«You win some, you lose some»
Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόλαβα να ζήσω τις μπρουταλιές των 1970s/1980s, όταν η μία ομάδα οπαδών κάποιας μουσικής πιανόταν στα χέρια με την όποια άλλη (καρεκλάδες, πανκ, λαϊκοί, ρόκερς, κάπου στο βάθος πάντα παίζουν και οι Κνίτες μπουνιές). Στις πιο ήσυχες σε αυτόν τον τομέα εποχές, στις οποίες μπορείς να μαλλιοτραβηχτείς άνετα και πολιτισμένα (#νοτ) μέσω ίντερνετ, σκέφτομαι τις περισσότερες κουβέντες να καταλήγουν α-λα-Βάσια Τριφύλλη. Με την ιστορική δηλαδή ρήση (η οποία απευθύνθηκε στον Απόστολο Γκλέτσο) «Δεν χαλάνε οι φιλίες για τα κόμματα, ρε μαλάκα». Ό,τι πιο κοντά σε ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχω δει. Έτσι πάντως εξελίσσονται πολλές συζητήσεις που ξεκινούν μέσω της πλατφόρμας του Facebook. Αν και τελικά δεν επιβεβαιώνονται οι θεωρίες της Τριφύλλη.
Ένα από τα θέματα που δεν ξέρω αν θα κλείσει και ποτέ (μιας και συνεχώς επανέρχεται στο προσκήνιο), είναι κι εκείνο του διαχωρισμού έργου-καλλιτέχνη. Μια ατέρμονη προσπάθεια σε ένα κουβάρι απόψεων, προβολών, ιδεολογικών σεμιναρίων, προτιμήσεων και διεκδικήσεων. Πάντως δεν είναι λίγες οι φορές που κάθε μουσικόφιλος έχει μπει στη διαδικασία να ψαχτεί απέναντι σε αυτό το ερώτημα. Πολλάκις οι κουβέντες ανοίγουν με αφορμή κάποια δήλωση καλλιτέχνη, η οποία ευτυχώς (ξανά #νοτ) πάντα θα υπάρχει.
Βέβαια, όποιος άνθρωπος δημιουργεί το παραμικρό, γνωρίζει ότι η διαδικασία μπορεί να είναι κάτι ξέχωρο από την καθημερινή του ζωή: μια στιγμή έμπνευσης, ένα μείγμα ερεθισμάτων, το οποίο τροφοδοτείται από τα μικρά έως τα σημαντικά που συμβαίνουν γύρω του. Ίσως μάλιστα να είναι και μίμηση, μέχρι να εξελιχθεί σε κάτι με τη δική σου ταυτότητα. Σε αυτό το πλαίσιο θα λέγαμε ότι δεν χωρά πολιτική σκέψη στο φόντο ή καλύτερα ότι δεν ξεκινά σχεδόν κανείς έτσι: είναι κάτι που σε βρίσκει ή το αναζητείς, το σκάβεις, το πλάθεις. Εντοπίζεις πράγματα, στα οποία δεν ήξερες ότι μπορεί να διαθέσεις την έκφρασή σου. Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται κάποια προέκταση σε ολόκληρο τον χαρακτήρα σου.
Νομίζω ότι η παρανόηση ξεκινά όταν γίνεται μια τέτοια επαγωγή. Στη ρομαντική εκδοχή, δηλαδή, πρόκειται για την αποδοχή ότι η τέχνη είναι κάτι το Ύψιστο, που σε αναγκάζει να αποδεχτείς a priori ότι όσοι ασχολούνται μαζί της δεν είναι παρά εκφραστές μιας βαθιάς Γνώσης για τη ζωή. Κι όλα αυτά μέσω της ωραιοποίησης και μιας πηγαίας ανάγκης για την αναζήτηση της Αλήθειας. Στα πιο ανθρώπινα, πάλι, θα λέγαμε –ανατρέχοντας ίσως στο κατά Αντρέι Ταρκόφσκι Solaris– ότι πάντα αναζητούμε έναν καθρέφτη του εαυτού μας: το «είδωλο» θα πρέπει να μας συμπεριλαμβάνει, γενόμενο ζηλωτής των άποψεών μας.
Τώρα, τα πάντα μπορούν να μεταφραστούν τελικά σε πολιτικά, χωρίς να σημαίνει ότι δεν πέφτεις σε σφάλμα έτσι. Όταν για παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Τζούμας χτυπιέται στις συνεντεύξεις ότι τον αφορά μόνο ο εστετισμός και καθόλου η πολιτική, αλλά παράλληλα στην εκπομπή του πετά σεξιστικά ή λέει γλυκόλογα για τον Κώστα Μπακογιάννη, δεν γίνεται να μην αναρωτηθείς τι θέλει να πρεσβεύει ή πόσο δεν τον επηρεάζει η αισθητική που φαίνεται να έχει. Χαρακτηριστικό, επίσης, και το πιο πρόσφατο παράδειγμα με τον εικαστικό Κώστα Τσόκλη, ο οποίος θεωρεί σημαντικότερη τη ζωή του Πικάσο από αυτήν της κυρα-Μαρίας, εκφράζοντας μια καλλιτεχνική αλαζονεία η οποία δεν ξεχωρίζει εύκολα από τη συνολική του περσόνα.
Αυτό που συχνά παρατηρείται ως αντίδραση –και ίσως προδίδει τη συγγένειά μας με τους ανθρώπους των σπηλαίων– είναι οι αναμμένοι πυρσοί, οι οποίοι δεν το 'χουν σε τίποτα να κάψουν και τον καλλιτέχνη και τους fans. Οι περσινές δηλώσεις του Nick Cave, για παράδειγμα. Διαβάζοντας ολόκληρο το κείμενό του, διαπιστώνεις ίσως ότι δεν είναι πια αυτός που ήταν στα νιάτα του, αλλά από εκεί μέχρι να τον πεις φασίστα, διανύεται μια τεράστια απόσταση, γεμάτη τραγικούς χαρακτηρισμούς. Στην απέναντι πλευρά, οι fans σηκώνουν άλλους πυρσούς: μη και θίξεις τους ήρωές τους. Ίσως γιατί πράγματι δημιουργείται η ευθύνη ότι πρέπει να απολογηθείς (και) εσύ για ό,τι μπορεί να ειπωθεί από τον καλλιτέχνη τον οποίον έχεις εξώφυλλο στο προφίλ σου ή (χειρότερα) τατουάζ.
Σε όλα αυτά, πάντως, εμένα μου χαμογελά η υποκρισία –τα δύο μέτρα και δύο σταθμά που συχνά σημειώνονται σε τέτοιες αντιδράσεις. Ακούμε Burzum αφού δεν λέει φασιστικά στα τραγούδια του, αλλά καίμε Νότη Σφακιανάκη επειδή είναι φασίστας. Δεν βλέπουμε ταινίες του Woody Allen, όμως μη μας ζητάς να κόψουμε και τον Roman Polanski. Δεν θα αναφερθώ δε σε όσους ενοχικά και κρυφά ακούν πράγματα που έχουν αποκηρύξει δημόσια.
Πώς μπορεί επίσης να γίνει ο διαχωρισμός έργου και καλλιτέχνη στον trap ήχο; Να ένας επίκαιρος προβληματισμός, εφόσον έχουμε την περίπτωση μιας μουσικής που εύκολα κερνά σεξισμό. Όμως στις συνεντεύξεις τους, οι trap δημιουργοί συχνά αποδεικνύονται συνειδητοποιημένα άτομα και μάλιστα αναφέρονται στις κοπέλες τους με πολύ σεβασμό. Τι ισχύει λοιπόν και τι δεν ισχύει; Και να μην ξεχνάμε, ασφαλώς, ότι ανάλογες συμπεριφορές εντοπίζονται και σε χώρους βαθιά πολιτικοποιημένους, ακόμα κι από άτομα που κατά τα λοιπά πρωτοστατούν στην αντιμετώπιση του σεξισμού. Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα «μην τους ενισχύεις οικονομικά», πόσο σίγουρος είσαι ότι ο μπακάλης στον οποίον ψωνίζεις δεν είναι φασίστας, η μανάβισσα ρατσίστρια, ο γιατρός σου σεξιστής κ.ο.κ.; Αναρωτιέμαι τώρα, καθώς γράφω τούτες τις γραμμές, μήπως και οι Sepultura θα πρέπει να διαλυθούν· όχι επειδή δεν έχει νόημα η μετά-Cavalera εποχή, αλλά επειδή φόρεσε μπλουζάκι τους η Ουρανία Μιχαλολιάκου.
Αν μπορώ λοιπόν να τοποθετηθώ σαν άνθρωπος που αγαπά να περιπλέκεται με αρκετά είδη μουσικής, θα πω ότι αντιλαμβάνομαι πως το δημιούργημα του καλλιτέχνη είναι κάτι διαφορετικό από τον άνθρωπο. Εκεί είναι η ύψιστη στιγμή του. Εκτός αν χρησιμοποιεί την τέχνη του ως εργαλείο για τις πολιτικές του απόψεις, οπότε δημιουργείται ένα ξεκάθαρο τοπίο. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν θα σταθώ αμέτοχη σε κάποια δήλωση του όποιου καλλιτέχνη, απ' τη στιγμή που ο ίδιος είτε επιλέγει να την εκφράσει, είτε αποκαλύπτεται τελικά στον δημόσιο λόγο.
Τα ιδεολογικά φίλτρα ή (απλά) τα ανθρώπινα, χτυπούν καμπανάκι και δε χαρίζονται. Δεν περιμένω όμως ούτε να ασπαστεί ο καλλιτέχνης τις δικές μου σκέψεις, ούτε ότι σαν άνθρωπος είναι κάτι το ανώτερο από μένα ή τον διπλανό μου. Αν έπιασα κάτι από το κίνημα του Dada (ό,τι μπόρεσα, 'γω από χωριό είμαι) είναι σίγουρα ότι δεν χρειάζομαι είδωλα. Στα νιάτα μας, πάντως, κάθε φορά που 'παιζε Burzum, λέγαμε πως με άνεση μεν θα προβαίναμε σε ό,τι αξίζει σε έναν φασίστα (κατά το σύνθημα φασίστες κουφάλες…, δικό σας), αλλά θα κρατούσαμε τους δίσκους του.