Viva hate …indie
Μπορώ να ακούσω σχεδόν τα πάντα και να αντλήσω ευχαρίστηση από κάθε ένα είδος μουσικής ξεχωριστά. Σαφώς υπάρχουν και αδυναμίες ή έρωτες που δεν λένε να κοπάσουν σε μουσικά είδη, προσωπικότητες, δίσκους και συγκεκριμένες αισθητικές αλλά Δόξα τον άγιο δισκοπώλη μου δεν έχω αφήσει μουσική για μουσική ήσυχη ανά τον κόσμο χωρίς τουλάχιστον να έχουμε φλερτάρει έστω και για λίγο μαζί. Μπορώ άνετα κιόλας και χωρίς κανέναν ενδοιασμό να είμαι ακόμα και ο εκνευριστικός “τ’ ακούω ολα” τύπος μέσα σε μια μουσική συζήτηση με την ουσιαστική διαφορά ότι πράγματι μπορώ να τα ακούω όλα, ανεξαρτήτως είδους και απλά κρατάω μόνο ότι μου αρέσει την δεδομένη στιγμή. Και μπορεί όπως όλοι μας να περνάω μεγάλες περιόδους με διάφορα κολλήματα και έντονο φλερτ σε κάποιες σκηνές, αλλά πάντα κρατάω τα αυτιά μου ανοιχτά για όλες τις μουσικές του κόσμου.
Λίγα πράγματα δεν αντέχω στην μουσική, κι όταν λέω δεν αντέχω εννοώ ότι δεν μπορώ να μπω καν στην διαδικασία ακρόασης έστω και από περιέργεια. Νιώθω μια τεράστια βαρεμάρα επί της αρχής για κάποιες μουσικές και πολλές φορές η βαρεμάρα γίνεται απέχθεια για συγκεκριμένες περιπτώσεις. Δεν στέκομαι μεμονωμένα σε δίσκους, καθώς η πρώτη μου μεγάλη αντιπάθεια έχει να κάνει με ολόκληρη την indie σκηνή, όσο μεγάλη και αμβλεία μπορεί αυτή να είναι, με όσους νοματαίους και δίσκους και αν εμπεριέχει μέσα. Είναι σαν κάποιο αλλεργικό αντανακλαστικό που με κάνει να αντιδρώ –ή αν το δεις αλλιώς, να μην αντιδρώ– σε κάθε τυπικό indie δίσκο που διακατέχεται από την τυπική indie αισθητική. Ποτέ δεν κατανόησα τα indie μεγαλουργήματα που γαλούχησαν τους Έλληνες (και όχι μόνο) ακροατές εκεί στα χρυσά χρόνια του ήχου την πρώτη δεκαετία 2000-2010. Δίσκοι που χρίζουν κριτικής και λαϊκής αποδοχής εγώ απλά δεν μπορώ να τους ακούσω, σε σημείο δε, που πολλές φορές με ενοχλούν κιόλας. Και μπορεί, γράφοντας “τυπικό indie” να παραείναι αυθαίρετος ο χαρακτηρισμός και αρκετά ευρύς, για αυτό ανοίγω μια μηχανή αναζήτησης και πληκτρολογώ και ψάχνω να θυμηθώ ποιοι θεωρούνται οι καλύτεροι indie δίσκοι των τελευταίων π.χ. είκοσι χρόνων για να μπορέσω να δώσω μια καλύτερη εικόνα του τι εννοώ.
Με ένα γρήγορο σκρολάρισμα βλέπω ένα σωρό από δαύτους, όλοι τους αναγνωρισμένοι, ίσως και σε σημεία υπερτιμημένοι να έχουν μπει στο προσωπικό πάνθεον πολλών ακροατών. Θυμάμαι τους Arcade Fire να σπέρνουν έναν –bigger than life– μουσικό χαμό και εγώ απλά να πλήττω κάθε φορά που ανάγκαζα τον εαυτό μου να ακούσει οποιαδήποτε μουσική τους με το πρόσχημα “ε αφού τους εκθειάζουν όλοι, κάτι πρέπει να έχουν…”. Η ίδια ιστορία για τόσους άλλους που δραστηριοποιήθηκαν στην συγκεκριμένη σκηνή. Κάποιους Modest Mouse, Wilco, Wolf Parade Bright Eyes, Beach House, Shins, Vampire Weekend, Weezer, Neutral Milk Hotel και η λίστα ατελείωτη με ένα σωρό μπάντες. Παρεμπιπτόντως όλοι αυτοί που έχουν χαθεί τα τελευταία χρόνια; Χμ... ίσως αυτό να εννοούν οι γνώστες του είδους όταν λένε ότι το indie έχει πεθάνει εδώ και χρόνια.
Και για να μην αφορίζω γενικά και απροσδιόριστα μια ολόκληρη σκηνή επειδή πολύ απλά δεν αρέσει σε μένα, στην οποία προφανώς υπάρχουν και καλοί δίσκοι, ας αρκεστούμε λοιπόν στο ότι απλά αγνοώ και βαριέμαι του θανατά τους 20-30 μεγάλους-καλύτερους και πιο αντιπροσωπευτικούς δίσκους της εν λόγω σκηνής της προηγούμενης δεκαετίας. Γεγονός άρα που οδηγεί σε μια γενικότερη απέχθεια προς το μεγαλύτερο μέρος της indie σκηνής. Και μπορεί με αυτόν τον τρόπο να είναι σαν να έχω ακυρώσει την μισή μουσική παραγωγή της εν λόγω δεκαετίας αλλά –μεταξύ μας αυτό– μου ήταν πολύ βολικό διότι μου έδωσε τον χώρο να ελίσσομαι σε βάθος σε άλλα είδη που με γέμιζαν πολύ καλύτερα σαν ακροατή.
Ίσως σε παρόμοιο μήκος κύματος και μέρος ενός μεγαλύτερου indie συνόλου να είναι και η δεύτερη αντιπάθεια μου, ο λόγος για τον Morrissey. Αν με το indie συναπάντημα είμαι αλλεργικός με τον εν λόγω κύριο, η αλλεργία προς το πρόσωπο του και την μουσική του είναι μη διαχειρίσιμη, ικανή να με αρρωστήσει. Εκ των προτέρων –να με συμπαθάτε οι πολλοί φίλοι του– αλλά λίγες άλλες μουσικές προσωπικότητες μου δημιουργούν τέτοια αδιαφορία και μιλάμε δα ότι ζούμε την τελευταία δεκαετία που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα σωρό R’n’B και rap φελλούς που κάνουν τα πάντα για να επιπλεύσουν για 5 λεπτά στον αέρα του youtube. Απάλευτοι, ιδιαίτερα εκνευριστικοί, εμφανώς αγράμματοι χωρίς ίχνος παιδείας. Κι όμως, όλοι αυτοί είναι οι βασιλιάδες της εφήμερης λαϊκής αποδοχής που δυστυχώς πλέον απαρτίζουν στην πλειονότητα της την μαζική ποπ κουλτούρα.
Και στην περίπτωση του Morrissey, αυτο-μαστιγώθηκα, κι έκατσα ουκ ολίγες φορές σε διάφορες φάσεις της ζωής μου με σκοπό να ακούσω την μουσική του για να έχω κι εγώ βρε αδερφέ μιαν άποψη επί του –φαινομενικά– μεγάλου κεφαλαίου που έχει δημιουργήσει στην ποπ μουσική. Μπορεί και να το έκανε, μπορεί. Αλλά όσο κι αν προσπάθησα, κι όσο καν δαγκώθηκα κατά την διάρκεια, δεν μπόρεσα να πιαστώ από τίποτα και να πάω παρακάτω. Η pop του με αφήνει παγερά αδιάφορο και αδυνατώ να αντλήσω έστω και λίγη ευχαρίστηση ακόμα και από τα hit-άκια του που τόσες γενιές γαλούχησαν, τόσο airplay και αναγνώριση έχουν πάρει. Απανωτοί δίσκοι και τραγούδια που συνεχίζουν να απομυζούν και να συντηρούν μια καριέρα που έχει πάρει την κατιούσα και μιαν ανύπαρκτη έμπνευση που έχει αρχίσει κιόλας να ξεκουτιάνει με κοινωνικά σχόλια άνευ ουσίας και ροκσταριλίκια με αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές που απλά χτίζουν τον μύθο του ροκ-σταρ και κατεδαφίζουν πανηγυρικά τον μύθο του δημιουργού. Και μπορεί παλιά η μουσική να ερχόταν με φόρα από τα επαναστατικά 80s και να είχε να πει κάτι, τώρα μιλάει η κούφια διασημότητα και οι αλλεπάλληλες ρηχές, άνισες δισκογραφικές προσπάθειες του ενός –σχεδόν καλοστεκούμενου– κομματιού.
Από την μια δεν είναι δα και ο πρώτος που αντλεί υπεραξία από το παρελθόν εκταμιεύοντας την στο παρόν ακατάσχετα, άστοχα και χωρίς καλλιτεχνικό αντίκρισμα, από την άλλη δε, πήξαμε με όλους αυτούς τους δεινόσαυρους που δεν λένε να κάτσουν σπίτι τους από την στιγμή που δεν έχουν να προσφέρουν κάτι το καίριο, το τωρινό, σε μια εποχή που τρέχει με 200 και κάθε της στιγμή αλλάζει βίαια, ταχύτατα. Σαφώς και δεν θα περίμενα μια ηχητική επανάσταση από τις συνθέσεις του Morrissey εν έτει 2020, αλλά θα ήθελα μια μουσική επαγρύπνηση, μια τσαχπινιά και μια πιο ορθή κοινωνική αντίληψη όπως τόσοι άλλοι συνομήλικοι του έχουν να προσφέρουν.
Φαντάζομαι ο Morrissey δεν απευθύνεται στις άγουρες μάζες του 2020 με το μουσικό προφίλ που έχει, ωστόσο απλά συντηρείται στην επιφάνεια από τους πάλαι ποτέ νεανίες των 80s-90s που νιώθουν όμορφα και σίγουρα να ξαναγυρνούν στο οικείο και το γνώριμο άκουσμα της φωνής του Morrissey. Ανήκει σε αυτούς, που έχουν την γνώση, την εμπειρία και την διαλλακτικότητα να είναι πιο επιεικείς στην κρίση τους στο καλλιτεχνικό του έργο λόγω πρότερης ένδοξης μουσικής σχέσης μεταξύ τους. Πολύ καλώς, αλλά η ξερή νοσταλγία είναι μια σκύλα που δεν ρουπώνει με τίποτα.
Και ενώ μπορώ να κατανοήσω εν μέρει την κάποια συνεισφορά του στην μοντέρνα ποπ κουλτούρα. Μπορώ να κατανοήσω και γιατί αρέσει η μουσική του σε τόσο κόσμο, αλλά πολύ απλά ποτέ δεν μπόρεσα να τον ακούσω και να τον δεχτώ εγώ προσωπικά σαν ένα καλλιτέχνη σημαντικό που θα πρέπει να με απασχολεί την σήμερον ημέρα.