σαβίνας Γιαννάτου), «Emma’s house is empty, so why do I call it Emma's house?» (Emma’s House – Field Mice), μοναξιά, «Λίνα, Λίνα, πως κοιμάσαι μόνη σου, πανάθεμά σε» (Λίνα – Νικόλας Άσιμος), «and turning out the light/I must have yawned and cuddled up for yet another night/and rattling on the roof I must have heard the sound of rain» (The day before you came – ΑΒΒΑ), και ελπίδες αιωνιότητας, «what seems like an interlude now could be the beginning of love» (Interlude – Timi Yuro, κι ας το μάθαμε από Μοζ και Σιού), και εφηβικά μελοδράματα, «I could live a little better with the myths and the lies/ When the darkness broke in, I just broke down and cried» (She’s lost control - Joy Division), αλλά και οργή συμπυκνωμένη και ανήμπορη, «δήμιοι ευυπόληπτοι πολίτες» (38 χιλιοστά - Αδιέξοδο), και καθημερινότητα ήσυχα και στυγνά επαναλαμβανόμενη σαν μια διαδρομή στο μετρό, «βγάζω να δω το κινητό για να δείξω στους συνεπιβάτες μου ότι έχω κι εγώ φίλους» (Είμαι αυτός – The Boy) μέχρι απρόσμενες συναντήσεις, «βρήκα στο PC μια playlist Ρουβά μέχρι μέταλ, κάτι πήγε στραβά αισθητικά» (Είχες άλλα μυαλά - Another Dyke).
Στίχοι με μουσική λοιπόν και ασφαλώς, ένα σύμπλεγμα που μοιάζει αξεδιάλυτο, μορφή/φόρμα και περιεχόμενο σε δυναμική αλληλεπίδραση, διαλεκτικής σύνθεσης και αντίθεσης ενίοτε. Και ξεπερνώντας αδιέξοδα δίπολα τύπου κότας-αυγού, όπως τονίσαμε ήδη από την εισαγωγή, εν αρχή ην όντως ο λόγος, κι αν πατήσουμε για πολύ το rewind και βρεθούμε τούτη τη φορά πολλές χιλιάδες χρόνια πίσω, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε γύρω από την αρχέγονη φωτιά κάποιον πρόγονο μας homo με καλή και δυνατή φωνή να διηγείται τις περιπέτειες της ημέρας αλλά και των παλαιότερων, σαν ένα είδος εκπαίδευσης αλλά και ψυχαγωγίας, μια μετατροπή της καθημερινότητας σε αναπαράσταση λιγότερο τρομακτική και πιο διαχειρίσιμη, και κάπου ίσως εκεί να βρέθηκε κι ένας μερακλής με ένα πρωτόγονο αυτοσχέδιο όργανο ή μια απλή ρυθμική βάση να συνοδέψει και να υπογραμμίσει τα λεγόμενα. Γιατί ναι, «I know the power of words, I know the tocsin of words», για να μνημονεύσουμε τα λόγια του Μαγιακόφσκυ μέσα από την εκτέλεση των Mecano στο συγκλονιστικό «Untitled», ναι, «η γλώσσα κόκκαλα έχει και κόκκαλα τσακίζει» που λέει ο λαός, και ναι, «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις» συνιστούσε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, εν τούτοις η μουσική, ο οργανωμένος ήχος δηλαδή, μπορεί να χρησιμεύσει και σαν …βαριοπούλα που θα καρφώσει βαθύτερα λέξεις και νοήματα, και ακόμη παραπέρα, να δώσει έκφραση στα άρρητα και στα ανείπωτα, να ανοίξει τον δρόμο για την αχανή πέραν των λέξεων χώρα, να πει πολλά χωρίς να πει τίποτε («In a manner of speaking»). Και ναι, λατρεύουμε την ποίηση χωρίς μουσική, όπως και την μουσική χωρίς ποίηση (χωρίς διαζευκτικά «ή», ελιτισμούς και την κάπως εστέτ στεγνή εγωκεντρικότητα –ας μου επιτραπεί ο «ψυχολογισμός» αυτός- που χαρακτηρίζει πολλούς καθαρολόγους των εν λόγω ειδών), αλλά το τραγούδι ήταν αυτό που έδενε την κοινότητα (φτάνοντας μέχρι τις μικροκοινότητες των ημερών μας), που αποτελούσε κοινωνικό γεγονός και συγκολλητικό αρμό, που λειτουργούσε ακόμη και ως διαμεσολαβητής και ενισχυτής των μοναχικών λόγων των ποιητών, φέρνοντας τους σε επαφή με το πλατύ κοινό. Κι ας έχει ταλανίσει τούτη η διαμεσολάβηση την μουσική πραγματικότητα τούτου του τόπου, συνοδευόμενη συχνά από την ψευδοδιάκριση ανάμεσα σε στίχους και στιχάκια, ποιητές και στιχουργούς, όπου κάθε «ένα (και ουχί όπως ήδη μάθαμε …ένατο) το χελιδόνι» υπάρχουν αναρίθμητες μουσικές κακοτεχνίες πασπαλισμένες με σοβαροφάνεια και με το άλλοθι της «ποίησης» των «ανωτέρων σφαιρών». Και το ανάποδο επίσης: όσο και αν παπαγαλίσουμε προκρούστειες αποφάνσεις τύπου «το μέσο είναι το μήνυμα», δεν μπορεί να αγνοηθεί το ότι πολλά (ειδικά στον χώρο του ροκ) ακόμη και ιστορικά άσματα στιχουργικά λένε απλά συνθήματα («δεν μπορώ να ικανοποιηθώ»), κοινοτοπίες, α-νοησίες έως και μπαρούφες χάριν της ρίμας που κάνουν την διασταύρωση έγγυου (sic) και φερέγγυου στο γνωστό άσμα να μοιάζει …υψηλή τέχνη. Και κάπου εδώ ίσως δίνεται και μια έμμεση απάντηση σε ένα άλλο δίλημμα που ταλάνισε και αυτό (και εν μέρει το κάνει ακόμη) την εγχώρια σκηνή: ελληνικός στίχος ή ξένος (και δη αγγλικός, τι άλλο;). Θυμάμαι σε ένα ντοκυμαντέρ για την ισλανδική σκηνή, ένα indie γκρουπ να δηλώνει αφοπλιστικά ότι ο λόγος που προτιμούν τα αγγλικά, δεν είναι ότι θέλουν να κάνουν διεθνή καριέρα, ότι έτσι εκφράζονται, ότι τα ισλανδικά …δεν ταιριάζουν στην φόρμα του ροκ και άλλες τέτοιες προφάσεις, αλλά απλά για να μην δίνουν σημασία οι συμπατριώτες μας στο τι βλακείες τραγουδάμε (εντάξει δεν το είπανε έτσι ακριβώς, αλλά το πνεύμα αυτό είναι).
Σημειώνοντας ότι τα ηνία έναντι του λόγου ότι η μουσική τα ανέλαβε ειδικά από την εποχή του ρομαντισμού (ήτοι του ατομικισμού) και μετά, εν τούτοις θα ξαναπιάσουμε το νήμα από τον πανάρχαιο πρόγονό μας και ακολουθώντας το μέσα από τους αιώνες, μέσα από ραψωδούς και περιπλανώμενους τροβαδούρους του Μεσαίωνα των οποίων τα τραγούδια να κρατούν έως και ώρες ακόμη (δεν υπήρχε βλέπετε ακόμη το εμπορικό φίμωτρο του τρίλεπτου), θα φτάσουμε στις μέρες, και για να ξαναβάλω το προσωπικό στοιχείο, ότι με συγκινούν τέτοια τραγούδια-αφηγήσεις, που διηγούνται μια ιστορία με αρχή μέση και τέλος, που μπορεί να είναι φανταστική, όπως η ναυτική περιπέτεια εκδίκησης των The Decemberists «The mariner's revenge song» που καταλήγει (spoiler alert!) στην κοιλιά μιας φάλαινας, μαγικά ρεαλιστική όπως η πολεμική περιπέτεια στις ζούγκλες του Βιετνάμ «Camouflage», τραγουδισμένη σε μασημένα καουμπόικα αμερικάνικα από τον Stan Ridgway («then a bullet with my name on it came buzzin' through a bush/and that big marine, he just swat it with his hands») βγαλμένη λες από τις ασπρόμαυρες σελίδες περιοδικών σαν το ΚΡΑΝΟΣ ή την ΜΑΧΗ που διαβάζαμε κάποτε. Η απόλυτα ρεαλιστική, όπως στην «Ιστορία της Μαρίας», την επική διλογία του Βασίλη Νικολαΐδη μέσα από την οποία περνά με ανελέητα δηκτικό χιούμορ όλη η μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας και με τον στίχο «όσοι λύσσαξαν στις φάπες, γίνονται ύστερα οι πιο φρικτοί σατράπες» να έχει αποτυπωθεί στην μνήμη μου και να επιβεβαιώνεται διαρκώς σαν μια σοφία αποσταγμένη από την ζωή.
Την οποία ζωή, κι αν όπως είπαμε δεν την αλλάζει το τραγούδι, την κάνει ωστόσο κάπως πιο αξιοβίωτη, και μπορεί ίσως να σε προικίσει με κάποια δόση ενσυναίσθησης, να σε βγάλει από το εγωκεντρικό σου πετσί, έστω και να προσεγγίσεις τον εαυτό σου μέσα από άλλους ανθρώπους, από τα μικρά και μεγάλα ανθρώπινα δράματα που είναι τόσο ίδια και τόσο διαφορετικά για τον καθένα (για να διασκευάσω …Βαμβακούλα δυο-τρία είναι όλα κι όλα τα θέματα, τα εξής δύο: συμπληρώστε κατά βούληση Έρωτα ή Θάνατο). «Όλα είναι ίδια αν δεν τ’ αγαπάς» είχε γράψει κάποτε ο Ορφέας Περίδης, πιάνει από ανθρώπους μέχρι μουσικές. Ειδικά τις ξένες και τους ξένους. Πάντα είχα μια έλξη προς το ξένο, ίσως γιατί μου ήταν ένα οικείο συναίσθημα, «it isn’t my fault that I’m strange», μια συγκλονιστική λέξη προς λέξη ερμηνεία από τον Κινέζο των Tuxedomoon που ζωντάνευσε τις αθάνατες σελίδες του Καμύ για ένα «smalltown boy» (Bronski Beat) που ήθελε να ξεφύγει από ένα πνιγηρό επαρχιακό κλίμα. Μέχρι που ήρθανε και άλλοι ξένοι, πιο ξένοι ακόμη στην πατρίδα του, στους σκοτεινούς διαδρόμους των πολυκατοικιών και στα ασανσέρ αντηχούν άλλες γλώσσες ανοίκειες και ακατάληπτες, «εμιγκρέδες της Ρουμανίας, πιθανότητες ευτυχίας στην περιοχή της Αμερικάνικης Πρεσβείας» (η λεπτεπίλεπτη ανθρώπινη ποιητική της Λένας Πλάτωνος), πίσω μπορεί να έχουν αφήσει ολάκερες ζωές, «über euer Scheiß Mittelmeer/Käm’ ich, wenn ich ein Turnschuh wär», πάνω από την κωλο-Μεσόγειό σας θα πέρναγα αν ήμουν αθλητικό παπούτσι, ο σκληρός στίχος των Die Goldenen Zitronen, κι έξω ανεμίζουν πάλι οι σημαίες του μίσους, «the Nazis changed, but they never went away!» (Enough is enough - Chumbawamba), «Ελλάδα, χώρα της ντροπής, και γι’ άλλους κρύο σπίτι/ξέχασες που `ναι ιερό το βλέμμα του ικέτη/Τώρα πια οι μισάνθρωποι σε σέρνουν απ’ τη μύτη» (Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ - Θανάσης Παπακωνσταντίνου), σαν να ξεχάστηκαν οι μάνες που μιλούσαν για τα παιδιά τους και έλιωναν, τα «νούμερα οχτώ» στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές. (…) Μια χειμωνιάτικη βραδιά στο Ντίσελντορφ, στην κανονικά πολύβουη περιοχή με τα μπαρ που είναι τώρα παράδοξα έως και σκιαχτικά ερημική, με τον αέρα να φυσά και να παίρνει τους λίγους βιαστικούς διαβάτες, από ένα από τα μπαρ ακούγεται μια καραόκε απόδοση του «Griechischer Wein» του Udo Jürgens, εκείνου του τραγουδιού που μιλούσε για την μοναξιά του Gastarbeiter και για την νοσταλγία της πατρίδας, που έγινε επιτυχία μεγάλη στην επικράτεια του κιτς γερμανικού λαϊκού τραγουδιού, που το είπε μετά και στα ελληνικά σαν «Phile Kerna Krassi» με χαριτωμένα αδέξιο στυλ, που εδώ αυτή την ερημική και παγωμένη βραδιά, κι ας είσαι εσύ τουρίστας περαστικός, ακούγεται σχεδόν συγκινητικό… (και με το ερώτημα αν θα βρεθεί ένας ανάλογου βεληνεκούς Έλληνας τραγουδιστής να πει ένα τραγούδι για τους δικούς μας ξένους).
(…)
Το κουμπί του rewind το λιώσαμε σε αυτό το αφιέρωμα, μπρος-πίσω, μπρος-πίσω, «και τα χρόνια Παναγιά μου πως περνάνε» (Κορδέλα των Δήμου Μούτση, Γιάννη Λογοθέτη και φωνή Μοσχολιού), η ταινία της κασέτας με όλα αυτά έχει φθαρεί, και στην πραγματικότητα δεν γυρίζει ποτέ σωστά πίσω, τίποτε δεν είναι ίδιο ακόμη και αν είναι, το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα κι εσύ ένας τουρίστας με ρόδινα γυαλιά, «μα θα υπάρχει σε κάποιο χάρτη το τσίγκινό μας, Τάκη, καφενεδάκι/με το φεγγάρι και τις πρασινάδες», (Τάκης – Αρλέτα), το ραντεβού το 2001 το έχασες και έκτοτε πέρασαν άλλα τόσα και ακόμη περισσότερα χρόνια…
«Du willst noch leben irgendwann/doch wenn nicht heute wann denn dann/denn irgendwann ist auch ein Traum zu lange her», «θέλεις κάποτε να ζήσεις/αν όχι σήμερα τότε πότε;/γιατί κάποτε ακόμη κι ένα όνειρο θα είναι πια πίσω μακριά» (Kein zurück- Wolfsheim).