Violently Happy
Björk - Greatest Hits (One Little Indian, 08/11/2002)
Δηλαδή τώρα εμείς καλούμαστε να επιλέξουμε το greatest “Greatest Hits” ε; Χμμμμ… δύσκολο εγχείρημα και συνάμα πανεύκολο για μένα. Τι θέλω να πω όμως.
Μου φαίνεται δύσκολο γιατί ποτέ δεν μπήκα στη λογική των “Greatest Hits” άλμπουμ. Ανέκαθεν τα θεωρούσα σαν ένα μικρό διάλειμμα για τους καλλιτέχνες ώστε να εξακολουθούν να μένουν στο προσκήνιο μουσικά αλλά κυρίως εμπορικά, βάζοντας και κάποιο ακυκλοφόρητο κομμάτι σαν τυράκι για τους πιστούς φανς. Εν ολίγοις τα σνόμπαρα και αν υπάρχουν στον σκληρό μου δίσκο “Greatest Hits” είναι περισσότερο για αρχειακούς λόγους παρά για ακρόαση. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις που αγόρασα ένα “Best of” διερευνητικά, για να πάρω δηλαδή μια ιδέα από τη δουλειά ενός συγκροτήματος και να αποφασίσω στη συνέχεια αν αξίζει τον κόπο να ασχοληθώ εκτενέστερα με τη δισκογραφία του. Δε θυμάμαι να έχει πάει καλά αυτό, αλλά τέλος πάντων.
Συνεπώς η επιλογή του greatest “Greatest Hits” ήταν μονόδρομος, καθώς η μοναδική φορά που αγόρασα συνειδητά και με μεγάλο ενθουσιασμό - σε βινύλιο κιόλας – άλμπουμ με τα καλύτερα, είναι η περίπτωση της Björk πριν από 19 χρόνια.
Αρχικά με εντυπωσίασε αυτό που λέμε «το περιτύλιγμα», η έκδοση δηλαδή του βινυλίου - διπλό gatefold, με ένα ασπρόμαυρο σουρεαλιστικό εξώφυλλο το οποίο θα μπορούσε να έχει ζωγραφίσει ένα πεντάχρονο με ψυχωτική διαταραχή. Πίσω από το υποχθόνιο αυτό σχέδιο το οποίο ονομάζεται “The conquest of the polyconsoler“ (η κατάκτηση της πολυκονσόλας, κάτι σαν την εκδίκηση του γιγαντιαίου μουσακά), κρύβεται μια φίλη της Björk, η Gabriela Fridriksdóttir, με κοινή καταγωγή και avant garde αισθητική.
Όπως η ίδια η Björk αναφέρει σε μια συνέντευξή της, και οι 2 είχαν να παλέψουν με 4 «κλαδιά» τα οποία έχουν ρίζες όπως και οι ίδιες σε μια απόμακρη, παρεξηγημένη και τότε όχι ακόμα δημοφιλή χώρα, έχοντας να αντιμετωπίσουν έναν διαρκή αγώνα για να δημιουργήσουν κάτι δικό τους “from scratch”. Αυτή ακριβώς την αγωνία κλήθηκε να αποτυπώσει εικονικά η Gabriela.
Όσον αφορά τώρα στο περιεχόμενο, ο συγκεκριμένος δίσκος αποτελεί μια αναδρομή της μέχρι τότε καριέρας της και περιλαμβάνει 14 τραγούδια τα οποία επιλέχτηκαν μέσα από μία ψηφοφορία των φαν της στην ιστοσελίδα της.
Όχι ότι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία έπαιξε ρόλο στην αξιολόγησή του μια και τα 4 πρώτα άλμπουμ της, “Debut”, “Post”, “Homogenic” και “Vespertine” είναι για μένα τα καλύτερά της. Μετά άρχισα να τη χάνω μουσικά, χωρίς όμως να πάψω να την εκτιμώ καλλιτεχνικά.
Αυτό το τυράκι που ανέφερα στην αρχή, υπάρχει και εδώ και είναι το τελευταίο κομμάτι, από τα συνολικά 15. Ονομάζεται “It’s in Our Hands” και είναι ένα μικρό μουσικό διαμάντι σε συμπαραγωγή με τους Matmos με τα χαρακτηριστικά σπασίματα στη φωνή της Björk να ταιριάζουν απόλυτα με τα ηλεκτρονικά beats. Μικρή παρένθεση: Η live εκδοχή του από το Royal Opera House την ίδια χρονιά (2002) με συνοδεία χορωδίας από τη Γροιλανδία, είναι ακόμα πιο απολαυστική.
Ένα παράπονο έχω μόνο από το tracklist. Λείπει το “Violently Happy” από το ομώνυμο ντεμπούτο – απορώ πραγματικά πως δεν ψηφίστηκε! Από την άλλη, δεν μου έλειψε καθόλου το “It’s Oh So Quite” το οποίο θεωρείται η μεγαλύτερη επιτυχία της φτάνοντας στη θέση 4 στο Ηνωμένο Βασίλειο (τα κουτσομπολιά λένε ότι η ψηφοφορία δεν ήταν και πολύ έγκυρη, όχι ότι έχει σημασία βέβαια).
Εν κατακλείδι, αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι αυτός ο δίσκος είναι για μένα ένα αναμνηστικό κειμήλιο για το οποίο καμαρώνω και με συγκινεί ακόμα και σήμερα όταν ανακαλώ την έκπληξη που αισθάνθηκα όταν είδα για πρώτη φορά το video clip του “Human Behaviour” στο MTV και αμέσως κατάλαβα πόσο ξεχωριστό, γνήσιο και ταλαντούχο είναι αυτό το πλάσμα το οποίο λίγο αργότερα με μύησε στις ομορφιές της Ισλανδίας και έβαλα από τότε στόχο να επισκεφτώ κάποια στιγμή αυτό τον μαγικό τόπο. Και το κατάφερα. Και το οφείλω στη Björk Guðmundsdóttir, το πιο εξαγώγιμο προϊόν της το οποίο με κάνει να νιώθω “Violently Happy”.