15 τραγούδια και μια συναυλία του Κατσαρού. Του Γιώργου Κατσαρού;

Από το Ηρώδειο μέχρι την δισκοθήκη, ένα αφιέρωμα του Αντώνη Ξαγά με δυνητικό υπότιτλο "η υψηλή τέχνη της ελαφρότητας" (ή μήπως 'ελαφρολαϊκότητας';).

Ναι ρε γαμώτο, συνεχίζει το… καλτ ιοβόλο ανέκδοτο των μουσικοφιλικών κύκλων. Έτσι γίνεται όμως, όταν απολαμβάνεις μεγάλη ορατότητα, όπως θα λέγαμε σήμερα, γίνεσαι και προνομιακός στόχος και για τη σάτιρα. Ακόμη και… τότε. Γιατί ήταν μια εποχή, ειδικά την δεκαετία του ‘70 και στις αρχές των ‘80s, που ο Κατσαρός ήταν παντού, έμπαινε σε όλα τα σπίτια, και όχι μόνο μέσα από τα ραδιοκύματα, ήταν σε κριτικές επιτροπές (από τις Ολυμπιάδες Τραγουδιού μέχρι και το αλήστου μνήμης πρώιμο τάλεντ σόου «Να η ευκαιρία»), η μουσική του επένδυσε αναρίθμητες ταινίες του παλιού (συνήθως όχι πολύ ‘καλού’) ελληνικού κινηματογράφου (εντάξει, αναρίθμητες δεν είναι, πάντως με 113 (!) κρατάει το ρεκόρ για τη χώρα μας), ειδικά στα b-movies του Κώστα Καραγιάννη, με μερικά θέματα να χρησιμοποιούνται ξανά και ξανά από ταινία σε ταινία (π.χ. ενδεικτικά αυτό από τον «Στρίγγλο που έγινε αρνάκι»), ενώ το «χρυσό σαξόφωνο» του παρήγαγε ατελείωτες ώρες και δίσκους γλυκερού muzak πολτού, με διασκευές κατά βάση γνωστών επιτυχιών, δικών του κι αλλωνώνε, δίσκους που τους έβρισκες σε κάθε οικιακή δισκοθήκη, σε κάθε duty free ελληνικού αεροδρομίου (μιας που κάμποσοι ήταν και χορηγία του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού), αλλά και σε κάθε καλή αστική-κοσμική ταβέρνα της ημεδαπής και της αλλοδαπής (πραγματική ιστορία – μα αυτή δεν είναι ωστόσο μια βασική επιτέλεση του muzak;). Ακόμη και όταν ‘έπεφτε’ το πρόγραμμα σε ένα από τα δύο κρατικά κανάλια της τότε τηλεόρασης (κάτι διόλου ασυνήθιστο), την καρτέλα της ανακοίνωσης ‘Μας συγχωρείτε διακοπή’ μουσική του Κατσαρού την συνόδευε. Οπότε, αναμενόμενη η σατιρική στόχευση, από τους ‘Απαράδεκτους’, με την ατάκα του Μπέζου μετά από αποτυχημένο ραντεβού-προξενιό «ήταν σαν τον Κατσαρό χωρίς το σαξόφωνο», μέχρι την ξεκαρδιστική παρωδία από τον Πανούση και τις Μουσικές Ταξιαρχίες, και φυσικά από τον Χάρρυ Κλυνν, που αλίμονο μην άφηνε την ευκαιρία να πέσει κάτω.

Η ιστορία, ή αν θέλετε το συλλογικό συνειδητό (προς το παρόν πάντα!), δεν έχει κατατάξει τον Κατσαρό στους μεγάλους συνθέτες, αυτούς που έχουμε συνηθίσει να απαγγέλουμε σχεδόν παβλοφικά σε μια πνοή (ξέρετε τώρα, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος και Σία). Και μάλλον δικαίως παρά αδίκως -αν βέβαια σε καλλιτεχνικά πλαίσια έχει κάποιο νόημα η λέξη «δικαιοσύνη». Είναι και που το έργο του (ανερχόμενο σε 1500+ τραγούδια) είναι εμφανώς άνισο σε ποιότητα, περιέχει ουκ ολίγα σαχλοτράγουδα και επιθεωρησιακές μπαλαφάρες και… τρίχες κατσαρές, κι επιπλέον δεν άφησε πίσω του έναν μεγάλο δίσκο, έναν κάποιο ‘εμβληματικό’ κύκλο τραγουδιών (με τον «Δρόμο Για Τα Κύθηρα» το προσπάθησε, αλλά μ’ ένα αποτέλεσμα μάλλον σοβαροφανές και εκτός των νερών του). Γενικά δεν αναζήτησε ποτέ πρωτοπορίες ή πειραματισμούς, κινήθηκε σε μια ζώνη ασφαλείας κορφολογώντας απ’ όλους τους μεγάλους, και βασικά ενέγραψε την πορεία στον κύκλο του λεγόμενου «ελαφρολαϊκού» τραγουδιού. Όρος ο οποίος ενέχει ab initio μια κάποια υποτιμητική χροιά, ίσως όχι και αδίκως εδώ, το «ελαφρολαϊκό» γαρ, όντας μια διασταύρωση όπως λέει και η λέξη του λαϊκού και του ελαφρού –στις καταβολές τους δύο λίαν ταξικά διαχωρισμένα είδη- υπήρξε κατά βάση το τραγούδι μιας νέας καλοζωισμένης τάξης που αναδύθηκε δεμένη στο άρμα του μετεμφυλιακού κράτους, ενός mainstream (για να μιλήσουμε με τους δικούς μας indie όρους) το οποίο απευθυνόταν σε έναν κόσμο μιας λαϊκότητας που μεγαλοπιάστηκε, που ήθελε μεν παραπομπές στις ρίζες αλλά με μια καθησυχαστική εξευγενισμένη ρηχότητα, μια δυτικότροπη επίστρωση και χωρίς επιπλέον να πολυσκοτίζεται με κοινωνικώς και πολιτικώς αιχμηρά θέματα (ότι πιο κοντινό π.χ. στο γερμανικό schlager για να κάνουμε μια ευρωπαϊκή ετεροαναφορά). Η μουσική της ‘μικροαστικής τάξης’ θα μπορούσαμε να πούμε συνθηματολογικά (ποιος ήταν αυτός που είχε γράψει ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ‘γνήσια’ αστική τάξη;). Τη γένεση του μπορούμε να την ανιχνεύσουμε στον Χιώτη και στα «ωααα» του Ζαμπέτα στα κοσμικά κέντρα, την άνδρωσή του θα την παρατηρήσουμε –διόλου τυχαία- στα χρόνια της χούντας όταν κυριάρχησε πια στις αθηναϊκές νύχτες, την παρακμή του στα μεταπολιτευτικά χρόνια και κυρίως μετά την ‘Αλλαγή’ του 1981. Κι ο Κατσαρός ήταν ομολογουμένως από τους πλέον κατάλληλους για να υπηρετήσει το είδος αυτό καθώς η μουσική του οπτική αρδευόταν λιγότερο από την ‘καθ’ ημάς Ανατολή’ και περισσότερο από την πιο ευρωπαϊκή επτανησιακή παράδοση του μπελκάντο, με τα εφόδια και τα εχέγγυα της καταγωγής του από την Κέρκυρα Κέρκυρα με το Ποντικονήσι (δικό του το άσμα ασφαλώς).

Οπότε… τι κάνεις κύριε Εαυτέ μου, απόψε, εδώ στο Ηρώδειο, τούτο το ζεστό σεπτεμβριάτικο βράδυ, 27 του μηνός, στην γιορτή για τα 90 χρόνια του συνθέτη; Πόσο μάλλον που έχεις πλειστάκις δηλώσει ότι δεν σ’ αρέσουν οι επετειολογίες και οι αναμνησιολογίες, και ειδικότερα οι …Ηρωδιάδες; Μπας και είσαι ‘φασαίος’, όπως λέει η νέα ανοητογραφία του ελάχιστα συγκαλυμμένου (και εμφανώς γηρασμένου) ελιτισμού; Θέλεις να βιώσεις κάποιο είδος guilty pleasure; Ήρθες με το μετα-ειρωνικό υπεράνω βλέμμα του χίψτερ; Κάνεις μια σπονδή σε ασυνείδητα ακούσματα από εκείνη την αδιαφοροποίητη σούπα που είναι τα πρώιμα παιδικά χρόνια τα οποία έχουν ωστόσο χαραχτεί αξεδιάλυτα στη μνήμη; Μαζί με μια έστω και συγκαταβατική αλλά όλο κατανόηση αποδοχή ότι οι περισσότερες παιδιά είμαστε αυτής της μικροαστικής ‘ελαφρολαϊκής’ τάξης που μας έδωσε και τα μέσα για να το παίζουμε εκ του ασφαλούς εναλλακτικοί και κατά φαντασίαν επαναστάτες;

Μία απάντηση σε όλα αυτά είναι ένα «παρολ’ αυτά». Εκεί είναι πολλές φορές η ουσία στη ζωή, σε ένα «παρολ’ αυτά». Αφήνοντας στην άκρη ενοχές (όχι πια άλλες, γκώσαμε) και ιδεολογικές (διάβαζε: ιδεοληπτικές) προσλήψεις. Είναι λοιπόν πολλά χρόνια τώρα, που ακούγοντας διάφορα πολύ ωραία τραγούδια, αναζητούσα μετά τον συνθέτη και…. «ααα Κατσαρός είναι κι αυτό»; Γιατί οφείλουμε να αναγνωρίσουμε κάποια στιγμή, ότι ακόμη και στον ελαφρολαϊκό χώρο, κι αν ακόμη μπορεί να προέκυψαν κάμποσες τερατογενέσεις από την επιμειξία, ωστόσο, όπως σε κάθε μα κάθε είδος -αν επιμείνουμε σώνει και καλά στις ετικέτες-, εφόσον υπάρχει μεράκι, ικανότητα και μελωδικό αισθητήριο, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να λαθέψει. Πέραν τούτου, στον υστεροφημικό απολογισμό του Γιώργου Κατσαρού πρέπει να σταθούμε και στην τεράστια δουλειά που έχει κάνει ως μαέστρος και ενορχηστρωτής (ειδικά στην Lyra του Πατσιφά είχε πάρει εργολαβία), υπήρξε ένας πραγματικός εργάτης της μουσικής που διαμόρφωσε καθοριστικά τον ήχο σε δεκάδες τραγούδια, μια συμβολή μάλιστα όχι ιδιαίτερα ευρέως γνωστή (π.χ. να ξεχωρίσουμε μεταξύ πολλών τη δουλειά του στο «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» του Γιάννη Σπανού). Και στο σαξόφωνο ακόμη, το όργανο που αγάπησε και με το οποίο ταυτίστηκε, «παρολ’ αυτά», κατάφερε να δημιουργήσει έναν απόλυτα αναγνωρίσιμο ήχο, ας του πιστωθεί κι αυτό το διόλου εύκολο και αυτονόητο επίτευγμα. Στη συναυλία εκείνο το βράδυ στο Ηρώδειο βγήκε ζωσμένος με αυτό και δεν το αποχωρίστηκε στιγμή…

Μια βραδιά που σκιάστηκε μοιραία από την πτώση της Μαρινέλλας στην ίδια σκηνή δυο μέρες πριν, με μπόλικη συγκίνηση, ευχές και κωμικοτραγικές υπερβολές (με τον Τάκη Ζαχαράτο να πέφτει να φιλήσει το σημείο όπου «έπεσε ο αητός»). Ωσεί παρούσα λοιπόν η Μαρινέλλα, η οποία εδώ που τα λέμε πολλά χρωστά στον Κατσαρό (με τον οποίο τους συνέδεσε και κουμπαριά, την είχε παντρέψει με τον Τόλη), της έδωσε κάμποσα τραγούδια στηρίζοντας την τον πρώτο δύσκολο καιρό της μετα-καζαντζίδειας πορείας της, δυο φορές ακούστηκε απόψε το «Πίσω από τις καλαμιές» από τα χείλη της κυριολεκτικά απαστράπτουσας και λαμπυρίζουσας Ζωζώς (μα δεν λέμε ποια της Ζωζούς και της Μυρτούς κοκ κοκ;) Σαπουντζάκη, η οποία δεν ήθελε με τίποτε να κατέβει από την σκηνή, αχ αυτή η άτιμη η σκηνή και ο μαγνητισμός της έκθεσης και η ανάγκη ενός ακόμη χειροκροτήματος, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα είναι το τελευταίο, κατά έναν τρόπο είναι πολυτέλεια η γνώση/επίγνωση αυτή. Ειδικά όσο περνάν τα χρόνια.

Πολλοί υποβασταζόμενοι και υποβασταζόμενες ανέβηκαν εκείνο το βράδυ τα δύσκολα σκαλοπάτια του Ηρωδείου, στις κερκίδες αλλά και επί σκηνής, με έκπληξη την παρουσία της Κλειώς (Κλειώς, λέγω) Δενάρδου (με την φωνή της ομολογουμένως μια χαρά να στέκει), ο Κώστας Χατζής (που τελευταία είναι παντού) με την βραχνοκοκόρικη φωνή του, είπε και το δικό του «Όταν κοιτάς από ψηλά», από δίπλα οι νεότεροι, Μελίνα Ασλανίδου, Λένα Αλκαίου, Χριστίνα Ράλλη, Ίαν Στρατής, ο Γιώργος Θεοφάνους στο πιάνο, Αλέξανδρος Μπουρδούμης και Μέμος Μπεγνής οι οποίοι επιστράτευσαν στις ερμηνείες τους περισσότερο τη θεατρική τους σκευή, και φυσικά η ηρωδιακώς αναπόφευκτη ορχήστρα (απόψε η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων υπό την μπαγκέτα –όταν δεν του έφευγε από τα χέρια- του Λευτέρη Καλκάνη) η οποία ωστόσο ομολογουμένως ταίριαξε στη φύση των τραγουδιών.

Η μεγάλη στιγμή βέβαια ήρθε όταν ανέβηκε στη σκηνή ο Γιάννης Πάριος, ένας ακόμη τραγουδιστής με πολλά χρωστούμενα στον Κατσαρό («σου βρήκα τραγουδιστή για τα επόμενα 30 χρόνια», έτσι τον είχε συστήσει ο Κατσαρός στον Μίνωα Μάτσα), και τότε άνοιξαν οι κρουνοί ενθουσιασμού και συγκίνησης στο πλήθος του κατάμεστου θεάτρου, νοσταλγία του παρελθόντος, νοσταλγία του παρόντος, η πορεία του όλη του Πάριου υπήρξε μια νοσταλγία, «πώς να σε ξεχάσω δεν είναι δυνατόν», «δεν ξεχνιέσαι δεν ξεχνιέσαι», έχει ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς σε πόσα τραγούδια του Πάριου απαντώνται τα ρήματα «ξεχνώ», «θυμάμαι» και λοιπά μνημονικά συνώνυμα (σε αυτή την παρατήρηση βασίστηκε κι εκείνος ο παιχνιδιάρικος δίσκος της Κασετίνας με διασκευές σε Πάριο με τίτλο «Mnemoniazol»). Μετά βέβαια «σκοτώνει» κι αυτός (όπως το έκανε πριν ο Στέλιος Διονυσίου, με άλλο τρόπο), τον «Αυγερινό» του Ηλία Κλωναρίδη, από τα πιο απαιτητικά εδώ που τα λέμε λαϊκά άσματα, σκέφτομαι όμως ταυτόχρονα ότι αυτές οι βραδιές στομώνουν το κριτικό σπαθί το οποίο οφείλει να μπαίνει/μένει στο θηκάρι, δεν σηκώνει αυστηρές κρίσεις αυτή η τρυφερή αύρα του sic transit gloria mundi, η υπενθύμιση της φθοράς και της θνητότητας, ή όπως το διατύπωσε ο σταθερός στιχουργικός συνοδοιπόρος του Κατσαρού, ο Πυθαγόρας, ο πιο ανίκητος εχθρός είναι λοχία ο καιρός… Στο τέλος της βραδιάς συμμετέχει τρεμάμενα στα φωνητικά και ο ίδιος ο Κατσαρός, σπανιότατα το έκανε (νομίζω δισκογραφικά ποτέ - κι ας έχει πάντα ενδιαφέρον η άποψη του συνθέτη για τα δικά του τραγούδια, έχει δεν έχει φωνή), «κάθε λιμάνι και καημός» και «το χάσαμε το πλοίο της γραμμής». Στο μεταξύ πήγε κοντά μία, πρέπει να τρέξουμε μην χάσουμε και το τελευταίο μετρό της γραμμής. Με μια ωραία βραδιά να ‘χουμε να θυμόμαστε.

Και κάπου εδώ ίσως πεταχτεί ο κανσελοφόρος αδέκαστος σταυροφόρος, που τόση ώρα με το ζόρι κρατιέται: δεν ήταν όμως ο Κατσαρός εκείνος που είχε μελοποιήσει τους στίχους (δια χειρός Γιώργου Οικονομίδη) «και σμίγουν μέσα στην ψυχή του είκοσι-ένα η εποχή κι η είκοσι-μια τ’ Απρίλη», τον ύμνο της χούντας δηλαδή; Ναι δεν υπάρχει αμφιβολία (αν και ας σημειώσουμε ότι ποτέ δεν πλασαρίστηκε επισήμως ως τέτοιος). Παραμερίζοντας όμως την αιτιολόγηση που κατέθεσε ο ίδιος (ισχυρίστηκε ότι το όνομά του χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά στον δίσκο), θα παραμερίσουμε και τον ετεροχρονισμένο από καθέδρας ηθικισμό που συμπυκνώνει ή εστιάζει τον προβολέα σε μια ατυχή επιλογή και στιγμή μιας ολάκερης πορείας (κι εν τέλει, το βούλευμα της μεταπολιτευτικής ελληνικής δικαιοσύνης, και το ίδιο πραξικόπημα… ‘στιγμιαίο αδίκημα’ το χαρακτήρισε). Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τεράστια πλειοψηφία του ελληνικού λαού μια χαρά είχε ασκήσει την τέχνη του s’arrangiari (που λένε και στη Νάπολι) με την κατάσταση και το Καθεστώς, το οποίο επιπλέον δεν συνιστούσε εξαίρεση στην ελληνική μεταπολεμική ιστορία παρά μια φυσική συνέχεια των προηγούμενων χρόνων, με τους πραγματικούς αντιστασιακούς να τους ψάχνεις με το φανάρι (τουλάχιστον μέχρι το ‘74, μετά πολλαπλασιάστηκαν κουνεληδόν). Και τούτο αφορά και πολλούς άλλους καλλιτέχνες/ιδες και δημιουργούς, ακόμη και τοτεμοποιημένους και υπεράνω κριτικής και πάγκοινης αποδοχής, από τον χώρο του ροκ μέχρι και τον πλέον «έντεχνο». Έτσι είναι, η ζωή, η καθημερινότητα, έχει τη δική δύναμη, πάντα συνεχίζεται και προσαρμόζεται και συμβιβάζεται.

Οπότε, ας πέσει το βάρος της κρίσης αλαφρύ (και… ελαφρολαϊκό), κι «ας είμαστε ρεαλισταί» αλλά και πιο ανθρώπινοι. Κι ας κρατήσουμε στα τραγούδια, αυτά μένουν στο τέλος (μέχρι κι αυτά να ξεχαστούν). Κι από τα πολλά που έγραψε ο Γιώργος Κατσαρός, ουκ ολίγα εκ των οποίων ανήκουν πια στο «μεγάλο ελληνικό ασματολόγιο», ακολουθεί μέσα από μια απόλυτα προσωπική επιλογή, ένα νοερό τζουκ-μποξ 15(+) εξ αυτών. Τυχαία(;), κανένα δεν ακούστηκε εκείνο το βράδυ…

1. Δημήτρης Μπαξεβανάκης - Μπαρμπάντος (1960)

«Σε μαγικά νησιά θέλω να βρεθούμε» ήταν ένα τραγουδιστικό μότο των καιρών, αλλά και κοινωνική απαίτηση, απότοκη μιας ανάγκης για μια έστω και φαντασιακή απόδραση από την σκληρή βιοπάλη της ανοικοδόμησης των μεταπολεμικών χρόνων. Και τα τραγούδια διαφυγής (να χρησιμοποιήσουμε εδώ τον όρο «escapism»;) σε εξωτικούς προορισμούς, είτε ήταν η Χαβάη είτε η Κούβα ή εν προκειμένω τα Μπαρμπάντος ήταν ένα πανευρωπαϊκό φαινόμενο, με το ύφος και το στυλ των τραγουδιών να μην έχει συνήθως καμία σχέση με τις πραγματικές μουσικές των τόπων έμπνευσης (εξού π.χ. και το μάμπο το… μπραζιλέιρο). Εδώ η ξεχασμένη φωνή του Δημήτρη Μπαξεβανάκη (ή Μπαξιβανάκη όπως γράφει το εν λόγω δισκάκι) με το όμορφο ηχόχρωμά της ερμηνεύει ένα άσμα στο οποίο ανατολίτικες και λατινοαμερικάνικες και ευρωπαϊκές επιρροές μπλέκονται όλες μαζί, παραπέμποντας στον ορισμό του κιτς, αλλά ας σημειώσουμε εδώ ότι ο όρος ‘κιτς’ δεν είναι απαραιτήτως αρνητικά αξιολογικός.

2. Φώτης Δήμας - Μου ‘κλεψαν δυο μάτια (1961)

Το θεωρώ από τα ωραιότερα ελληνικά κομμάτια ανεξαρτήτως είδους- έτσι για να δώσω μια εμφατική υπερβολή- από τότε που το πρωτάκουσα στην ταινία του 1962 'Ποτέ δεν σε ξέχασα', ένα τυπικό μελό της εποχής που αξίζει μόνο για αυτά τα δύο και κάτι μαγικά λεπτά, με την μοναδική τζάζυ ατμόσφαιρα και την φοβερή ερμηνεία του Δήμα, του κορυφαίου crooner τραγουδιστή όπως τον έχει χαρακτηρίσει ο Φώντας Τρούσας, ο οποίος στο πολύτιμο Δισκορυχείον του έχει ασχοληθεί αναλυτικά με την περίπτωσή του (σε άλλο κομμάτι σύνθεσης Κατσαρού, «Το μελαγχολικό αγόρι» με το σαξόφωνο να δίνει μια έντονη πρώτη παρουσία, δεν είναι σαν να ακούμε Paul Anka;). Ο Δήμας υπήρξε ωστόσο κι ο ερμηνευτής του προαναφερθέντος διαβόητου «Ύμνου» και μάλλον ο μόνος που πλήρωσε τη συμμετοχή του εκείνη, μετά από τον δίσκο αυτό εξαφανίστηκε όχι μόνο από την δισκογραφία αλλά και από κάθε δημόσια παρουσία, παρέμβαση και υστεροφημία.

3. Τζίμης Μακούλης – Χτύπα καμπάνα (1961)

Από τους πλέον γνωστούς Έλληνες ερμηνευτές στα εξωτερικά εκείνη την εποχή, χαρίζει εδώ την βαρύτονη φωνή του στη σύνθεση του νέου κι ακόμη άσημου συνθέτη, ο οποίος ψάχνοντας ακόμη τα εκφραστικά του μέσα επηρεάζεται από την θεοδωρακική γραφή (όπως συμβαίνει π.χ. και στο «Γιατί αργείς» που θα πει η Καίτη Μπελίντα). Πολύ ωραία να σημειώσουμε και η ενσωμάτωση στο κομμάτι του ήχου της καμπάνας όπως και η χρήση της αντήχησης (reverb ντε), δείγματα ενός γνήσιου ενορχηστρωτικού ταλέντου.

4. Καίτη Χωματά – Σ’ αυτό τον δρόμο (1963)

Ενσωματώνοντας ακούσματα από νουάρ τζαζ ατμόσφαιρες (εμφανής η πλέσσεια επιρροή) η σύνθεση αυτή ακούστηκε (και αργότερα δισκογραφήθηκε) σε ωραία ερμηνεία από την Μάρω Κοντού στην ταινία «Το κάθαρμα» (ή «Η Μαρκησία του λιμανιού»), εδώ όμως την διαλέγουμε στην πιο λεπταίσθητη και αέρινη εκτέλεση της Καίτης Χωματά.

5. Γιώργος Κατσαρός – Santa Claus Shake (1968)

Από τα πάμπολα ορχηστρικά που έχει συνθέσει για κινηματογραφικές ταινίες ο Κατσαρός, υιοθετώντας διάφορα μουσικά στυλ, από την μπόσα νόβα μέχρι τα δημοφιλή εκείνους τους καιρούς λαϊκά σέικ, υπό την επιρροή πιθανότατα και του Γεράσιμου Λαβράνου με τον οποίο οι διαδρομές τους είχαν πολλάκις διασταυρωθεί (ας αναφέρουμε εδώ και την δουλειά που έχει κάνει π.χ. στην «Κόμμισα της Κέρκυρας» ή και μια σχεδόν… psych διασκευή στο μαντσίνειο «Peter Gunn» στην ταινία «Οι τρεις ψεύτες»), ας διαλέξουμε αυτό το σπάνιο (από κάθε άποψη) χριστουγεννιάτικο σαρανταπεντάρι, μαζί με ευχές και χορηγία από την διαφημιστική εταιρεία «Λάμδα Άλφα».

6. Κούκα & Ναυσικά - Εσύ που φεύγεις το πρωί (1970)

Μένουμε σε… ορθογώνιο πλαίσιο, επί της κινηματογραφικής οθόνης δηλαδή, σε μια κλασική βοσκοπουλιάδα της εποχής με τίτλο «Σε ικετεύω αγάπη μου», όπου δίπλα στα σουξέ του Τόλη και τον ανθό της γαρδένιας ακούγεται και αυτό το δροσερό και ανάλαφρο ελαφρολαϊκό με τα διπλά γυναικεία φωνητικά από την Ναυσικά(ααα) και την (Ία) Κούκα, την οποία θυμόμαστε να έχει ξεκινήσει από τα πρώιμα 60s τραγουδώντας ροκενρολλάκια με την ορχήστρα των Αδάμα-Τζαβ(άρα). Έχω ψάξει πολύ αλλά δεν έχω βρει δισκογραφημένη εκδοχή - όπως το ίδιο έχω κάνει και για το επίσης αγαπημένο μου τραγουδιστικό θέμα από την αλικειάδα «Η αγάπη μας», με τον μοναδικό συνδυασμό μπουζουκικού ριφ με φλάουτο.

7. Γιάννης Καλατζής - Η αγάπη μας χωρίζει (1970)

Μια συνεργασία… τέντζερης και καπάκι ήταν αυτή του Κατσαρού με τον σπουδαίο (αλλά εξίσου άνισο στιχουργό Πυθαγόρα Παπασταματίου, μια πένα πάντως με μεγάλη ευρηματικότητα και λαϊκό –ενίοτε ίσως και λαϊκίστικο- αισθητήριο), συνεργασία η οποία άντεξε μάλιστα πολλά χρόνια, κάτι όχι σύνηθες στον ανταγωνιστικό αυτό χώρο. Κάτι ανάλογο μπορεί να ειπωθεί για την συνεργασία του(ς) με τον Γιάννη Καλατζή, τα λίγα χρόνια που αυτός άκμασε με ένα φοβερό σερί μεγάλων επιτυχιών (μέχρι να τον… αντικαταστήσει ουσιαστικά ο Νταλάρας). Δεν μπορούμε εδώ να αντιπαρέλθουμε την αναφορά στον «Σταμούλη τον λοχία» (όπου πολύ μ’ αρέσει το μελωδικό γύρισμα στο ρεφραίν) ή στην αλήστου μνήμης «Κυρα-Γιώργαινα» (η τιμή της οποίας έφτασε μέχρι τα γαλλόφωνα χείλη του Michel Polnareff ως «Allo Georgina» αποκτώντας και καλτ στάτους), η οποία ακούστηκε τότε ad nauseam, και που όπως λέει η ιστορία (ή όπως τη διηγείται ο Μίνωας Μάτσας στο βιβλίο του), «κυρα-Γιώργαινα αποκαλούσε ο Πυθαγόρας τη γυναίκα του Κατσαρού», ο λαός όμως την ταύτισε με την γυναίκα του… ορθοπεδικού συνταγματάρχη Παπαδόπουλου, την Δέσποινα. Οπότε γυρίζουμε το φθαρμένο από την πολυχρησία δισκάκι από την άλλη πλευρά και βρίσκουμε στο b-side αυτή την όμορφη στιγμή αθηναιογραφίας όπου στο «χωρίζει» και το «ψιχαλίζει» έρχεται να κάνει ρίμα η γειτονιά του Γκύζη (την ακούμε και σε σκηνή της ταινίας «Τι κάνει ο άνθρωπος για να ζήσει»)

8. Ελένη Ροδά – Κοινωνία (1971)

Ένα άλλο ακόμη κομμάτι από τον Καλαντζή που δεν το αντέχω είναι και «Ο επιπόλαιος» (με λες που μιλάω με πολλές κοκ) με το συντηρητικό πατριαρχικό του μήνυμα, σκέφτομαι πάντως παιχνιδιάρικα ότι σαν απάντηση από τα χέρια των ίδιων δημιουργών θα μπορούσαμε να δούμε το κομμάτι η «Ατίθαση», «αν μου κάνεις τον σκληρό χωρίζουμε», «να τα ξεχάσεις όλα αυτά δεν ζούμε πια στο ‘17», που λέει με τσαγανό η Ελένη Ροδά. Η οποία σε εξίσου ‘αντιδραστικό’, στα όρια του… αντιεξουσιαστικού, πνεύμα τραγουδάει στο κομμάτι αυτό, σ’ ένα «κουτουκάκι στο Κουκάκι» υπό τα βλέμματα (και το σεγόντο) του Κωνσταντάρα και της Μάρως (όχι της "Μάρους";) Κοντού «κοινωνία να ‘χα σιδερογροθιά, να σου κοπανήσω μία, γιατί είσαι όλο ψευτιά». Βέβαια μια τέτοια φαντασιακή βία απέναντι σε μια απροσδιόριστη άτιμη ‘κενωνία’ (που θα ‘γραφε και ο Τσιφόρος) ή σ’ έναν ‘γυάλινο κόσμο’ είναι μάλλον ακίνδυνη και περισσότερο εκτονωτική, οπότε δεν χρειάζεται να καλέσουμε τον Κατσαρό να καταδικάσει την βία απ’ όπου κι αν προέρχεται…

9. Λίτσα Σακελλαρίου & Αχιλλέας Θεοφίλου – Σ’ αγαπώ (1973)

Μία ακόμη ερμηνεύτρια η οποία θα μπορούσε αλλά για χι ψι λόγους δεν… Όμορφη παρουσία, συμπαθητική φωνή, είπε αρκετά τραγούδια του Κατσαρού, από τα οποία θα μπορούσα να διαλέξω το μελοδραματικά μοναχικό «Χαμένα βράδυα» ή το «Ζητάς πολλά» μόνο και μόνο επειδή βρέθηκε στην ταινία του Όμηρου Ευστρατιάδη «Γυμνό φωτομοντέλο, αλλά κρατώ αυτό εδώ που ανοίγει το LP με τίτλο «Φθινοπωρινά», για το εντελώς 70s easy soft porn παθιάρικο κλίμα του και κυρίως για το πολύ όμορφο και ταιριαστό σόλο σαξόφωνο (το οποίο, να σημειώσουμε, παρά την αγάπη που του είχε, ο συνθέτης το χρησιμοποιούσε με μέτρο και δεν το έβαζε στανικά παντού και αδιακρίτως).

10. Λευτέρης Μυτιληναίος - Δεν είναι ίδιες όλες οι καρδιές (1975)

Εντάξει, ο κομπάρσος της καρδιάς σου που όλοι δεν θέλουμε να γίνουμε, είναι μεγάλο άσμα και πραγματικός ύμνος, που χάρη στην επιμονή του αισθηματία Νίκου Τριανταφυλλίδη πέρασε και σε μια άλλη γενιά και έναν κόσμο που μάλλον περιφρονούσε το είδος, αλλά η συνεργασία του συνθέτη με τον Μυτιληναίο, έναν ερμηνευτή ο οποίος υπηρέτησε το ελαφρολαϊκό με συνέπεια, γνώση και ανδρική ευαισθησία (τα έχει αναλύσει κι εδώ στο MiC ο Άρης Καραμπεάζης), υπήρξε λίαν γόνιμη παράγοντας και άλλες μεγάλες επιτυχίες (μέχρι να τα σπάσουν κάποια στιγμή στα τέλη των 70s όταν ο Μυτιληναίος έκανε δίσκο με τον Σπύρο Παπαβασιλείου), όπως τούτου το επίσης σπουδαίο άσμα (στίχοι εδώ του Κώστα Ρουβέλα) από τον δίσκο «Λευτέρης Μυτιληναίος – Νο 3» (αυτός και οι… Zeppelin).

11. Δημήτρης Μητροπάνος - Παιδί της ασφάλτου (1975)

Ένα ακόμη τραγουδιστικό ταλέντο το οποίο αναγνώρισε με το αυτί σκάουτερ ο Κατσαρός ήταν και ο Μητροπάνος, τον οποίο βοήθησε να βγει στο κουρμπέτι ήδη από το 1968 με τα «Γιώργο που ξέρεις τα πολλά» και το «Δυο φίλοι απ’ τον Βόλο». Εδώ τον αξιοποιεί σε έναν από τους λίγους φιλόδοξους κύκλους τραγουδιών του, τα «Τσιμεντένια πρόσωπα» (με στιχουργική εδώ κατ’ εξαίρεση του Ηλία Λυμπερόπουλου), θα μπορούσα να διαλέξω και το υπέροχο «Μεγάλος πουν' ο άνθρωπος», με την ερμηνεία του Μητροπάνου να κρατάει χαμηλούς τόνους, κι ακόμη κι όταν φαλτσάρει ακούγεται πειστική και γοητευτική, νομίζω την προτιμώ από τις μετέπειτα πιο «παλικαρίσιες» του. Ο δίσκος γενικά δεν ακούστηκε και δεν έμεινε, η συνεργασία των δυο τους ωστόσο συνεχίστηκε (ο Μητροπάνος ήταν μάλιστα αυτός που έδωσε φωνή και στη μελωδία του «Να η ευκαιρία» με τίτλο «Ήρθα με τον βοριά»).

12. Περικλής Περάκης - Αξιότιμη Κυρία (1976)

Ποιος θα το πίστευε, ότι μια φωνή με τέτοιο χρώμα, έκταση και στιβαρή προσωπικότητα σαν του Περικλή Περάκη δεν θα έμενε ανεξίτηλη στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, ωστόσο πλην του υποδηλούμενου αυτού άσματος του έλειψαν τα μεγάλα τραγούδια από το ρεπερτόριο του. Κι αν περισσότερο ευτύχησε στα χέρια του Χατζηνάσιου, και στον δίσκο που κυκλοφόρησε με τον Κατσαρό με τίτλο «Ερωτικοί διάλογοι», υπάρχουν κάποιες αξιομνημόνευτες στιγμές, όπως η εν λόγω (ή μήπως να διάλεγα καλύτερα την «Φωτογραφία»;)

13. Ρένα Πάντα – Πάρε με πάρε με (1977)

Η κόρη του παλιού τραγουδιστή Αλέκου Πάντα, μπορεί να έκανε το ντεμπούτο της μόλις έξι(!) χρονών στο πλάι του πατέρα της, δεν έκανε ωστόσο την καριέρα που θα μπορούσε, κάποια στιγμή χτυπήθηκε κι από προσωπικές ατυχίες και αποσύρθηκε νωρίς από τον χώρο. Εδώ την ακούμε από τον πρώτο της δίσκο στο κλίμα του «γαλάζιου τραγουδιού» της εποχής (όπως το αποκαλεί κι ο συμπατριώτης του Π.E. Δημητριάδης), από εκεία που θα μπορούσε να είχε πει π.χ. μια Δήμητρα Γαλάνη.

14. Γιώργος Μαρίνος - Σαββατόβραδο στο τρένο (1979)

Για έναν δηλωμένο… τραινολάγνο σαν κι εμένα, στην κατσάρεια δισκογραφία μπορούν να βρεθούν ουκ ολίγα τραγούδια με αναφορά στο μεταφορικό μέσο το οποίο ουσιαστικά άλλαξε και επηρέασε όσο κανένα άλλο την ιστορία της μουσικής. Από το «Σταμάτα τραίνο» της Λίτσας Σακελλαρίου μέχρι το «Το τρένο των οκτώ» της Αλέκας Κανελλίδου (μα καλά, όλα τα τραίνα έφευγαν τότε στις οκτώ;;) ή το προκείμενο «Σαββατόβραδο στο τρένο» το οποίο δίνει μία ακόμη (να η) ευκαιρία στον Γιώργο Μαρίνο να αποδείξει πόσο σπουδαίες ερμηνευτικές ικανότητες διαθέτει. Σε ίδιο σιδηροδρομικό πλαίσιο, αξίζει να αναφέρουμε και την εξαιρετική δουλειά που έχει κάνει ο Κατσαρός στην κατασκοπική Φωσκολιάδα του 1964 «Κραυγή», το κομμάτι (με τις δραματικές πλέον συμπαραδηλώσεις στην σύγχρονη επικαιρότητα) «Λάρισα-Τρένο» θα το έβαζα σε μια μείξη δίπλα στο «Étude aux chemins de fer» του Pierre Schaeffer.

15. Λάκης Χαλκιάς - Ωδή στον Νέλσονα Μαντέλα (1989)

Κα για το κλείσιμο, ένα τραγούδι από την δύσκολη δεκαετία του ’80. Το ελαφρολαϊκό έχει πια φύγει από το προσκήνιο, λίγο στην αρχή το πολιτικό τραγούδι, λίγο μετά η επέλαση του νεο-λαϊκού τύπου «Λεπά» ειδικά μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, κατέληξε στο «χρονοντούλαπο» της ιστορίας. Ο Κατσαρός συνέχιζε ωστόσο να βγάζει δίσκους με μεγάλη συχνότητα, με ολοένα μεγαλύτερη εστίαση σε διασκευές (μέχρι και δίσκο ‘Lambada’ κυκλοφόρησε ο αθεόφοβος) αλλά κι ολοένα μικρότερη απήχηση (ας αναλογιστούμε όμως στο σημείο αυτό ότι είναι πολύ λίγοι οι δημιουργοί των 60s και των 70s που έβγαλαν αβρόχοις ποσί τα 80s, και όχι μόνο σε εγχώρια πλαίσια). Μεταξύ αυτών αξίζει να κρατήσουμε τον δίσκο «Αφρική Τώρα» όπου βασιζόμενος σε ποιήματα σύγχρονων Αφρικανών ποιητών συντάσσεται με το παγκόσμιο ρεύμα του τότε αντι-απαρτχάιντ αγώνα και στην ανάδειξη της εμβληματικής μορφής του Νέλσον Μαντέλα.