15 χρόνια The Weather Station

Ένας πλήρης δισκογραφικός χάρτης (2006-2021)

Ο Χάρης Συμβουλίδης παρακολουθεί και αξιολογεί την πορεία της πολύφερνης τα τελευταία χρόνια τραγουδοποιού με μια ψύχραιμη νηφαλιότητα μάλλον αντιθετική με τον περιρρέοντα indie υπερενθουσιασμό

Αν με κάποιον τρόπο γυρίζαμε στο 2004 και λέγαμε στην Tamara Lindeman ότι το 2021 θα έβγαζε έναν δίσκο που για αρκετούς θα συγκαταλεγόταν στους «της χρονιάς», το πιθανότερο ήταν ότι θα γελούσε και θα μας περνούσε για λωλούς. Στα 20 της, τότε, είχε μόλις αρχίσει να σκαλίζει τα της μουσικής, την οποία χρησιμοποιούσε ως καταφύγιο, προκειμένου να ξορκίσει το βάρος μιας οδυνηρής απώλειας.

Η πρώτη της αγάπη, ένα αγόρι ονόματι Andre, πέθανε ξαφνικά ενώ είχε πάει στην ιδιαίτερη νησιωτική πατρίδα του (Νέα Γη), πέφτοντας θύμα τραγικού ατυχήματος: ακολουθώντας μια αγαπημένη του συνήθεια, μάσαγε λουλούδια καθώς έκανε βόλτα στο δάσος. Ένα όμως από όσα διάλεξε, ήταν ακόνιτο· και δεν γνώριζε ότι είναι ιδιαιτέρως δηλητηριώδες –τον σκότωσε μέσα σε 3 ώρες. Ο Andre, τώρα, είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική και σκάρωνε τραγούδια στην κιθάρα. Αλλά επειδή ήταν φάλτσος, έβαζε εκείνη να τα λέει. Προσπαθώντας λοιπόν να αντιμετωπίσει τον χαμό του, η Lindeman αποφάσισε να αναβιώσει τη διαδικασία, γράφοντας πλέον η ίδια το υλικό. 

Μεγαλωμένη στο ήσυχο Mulmur του Οντάριο (Καναδάς), ήξερε μόνο λίγο πιάνο, είχε αγοράσει μπάντζο με σκοπό να μάθει, κούρδισε και μια κιθάρα σαν μπάντζο, μήπως κατόρθωνε να την παίξει. Με το τραγούδι τα πήγαινε βέβαια καλύτερα, αφού ως παιδί μετείχε στη χορωδία της κωμόπολής της. Αλλά ήδη από τα 15 είχε πάρει άλλη κατεύθυνση, γενόμενη ηθοποιός: ως Tamara Hope έπαιξε σε μια τηλεοπτική παραγωγή για τη ζωή της Όντρεϊ Χέπμπορν (1999), ενσάρκωσε την πρώτη Ελίζαμπεθ της Αγγλίας στο The Royal Diaries του HBO (2000), ενώ έκανε και την κόρη της Τίλντα Σουίντον στο The Deep End (2001). Η εμμονή με τη μουσική έδειχνε λοιπόν παροδική, γι' αυτό και για να ηχογραφήσει δανείστηκε το software που χρησιμοποιούσε η ράπερ συγκάτοικός της στο Τορόντο, όπου ζούσε από το 2002. «Το θεωρούσα αφόρητα κλισέ να είμαι ένα ακόμα κορίτσι με ακουστική κιθάρα, το οποίο έλεγε συναισθηματικά τραγούδια», θα εξηγούσε χρόνια αργότερα.

Σιγά-σιγά, πάντως, απόκτησε μια κάποια αυτοπεποίθηση με τα όσα σκάρωσε, αρκετή ώστε να τα δημοσιεύσει το 2006 στο ίντερνετ, υπό το ψευδώνυμο The Weather Station. Περίπου την ίδια εποχή εντάχθηκε και στο indie συγκρότημα Bruce Peninsula, ενώ παράλληλα μετείχε ένα φεγγάρι και στους Entire Cities. Λίγο αργότερα αποφάσισε να ντεμπουτάρει στη δισκογραφία με το καλλιτεχνικό της όνομα, με πέντε από τα κομμάτια της να απαρτίζουν το ΕΡ East [ανεξάρτητη έκδοση, Ιανουάριος 2008] το οποίο διέθεσε ψηφιακά (υπάρχει ακόμα, στην καναδική πλατφόρμα Zunior).

Το ΕΡ ξεκινά δίνοντας την εντύπωση ότι μπορεί να ακούσεις κάτι τις το πειραματικό· ωστόσο οι εναρκτήριοι ήχοι του "Coming Into Town" καταλήγουν τελικά σε μια τυπική τραγουδοποιία με indie ευαισθησίες και folk ενορχηστρώσεις. Η οποία καταγράφεται απλή και δίχως εκπλήξεις, μα την ίδια στιγμή είναι στρωτή, στρογγυλή και ερμηνευμένη με θέρμη –ακόμα και σε ένα κομμάτι σαν το "Amaranth", όπου δεν υπάρχουν στίχοι και πρωταγωνιστούν το μπάντζο και το μαντολίνο, όσο η Lindeman ντουετάρει τα ah/oh/ah της με τον Jack Donovan. Από την άλλη, παρά το γενικώς καλοστημένο της υπόθεσης και κάποιους ενδιαφέροντες στίχους στο "East" ή στο "The Hunter", δεν γίνεται να αποφύγεις την εντύπωση ότι ακούς μια άσκηση σε πράγματα που έχουν ήδη οριστεί από τη δισκογραφία της συμπατριώτισσας Joni Mitchell. [ 5/10]

Το ΕΡ δεν άργησε να οδηγήσει στο πρώτο Weather Station άλμπουμ The Line [ανεξάρτητη έκδοση, Απρίλιος 2009], όπου περιέχονταν τα κομμάτια του East ελαφρώς διαφοροποιημένα, συνοδεία έξι καινούριων, μιας σύντομης εισαγωγής κι ενός ακόμα πιο σύντομου φινάλε. Αργότερα στην καριέρα της η Lindeman τήρησε αποστάσεις από αυτό το ολοκληρωμένο ντεμπούτο, θεωρώντας το απότοκο μιας «βαριάς» εποχής σχετιζόμενης με τον θάνατο του Andre, την οποία δεν μπορούσε πλέον να υπερασπιστεί στις ζωντανές της εμφανίσεις. Εντούτοις, ως κυρίως πρόβλημα του άλμπουμ δεν αναδεικνύεται το βάρος του θανάτου: ακόμα και εάν εντοπίζεται εδώ κι εκεί, διασκεδάζεται επαρκώς από ενορχηστρώσεις σαν π.χ. του "Caterwhaul", που δίνουν την ευκαιρία να ακούσεις τον πλούτο οργάνων της ηχογράφησης.

Αντιθέτως, το The Line πάσχει από ρηχή τραγουδοποιία και από μονότονες ερμηνείες, αφού η Καναδέζα δημιουργός αδυνατεί να καταθέσει κάτι το ξεχωριστό, άσχετα με το αν διατηρεί τα folk ενδιαφέροντά της ("This Bay", "Nothing I've Seen") ή αν τη βρίσκουμε να προσανατολίζεται προς μια καθαρότερη indie αισθητική ("Rind", "March"). Με την εξαίρεση ίσως των στίχων του "Can't Know", καλύτερες στιγμές του άλμπουμ παραμένουν εκείνες οι κανα-δυο που ήδη ξέραμε από το ΕΡ. Εάν λοιπόν πιστέψουμε ότι τότε δεν γνώριζε ακόμα τη μουσική της Joni Mitchell (εκνευριζόταν, μάλιστα, όταν της επισήμαιναν την ομοιότητα), η εντύπωση που απομένει είναι ότι προσπαθεί να μοιάσει στη συμπατριώτισσά της Jennifer Castle και στα όσα είχε καταθέσει με το You Can't Take Anyone (2008). [ 4/10]

Για το άλμπουμ All Of It Was Mine [You've Changed, Αύγουστος 2011] η Weather Station υπόθεση απόκτησε για πρώτη φορά παραγωγό στο πρόσωπο του μουσικού και ποιητή Daniel Romano (μέλος τότε στο indie γκρουπ Attack In Black). Ο οποίος πίστεψε αρκετά στην τραγουδοποιία της Tamara Lindeman ώστε να της προτείνει να ηχογραφήσει νέο υλικό για το label You've Changed, που είχε συνιδρύσει μαζί με τον Steve Lambke των Constantines.

Για τη Lindeman ο δίσκος αυτός ορίζει μια καθοριστική στιγμή, καθώς είναι εδώ –υπό τη σκέπη και τις παρεμβάσεις του Romano– όπου μεταμορφώνεται σε τραγουδοποιό: «για πρώτη φορά έμαθα πώς να παίζω με άλλους ανθρώπους, πώς να γράφω ένα τραγούδι, πώς να παίζω μουσική αντί απλά να τη φτιάχνω», δήλωσε εκείνη τη χρονιά στον Aldrin Taroy, για το καναδικό blogTo. Και το πρώτο βιντεοκλίπ της καριέρας της, για το "Everything I Saw" (σκηνοθετημένο από τον Mitch Fillion), προσφέρει μια καλή εικόνα της δημιουργικής διαδικασίας, απαθανατίζοντάς τη σε ένα σπιτικό σαλόνι, να τραγουδά με την κιθάρα της για μια μικρή παρέα φίλων που κάθονται απέναντί της, στο χαλί και στον καναπέ.

Πράγματι, η Weather Station τραγουδοποιία σκάβει εδώ στην οικειότητα του καθημερινού για να βρει τις διαδρομές και τα νοήματά της, (εμ)μένοντας σε μικρές ιστορίες και σε αναζητήσεις που πηγάζουν από αυτόν τον συγκεκριμένο ορίζοντα: χαρακτηριστικότατος, ας πούμε, εκείνος ο «seafoam green» καναπές της γιαγιάς της, όπου κάθονταν όταν ζούσε ("Running Around Asking"), ακόμα κι αν αγγίζονται και ευρύτερα πράγματα, σαν π.χ. εκείνο το «I am trying for some kind of grace» στο "Trying". Επίσης, η Lindeman δοκιμάζει εδώ κι άλλα ερμηνευτικά πρόσωπα από το σύνηθες ("Chip On My Shoulder", "Know It To See It"), ενώ κρατά πιο συνειδητά τις folk αναφορές της, ανακατεύοντάς τις πιο εύστοχα στο κυρίως σώμα της δημιουργίας της συγκριτικά με το The Line. Η όλη απόπειρα ίσως αντανακλά πλέον το Παράδειγμα του Bill Callahan.

Παρά ταύτα, ενώ για τα δικά της δεδομένα συντελείται πράγματι ένα βήμα προς τα μπροστά, το αποτέλεσμα που προκύπτει σε αυτά τα 10 τραγούδια δεν είναι κάτι το σπουδαίο. Το «φάντασμα» της Joni Mitchell παραμένει καθοριστικό (έστω και διαθλασμένο μέσω της Jennifer Castle), ενώ ακόμα και οι πιο ευπρόσωπες στιγμές μένουν εγκλωβισμένες σε ένα αξιοπρεπώς γλυκόπικρο στίγμα, το οποίο ποτέ δεν γίνεται τελικά αξιομνημόνευτο. Κυκλοφορούν τόνοι παρόμοιας μουσικής. Και η Weather Station μπορεί να πατά σταθερότερα στα πόδια της, όμως δεν έχει βρει πώς να κάνει μια σημαίνουσα δική της συνεισφορά σε όλα τούτα. [ 5/10]

Επόμενο βήμα ήταν το non-album single Duets #1 [You've Changed, Φεβρουάριος 2013], το οποίο στάθηκε αρχή ενός πειράματος: η Weather Station κλήθηκε μεν να γράψει καινούρια τραγούδια και να επιμεληθεί ορισμένων διασκευών, μοιραζόμενη όμως με άλλους τον ερμηνευτικό τομέα. «Αρχικά, το έκανα προκειμένου να συστήσω το υλικό μου. Αλλά το ξεκίνησα και για να διασκεδάσω, για να μάθω από όσους θεωρούσα ως καλύτερους, για να κάνω λιγότερο μοναχική τη διαδικασία δημιουργίας ενός τραγουδιού», έγραψε σχετικά.

Πρώτος ανέλαβε λοιπόν να σταθεί μαζί της πίσω από το μικρόφωνο ο παραγωγός και εταιριάρχης της Daniel Romano, για μια φρέσκια κοινή δημιουργία ονόματι "Can You See Her In My Eyes", η οποία έλαβε ως b-side μια διασκευή στο "Tomorrow Is Forever", πρωτοτραγουδισμένο από τη Dolly Parton και τον Porter Wagoner το 1970. Στη διασκευή αποτυπώθηκαν χλιαροί, αλλά το δικό τους κομμάτι με τον μελαγχόλ ερωτισμό, τον λιτό διάκοσμο και τις πενιές της χαβάγιας ήταν πραγματικά πετυχημένο –θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται σε δίσκο της Dolly Parton. [ 6/10]

Στο non-album single Duets #2 [You've Changed, Φεβρουάριος 2013] η Weather Station συγκατοίκησε με τον συν-εταιριάρχη της Steve Lambke (των Constantines), ο οποίος χρησιμοποιεί εδώ το σόλο καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο Baby Eagle.

Το βασικό κομμάτι "Brook And Branch" ήταν δικό του, το b-side "Mule In The Flowers" γράφτηκε συνεργατικά, ωστόσο τα πράγματα κρατήθηκαν σε μια ακουστική indie ευθεία. Η οποία θέλει μάλλον να ηχήσει εσωτερική, μα εντυπώνεται υπέρ το δέον επίπεδη (και μουσικά και τραγουδιστικά), ώστε να τραβήξει επαρκώς την προσοχή. [ 4/10]

Στο non-album single Duets #3 [You've Changed, Φεβρουάριος 2013] ήταν η σειρά του Marine Dreams να σταθεί δίπλα στη Weather Station. Δηλαδή του Ian Kehoe των Attack In Black, ο οποίος έγραψε μαζί της τόσο το "First Letters", όσο και το "Good Bread".

 

Το "First Letters" είναι τυπικό δείγμα μιας νωθρής indie τραγουδοποιίας, η οποία πέφτει επιπλέον θύμα των «μικρών», αναιμικών φωνών των δύο συν-δημιουργών. Το "Good Bread", όπου ο Kehoe αναλαμβάνει τα ερμηνευτικά ηνία, διαθέτει περισσότερο παλμό και μια πιο ενδιαφέρουσα ενορχήστρωση, παραμένει ωστόσο μια αρκετά μέτρια στιγμή. [ 5/10]

Η σειρά εκείνων των ντουέτων κόπηκε απότομα, για άγνωστους λόγους, παρότι η εταιρεία είχε ήδη ανακοινώσει ότι έρχονταν κι άλλα ανάλογα singles με τον Will Kidman των Constantines, τη Simone Schmidt των Fiver, τον Ryan Driver και τους Misha Bower και Matt Cully των Bruce Peninsula. Ίσως η αιτία να βρίσκεται στην καθυστέρηση με την οποία έγραφαν τα δικά τους μέρη κάποιοι από τους επιλεγμένους συνεργάτες, με αποτέλεσμα να μη συμπέσουν τελικά με τους δημιουργικούς ρυθμούς της Lindeman. Κάτι τέτοιο φαίνεται δηλαδή να υπονόησε το 2015, μιλώντας στον Alan Davey για το The Line of Best Fit. Τελικά, λοιπόν, ανέκαμψε με το ολόδικό της ΕΡ What Am I Going Τo Do With Everything I Know [You've Changed, Οκτώβριος 2014].

Πρόκειται για δουλειά που καταπιάνεται με τη μοναξιά και την αγάπη, με την αφήγηση να εξυφαίνεται συνεκτικά: στην έναρξη ("Don't Understand"), η πρωταγωνίστρια αναρωτιέται μήπως είναι «irreversibly free»· στο φινάλε, πάλι ("Almost Careless"), όχι μόνο δεν είναι μόνη πια, μα βρίσκεται να ρωτά τον σύντροφό της «what if we get married?», κατά τη διάρκεια μιας βόλτας –έχει βέβαια μεσολαβήσει το "Seemed True", στρατηγικά τοποθετημένο ως ρομαντικό επίκεντρο του ΕΡ.

Εντούτοις, όσο σημαντικός κι αν κρίνεται ο λόγος για την Tamara Lindeman, οι δίσκοι δεν είναι ποιητικές συλλογές. Μουσικώς και ερμηνευτικώς, ο ορίζοντάς της παραμένει απογοητευτικά αναιμικός, βαρετά σκαλωμένος στην ατραπό μεταξύ Joni Mitchell και Bill Callahan. Κι έτσι, ό,τι και να γράφει, παραμένει πιο ενδιαφέρον να το διαβάζεις, παρά να το ακούς. [ 5/10]

Στο άλμπουμ Loyalty [Outside Music, Μάιος 2015], η Weather Station δισκογραφία συναντήθηκε οριστικά με το indie hype, με το οποίο φλέρταρε σταθερά ως τότε: «καλύτερος folk δίσκος της χρονιάς» για το Fader και καλοί έως πολύ καλοί βαθμοί σε Pitchfork, Uncut και στο πάντα (γελοιωδώς) υπερενθουσιώδες PopMatters, δημιούργησαν για πρώτη φορά κάτι σαν «ρεύμα» για την Καναδέζα τραγουδοποιό. Το οποίο –έτσι, για να μη μας περνάνε για αδαείς– δεν ήταν τυχαίο βέβαια ότι συνέπεσε με την πρώτη παρουσία της στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών, αφού η Paradise of Bachelors ανέλαβε την εκεί διανομή.

Το Loyalty προέκυψε τυχαία για την Tamara Lindeman, ως απότοκο της περιοδείας που έκανε εκείνο το διάστημα με τη Bahamas υπόσταση του φίλου της Afie Jurvanen. Στα πλαίσιά της, δηλαδή, δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψουν μαζί στο στούντιο-έπαυλη La Frette στη Γαλλία και ήταν εκείνος που είδε την ευκαιρία ηχογράφησης ενός Weather Station δίσκου, αναλαμβάνοντας την κονσόλα μαζί με τον Robbie Lackritz. Σημειολογικά, μάλιστα, ήταν κάτι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Καναδέζα δημιουργό, αφού εκεί είχε ηχογραφήσει η Feist το The Reminder (2007), του οποίου δήλωνε fan.

Παρά τον μη σχεδιασμό των πραγμάτων, εδώ εν μέρει επιτυγχάνεται η αναβάθμιση που τόσο έλειπε ως τώρα. Μπορεί δηλαδή το κλίμα να παραμένει ενδοσκοπικά ήσυχο και συνειδητά χαμηλοφωτισμένο, αλλά εξοπλίζεται με μελωδίες πιο ραφιναρισμένες και συγκροτημένες, που παράλληλα δεν φοβούνται να ξετυλίξουν κάποιες δυναμικές έτσι όπως τοποθετούνται μεταξύ ενός folk απόηχου και μιας τραγουδοποιίας με γυναικείο πρόσημο, ταμάμ με τα γούστα του indie ακροατηρίου.

Την εικόνα συμπλήρωνε αρμονικά και η χαλαρή κεντρική ιδέα των στίχων, οι οποίοι μιλούν για την επιθυμία επικοινωνίας με τους συνανθρώπους και τις δυσκολίες που φέρνει η ζωή στις σχέσεις με την οικογένεια, τους φίλους, μα και τους εραστές, πρώην και νυν: στο "Tapes", ας πούμε, ξαναγυρνά στην απώλεια του πρώτου της συντρόφου γράφοντας τον στίχο «I'm older now than you ever were, or ever would become» –κάτι πολύ πιο άμεσο και ευθύ από όλο το υλικό του The Line, με το οποίο είχε προσπαθήσει να ξορκίσει τον θάνατό του πίσω στο 2009.

Εδώ, λοιπόν, χάρη ιδίως σε τραγούδια σαν τα "Way It Is, Way It Could Be" ή "Personal Eclipse", η Weather Station άγγιξε επιτέλους έναν υψηλότερο δημιουργικό πήχη. Εντούτοις, τα περιθώρια βελτίωσης παρέμεναν σημαντικά: παρά τους ενθουσιασμούς του εναλλακτικού Τύπου, συνέχιζε να λείπει η κρίσιμη υπέρβαση προς κάτι το εμφανώς σπουδαιότερο, καθώς και μια σαφέστερη απόσταση των (συχνά μονότονων) γουργουρητών της από τη –μόνιμη, πλέον– Joni Mitchell σκιά. [ 6/10]

Το επόμενο βήμα The Weather Station [Outside Music, Οκτώβριος 2017] έγινε δεκτό με ομοβροντία αστεριών και βαθμολογιών εκ μέρους του εναλλακτικού Τύπου, αν και στις τελικές σούμες της χρονιάς μπήκε ψηλά μόνο στο Uncut και στο Exclaim!, ενώ στα charts δεν εμφανίστηκε ούτε καν στις χαμηλότερες θέσεις. Εδώ η Lindeman δούλεψε μονάχη, με σημαντικά περισσότερη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της: μπορεί να κράτησε τον Afie Jurvanen ως σύμβουλο και μουσικό (μπάσο, πιάνο, κρουστά), μα ανέλαβε προσωπικά την παραγωγή και την ενορχήστρωση των τραγουδιών της, αφήνοντας μόνο τα της ηχογράφησης και μίξης σε τρίτους. «Ήθελα να βγάλω έναν ροκ εν ρολ δίσκο», δήλωσε σχετικά, «αλλά να ηχεί όπως εγώ ήθελα να ηχεί, μην έχοντας φυσικά καμία ομοιότητα με το ροκ εν ρολ».

Το ρίσκο ήταν σημαντικό, αλλά η Weather Station τραγουδοποιία είχε μόνο να κερδίσει από το ξάνοιγμά της σε πιο αδρές κιθάρες ("Complicit"), σε ντραμς που έκαναν αισθητή την παρουσία τους, καθώς και σε έγχορδα, τα οποία πλουτίζουν πράγματι τον ήχο ("The Most Dangerous Thing About You"), τηρώντας σημαίνουσες αποστάσεις από τον κυρίαρχο ως τότε μινιμαλισμό. Μάλιστα, αυτός ο μουσικά τονωμένος ορίζοντας υπηρετήθηκε από κάμποσους καλοβαλμένους στίχους γύρω από τη δυναμική των ερωτικών σχέσεων –τόσο στα ντουζένια τους, όσο και στα τελειώματά τους– μα και από μια γενναία ενατένιση του ορόσημου των 30 ετών ("Thirty"), το οποίο βρήκε τη Lindeman να περιοδεύει στην Ευρώπη, τους γονείς της να παίρνουν διαζύγιο και τους φίλους της να αποκτούν παιδιά. Επίσης, διάλεξε να αγκαλιάσει πιο τολμηρά τις φωνητικές μελωδίες ("You And I (On The Other Side Of The World)"), εγκαταλείποντας τις γλυκόπικρες indie μανιέρες.

Ως αποτέλεσμα, έχουμε μεν τον καλύτερο δίσκο της ως τότε Weather Station πορείας, αλλά και μια παγίδα. Με βάση δηλαδή την εσωτερική δημιουργική λογική της Lindeman, τα όσα εκτυλίχθηκαν εδώ είναι έως και επαναστατικά. Ωστόσο το άλμπουμ δεν ήταν απαλλαγμένο από δεύτερο υλικό (τύπου "Ι Don't Know What To Say"), ενώ τα καλά του τραγούδια, παρά το ενορχηστρωτικό ξάνοιγμα, κρίνονται ως απλώς συμπαθητικά. Η όλη υπόθεση εξακολουθεί δηλαδή να κινείται σε μια τροχιά που έχει ήδη γεμίσει με κάμποση παρόμοια μουσική, ακόμα κι αν δεν επικαλεστούμε (πάλι) τα της Joni Mitchell. Η Καναδέζα τραγουδοποιός κάνει πράγματι ένα βήμα μπροστά, χωρίς όμως να καταθέτει και κάτι το αληθώς σπουδαίο. [ 6,5/10]

Η Lindeman βγήκε ασφαλώς σε περιοδεία για τη στήριξη του The Weather Station, έχοντας δίπλα της τον κιθαρίστα Will Kidman, τον μπασίστα Ben Whiteley και τον Ian Kehoe στα ντραμς. Καθώς όμως η 1η του Οκτώβρη ήταν κενή, αποφάσισαν να στήσουν τον εξοπλισμό τους στο στούντιο Union Sound Company του Τορόντο και να ηχογραφήσουν εκεί live σαν να βρίσκονταν σε συναυλία, γράφοντας το αποτέλεσμα χωρίς καθόλου overdubs.

Το αποτέλεσμα βγήκε σε κασέτα περιορισμένων αντιτύπων ως Live At The Union [ανεξάρτητη έκδοση, Οκτώβριος 2018] και έπιανε πράγματι τον ζωντανό Weather Station ήχο, ο οποίος είναι κατά τι ζωηρότερος των στούντιο πονημάτων, με πιο σφιχτές κιθάρες και τη φωνή περισσότερο σε πρώτο πλάνο, ακόμα και σε επιλογές από το πιο χαμηλών τόνων παρελθόν σαν λ.χ. το "Tapes" ή το "Floodplain". Παρά το σπάνιο της κυκλοφορίας, είναι κάτι που δεν αφορά αποκλειστικά τους fans της Lindeman. Έστω κι αν λείπει εμφατικά από το set η διασκευή στο "Love Radiates Around" των Roches (1985), που συνήθιζαν να παίζουν στις τότε συναυλίες. [ 6/10]

Μέσα στο 2018, οι ιθύνοντες των καναδικών μουσικών βραβείων Polaris κάλεσαν τη Lindeman να αναλάβει το τρίτο κατά σειρά 7ιντσο single βινυλίου για τη σειρά Cover Sessions που λάνσαραν. Κάτι που της έδωσε την ευκαιρία να απευθυνθεί στο πραγματικό της ίνδαλμα για συνεργασία –που δεν είναι βέβαια η Joni Mitchell, αλλά η Jennifer Castle (όπως έχουμε ήδη δει). «Τη θαυμάζω εδώ και τόσο καιρό, είναι μια ηρωίδα μου, τόσο ως τραγουδοποιός, όσο και ως τραγουδίστρια», δήλωσε σχετικά.

Η Castle δέχτηκε και οι ηχογραφήσεις τους έδωσαν το non-album single Collaboration Session No. 3 [Polaris Music Prize, Απρίλιος 2019]. Το βασικό τραγούδι "I Tried To Wear The World" ήταν γραμμένο από τη Lindeman, έχοντας την Castle ως καλεσμένη, ενώ ως b-side μπήκε το γραμμένο από την Castle "Midas Touch", όπου συμμετείχε η Weather Station. Αμφότερα αποδείχθηκαν συμπαθέστατα δείγματα μιας λιτής τραγουδοποιίας που φορά τις indie ευαισθησίες της στο μανίκι. Αυτό όμως που ξεχωρίζει εμφανώς είναι το "I Tried To Wear The World", χάρη στη μελωδία του και τις όμορφες διφωνίες. Η μαθήτρια είχε μάλλον ξεπεράσει τη δασκάλα, τουλάχιστον για την εδώ περίσταση. [ 6,5/10]

Η ανοδική πορεία της Weather Station κορυφώθηκε τελικά φέτος τον Φεβρουάριο με το πλέον συζητημένο της άλμπουμ μέχρι σήμερα, το Ignorance. Το οποίο εγκαινίασε τη συνεργασία της με τη Fat Possum (που τα τελευταία χρόνια το έχει γυρίσει από τα blues στο indie) και βρέθηκε να παίρνει 9 στα 10 από το Pitchfork και το Uncut, αλλά και την απόλυτη βαθμολογία (πέντε αστέρια) από Observer και Financial Times. Ως εκ τούτου, ήταν και η πρώτη της δουλειά που γνώρισε κάτι σαν επιτυχία, μπαίνοντας στο #61 των βρετανικών charts. Αγνοήθηκε ωστόσο τόσο στην πατρίδα της, όσο και στις Η.Π.Α.

Για το Ignorance, η Lindeman όχι μόνο κράτησε τον εμπλουτισμένο ήχο του προηγούμενου δίσκου –καλώντας μάλιστα και τον Owen Pallett σε κάποιες ενορχηστρώσεις πνευστών– μα τον ξανοίγει κι άλλο, αφενός βασιζόμενη περισσότερο στο πιάνο ή και στα synths (αντί για την κιθάρα), αφετέρου φλερτάροντας τόσο με τζαζ, όσο και με ποπ μελωδίες. Επιμελείται μάλιστα ξανά της παραγωγής, αν και αυτή τη φορά συνεργάζεται στην κονσόλα με τον Marcus Paquin (ο οποίος συμμετέχει και ως μουσικός, παίζοντας κρουστά). Και τέλος γράφει μεν στίχους περί χωρισμού, εγκαινιάζει όμως και μια θεματική ανησυχίας για την κλιματική αλλαγή, η οποία σημειολογικά ταιριάζει ιδιαίτερα σε ένα εγχείρημα που ονομάζεται The Weather Station.

Η Καναδέζα δημιουργός καταθέτει εδώ ορισμένα τραγούδια με θαυμάσιες λεπτομέρειες και με μια διευρυμένη ποπ ταυτότητα. Όμως αυτή δεν είναι η πλήρης εικόνα του δίσκου, γιατί, από το "Trust" και πέρα, χάνει εμφανώς τον βηματισμό του επιστρέφοντας σε πιο γνώριμα (και πιο μονότονα) μονοπάτια λυρικής εσωστρέφειας. Ως τότε, βέβαια, έχει αφήσει στιγμιότυπα σαν π.χ. το "Robber", το "Separated", το "Tried To Tell You" ή το "Parking Lot". Και πάλι, ωστόσο, χρειάζεται να επισημάνουμε πράγματα που θα έπρεπε να λογίζονται αυτονόητα: μπορεί μέσω τέτοιων κομματιών να συντελείται μια μικρή κοσμογονία στον τρόπο με τον οποίον δουλεύει και εκφράζεται, εντούτοις ο νέος της ήχος δεν κάνει κάτι παραπάνω από το να παραπέμπει σε ήδη δοξασμένα παραδείγματα –τους Talk Talk, για παράδειγμα, την Kate Bush ή τους Fleetwood Mac μετά το Rumours (1977). Παραμένει επίσης ένα κρίσιμο μειονέκτημα, αφού εξακολουθεί να είναι μια μη χαρισματική ερμηνεύτρια, που δεν μπορεί να ξεφύγει από τον κρύο απόηχο των Joni Mitchell τρόπων.

Πράγματι, λοιπόν, το Ignorance προέκυψε καλογραμμένο, με λαμπερό ήχο και με αξιοσημείωτο (ενίοτε) συναισθηματικό βάθος. Όμως ούτε ο μέχρι τώρα δημιουργικός ορίζοντας της Weather Station φτάνει σε κάποια σημαίνουσα υπέρβαση, ούτε κι έχουμε το αριστούργημα που ζωγραφίζεται σε κάποιες διεθνείς κριτικές, οι οποίες με αφήνουν προσωπικά ειλικρινώς απορημένο. Προέρχονται άραγε από ανθρώπους δίχως καμία αίσθηση μέτρου; Αντανακλούν τις γερές διακλαδώσεις της Fat Possum στον Τύπο; Γράφονται από άτομα που δεν έχουν ακούσει αρκετή μουσική;

Δεν θα μας τρελάνουν πάντως όλοι αυτοί, να αρχίσουμε να βαφτίζουμε το συμπαθητικό σε σπουδαίο: κατανοητή η ανάγκη να ανιχνευτούν και νέοι, επίκαιροι ήρωες για την indie κοινότητα, αλλά ας μην εφευρίσκονται εάν δεν υπάρχουν. Πρόκειται δε για μια εικόνα που δεν ανατρέπεται από τη φθινοπωρινή κυκλοφορία μιας deluxe εκδοχής του Ignorance, εξοπλισμένης με το φρέσκο single "Better Now", με ένα ακόμα καινούριο κομμάτι και με live ή πιανιστικές εκτελέσεις των ήδη γνωστών. [ 6,5/10]