You wear it well!
Όσοι με γνωρίζουν προσωπικά, ξέρουν καλά ότι ντύνομαι σχεδόν αποκλειστικά με μπλουζάκια από συγκροτήματα! Κι αυτό όχι τώρα, η ιστορία ξεκινάει από πολύ παλιά, από την εφηβεία μου! Αν θα πρέπει να ανιχνεύσω τις απαρχές της, φέρνω στη μνήμη μου το καλοκαίρι μιας χρονιάς στις αρχές της δεκαετίας του ’80 (1982 ίσως;), όπου σε μία βόλτα (με τους γονείς μου, ηλικιακά δε γινόταν αλλιώς) στο Μοναστηράκι, είχα δει μια μπλούζα με στάμπα των Doors επάνω, ένα συγκρότημα που άκουγα φανατικά εκείνο το καλοκαίρι. Επέμεινα να μου το πάρουν, κι όταν αυτό έγινε, το φορούσα νυχθημερόν. Φορώντας το, ένιωθα ότι δε χρειαζόταν καν να μιλάω στους άλλους. Όσα είχα να πω, μπορούσε οποιοσδήποτε να τα εισπράξει βλέποντας απλά το μπλουζάκι μου. Αυτός ήμουν, άκουγα Doors, αν σε ενδιέφερα με κάποιο τρόπο θα έπρεπε να δεχτείς την ταυτότητά μου όπως τη δήλωνα με την ενδυματολογική επιλογή μου. Λίγο ή πολύ, η λογική αυτή κρατάει μέχρι σήμερα, με κάποιες μικρές αλλαγές στο πως βλέπω πια τα πράγματα και το πόσο σημασία δίνω πια στο πώς βλέπουν οι άλλοι τη λόξα μου αυτή. Υποθέτω ότι όχι πως δε δίνω, ίσως όχι και τόση πολλή.
Λίγο αργότερα, μου χαρίζουν από μία μικρή ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία (στην οποία σύχναζα ψαχουλεύοντας τους δίσκους που έκαναν εισαγωγή, μαθαίνοντας τους τίτλους κι ακούγοντάς τους και αγοράζοντας πότε πότε και κάποιον με τα ελάχιστα χρήματα που είχα σαν χαρτζιλίκι) δύο t-shirts, ένα με το λογότυπο της Play It Again Sam κι ένα με ένα σχέδιο των Front 242 (και τα δύο άφαντα εδώ και χρόνια, για να προλάβω τις ευγενείς ορέξεις…). Από τότε δεν ξανακοίταξα πίσω, όπως λένε! Με κάθε ευκαιρία, εμπλούτιζα την ντουλάπα μου με νέα μπλουζάκια, νέα σχέδια, που να δηλώνουν τις νέες μου αγάπες για νέα συγκροτήματα. Με χαρακτηριστική ευκολία, το νούμερο έφτασε να γίνει τριψήφιο και να μπορώ παράλληλα να το σετάρω με διαφορετικό ρουχισμό, από τη στιγμή που τα t-shirts ξέφυγαν από το κλασικό χρωματικό μοτίβο των λευκών – μαύρων και προχώρησαν σε χρώματα που εκτείνονταν από το πράσινο και το κόκκινο σε γαλάζιο ή μπορντώ – χρώματα που σε κανονικές συνθήκες δεν θα φορούσα ούτε νεκρός, που λέει ο λόγος…
Δύο ήταν οι βασικές πηγές από τις οποίες αντλούσα σεβαστές ποσότητες καινούργιων μπλουζακίων: η πρώτη εξακολουθούσε να ήταν οι δισκογραφικές εταιρίες, που μου έστελναν πολλά και διαφόρων γκρουπ, ιδιαίτερα όταν έκανα εκπομπή στο ραδιόφωνο αλλά κι επειδή έγραφα σε περιοδικά (κι αυτό ήταν το μοναδικό «λάδωμα» που δεχόμουν από αυτές, μαζί με δωρεάν cds, για να λύσω την προαιώνια απορία πολλών που γράφουν κατά καιρούς για το πώς τα «παίρναμε» για να προωθούμε συγκεκριμένους καλλιτέχνες και δίσκους. Εκτός αν ήμουν ο μοναδικός Κώτσος του χώρου…). Ίσως φταίει και το ότι ήξεραν τη λόξα μου, και ήταν σίγουροι ότι θα τα φορούσα και δεν θα έμεναν χαμένα σε κάποια ντουλάπα! (Ήταν και εποχές που οι εταιρίες είχαν τόσα πολλά στα ράφια τους, από όσα τους έστελναν οι μητρικές, που δεν ήξεραν τι να τα κάνουν). Η δεύτερη ήταν από τις συναυλίες των ίδιων των συγκροτημάτων, καθώς βγαίνοντας από κάθε εμφάνιση που σε έχει ικανοποιήσει, θέλεις να πάρεις ένα σουβενίρ για να θυμάσαι τη βραδιά, μα και να στηρίξεις παράλληλα το γκρουπ με τα χρήματά σου. Χώρια τα μπλουζάκια που φτιάχνεις στα γνωστά μαγαζιά που μεταφέρουν τη στάμπα με το εξώφυλλο ή το λογότυπο όσων σε έχουν ενθουσιάσει τελευταία ή σε βάθη του όποιου χρόνου.
Θυμάμαι κάποια ιδιαίτερη ιστορία που να συνδέεται με κάποιο t-shirt; Μια φορά είχε χρειαστεί να πάω στο σπίτι της πεθεράς μου και μου είχε ανοίξει φορώντας ένα t-shirt με το logo των Beastie Boys, γεγονός που εξήγησε οδυνηρά γιατί εξαφανίζονταν κάποια μπλουζάκια από τη ντουλάπα μου (δεν τα έκλεβε, τα φορούσε επειδή ίδρωνε κάνοντας κάτι σπίτι μας, άλλαζε και μετά ξεχνούσε να τα επιστρέψει). Κάποια άλλη πήγα σε ένα φεστιβάλ ακραίου ήχου φορώντας ένα μπλουζάκι των Years & Years για πλάκα, αλλά κανείς δεν το έπιασε… Ευτυχώς εδώ που τα λέμε! Γενικά πάντως, θα έλεγα ότι όταν η μουσική είναι μεγάλο μέρος της ζωής σου, δεν είναι κι άσχημα να δείχνεις την αγάπη σου σ’ αυτή και με όσα φοράς. Κι όπως θα μετανιώνω για όσα δεν πρόλαβα να ακούσω σ’ αυτή τη ζωή, άλλο τόσο θα μετανιώνω για όσες στάμπες δεν πρόλαβα να φτιάξω και να φορέσω, σαν δεύτερο δέρμα, σαν προσωρινό τατουάζ.