Βουτιά στο βινύλιο
‘Όχι μόνο η εικόνες αλλά και οι μυρωδιές έχουν μνήμη. Στην πόλη των παιδικών μου χρόνων που συνεχίζω να ζω έως σήμερα, είχα στην δεκαετία του εβδομήντα τις πρώτες μου επισκέψεις στα δισκάδικα που με δεδομένη την πενιχρή πληροφόρηση, το παρατεταγμένο βινύλιο στην βιτρίνα και τα ράφια φάνταζε απέραντη όαση «οπτικής» μουσικής.
Ελλείψει σπουδαίων μουσικών εντύπων, η καθημερινή μουσική παιδεία ήταν το ραδιόφωνο και ένα μπλοκάκι με ένα στυλό για να σημειώνω ό,τι μου «φαινόταν» ότι μου άρεσε ή ό,τι μου προτείνονταν σαν «φρέσκο», μοδάτο, επίκαιρο, σημαντικό, προοδευτικό και σύγχρονο.
Η μετάφραση όλων των παραπάνω κατέληγε σε ένα πικάπ Phillips του πατέρα μου με αποσπώμενα ηχεία που κούμπωναν μεταξύ τους και έκλειναν σαν καπάκι από πάνω για να μεταμορφώσουν το πικάπ σε ένα μικρό βαλιτσάκι που μπορεί να μεταφερθεί στην ύπαιθρο με μια τσάντα δίσκους μικρούς-μεγάλους και μια μπαταρία αυτοκίνητου για να μπορεί να έχουμε και την απαραίτητη πηγή ηλεκτρισμού.
Τα δισκοπωλεία της πόλης μου δεν διέφεραν σε μέγεθος και βιτρίνα από όλα τ’ άλλα συνηθισμένα εμπορικά μικρομεσαία καταστήματα. Αν το βλέμμα σου δεν επέμενε στην βιτρίνα τους τα προσπερνούσες, αφού οι εκτεθειμένοι, κυριολεκτικά δίσκοι της βιτρίνας, πολλές φορές με μόνο το εξώφυλλο χωρίς το δίσκο, αφού αν «πουλούσε» ο συγκεκριμένος τον κρατούσε ο καταστηματάρχης σαν «μήτρα» για αντιγραφές σε κασέτες, είχαν ξεθωριάσει από τον ελληνικό ήλιο και είχαν γίνει αγνώριστοι ως προϊόν.
Τα ονόματα τους είχαν συνήθως το όνομα του ιδιοκτήτη – τεράστιο ατού για επαρχιακό κατάστημα – αφού του μαγαζί του «Πανάγου», του «Σταύρου», του «Σιμορέλη», του «Καλαμπάκα», ήταν σαν συνθηματικά αναγνώρισης πιο δυνατά από τα “Studio Hi-Fi”, “Odeon”, “Pan-Van” και άλλα μάλλον ακαταλαβίστικα για τις περασμένες δεκαετίες, πριν το Internet τ’ αλλάξει όλα δια μαγείας.
Πριν ακόμα η ξένη μουσική στην επαρχία αποκτήσει ικανούς οπαδούς για να κάνουν εμφάνιση τα πρώτα «εξειδικευμένα» μαγαζιά, είτε δισκάδικα, είτε ντισκοτέκ, κλαμπ και παμπ με αποκλειστικά ξένη μουσική, τα δισκοπωλεία ήταν χωρισμένα σαν την Κύπρο, με την γραμμή του Ατίλλα. Αριστερά των εισερχομένων τα Ελληνικά (συνήθως λαϊκά έως βαριά ασήκωτα) και δεξιά τα Ξένα, όλα μαζί μπερδεμένα, δίπλα δίπλα Iron Butterfly, Santa Esmeralda, Enrico Macias, Fausto Papetti, Beatles και μουσική από το Εβραϊκό!! «Γρανίτα από Λεμόνι» ειδικά για τα νεανικά μας πάρτυ.
Γυρνούσα από δισκάδικο σε δισκάδικο αλλά ο μόνος «οδηγός πόλης» ήταν το αυτί του καθενός και ίσως κάποιος μεγαλύτερος που έτυχε ν’ ακούσει όλο το “Days of Future Passed” των Moody Blues και όχι μόνο το χιτ “Nights in White Satin” που έτσι κι αλλιώς μπορούσες να το ακούσεις είτε στο ραδιόφωνο είτε στην ντισκοτέκ είτε ακόμα και σε γαμήλιο γλέντι.
Αν δεν έφταναν όλες αυτές οι πληροφορίες, έβαζες βαθιά το χέρι στο χαρτζιλίκι του μπαμπά και έπαιρνες τον έναν δίσκο – δεν υπήρχαν λεφτά για δεύτερο – και αφού τον μύριζες καλά-καλά στην αρχή από εξώφυλλο έως εσώφυλλο πήγαινες κατευθείαν στο πικάπ του μπαμπά και αφού έβαζες στην θέση τον σκονισμένο από την προηγούμενη μέρα δίσκο του Γερολυμάτου που είχε ως συνήθως ξεχαστεί στο πλατό, έβγαζες με ευλάβεια τον δικό σου, που είχες ακούσει γι’ αυτόν τα καλλίτερα κλισέ από τον καταστηματάρχη, όπως «φοβερός», «ακούγεται πολύ τελευταία» ή «λίγο που τον άκουσα που φάνηκε καταπληκτικός» και άλλα τέτοια κομπλιμέντα επαρχιακού μάρκετινγκ περασμένων εποχών.
Οι εποχές όμως είτε το θέλουμε είτε όχι αλλάζουν, τα δισκάδικα από την επαρχία είναι πιο σπάνιο είδος και από τον τελευταίο λευκό ελέφαντα, οι μυρωδιές της στοάς με το δισκάδικο και την ταμπέλα με τα έντονα μαύρα γράμματα «Γράφονται 60άρες και 90άρες κασέτες maxell» έχει κατεβάσει ρολά και ο καταστηματάρχης είναι πλέον συνταξιούχος που περνά τον ελεύθερο χρόνο του στο ίδιο μέρος αλλά στο μοναδικό καφενείο της γωνίας.