Υπερεκτιμημένοι δίσκοι
Μπορεί η σφραγίδα του κλασσικού να έχει χάσει κάτι από την παντοδυναμία που είχε στις προ- και πρωτο-ίντερνετ εποχές, όταν η αυθεντία κυριαρχούσε, ακόμη όμως η ευρεία αποδοχή είναι κάτι που δύσκολα μπορείς να αγνοήσεις. Από τη μία προσφέρει έναν μπούσουλα για αχαρτογράφητα ύδατα, από την άλλη όμως δημιουργεί και ενοχλητικές πιέσεις σε περιπτώσεις που το ένστικτο και το προσωπικό γούστο δε συμβαδίζουν με την άποψη της πλειοψηφίας – έτσι το κλασσικό μπορεί να καταλήξει να λειτουργεί ως βραχνάς στο στήθος. Δεν είναι λίγες οι ευκαιρίες που έχω δώσει σε δίσκους που θεωρώ μέτριους, μόνο και μόνο επειδή περιλαμβάνονται σε έναν κυκεώνα από λίστες και αφιερώματα· δίχως εν τέλει, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, να αλλάξει η γνώμη μου. Εδώ λοιπόν είναι τρεις δίσκοι (ένας για καθεμιά από τις ισάριθμες περασμένες δεκαετίες) που τυγχάνουν ευρείας αποδοχής στον ευρύτερο χώρο που κινούνται, μα με τους οποίους δεν έχω καταφέρει ποτέ να συντονιστώ.
Samael - Ceremony of the opposites (1994)
Ο τρίτος και μάλλον κλασσικότερος δίσκος των Ελβετών ήταν και είναι από τα κατεστημένα στις λίστες με τα καλύτερα (black και μη) metal άλμπουμ των ‘90s. Σε αυτό αναμφίβολα συντελεί το καινοφανές στυλιζαρισμένο ύφος που αποπνέει avant-garde μυστικισμό και ξεδιπλώνει μια αρκετά πρωτότυπη πτυχή σκοταδιού.
Όλα καλά ως εδώ, αλλά η ουσία του “Ceremony of the Opposites” δεν με κέρδισε ποτέ. Σίγουρα, εκ των υστέρων, παίζει ρόλο η απουσία της πρωτόλειας ερεβώδους μανίας των προκατόχων του, όπως και το οριακά βιομηχανικό rhythm section που επιβάλει μια μονότονη mid-tempo ταχύτητα. Κυρίως όμως είναι η απουσία ουσιαστικών, ανεπτυγμένων riffs (κάτι που λίγο πολύ απαιτώ από το black metal που θα απολαύσω πραγματικά), μιας και οι κιθάρες εδώ έχουν λογική (επιβλητικής, το ομολογώ) σκαλωσιάς που υποβαστάζει τον φαντασμαγορικό ναό που αρθρώνει ο δίσκος.
Agalloch - The Mantle (2002)
Καθ’ όλη τη δεκαετία των ‘00s είχα βαρεθεί να βλέπω το ελάφι του εξωφύλλου στα δισκάδικα. Η αισθητική του, σε συνδυασμό με τις θριαμβευτικές κριτικές που είχε πάρει από τύπο και διαδίκτυο, το είχαν κάνει για ένα μικρό διάστημα στόχο πιθανής αγοράς· κάτι που ευτυχώς απέφυγα μετά από μια πεταχτή ακρόαση.
Το δεύτερο άλμπουμ των Agalloch είναι ένα μείγμα neo-folk και ατμοσφαιρικού metal (με έμφαση στους Amorphis της μεσαίας περιόδου) που έχει στηθεί (όχι μόνο ηχητικά, μα σαν ολόκληρο εικαστικό πακέτο) με τρόπο που κερδίζει εύκολα τον ακροατή που διψάει για φαντασιακή φυσιολατρία. Η εντύπωση που μου δίνει όμως είναι πως καταφέρνει να ενσωματώσει σε ικανό βαθμό κάποια από τα πιο ενοχλητικά στοιχεία των δυο προαναφερθέντων σκηνών: την άτονη στασιμότητα του neo-folk και την επιφανειακή συναισθηματικότητα του ατμοσφαιρικού metal. Στο μείγμα απλώνονται αβάσταχτα διαστήματα με ρυθμικές ακουστικές κιθάρες, εύκολες μελωδίες, και αιθέριες (με την κακή έννοια) φωνητικές γραμμές. Κάπως έτσι ο δίσκος καταλήγει να κυλάει με μεγάλη τριβή, ξεχειλώνοντας το χρονικό συνεχές γύρω του· ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση μου δίνει όποτε προσπαθώ να του ξαναδώσω μια ευκαιρία.
Watain - Lawless Darkness (2010)
Ποτέ δεν τρελάθηκα με αυτούς τους ιδιαίτερα λαοφιλείς Σουηδούς. Τα δυο πρώτα άλμπουμ τους ήταν καταφανείς κόπιες των Dissection και των Mayhem (ας όψεται πως αυτό μας έδωσε τουλάχιστον το πολύ ωραίο booklet του “Casus Luciferi”), ενώ η μετέπειτα πορεία τους έδειχνε μια ροπή προς εύκολους μανιερισμούς και απρόσωπες δομές, θυμίζοντάς μου γιατί κάποτε απαξιώναμε μέρος της Σουηδικής black metal σκηνής.
Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω πως το “Lawless Darkness” κατάφερε να κερδίσει τόσο κόσμο, αναδυόμενο ακόμη και σήμερα σε μια λεγεώνα από λίστες. Εδώ μιλάμε για ένα λίγο πιο οργισμένο αναμάσημα του “Storm of the Light’s Bane” με απωθητική μοντέρνα παραγωγή, με ελάχιστη έμπνευση και σαφή στόχο τον εντυπωσιασμό και τη συναυλιακή διευκόλυνση. Γεμάτο με χλιαρά riffs που ακόμη και οι Dark Funeral θαρρώ πως θα απαξίωναν, και μελωδίες καθώς και σόλο που είναι εκεί ως δολώματα για όσους αναζητούν την επιφανειακή «ποιότητα» στο black metal τους. Ακόμη και το “Waters of Ain” στο όνομα του οποίου πίνει νερό πάρα πολύς κόσμος, δεν είναι τίποτα παρά ένα συμπαθητικό δεκαπεντάλεπτο κομμάτι που λάμπει δια της απουσίας ουσιαστικού εσωτερικού αντιπάλου.